Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των μεγάλων πατέρων, που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας.
Είναι, αναμφισβήτητα, ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των βυζαντινών, ιδίως των πρώτων χρόνων και ο κατ’ εξοχήν πνευματικός ηγέτης της χριστιανικής κοινωνίας. Και όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί η μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων παρουσιάζει τον Χρυσόστομο ως τον κορυφαίον μεταξύ των θεωρητικών Πατέρων της Εκκλησίας, επικεφαλής των οποίων είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά εν πολλοίς και αυτού του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπερέχει όλων δια την κοινωνικήν του δράση.
Αλλ’ επειδή ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα προβλήματα του ανθρώπου και όχι τόσο με τα θεωρητικά προβλήματα της εποχής του, τα οποία βεβαίως και εγνώριζε καλά, και επειδή ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής του ήταν η εξύψωση της ηθικής ζωής και η ανάδειξη των πνευματικών δυνάμεων των χριστιανών με το προσωπικόν του παράδειγμα και με τον λόγον του, γι’ αυτό εμφανίζεται στην ιστορία της Εκκλησίας με το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του αγωνιστή της έμπρακτης χριστιανικής ηθικής ζωής και του μάρτυρος της χριστιανικής αγάπης.
Ο Χρυσόστομος αισθάνεται έντονη την προστασία της θείας Πρόνοιας, η οποία με καταφανή τρόπο καθοδηγούσε τα διαβήματά του στην πορεία της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεώς του. Και ο ίδιος ομολογούσε την εύνοια αυτή της θείας Πρόνοιας και την έβλεπε ολοκάθαρα να προσδιορίζει την προσωπική ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, όπως συμβαίνει με όλες εκείνες τις μεγάλες προσωπικότητες, που η θεία Πρόνοια προορίζει να γίνουν όργανά της. Αυτή η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε ευνοϊκές συνθήκες και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να λάβει την καλύτερη για την εποχή του μόρφωση.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές, ο Χρυσόστομος, γόνος αριστοκρατικής και διαπρεπούς οικογενείας, λόγω γεννήσεως και μορφώσεως ανήκε στο πνευματικό ελληνικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ των ετών 344-354 ίσως το 350-351 – κατά την τελευταία άποψη του αείμνηστου καθηγητού της Πατρολογίας Παν. Χρήστου – από γονείς ευσεβείς, και ανατράφηκε μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον που του παρείχε η θαλπωρή της οικογενείας του και ιδιαίτερα της μητέρας του Ανθούσας, από την οποία έλαβε το λεπτό πνεύμα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα. Αναφερόμενος αργότερα για την οικογένειά του ο Χρυσόστομος έλεγε «ο εμός πατήρ και ο πάππος και ο επίπαππος σφόδρα ευσεβείς και σπουδαίοι ετύγχανον όντες». Κατά ταύτα όλη η οικογένειά του απέπνεε το πνευματικό άρωμα της ευσεβείας και μέσα σ’ αυτό ανατράφηκε πνευματικά από τα παιδικά του χρόνια με φρόνηση και σοβαρότητα, γεγονός που προμήνυε πόσο μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα θα ανεδεικνύετο. Βέβαια την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η ευσεβεστάτη και σεμνή μητέρα του Ανθούσα και η θεία του, από πατέρα, Σαβιανή, αφού ο πατέρας του Σεκούνδος, ανώτερος αξιωματικός του στρατού απέθανε ολίγον μετά την γέννησή του και για την μόρφωσή του δεν φείσθηκε θυσιών, κόπων και χρημάτων.
Η μητέρα του με την εξασφάλιση των μέσων για την παροχή κάθε δυνατής μορφώσεως του υιού της αποδείχθηκε όχι μόνο μεγάλη τροφός αλλά και καταπληκτική παιδαγωγός. Αυτή, χήρα, μόλις είκοσι χρονών, αφοσιώθηκε αποκλειστικά και ολόψυχα στην ανατροφή του Ιωάννη και στη φροντίδα να εξασφαλίσει κάθε εκπαίδευση για να γίνει μια συγκροτημένη και τέλεια προσωπικότητα. Αυτή με την άγια ζωή της αλλά και με τις συνετές συμβουλές της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολύπλευρης παιδείας. Αυτή κατέβαλε στην ψυχή του νεαρού Ιωάννη τα πρώτα σπέρματα της ευαγγελικής αληθείας και τον έστρεψε από μικρό προς την τέλεια και απόλυτη χριστιανική ζωή. Θα ήταν δυνατόν να είχε λεχθεί και για τη μητέρα του Ανθούσα ό,τι είχε ειπεί ο Γρηγόριος Θεολόγος για την μητέρα του Μ. Βασιλείου, την Εμμέλεια «τούτο εν γυναιξί ώφθη η Ανθούσα όπερ παρ’ ανδράσιν ο Ιωάννης». Με ανάλογο θαυμασμό είχε εκφρασθεί και ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος με αφορμή τη μητέρα του Χρυσοστόμου για τις χριστιανές γυναίκες γενικότερα· «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες εισίν».
Όμως η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε, εκτός από την αρίστη ανατροφή από τη μητέρα του Ανθούσα, και εξαιρετική μόρφωση από διαπρεπέστερους διδασκάλους και ρήτορες της εποχής του. Εφοίτησε στην ονομαστική ρητορική σχολή των περίφημων εθνικών ρητόρων του Ανδραγαθίου και του Λιβανίου από τους οποίους διδάχθηκε τους θησαυρούς των γνώσεων της κλασικής αρχαιότητος. Ο Λιβάνιος μάλιστα όταν ερωτήθηκε ποιον θα άφηνε διάδοχόν του στη Σχολή, απάντησε ότι προόριζε τον Ιωάννη εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί. Βέβαια τον Ιωάννη δε τον εσύλησαν οι Χριστιανοί, γιατί ο ίδιος από μόνος του και εκούσια έγινε χριστιανός ή όπως είχε ειπεί για κάθε ανθρώπινη ψυχή ο Τερτυλλιανός, ο Ιωάννης ήταν ψυχή χριστιανική από τη φύση της «anima naturaliter christiana».
Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρακολούθησε τους διακεκριμένους διδασκάλους της Θεολογικής Σχολής της Αντιοχείας, του περίφημου «Ασκητηρίου», τον Καρτέριον και τον ευσεβή και ασκητικόν Διόδωρον, τον οποίον, θαυμάζοντας έλεγε «τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ᾿ ετ έρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λαού προσκαρτερών».
Εκτός όμως των διδασκάλων του, μεγάλη επίδραση στη διάπλαση της θρησκευτικής διαθέσεως και του χαρακτήρος του άσκησε και ο γηραιός επίσκοπος Αντιοχείας, ’Αγιος Μελέτιος, για τον οποίο ο Χρυσόστομος έλεγε ότι η θέα και μόνο της όψεώς του εγοήτευε τους πάντας και τους προσείλκυε στην αρετή. Είναι γεγονός ότι ο ’γιος Μελέτιος «ηράσθη της ευφυΐας και του κάλλους της καρδίας του Ιωάννου», τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372).
Η φοίτηση του Χρυσοστόμου κοντά σε τόσο διαπρεπείς διδασκάλους είχε ως αποτέλεσμα να λάβει ευρεία και λαμπρά μόρφωση και από ενωρίς να δείξει τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του. Χωρίς να είναι διανοούμενος ή φιλόσοφος ανεδείχθη σε έναν κλασικό ρήτορα ή ομιλητή με την έννοια περισσότερον του διδασκάλου της ηθικής αγωγής. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα από τη γλώσσα και το ύφος του. Στη ρητορική δεξιοτεχνία του ύφους του άνετα μπορεί να συγκριθεί με τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, τον Δημοσθένη, και τους Ξενοφώντα και Πλάτωνα. Και παρ᾿ ότι παρέμεινε Έλληνας στην παιδεία, δεν συγκινήθηκε από την ελληνική φιλοσοφία και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτήν. Πάντως η επίδραση των κλασικών σπουδών στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία του σε όλα τα έργα του, ιδίως τα πρώτα, είναι έντονη.
Ο Χρυσόστομος μετά την αποφοίτηση από τις κοσμικές σπουδές στις ανώτερες σχολές, για ένα ελάχιστο χρόνο, ίσως ολίγους μόνον μήνες, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου ή ρητοροδιδασκάλου, κάτι που είχε συμβεί και με άλλους μεγάλους πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο κ.λπ.). Αλλά το δικηγορικό έργο, ως επάγγελμα, περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) εκτός άλλων την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων και των συμφερόντων του πελάτου, που δεν είναι πάντοτε σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές του ασκούντος αυτό. Γι᾿ αυτό και ο Χρυσόστομος, τονίζοντας τις αρνητικές περιπτώσεις και πλευρές, χαρακτηρίζει το επάγγελμα «μεστόν πονηρίας και δολιότητος» και εγκαίρως διαπιστώνει ότι το δικηγορικόν επάγγελμα δεν τον ικανοποιεί και ότι αυτός δεν είχε γεννηθεί να γίνει δικηγόρος.
Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ είχε όλα τα μέσα και τις προϋποθέσεις να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη και ευρύτερη μόρφωση, να έχει δόξες και τιμές στον κόσμο, αυτός έδειξε πλήρη αποστροφή προς τα εγκόσμια. Είναι ανόητο, έλεγε, να κυνηγά κανείς σκιές, όπως είναι ο πλούτος, η δύναμη, οι ηδονές· «το γαρ σκιάς διώκειν μαινομένου εστίν».
Αρεσκόμενος στο μονήρη και ασκητικό βίο μετά το βάπτισμά του αφοσιώνεται αποκλειστικά στα θεία και γίνεται νέος άνθρωπος, όπως λέγει ο βιογράφος του Παλλάδιος. Από τότε δεν εξεστόμισε ποτέ κακόν λόγον ή κατάρα ή αστειότητα και ποτέ δεν ορκίσθηκε και δεν ψεύσθηκε. Στη μόνωση βρήκε αυτό που ζητούσε· η μόνωση προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αυτοεξέτασης, προσευχής, που υψώνουν τον άνθρωπο στις σφαίρες του υπερφυσικού. Σύνθημα της ζωής του ήταν το θαυμάσιον λόγιον· «έχου των πνευματικών, υπερόρα των βιοτικών». Ανάλογη είναι και η διατύπωση του Μ. Βασιλείου στην Ομιλία του «Εις το Πρόσεχε σεαυτώ»· «υ περόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου». Αλλά ο Χρυσόστομος το θέμα της ματαιότητος και παροδικότητος της παρούσης ζωής ανέπτυξε με περισσή χάρη και δύναμη στις θαυμάσιές του ομιλίες «Προς Ευτρόπιον», όπου χαρακτηριστικά τονίζει ότι πρέπει «και στους τοίχους και στα ενδύματα και στην αγορά και στις οικίες και στους δρόμους και στις θύρες και στις εισόδους και προ πάντων στη συνείδηση και καρδιά συνεχώς πρέπει να γράφωμεν και συνέχεια να μελετούμε πάντοτε το ρητό ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».
Τον Χρυσόστομο ενδιαφέρει κυρίως το έργο της πνευματικής ζωής και αναπτύξεως των ανθρώπων, η κυρίως μόρφωση των ψυχών, και επειδή έχει τη γνώμη ότι η θεωρία και η πράξη όχι μόνο δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους αλλά να συμπίπτουν, γι᾿ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη, όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες, της απομακρύνσεως εκ του κόσμου, της μονώσεως και της ασκήσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης πνευματική ολοκλήρωση και η πνευματική ελευθερία με την κυριαρχία του πνεύματος επί του σώματος.
Συνέπεια αυτών των απόψεών του ήταν η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Τούτο έγινε μετά τον θάνατο της προσφιλούς μητέρας του το 374. Και τούτο γιατί η μητέρα του μόλις αντελήφθη ότι ο Ιωάννης εσχεδίαζε να φύγει στην έρημο, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κλίνη όπου τον εγέννησε και με δάκρυα στα μάτια, αλλά με την ίδια στοργή και τρυφερότητα που γνώριζε, του υπενθύμισε όλα εκείνα (και ήταν πάρα πολλά) που στερήθηκε με τη χηρεία της για χάρη του. «Τον παρακάλεσε να μην τη ρίξει τώρα με τη δική του φυγή σε δεύτερη χηρεία, εγκαταλείποντάς την, αλλά να περιμένει λίγο, γιατί το τέλος της δεν είναι μακριά». «’Αλλωστε, του είπε, στους νέους υπάρχει πάντα ο χρόνος και η ελπίδα να φθάσουν εκεί που θέλουν. Όταν με παραδώσεις στη γη και με θάψεις κοντά στον πατέρα σου, του είπε, τότε κάνε μακρινές αποδημίες και ταξίδευσε σε οποιαδήποτε θάλασσα θέλεις, χωρίς κανένας να σε εμποδίσει. Όσο καιρό όμως αναπνέω ακόμη, κάνε υπομονή και μείνε μαζί μου… Πρόσεξε, του είπε, γιατί εγώ φρόντισα να μη σου λείψει τίποτε, να είσαι απερίσπαστος από βιοτικές ανάγκες και αμέριμνος από όλα τα αναγκαία για να μπορέσεις (εσύ) να συνεχίσεις το ιερό έργο σου. Και να ξέρεις, του πρόσθεσε, κανείς δεν σε αγαπά πιο πολύ από μένα τη μητέρα που σε γέννησε… Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον γι᾿ αυτό μείνε όσο ακόμη ζω κοντά μου.. .».
Ασφαλώς τα λόγια της μητέρας νίκησαν την σκέψη και θέληση του υιού της Ιωάννη και υπερίσχυσε η αγάπη του για εκείνην. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης ανέβαλε (δεν ματαίωσε) τον σκοπό του μένοντας κοντά της και ζώντας ως υπάκουος υιός στο σπίτι μαζί με τη μητέρα του, στην Αντιόχεια.
Τότε ανεχώρησε στα ιερά ησυχαστήρια – ασκητήρια, που δεν ήταν πολύ μακριά έξω από την Αντιόχεια και τα οποία «ώσπερ λαμπτήρες εισίν αφ᾿ υψηλού τοις πόρρωθεν επιβαίνουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι και προς γαλήνην την αυτών άπαντας έλκοντας, ουκ εώντες εν σκότω διάγειν τους εκεί βλέποντας». Τότε ο Χρυσόστομος και μετά από παρότρυνση φίλων του αναφερόμενος στον μοναχικόν βίον, έγραψε τις θαυμάσιες πραγματείες περί ασκητισμού, στις οποίες ετόνιζε ότι σκοπός του είναι η τελείωση του ανθρώπου στην κατά Θεόν ζωή, η οποία δεν ήταν εύκολον και δυνατόν να επιτευχθεί μέσα στη γεμάτη από πειρασμούς και φαυλότητα κοινωνία. Σχετικά λέγει· «Θα ευχόμουν η κοινωνία να ήταν καλή για να μη χρειάζεται να τρέχουν στις ερήμους όσοι ζουν μέσα σ᾿ αυτή· και ούτε οι ασκητές που ζουν στις ερημίες να έρχονται για να ζήσουν σ᾿ αυτή».
Πρόθεσή του δεν ήταν να προτρέψει τους ανθρώπους να αποσυρθούν σωματικά από τον κόσμο, εγκαταλείποντας τις πόλεις τους, αλλά να αναμορφώσει τη ζωή της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών, σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου· γι᾿ αυτό, άλλωστε, και έγινε ποιμήν, διδάσκαλος και ιεροκήρυκας.
Γιατί πράγματι μέσα στην κοινωνία δεν κατόρθωσαν οι διακηρύσσοντες την κοινωνική αλλαγή με τα υλικοτεχνικά μέσα, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, να φέρουν την ευημερία των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι κάθε ημέρα αυξάνει η αδικία, η εκμετάλλευση και η διαφθορά, ο εκφυλισμός και η πολυτέλεια με τις ποικίλες απολαύσεις, οι συνεχείς ανταγωνισμοί, τα μίση και οι πόλεμοι. Κατά συνέπεια κανείς απ᾿ αυτούς δεν θεωρεί ότι οι θλίψεις, οι στερήσεις και ο πόνος της καθημερινής ζωής έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη ισχυρής βουλήσεως και ακεραίου χαρακτήρα. Μόνο με κόπους πολλούς, στερήσεις και επίμονες ασκήσεις μπορεί ο πιστός να γίνει κύριος των αδυναμιών του σώματός του και όχι με την εύκολη, και γεμάτη ανέσεων και απολαύσεων ζωή, λέγει ο Χρυσόστομος.
’Αλλωστε, ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση ως αυτοσκοπό και ούτε απέβλεπε με αυτήν αποκλειστικά στην ατομική τελείωση. Αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση ως ευκαιρία κατάλληλη για την αναμόρφωση της κοινωνίας και της σωτηρίας των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την λοιπή πνευματική ζωή.
Η ασκητική ζωή, βεβαίως, έδιδε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο για πιο άνετη επικοινωνία με τον Θεό δια της προσευχής. Ο Χρυσόστομος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της μονώσεως· ζούσε συνεχώς προσευχόμενος. Η προσευχή είναι ρίζα συγχρόνως και τροφή της πνευματικής ζωής και αν στερήσεις, έλεγε, τον εαυτό σου της προσευχής είναι ωσάν να βγάζεις το ψάρι από το νερό και περιμένεις να ζήσει· «ώσπερ γαρ εκείνω ζωή το ύδωρ, ούτω σοι προσευχή». Είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς την προσευχή· «αμήχανον άνευ προσευχής αρετή συζήν και μετά ταύτης πορεύεσθαι τον βίον». Η πείρα και η μαρτυρία των προσευχομένων δείχνει ότι δεν υπάρχει στον κόσμο ισχυρότερο πράγμα από την προσευχή· «ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδ᾿ ίσον». Αυτή κάνει τους ανθρώπους «ναούς του Χριστού»· αυτή είναι το ύψιστον αγαθόν· «παντός αγαθού κεφάλαιον και σωτηρίας και ζωής αιωνίου πρόξενος». Γι᾿ αυτό και συνιστούσε στους άλλους συνεχώς να προσεύχονται· «καν εν βαλανείω ης, εύχου, καν εν οδώ καν επί κλίνης, όπου εάν ης εύχου». Γιατί έτσι θα αισθάνονται τους εαυτούς τους ευτυχείς και μακαρίους «επί τη του Θεού λατρεία».
Παράλληλα με τη συνεχή προσευχή η άσκηση έδιδε στον Χρυσόστομο την κατάλληλη ευκαιρία και για συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, η οποία κρατεί την ψυχή σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ο Χρυσόστομος θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών στην κοινωνία και καθημερινή ζωή των ανθρώπων «το μη ειδέναι τας Γραφάς». Η μελέτη της Αγίας Γραφής ήταν το καταφύγιόν του σε όλες τις δοκιμασίες της πολυτάραχης ζωής του και σ᾿ αυτήν και μόνον εύρισκε γαλήνη και ανακούφιση. Συνιστούσε στους πιστούς την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ακόμη και αν πολλές φορές δεν είναι απόλυτα κατανοητό το αληθινό νόημά της. Με την συνεχή ανάγνωση των Αγίων Γραφών ο Χρυσόστομος απέκτησε τέτοια οικειότητα με το περιεχόμενό τους και τόσο βαθειά τις κατανόησε, ώστε, κατά κοινή ομολογία, να γίνει ο επιδεξιότερος και ικανότερος ερμηνευτής τους, αφού συνέγραψε τα πολυαριθμότερα, περίπου 700 Ομιλίες, και ασύγκριτα σε κάλλος και δύναμη ερμηνευτικά υπομνήματα καθώς και άλλα έργα του.
Ο Χρυσόστομος έζησε επί εξαετία και πλέον ως ασκητής και αναχωρητής στα Μοναστήρια και ασκητήρια με συνεχή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής και προ πάντων με στερήσεις και σκληραγωγία κοντά σε διασήμους για την εποχή του ασκητές.
Εκεί εσχεδίαζε τη δράση του ως αναμορφωτού των ψυχών, προετοίμαζε τον εαυτόν του για την μεγάλη του αποστολή στον κόσμο και ελάμβανε την απόφασή του για τους αγώνες της πνευματικής δράσεώς του στην κοινωνία. Και βεβαίως εγνώριζε καλά ότι κάθε πνευματική δράση στην κοινωνία θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε και την ανάλογη αντίδραση του κόσμου. Την δράση αυτή επεχείρησε με την ανάληψη του έργου που θέλησε να πραγματοποιήσει μέσα στην Εκκλησία και την κοινωνία με την χάρη και την ευλογία της.
Γι᾿ αυτό και όταν επέστρεψε στον κόσμο, στην Αντιόχεια, μετά την άσκησή του στην ερημία, χειροτονήθηκε διάκονος (381) από τον επίσκοπο της πόλεως Μελέτιον, τον οποίον και βοηθούσε στα ποιμαντορικά καθήκοντα. Ως απλός διάκονος ο Χρυσόστομος παρέμεινε για μία εξαετία και στο διάστημα αυτό επεδόθη στη συγγραφή αξιολόγων πραγματειών (όπως περί Παρθενίας κ.ά.) και στο διδακτικό έργο.
Το 386 χειροτονήθηκε ως πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό και ως πρεσβύτερος τότε, στην πρώτη ομιλία του από άμβωνος, εκφράζει το δέος του να προσεγγίσει την Αγία Τράπεζα και, όπως λέγει, του φαίνεται απίστευτον, μειρακίσκος αυτός να ομιλεί ενώπιον του εκκλησιάσματος. Όμως το εκκλησίασμα αυτό διεπίστωνε πόσον σπουδαίον και υπέροχον ρήτορα είχε έμπροσθέν του και με βαθειά ικανοποίηση έβλεπε τα μεγάλα δείγματα των εκπληκτικών ικανοτήτων του. Ίσως όμως και ο ίδιος ο Χρυσόστομος να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το εξαιρετικό χάρισμα της ευγλωττίας με το οποίο η θεία Πρόνοια τον επροίκισε. Γιατί ήταν γεννημένος ρήτορας και από την αρχή κατεγοήτευε το ακροατήριό του με την ευφράδεια και τη δύναμη του λόγου του.
Έτσι από τότε και επί μία δωδεκαετία περίπου ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και επί άλλα έξι ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκήρυττε συνεχώς· μερικές φορές δυο και τρεις φορές την ημέρα· «εβουλόμην, έλεγε, και εν νυκτί τούτο ποιείν και ως μυρία σχισθέντα παραγίνεσθαι υμίν και διαλέγεσθαι». Η ψυχή του ήταν κυριευμένη από το πάθος να κηρύττει τον λόγο του Θεού· προς τούτο περιήρχετο όλους τους ναούς της πόλεως. Το κήρυγμά του διεκρίνετο για την αμεσότητα και την πειστικότητά του γι᾿ αυτό και ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο να επιδράσει στα άτομα και στην κοινωνία. Από τα κηρύγματά του αυτά και τις εκφωνηθείσες ομιλίες του προέρχονται τα ογκώδη και πολυάριθμα ερμηνευτικά έργα του στα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Ο Χρυσόστομος είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι λειτουργοί και όργανα του Χριστού επί της γης. Ειδικότερα για την αποστολή του κληρικού θαυμάσια είναι τα όσα αναφέρει στο υπέροχο έργο του «Περί Ιερωσύνης».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια συγκλονιστικά γεγονότα συνετάραξαν την πόλη. Εξεγέρθηκαν Αντιοχείς εναντίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β´, εξ αιτίας της επιβολής σκληρών φόρων και προέβησαν σε βιοπραγίες εναντίον των αρχών. Μάλιστα έσπασαν τους ανδριάντας – αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογενείας του (του αδελφού του, της συζύγου του Φλακίλλης και των δύο τέκνων του). Η είδηση της καταστροφής τους έφθασε αμέσως στον αυτοκράτορα, ο οποίος αισθάνθηκε προσβεβλημένος και εξοργίσθηκε τόσο πολύ για την ανόσια πράξη, ώστε αποφάσισε να κατεδαφίσει τελείως την πόλη και να εξολοθρεύσει τους κατοίκους της. Έτσι άρχισαν τις συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι Αντιοχείς πανικοβλήθηκαν και, έντρομοι και απελπισμένοι, πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημίες, όπου ατυχώς βρήκαν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι κατέφυγαν στους ναούς (Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε).
