Ἡ προσπάθεια καὶ ὁ ἀγῶνας ποὺ κάνουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας χαρακτηρίζονται, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὡς ἔργα. Αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, ἐκεῖνος ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ σωθεῖ, τὸ κάνει ἔργο ζωῆς.
Παράδειγμα σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας ἔχουμε Αὐτὸν τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται. Καὶ μάλιστα ἐργάζεται τὴ δική μας σωτηρία.
Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποὺ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔστειλε τὸν Χριστό μας στὴ γῆ. Ἐφόσον, λοιπὸν, ὁ Κύριος ἐργάζεται τὴ δική μας σωτηρία, θὰ πρέπει καὶ κάθε χριστιανὸς ποὺ πραγματικὰ θέλει νὰ σωθεῖ, νὰ ἐργάζεται τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς σωτηρίας του.
Βέβαια, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει ἐδῶ καὶ τώρα νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ὑποχρεώσεις τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὅπως καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς προτρέπει, ὅ,τι κάνουμε νὰ τὸ κάνουμε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ δική Του δόξα.
Συχνὰ, ὅμως, μπερδεύουμε τὰ πράγματα. Τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι αὐτὸς, πού μᾶς καθόρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ Βασιλεία Του. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος. Αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας. Ἐνῶ οἱ σκοποὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὅλοι αὐτοὶ, πού μᾶς βάζει ὁ ἐγωκεντρικὸς ἐαυτός μας. Κάποια εἴδωλα καὶ κάποιοι σκοποί, ποὺ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἐργάζονται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας.
Παράδειγμα: Δόξα, χρήματα, ὑλικὰ ἀγαθά, δύναμη καὶ ἐξουσία, πάθη καὶ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου. Πράγματα πού μᾶς παρασύρουν σὲ ἄλλες φροντίδες καὶ τρόπους ζωῆς, συχνὰ μάταιους καὶ ἁμαρτωλούς.
Γιατί ὅμως, ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλουμε τὴ σωτηρία μας, μετατρέπουμε σιγὰ σιγὰ τὸ κύριο ἔργο τῆς σωτηρίας μας σὲ πάρεργα;
Ἐνῶ λογικὰ, συνειδητὰ, ἐξακολουθοῦμε νὰ θεωροῦμε ὡς πρῶτον ἔργο τῆς ζωῆς μας τὴ σωτηρία μας, ὑποσυνείδητα, ἀλλάξαμε βασικὸ προσανατολισμὸ ζωῆς. Δυστυχῶς, στὴν πορεία τῆς ζωῆς ἄλλοι στόχοι καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα μᾶς ἔχουν ἀπορροφήσει καὶ αὐτὰ ἱκανοποιοῦν περισσότερο τὸν ψυχισμό μας.
Ὁ Κύριός μας γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, «ἐκένωσεν ἐαυτὸν μορφὴν δούλου λαβῶν καὶ ἐταπείνωσεν ἐαυτὸν». Αὐτὴ ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ τὸν κάθε χριστιανὸ ἄνθρωπο μία ἰσχυρὴ πρόκληση αὐτογνωσίας.
Ἀκόμα, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὅπως ἐκεῖνος «περιεπάτησεν καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν περιπατεῖν». Ὅπως δηλαδὴ Ἐκεῖνος «ἐκένωσεν», ἄδειασε τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.
Ἔτσι, θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἀδειάσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία ποὺ κυρίευσε τὴ ἀνθρώπινη φύση μας, μετὰ τὴν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία.
Μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θέλησε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ γίνει θεός, χωρὶς τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, δὲν ἔγινε θεὸς ὁ ἄνθρωπος.
Ἄδειασε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας εἰκόνας, διαποτίστηκε ἀπὸ ἀξιώσεις ἰσοθεΐας καὶ δαιμονικὴ ἀλαζονεία. Αὐτὴ τὴν ἀλαζονεία θὰ πρέπει νὰ ἀδειάσει ἀπὸ μέσα του ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία του.
