Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο:
Ἡ ἑορτὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ ἡ «σύνθεση» Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνικότητας, σ. 315-321
[…] Εἶναι, βέβαια, ἀδύνατο νὰ κατανοηθεῖ μὲ πληρότητα καὶ ἀκρίβεια ἡ στάση αὐτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπέναντι στὴν ἀρχαία σοφία, ἂν δὲν ληφθεῖ ὑπόψη ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν αὐθεντική του ἔκφραση καὶ βίωση, ὡς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρωπίνων. Μέσα στὴν σωτηριολογικὴ προοπτική του, ὁ Χριστιανισμὸς τῶν Ἁγίων (αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία) εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν θρησκειοποιημένο Χριστιανισμὸ τοῦ εὐσεβιστικοῦ ἠθικισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὸν -κατὰ κανόνα- ἐκκοσμικευμένο Χριστιανισμὸ τῆς διανόησης, ἀκόμη καὶ τῆς χριστιανικῆς. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἅγιοι, θεούμενοι, καὶ ὡς ἅγιοι σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν.
Αὐθεντικὴ φιλοσοφία γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «ζήτηση τῆς ἀληθείας», ὅπως συνόψισε ἄλλωστε τὴν οὐσία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, στὴν θετική του ἀξιολόγηση γι’ αὐτήν, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς (ι 215). Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὡς ὅλο, ἀναπτύσσει αὐτὴ τὴ στάση, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενό της, πάλιν ὡς ὁλότητα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖ ἀστασίαστα χριστιανικὴ κατάφαση, ὡς καρπὸς τοῦ πτωτικοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καὶ ἂν εἶναι γέννημα τῆς λυτρωτικῆς του ἀγωνίας γιὰ εὕρεση τῆς ὀντολογικῆς ἀλήθειας. Ἡ σύγχυση τῶν ἐρευνητῶν στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔγκειται στὸ γεγονὸς, ὅτι δὲν κατανοεῖται σαφῶς ἡ διάκριση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας μεταξὺ ἑλληνικότητας, ποὺ γίνεται δεκτὴ ὡς παιδευτικὸ ἀγαθὸ -καὶ αὐτὸ ἐκλεκτικά- καὶ ἑλληνικῆς μεταφυσικῆς σκέψης, ποὺ ἀπορρίπτεται, διότι βρίσκεται σὲ σαφῆ ἀντίθεση πρὸς τὴν χριστιανικὴ Θεολογία καὶ τὴν ποιμαντική τους.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συγκλίνουν σὲ μίαν ἑνιαία στάση ἀπέναντι στὴν ἀρχαία σοφία. Τὴν ἀποτιμοῦν θετικὰ ὡς ἕνα σημεῖο, ὅταν τὴν προσεγγίζουν «αὐτοτελῶς», ὡς ἱστορικὸ μέγεθος, ποὺ ἐνσαρκώνει τὴ λυτρωτικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Πουθενὰ ὅμως δὲν φθάνουν σὲ σημεῖο οἱ Πατέρες μας νὰ ἀποδώσουν σωτηριολογικὸ χαρακτήρα στὴν θύραθεν σοφία. Ἀντίθετα, εἶναι ἀπέναντί της ἀπορριπτικοί, ὅταν οἱ δυὸ σοφίες προσεγγίζονται συγκριτικά. Στὴν περίπτωση αὐτὴ, ἡ θύραθεν σοφία κρίνεται ὡς ἀδύναμη νὰ συμβάλει στὴν χαρισματικὴ μεταμόρφωση καὶ πνευματικὴ ἀλλοίωση τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, τὸ ἀνθρωπολογικὸ πρότυπο τῆς πατερικῆς χριστιανικότητας δὲν εἶναι ὁ «καλὸς καγαθός» ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ κατὰ χάρη θεός, ὁ Ἅγιος. Ἐξάλλου, ἀπὸ τὸ ἔργο τους προκύπτει, ὅτι καὶ ἡ χρήση τὴς φιλοσοφικῆς μεθόδου στὴ θεολόγηση συνιστᾶ οὐσιαστικὸ κίνδυνο, ἐφόσον ἡ Θεολογία τῶν Ἁγίων (ὡς περιεχόμενο καὶ ὄχι ὡς διατύπωση) δὲν εἶναι ὑπόθεση διανοητική ἀλλὰ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, οἱ κοσμολογικὲς ἀρχὲς τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων (αἰωνιότητα καὶ ἀνακύκληση τοῦ κόσμου, δημιουργία ἐξ ἀναγκαιότητος κ.λπ.), ὡς καὶ οἱ ἀνθρωπολογικὲς (στὰ θέματα λ.χ. τῆς ἐλευθερίας καὶ ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ κυρίως στὴν ἔννοια τοῦ προσώπου) ἔμειναν τελείως ξένες σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται χριστιανικὴ Ὀρθοδοξία. Στὴν θεολόγησή τους οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι οὔτε πλατωνικοί, οὔτε ἀριστοτελικοί, οὔτε νεοπλατωνικοί, ἀλλὰ συνεχίζουν τὴν προφητικὴ καὶ καινοδιαθηκικὴ παράδοση. Γι’ αὐτὸ, ταυτίζονται μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὴν στάση του ἀπέναντι στὴν «σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου».
Ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων καὶ τῆς φιλοσοφίας οὐδεμία ἔχει σχέση μὲ τὸν Θεὸ τῶν Ἁγίων μας. Στὴν διαδικασία τῆς πνευματικῆς προόδου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «θέα τοῦ Θεοῦ», ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου ἀποδεικνύεται περιττή. Ἄλλωστε, χριστιανικὰ, ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν σοφῶν καὶ ἐγγραμμάτων ἀλλὰ κάθε ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν παιδεία καὶ τὶς γνώσεις του. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, περίεργο, ὅτι στὴν πίστη μας Μέγας ὀνομάζεται ὁ πανεπιστήμονας Βασίλειος ἀλλὰ καὶ ὁ τελείως ἀπαίδευτος, κατὰ κόσμο, Ἀντώνιος, κάτοχος ὅμως ἐξίσου μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο τῆς θείας σοφίας.
Οἱ Πατέρες, ποὺ ἀπέκτησαν σχολικὴ παιδεία, γνωρίζουν τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ εἶναι φιλόσοφοι, οὔτε ὑποδουλώνονται στὴν φιλοσοφία, ὅπως οἱ αἱρετικοί, συμφύροντας τὴν Θεολογία τους μὲ τὶς διάφορες φιλοσοφικὲς θεωρίες. Οἱ Πατέρες, ὡς Ἅγιοι, ἐντάσσονται ὁλόκληροι στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, «βαπτίζοντας» σ’ αὐτὸ ὅλη τὴν ὕπαρξή τους, ἐπιτυγχάνοντας δηλαδή τὸν θάνατο καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή τους. Οἱ Πατέρες μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, ἀκόμη καὶ ὅταν, λόγω τῆς παιδείας τους, χρησιμοποιοῦν γλώσσα φιλοσοφικὴ στὴν θεολογία τους, ποὺ καὶ αὐτὴ «βαπτίζεται» στὴν θεία ἀποκάλυψη καὶ ἀνανοηματοδοτεῖται. Αὐτὸ ἀποσαφηνίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, συνεχιστὴς τῆς ταυτότητας καὶ παράδοσης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. «Κὰν τὶς τῶν Πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλὰ ἔπη τῶν ρημάτων μόνον, ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων πολὺ τὸ μεταξύ. Νοῦν γὰρ οὗτοι, κατὰ Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἴ μὴ τί καὶ χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
Ἡ στάση, λοιπόν, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἔναντι τῆς φιλοσοφίας δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἐχθρικὴ ἢ πολὺ περισσότερο ἀνθελληνική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σὲ στιγμὲς συναισθηματικῆς ἔξαρσης, θὰ ὁμολογήσει, τί τὸν συνδέει, ὡς Χριστιανὸ Ἕλληνα, μὲ τὴν ‘Ἑλλάδα:
«Ἑλλὰς ἐμή, νεότης φίλη, καὶ ὅσσα πέπασμαι,
καὶ δέμας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως»!
Δηλαδή, «Ἑλλάδα μου καὶ νιότη ἀγαπητή, κι ὅλα ὅσα ἀπέκτησα καὶ σῶμα. Πόσο πρόθυμα δοθήκατε στὸν Χριστό! Ἡ «Ἑλλάδα, ποὺ δέχεται καὶ τιμᾶ ὁ Γρηγόριος, εἶναι ἡ Ἑλλάδα, ποὺ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συστατικά τῆς ὑπάρξεώς του αὐτοπροσφέρθηκαν στὸν Χριστό, ὡς ἐνσαρκη Παναλήθεια. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Πατέρες.
Στὴ σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, οἱ ἅγιοι Πατέρες δίνουν τὴν προτεραιότητα στὴν Ὀρθοδοξία μὲ ὅλο τὸ λυτρωτικὸ περιεχόμενό της, ὥστε νὰ ἀποφεύγεται κάθε νόθη συζυγία, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Ἡ Ὀρθοδοξία διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων προσέλαβε τὸν Ἑλληνισμὸ, χωρὶς νὰ ὑποδουλωθεῖ στὸ πρόσλημμα, ἀφελληνίζοντας μόνο τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀφελληνισθοῦν καὶ νὰ ἀπομυθευθοῦν, ὡς μὴ προσλήψιμα. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ἔμεινε ὁ παγανιστικὸς (νόθος) ἑλληνισμός, ὡς πτώση-ἁμαρτία. Ὁ ἑλληνισμός, ὡς παιδεία, δὲν ἀπορρίπτεται. Ἀποκρούεται μόνον ἡ ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως καὶ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως, διακηρύσσεται δέ ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως νὰ ὁδηγήσει στὴν θεογνωσία, ὡς σωτηρία.
Ὁ Χριστιανισμὸς τῶν Πατέρων ἔδωσε ὁριστικὴ ἀπάντηση στὴ λυτρωτικὴ ζήτηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνανοηματοδοτώντας τὴν ἱστορικὴ πορεία του καὶ καταξιώνοντάς τον σὲ ἱστορική του σάρκα. Κατὰ τὸν πατερικότατο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «ὁ Ἑλληνισμός… διαμελίσθηκε ἀπὸ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, πολώθηκε καὶ διαιρέθηκε κι ἕνας «χριστιανικὸς ἑλληνισμός» δημιουργήθηκε». Ὁ ἑλληνισμὸς «ὁλοκληρώθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία» καὶ μὲ τὴ νέα ταυτότητά του ὡς Ἑλληνορθοδοξία -ἢ καλύτερα Ὀρθοδοξία- δοξάσθηκε καὶ μεγαλούργησε στὴν κατοπινή του πορεία, ὡς αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως.[…]
ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr