Ἀττικός ἐρυθρόμορφος κύλικας (χρονολογείται γύρω στό 485-480 π.Χ.). Παρουσιάζει σκηνές ἀπό ἀθηναϊκό σχολεῖο τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ., ἀποδίδεται στόν ἀγγειογράφο Δούρη καί ἐκτίθεται στό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο τοῦ Βερολίνου.
«Πρέπει, γενικά, νά ἐμποδίζουμε τά παιδιά ἀπό τό νά συναναστρέφονται φαύλους ἀνθρώπους, δεδομένου ὅτι παίρνουν κάποιο μέρος τῆς κακίας τους. Αὐτό τό παράγγελμα δίνει ὁ Πυθαγόρας μέ τίς αἰνιγματώδεις φράσεις του, τίς ὁποῖες θά παραθέσω καί θά ἐξηγήσω· αὐτές, ἄλλωστε, ἔχουν σημαντική συμβολή ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Γιά παράδειγμα:“Μήν δοκιμάσεις μελανούρια”, πού σημαίνει μή συναναστρέφεσαι μαύρους στήν ψυχή, γιά τόν κακό τους χαρακτήρα.
“Μήν περνᾶς πάνω ἀπό τόν ζυγό”, πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά σέβεσαι ἰδιαίτερα τή δικαιοσύνη καί νά μήν τήν παραβαίνεις.“Μήν κάθεσαι πάνω σέ χοίνικα”, δηλαδή νά ἀποφεύγεις τήν ἀργία καί νά προνοεῖς γιά νά προετοιμάσεις τά ἀπαραίτητα ἐφόδια.“Μή δίνεις τό χέρι σου στόν καθἕνα”, ἀντί νά πεῖ μήν κάνεις πολύ εὔκολα σχέσεις».
Πλουτάρχου «Ἠθικά, Τόμος 1, Περί παίδων ἀγωγῆς», ἐκδόσεις Κάκτος, σελ. 85.
Ὁ Πλούταρχος ἀποσυμβολίζει μερικές ἀπό τίς αἰνιγματικές φράσεις πού ἔλεγαν οἱ μυημένοι στόν πυθαγορισμό, γιά νά δείξει πόσο πολύ μποροῦν νά ἐπηρεάσουν οἱ συναναστροφές τούς νέους.
Ὅλα μποροῦν νά ἐπηρεάσουν καί ὅλα μποροῦν νά μεταδοθοῦν ἀπό τόν ἕναν στόν ἄλλον. Οἱ ψυχές καί οἱ συνειδήσεις μιᾶς παρέας λειτουργοῦν σάν συγκοινωνοῦντα δοχεῖα. Ὅ,τι πλεονάζει στή μία θά εἰσρεύσει στήν ἄλλη κ.ο.κ.
Γι’ αὐτό χρειάζεται τεράστια προσοχή ἡ διαμόρφωση τοῦ εὐρύτερου περιβάλλοντος κάθε νέου. Μέ παρέα φαύλων τό παιδί εἶναι βέβαιο ὅτι θά διαφθαρεῖ. Ἡ κακότητα, ἡ διαφθορά, ἡ διαστροφή, ἡ ἀδικία, ναί, εἶναι κολλητικές.
Ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν καί ἡ καθοδήγηση τῶν νέων πρός τήν εὐτυχία, τήν ευπραξία καί τήν ἀρετή εἶναι ἕνα στοίχημα πού ποτέ δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ κάποιος ὅτι κερδήθηκε. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν στιγμές ὅπου τό πολιτισμικό σύνολο διαμορφώνει ένα καλό πλαίσιο ἀνάπτυξης καί ἐξέλιξης τῆς νεότητας, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἀποκλειστεῖ καί ἕνά δυσάρεστο «σενάριο». Ὁ ἀνθός τῆς κοινωνίας νά ταλαιπωρεῖται ἀπό τήν ἀστοχία τῶν κρατικῶν δομῶν σέ ὅλους τούς τομεῖς καί νά ἐξωθεῖται σέ ἀποκοπή ἀπό τόν ἐθνικό κορμό διά τῆς μεταναστεύσεως.
Ἐπίσης, ἡ Ἱστορία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὑπάρχουν καί περιπτώσεις ὅπου σέ περιόδους γενικῆς πτώσης καί παρακμῆς ἡ νεότητα δύναται νά σηκώσει στούς ὤμους της «τό ἅρμα τοῦ ἥλιου» καί νά τό φέρει πάνω ἀπό τόν δοκιμαζόμενο λαό. Ὅταν οἱ νέοι ξεστρατίζουν, εἶναι σίγουρο ὅτι κάποιοι ἐνήλικοι ἐπέδειξαν πλημμέλεια στήν ἐκτέλεση τῶν παιδαγωγικῶν καθηκόντων τους. Ὅταν ὅλα δείχνουν νά πηγαίνουν καλά, εἶναι πολύ νωρίς γιά… πανηγυρισμούς. Το μόνο πού μποροῦν νά κάνουν οἱ γονεῖς καί ἡ πόλις γι’ αὐτό τό θέμα εἶναι νά ἀγωνίζονται διαρκῶς καί πεισμόνως, ἔχοντας ὡς βάσεις καί θεμέλια τήν πνευματική παραγωγή τῶν κολοσσῶν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἡ κλασική γραμματεία, πέρα ἀπό θησαυροφυλάκιο ἐπιστημονικῶν γνώσεων καί ἀνυπέρβλητων καλλιτεχνικῶν δημιουργημάτων, εἶναι ἡ πιό ἔγκυρη, δοκιμασμένη καί λειτουργική παιδευτική «συνταγή» πού ὑπάρχει.
Ὁ Πλούταρχος (46-120μ.Χ.), ὁ διάσημος, σεβαστός μύστης καί φιλόσοφος πού ἀνήκει στή «σχολή» τοῦ μέσου Πλατωνισμοῦ καί μέ ἔργο πού ἀποτέλεσε μία «γέφυρα» ἡ ὁποία κατέληγε στό κίνημα τῶν Νεοπλατωνικῶν, ἀσχολήθηκε ἐπιμελῶς μέ τό θεωρητικό πρόβλημα της διαπαιδαγώγησης τῶν νέων. Στο «Περί Παίδων Ἀγωγῆς» συνθέτει γνώσεις, μεθόδους καί πληροφορίες ἀπό διάφορες σχολές σκέψης τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, τίς ἐκλαϊκεύει καί προσφέρει τή δική του ὀπτική γιά τό ζήτημα, ἡ ὁποία εἶναι αντιδιαμετρικά ἀντίθετη μέ τήν ἀνία τῆς ἀγγαρείας, τῆς διεκπεραίωσης μετάδοσης ἑνός ἀθροίσματος κανόνων.
Γιά τόν Πλούταρχο ἡ ἀποστολή τοῦ παιδαγωγοῦ εἶναι θεϊκή. Το ἔργο αὐτό παραμένει ἀθάνατο. Συγκεκριμένα ἀναφέρει: «Ἀπό τά δικά μας ἀγαθά, ὅμως, ἡ παιδεία εἶναι τό μόνο ἀθάνατο καί θεϊκό. Τα κυριότερα ὅλων στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι δύο, ὁ νοῦς καί ὁ λόγος. Ὁ νοῦς, ἀφ’ ἑνός, κυβερνάει τόν λόγο, ἐνῶ ὁ λόγος ὑπηρετεῖ τόν νοῦ, πού δέν αλίσκεται ἀπό τήν τύχη, δέν ἀφαιρεῖται ἀπό τή συκοφαντία, δέν φθείρεται ἀπό τήν αρρώστια, δέν καταστρέφεται ἀπό τά γηρατειά. Μόνο ὁ νοῦς, δηλαδή, γηράσκοντας μπορεῖ νά ἀνανεώνεται, καί ὁ χρόνος, πού ἀφαιρεῖ ὅλα τά ἄλλα, μέ τά γηρατειά, προσθέτει τή γνώση. Ὁ πόλεμος, ἐξ ἄλλου, πού σάν χείμαρρος παρασέρνει καί σαρώνει τά πάντα, μόνο τήν παιδεία δέν μπορεῖ ν’ ἁρπάξει».