Προσπαθώντας, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος νὰ παραιτηθεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀλαζονεία του, οὐσιαστικὰ ἀντιμάχεται τὴ φύση του, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Συγκρούεται μὲ τὸν βαθύτερο ψυχισμό του. Πρόκειται γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ποὺ ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πραγματικὰ θέλει νὰ τὸν ἀκολουθήσει.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἔτσι μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος.
Πῶς μπορεῖ, ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας νὰ ἀδειάσει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του; Ὅταν μάλιστα τὸ εἴδωλον, ποὺ κατ’ ἐξοχὴν λατρεύουμε ὅλοι μας εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας;
Ἐδῶ ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη αὐτογνωσίας. Χωρὶς αὐτογνωσία δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ καταλάβουμε, ἀπὸ τί καὶ γιὰ ποιὸν λόγο νὰ ἀδειάσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὅσο δὲν ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο τῆς αὐτογνωσίας, δὲν θὰ δοῦμε τίποτα τὸ ἀρνητικὸ στὸν ἑαυτό μας. Παρὰ μόνο τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῶν ἄλλων «τοῦ πλησίον». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, τὴν ἀνάγκη αὐτὴ τῆς προσωπικῆς κενώσεως τὴν βλέπουν μόνο πολὺ λίγοι.
Παράδειγμα, ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς. Ὁ ἄσωτος, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, θέλησε νὰ γίνει αὐτὸ, ποὺ πίστευε ὅτι δικαιοῦται νὰ γίνει, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ αὐθεντία.
Τελικὰ, ὅμως, συνειδητοποιεῖ μέσα του τὴν ἀνασφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Τὴν εὐθύνη αὐτῆς τῆς ἀποτυχίας ἀντιλαμβάνεται, ὅτι τὴν ἔχει ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἔρχεται στὸν ἑαυτό του.
«Εἰς ἐαυτὸν ἐλθῶν». Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι συνειδητοποίησε τὴν πραγματική του κατάσταση καὶ αὐθόρμητα συνεχίζει τὸ «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Αὐτὰ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς νέας προοπτικῆς του, μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν σὲ ἕνα καὶ μόνο γεγονός. Στὸ γεγονὸς τῆς «κενώσεως», τῆς «μετανοίας».
Στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, στὶς κατανυκτικὲς ἀγρυπνίες. Ἐπίσης, γνωρίζει, πὼς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ σωθεῖ εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς ἐντολές Του.
Καὶ μία ἀπὸ τὶς ἐντολές Του, εἶναι «τὸ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς τὸν ἐαυτόν σου». Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὑποστηρίζει, πὼς χάριν στὶς τεχνολογικές του ἐπιτυχίες ἔχει δημιουργήσει ἕναν κόσμο πραγματικὰ «καλό».
Ὅμως, γιὰ τὸν ἑαυτὸ του, τί μπορεῖ νὰ πεῖ: Ἔχει δημιουργήσει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ, νὰ ἀποδίδει δικαιοσύνη, νὰ λέει τὴν ἀλήθεια, νὰ συνειδητοποιεῖ, ὅτι εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος; Ἡ διάστασή του αὐτὴ, δυστυχῶς, ὑπογραμμίζει τὸν ἀποκλειστικὸ προσανατολισμό του, ὄχι στὸν ἑαυτό του ἀλλὰ σὲ πράγματα ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος Γαβριὲλ Μαρσέλ ἐπισημαίνει τὴν ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ὁλόψυχα πρὸς τὸν ἄλλο.
Δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ εἶναι διαθέσιμος στὸν ἄλλο. Νὰ τὸν ἀποδέχεται χωρὶς ἐπιφυλάξεις, νὰ τὸν ἀναγνωρίζει, νὰ τὸν σέβεται σὰν ἀτομικὴ ἀνθρώπινη ἀξία καὶ νὰ τοῦ προσφέρεται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀνθρώπινης κατανοήσεως καὶ ἀγάπης.
Τὸ αἴτημα, ὅμως, αὐτὸ τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τῆς καλοσύνης μέσα στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐνῶ εἶναι τόσο εὔλογο καὶ ἀναγκαῖο, συγχρόνως εἶναι ἀκατόρθωτο λόγω ἀκριβῶς τοῦ ἐξωστρεφικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.
Δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος ταυτίστηκε μὲ τὴν ἐξωτερική του πραγματικότητα. Ἔκλεισε τὴν καρδιά του καὶ νόθευσε τὰ ἀνθρώπινα αἰσθήματά του. Αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ τὸ ποῦ ὀφείλονται τὰ αἰσθήματα τῆς μοναξιᾶς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.
Τὰ ἄνοιγμα πρὸς τὸν πλησίον, λοιπόν, εἶναι ἕνα σωτήριο ἄνοιγμα, γιὰ ὅλους, ὅσοι ἀγωνίζονται στὴ γνώση καὶ τὴν κένωση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τὴ σωτηρία τους.
Ἔχουν μεγάλη δύναμη οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἔχουν θεραπευτικὴ ἀξία, εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ προθυμία, ἡ καλοσύνη, ἡ ἀναγνώριση, ἡ ἀγάπη, ἡ εὐγένεια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα θέματα, ὅταν μάλιστα προέρχονται ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀνοίγεται στὸν ἄλλον, εἶναι ἰαματικὸ νερὸ καὶ βάλσαμο παρηγοριᾶς.
Μία λανθασμένη θέση εἶναι αὐτὴ ποὺ συχνὰ προβάλλεται, ὅτι δηλαδὴ θὰ πρέπει ὁ καθένας νὰ φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί ὅποιος ἀνοίγεται πολὺ στὸν ἄλλο ζημιώνεται ἀνεπανόρθωτα.
Ξοδεύεται ὁ ψυχικὸς καὶ συναισθηματικός του πλοῦτος. Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Ὅσο ἀνοίγεται κανεὶς ἀνιδιοτελώς καὶ μὲ αἰσθήματα ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφό του, τόσο περισσότερο θεραπεύει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν ἄλλο προσφέρει ἐμπειρίες αὐτοσυνειδησίας. Ὅσο περισσότερο γνήσιες εἶναι αὐτὲς οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, τόσο μεγαλύτερη θεραπευτικὴ ἀξία ἔχουν καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὶς δίνει καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὶς δέχεται.
Χρέος εἶναι κάθε χριστιανοῦ, ποὺ πραγματικὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἀποδέχεται τὶς ἐντολές Του, νὰ ἀγωνιστεῖ νὰ τὶς ἐφαρμόσει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσπάθειά του αὐτή ἀλλὰ γιὰ νὰ κερδίσει τὴ σωτηρία του.
Κι ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω, πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς εἴμαστε καλοπροαίρετοι. Δηλαδὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ ζήσουμε, ὅσο γίνεται καλύτερα, τὴ ζωὴ πού μᾶς ὁρίζει καὶ μᾶς παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Θέλουμε νὰ εἴμαστε συνεπεῖς στὶς ὑποσχέσεις μας πρὸς τὸν Θεό. Ὅμως μὲ πικρία διαπιστώνουμε αὐτή μας τὴν ἀδυναμία. Νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἀντίσταση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Σ’ αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο ἔχουμε μία μόνο δυνατότητα. Νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς ἀλλαγῆς.
«Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι». Καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἱστορία ἀνθρώπων ποὺ πραγματοποίησαν συγκλονιστικὲς ἀλλαγὲς στὴ ζωή τους.
«Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πρῶτος πολίτης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀναδείχθηκε ἕνας ληστής, αὐτὸ καὶ μόνο βεβαιώνει ἔμπρακτα τὴ δυνατότητα τῆς πιὸ δύσκολης ἀλλαγῆς.
Τέλος, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, πὼς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε γιά μᾶς. Ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀλλάξει ὅλους ἐμᾶς καὶ νὰ μᾶς κάνει θεοὺς κατὰ χάριν.
Ἑπομένως, ὑπάρχει καὶ γιὰ μᾶς ἡ δυνατότητα μίας τέτοιας ἀλλαγῆς στὴ ζωή μας. Αὐτὸ ἄς μᾶς προβληματίσει.
ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr