Του π. Γεωργίου Οικονόμου
Ξημέρωνε ξανά Πεντηκοστή. Όπως και τότε, κοντά δυο χιλιάδες χρόνια πριν.
«Δεν θα σας αφήσω ορφανούς, παιδιά μου», είχε υποσχεθεί ο Κύριος στους μαθητές Του.
«Αλλά θα παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα σας δώσει άλλον Παράκλητο, που θα είναι αιώνια μαζί σας».
Το Πνεύμα της Αληθείας.
Τα λόγια αυτά του Κυρίου, λίγο πριν την ένδοξη Ανάληψή Του στους ουρανούς, έγιναν ακόμα πιο συγκεκριμένα· «σε λίγες ημέρες θα λάβετε εκτός από το βάπτισμα του ύδατος, που έχετε ήδη λάβει, και το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος».
Και οι Άγιοι Απόστολοι προσκαρτερούσαν με προσευχή και αγωνία πνευματική την ώρα εκείνη. Και ήλθε η μέρα κι η γιορτή της Πεντηκοστής.
Οι μαθητές με μια καρδιά προσεύχονταν και ξαφνικά ήχος δυνατού, βίαιου ανέμου από τον ουρανό συντάραξε και πλημμύρισε τον τόπο, στον οποίο βρίσκονταν.
Και πύρινες γλώσσες από τον ουρανό κατέβηκαν και διανεμήθηκαν στους Αποστόλους.
Για αυτό από τότε πύρινο ήταν το κήρυγμα τους, φωτιά τα λόγια τους, που κατέκαιγε τις καρδιές των ακροατών τους. Ακροατές, Πάρθοι, Μήδοι, Ελαμίτες, Μεσοποταμίτες, Ιουδαίοι, Καππαδόκες, Πόντιοι, Ασιάτες, Αιγύπτιοι, Φρυγίτες, Παμφυλίτες, Κυρηναίοι, Ρωμαίοι, Κρητικοί και Άραβες άκουγαν τους φωτισμένους Αποστόλους, τους βαπτισμένους μ’ Άγιο Πνεύμα, και δεν άκουγαν τη φωνή και τη λαλιά τους, μονάχα άκουγαν την πύρινη του Πνεύματος γλώσσα και την καταλάβαιναν όλοι μέσα στην καρδιά τους, όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν.
Κι όπως καίγονταν και οι δικές τους οι καρδιές ένα πράμα παρακαλούσαν μόνο˙ να βαπτιστούν στ’ Όνομα του Χριστού, να συχωρεθούν οι παλιές οι αμαρτίες και να λάβουν την δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Με την ίδια λαχτάρα, όχι πάντοτε, θα προσέρχονταν και πάλι – ξημέρωνε Πεντηκοστή – οι άνθρωποι την Κυριακή εκείνη στην εκκλησία.
Για τις ευχές της Πεντηκοστής, για την γονυκλισία. Με ασύγκριτα μεγαλύτερη λαχτάρα προσήλθε και ο Θόδωρος από τα άγρια χαράματα.
«Πού πας, παιδάκι μου, αξημέρωτα», ψέλλισε η μάνα του, που γνώριζε πολύ καλά και κρυφοχαιρόταν για το που πήγαινε το παιδί της…
Ο Θόδωρος πλύθηκε, ντύθηκε, και έτρεξε να σταθεί πρώτος έξω απ’ του ιερού την πόρτα, για να πάρει τον σταυρό.
Έτσι όριζε ο άγραφος μα απαράβατος νόμος των ιεροπαίδων.
Και κανείς δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει! Λίγα δευτερόλεπτα ξοπίσω έφτασε ο Θανάσης, μετά ο Νίκος, ο Φίλιππος, ο Θωμάς, ο Λευτέρης.
Όταν έφτασε ο καντηλανάφτης, στις έξι και τέταρτο, ήταν ήδη καμιά δεκαριά παιδιά μαζεμένα. Ξεκλείδωσε την πόρτα και όρμησαν κυριολεκτικά μέσα τα παιδιά να φυλάξουν τις στολές τους.
Τις δίπλωσαν όμορφα και μόλις είδαν τον ιερέα έτρεξαν να πάρουν ευχή και ευλογία, για να ντυθούν.
Ο ιερέας, ο παπα – Δημήτρης, έβαλε ευλογητό και διάβασε με ευλάβεια τις εωθινές ευχές μπροστά στην Αγία Τράπεζα και την εικόνα του Κυρίου.
Μια ιδιαίτερη ευλογία, μία πνευματική χαρά είχε θαρρείς η μέρα εκείνη. Και τα παπαδάκια ανυπομονούσαν, γιατί ήξεραν ότι έχει πολύ δουλειά…
Το ευαγγέλιο του Όρθρου, τη Μικρή και τη Μεγάλη Είσοδο αλλά και την Είσοδο του Εσπερινού, που άρχιζε ευθύς αμέσως μετά τη Λειτουργία.
Είχαν, επίσης, να βοηθήσουν στις λειτουργιές, τα ονόματα, το θυμιατό, να κρατήσουν το μάκτρο στη Θεία Κοινωνία αλλά και σε κάθε άλλη δουλειά του ιερού.
Αυτό τους έκανε να νοιώθουν χρήσιμοι και υπεύθυνοι, για αυτό και είχαν ένα περισπούδαστο ύφος, μια σοβαρότητα, που έκρυβε τη χαρά τους.
Τη μεγαλύτερη χαρά, αναμφισβήτητα, την είχε ο Θόδωρος. Τέτοια μεγάλη μέρα θα είχε την ευλογία να κρατήσει αυτός τον Σταυρό.
Μα θα ήταν δυνατό να μη ζηλέψει ο διάβολος τέτοια χαρά; Τέτοια ευλογία; Τόσα πολλά παιδιά να διακονούν αξημέρωτα αντί να ροχαλίζουν;
Και κάνοντας ο διάβολος την δουλειά, που πολύ καλά γνωρίζει, πανάρχαια τέχνη, προσπάθησε να διαβάλλει τις σχέσεις και τις καρδιές των ανθρώπων.
Δεν έφταιγε ο Θόδωρος αλλά αυτός τα άκουσε. Βρέθηκε ένας «καλοθελητής», χωρίς να του πέφτει ο παραμικρός λόγος, και άρχισε να τον φωνάζει για μια ζημιά, που έγινε.
Αναποδογύρισε ένα καλάθι με αντίδωρα και έπρεπε τώρα να στηθεί λαϊκό δικαστήριο! Να αποδοθούν ευθύνες! Να βρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος!
Και, επειδή περνούσε από εκεί μπροστά ο Θόδωρος έγινε ο εύκολος ένοχος. Μάταια προσπάθησε να βρει το δίκιο του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Το μόνο, που έκανε ήταν να βγάλει βιαστικά τη στολή του, να βγει από τη βόρεια εξώθυρα του ιερού και να υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του εκεί μέσα.
Ήταν λίγο πριν τη Μεγάλη Είσοδο. Και ο Θόδωρος λίγο μετά τη μεγάλη είσοδο στην εφηβεία, ήταν δεκατριών.
Δεν πήγε σπίτι, γυρνούσε σα χαμένος. Μα το γεγονός αυτό όχι μόνο τον πόνεσε αλλά τον τραυμάτισε βαθειά.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένοιωσε σιγά σιγά να απομονώνεται και από τους φίλους του. Μα δεν ήταν μόνο φίλοι αυτοί, ήταν οικογένεια, τόσο δεμένοι ήταν όλα αυτά τα χρόνια.
Έτσι ο Θόδωρος έψαξε άλλη οικογένεια. Τα γεγονότα αυτά, ξεχάσαμε να πούμε, συνέβησαν κάπου ανάμεσα στη δεκαετία του ογδόντα.
Τότε, που ήταν μόδα στους έφηβους η μέταλ μουσική, το κάπνισμα, οι καφετέριες, τα παπάκια. Σε μια παρέα με τέτοια ιδανικά και αξίες έγινε αποδεκτός και ο Θόδωρος.
Δεν ένοιωθε άσχημα για αυτό. Μάλλον ένοιωθε ότι ανακάλυπτε κάτι, που είχε στερηθεί «μια ολόκληρη ζωή».
Περνούσε καλά, στην παρέα άλλωστε υπήρχαν και κορίτσια, γυρνούσε το βράδυ μεσάνυχτα στο σπίτι, βροντούσε τις πόρτες και αντιμιλούσε στους γονείς του, προσφωνώντας τους μάλιστα αντί των ιερών προσφωνήσεων «μπαμπά» και «μαμά» ή «πατέρα» και «μητέρα», ως «γέρο» και «γριά».
Και σφίγγονταν οι καρδιές τους, έκλαιγαν πολλές φορές και έριχναν ευθύνες ο ένας στον άλλο αλλά δεν μπόρεσαν ούτε να το διαχειριστούν ούτε όρια να ορίσουν. Και ο Θόδωρος ήταν πια ευάλωτος και απροστάτευτος σε ένα σωρό κινδύνους.
Όπως ένα Σάββατο βράδυ, που κάνοντας σούζα επιδεικτικά, έχασε τον έλεγχο από το παπί και καρφώθηκε σε μια κολώνα της ΔΕΗ.
Μεσάνυχτα θά’ ταν, όταν χτύπησε στο σπίτι το τηλέφωνο από το Νοσοκομείο και έτρεξαν οι γονείς με κομμένα καρδιά και γόνατα στην «Παναγία», στη Νέα Κρήνη, στην άλλη άκρη της πόλης με το φόβο πάντα του χειρότερου.
Όσο και αν είχε εξασκηθεί η μάνα εδώ και πολύ καιρό στην αναμονή ενός τέτοιου τηλεφωνήματος, τώρα ήταν ανίκανη να το διαχειριστεί. Ήταν σίγουρη ότι σκοτώθηκε το παιδί της.
Έτσι, όταν είδε το Θόδωρο στην Ορθοπεδική με μπανταρισμένα χέρια και πόδια, πόνεσε μεν, αλλά ανακουφίστηκε κιόλας. Έκλαψαν όλοι μαζί και το κλάμα εκείνο ήταν τουλάχιστον λυτρωτικό.
Ήταν μία ιδιότυπη επανασύνδεση. Από τότε ο Θόδωρος έκανε μεγάλες προσπάθειες. Να διαβάζει λίγο περισσότερο, να προσέχει τις παρέες του, να μιλάει κάπως καλύτερα στους δικούς του.
Μα είχε ήδη αποκτήσει και μία συνήθεια κακή και επικίνδυνη. Εκτός από το κλασικό κάπνισμα είχε προχωρήσει και σε άλλες ουσίες.
Δεν μπορούσε χωρίς αυτές αλλά και η παρέα, που τον είχαν ηρωοποιήσει λόγω του ατυχήματος και το αποτύπωσαν αυτό με εκατοντάδες αφιερώσεις πάνω στους γύψους, φρόντιζε λοιπόν η παρέα να διατηρήσει τις κακές του συνήθειες κερνώντας τον κάθε φορά από αυτό, που και οι ίδιοι «έκαναν».
Ο Θόδωρος έγινε πρεζάκι. Το άλλοτε πρόθυμο παπαδάκι, που έτρεχε από τα χαράματα να είναι πρώτος και να πάρει τον σταυρό, τώρα από τα χαράματα μοναδική έννοια ήταν η εξασφάλιση της δόσης.
Η μάνα έλιωνε μαζί του, ο πατέρας αδύναμος να βοηθήσει. Ζήτησαν βοήθεια αλλά παντού οι ειδικοί τους έλεγαν ότι έπρεπε ο ίδιος να αισθανθεί την ανάγκη και να ζητήσει βοήθεια.
Ωστόσο, δεν το έπραττε. Δεν πίστευε ότι στ’ αλήθεια κινδυνεύει η ζωή του. Κι ας είχε ήδη «θάψει» αρκετούς από τους φίλους του μα και την ίδια, την αγαπημένη του, τη Σοφία.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, κάτι σαν να άλλαζε μέσα του σιγά σιγά. Νά’ ταν ίσως οι πύρινες προσευχές και κραυγές της μάνας που εισακούστηκαν; Νά’ ταν μια νοσταλγία πνευματική;
Γιατί, όποτε περνούσε από την παλιά του ενορία, εκεί που συνέβησαν τα συγκλονιστικά γεγονότα, της Πεντηκοστής ανήμερα, κι έγιναν αιτία να φύγει από την εκκλησία, όποτε περνούσε λοιπόν έκανε πάντα προσευχή.
Έκανε το σταυρό του, άναβε κεράκι. Παρακαλούσε τον Θεό όχι για τον ίδιο αλλά για τη μανούλα του και τον πατέρα του και για τη Σοφία.
Να την προσέχει εκεί ψηλά στους ουρανούς, να τη ζεσταίνει στην αγκαλιά Του, να είναι χαρούμενη. Έτσι πέρασε ένα πρωΐ και πάλι από την εκκλησία.
Άναψε κεράκι, έκανε τον σταυρό του, προσευχήθηκε. Και αμέσως μετά πήγε στο απέναντι οικόπεδο και άρχισε την οδυνηρή διαδικασία της δόσης.
Ετοίμασε τη σύριγγα και έψαχνε φλέβα. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν ήδη χιλιοτρυπημένος. Κοίταξε το δεξί του χέρι, σημάδεψε, μα την ώρα που ήταν έτοιμος για αυτό συνέβη κάτι συγκλονιστικό.
Άκουσε μια φωνή βαθειά, ιερατική, πνευματική να λέει˙ Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν.
Και είδε τα χέρια του σφραγισμένα με ολοφώτεινους σταυρούς. Και ένοιωσε όλο το σώμα του να καίγεται από την αγάπη του Θεού. Το μέτωπο, τη μύτη, τα χείλη, τα αυτιά, το στήθος, τα χέρια και τα πόδια.
Όλοι οι αρμοί, οι νεφροί, η καρδιά του. Δεν γνώριζε τι συμβαίνει. Αναρωτήθηκε μήπως έχει πεθάνει.
Η εμπειρία αυτή η πνευματική ήταν ασύγκριτα ανώτερη και διαφορετική από τις ψευδαισθήσεις και τις παραισθήσεις των ουσιών.
Φοβήθηκε αλλά και πλημμύρισε χαρά. Σηκώθηκε και άρχισε να κάνει τον σταυρό του. Και πήρε την απόφαση «να καθαρίσει». Πέταξε τη γεμισμένη σύριγγα και έτρεξε στην εκκλησία απέναντι.
Είχε χτυπήσει η τρίτη καμπάνα και σε λίγη ώρα ο ιερέας ψάλλοντας˙ Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας θα άρχιζε τη Λειτουργία. Κάθησε σε ένα στασίδι πίσω πίσω και όλο έκλαιγε.
Και ήταν πάλι ανήμερα Πεντηκοστής! Ήλθε λες να ολοκληρώσει τη μισοτελειωμένη εκείνη Λειτουργία, που άφησε θαρρείς στη μεση, πριν από είκοσι περίπου χρόνια.
Το Άγιο Πνεύμα την ημέρα εκείνη εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε και κάλεσε και τον δούλο του Θεού, Θεόδωρο. Για να μη λείπει από το πλήρωμα της Εκκλησίας στην Ευχαριστία ούτε το πονεμένο αυτό παιδί Του.
Και, αφού κοινώνησε, για να εκπληρώσει λες κάποιο υποσυνείδητο τάμα, μπήκε στο ιερό, πήρε την ευχή του ιερέα και του ζήτησε μια παράξενη ευλογία.
Και ο ιερέας, που γνώριζε την ιστορία του Θεόδωρου και προσευχόταν με πόνο για αυτόν όλα αυτά τα χρόνια, συγκατένευσε με χαρά και προθυμία.
Έτσι, στην είσοδο του Εσπερινού του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στα άλλα παπαδάκια, ήταν και ο Θόδωρος. Στη μέση, κρατώντας τον Σταυρό. Ούτως ή άλλως τον σήκωνε όλα αυτά τα χρόνια αγόγγυστα με πόνο και αίμα.
Και, όταν στην είσοδο, τον αντίκρυσε η μάνα του, μ’ αναφυλλητά έπεσε στη γη και προσκυνούσε κι ευχαριστούσε το Θεό για την ανέλπιστη αυτή ευλογία, για το απρόσμενο θαύμα, για την πλημμύρα της αγάπης του, πού’ πνιξε μεμιάς όλους τους καϋμούς και τα βάσανά της.
Κι ας ήταν Κυριακή. Αυτήν την Κυριακή επιτρέπεται η γονυκλισία.