Τότε ήλθε η ώρα του Χρυσοστόμου, η ώρα της Εκκλησίας, η οποία έχει το μοναδικό προνόμιο, όταν στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας οι άλλοι (οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ή μη) σιωπούν ή καιροσκοπούν, αυτή, δια των εκπροσώπων της να διακηρύττει την αλήθεια και μόνο, να βρίσκεται κοντά στο λαό της, να τον παρηγορεί και να του δίνει ελπίδα.
Στην απελπιστική κατάσταση και απόγνωση των κατοίκων της Αντιοχείας εμφανίσθηκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «εις Ανδριάντας» καθ᾿ όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Με αυτούς προσπάθησε, επωφελούμενος της ψυχικής καταστάσεως των κατοίκων, (και τελικά επέτυχε) να εμψυχώσει τους εναπομείναντας πανικόβλητους Αντιοχείς και να τους δώσει ελπίδα, αρχίζοντας τους λόγους του με τη φράση· «Τι είπω και τι λαλήσω; δακρύων ο παρών καιρός, ουχί ρημάτων, θρήνων ουχί λόγων, ευχής ου δημηγορίας. Τις ημίν εβάσκανεν, αγαπητοί; τις ημίν εφθόνησεν; πόθεν η τοσαύτη γέγονε μεταβολή; Ουδέν της πόλεως της ημετέρας σεμνύτερον ην, ουδέν γέγονε ελεεινότερον νυν… ουδέν της πόλεως της ημετέρας πρότερον μακαριώτερον ην, ουδέν ατερπέστερον γέγονε νυν.
Χωρίς πολέμου φυγή, χωρίς μάχης επανάστασις… Σιγή πανταχού φρίκης γέμουσα και ερημία· οι βουνοί λάβετε κοπετόν και τα όρη θρήνον… ου γαρ εστιν ο υβρισθείς ομότιμόν τινα έχων επί της γης· βασιλεύς γαρ εστι, κορυφή και κεφαλή των επί γης ανθρώπων απάντων. Δια τούτο δη προς τον άνω καταφεύγομεν βασιλέα· εκείνον καλέσωμεν εις βοήθειαν…». Με αυτά τα λόγια και με άλλα παρόμοια συνιστούσε την μετάνοια και επιστροφή των Αντιοχέων, οι οποίοι, πράγματι, μεταμελημένοι τώρα, δέχθηκαν το κήρυγμα της μετανοίας και μεταβλήθηκαν· «ο ακόλαστος σώφρων εγένετο, ο θρασύς επιεικέστερος, ο ράθυμος σπουδαίος, οι μηδέποτε εκκλησίαν ιδόντες, αλλ᾿ εις θεάτροις προσεδρεύοντες, εις εκκλησίαν διημερεύουσι νυν».
Παράλληλα ο Χρυσόστομος επενέβη στις Αρχές και με το προσωπικό του κύρος και τους πειστικούς του λόγους επέτυχε να σταματήσουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών και να μην πραγματοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων. Ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (που οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες λόγω του χειμώνος, τα προβλήματα της υγείας του λόγω γήρατος και των οικείων του, η αδελφή του ήταν ετοιμοθάνατη, καθώς και των εορτών του Πάσχα, που επέβαλαν να βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί με την πραότητα που τον διέκρινε και με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να εξευμενίσει τον Αυτοκράτορα και το διάβημά του να επιτύχει. Και ο Χρυσόστομος έλεγε· «Ο Βασιλεύς είναι φιλάνθρωπος, ο Επίσκοπος επιβλητικός, αλλά προ πάντων ο Θεός φιλεύσπλαγχνος».
Η ευχάριστη είδηση έφθασε γρήγορα στους Αντιοχείς και στο άκουσμά της ο λαός πανηγύριζε με απερίγραπτη χαρά ώστε ο Χρυσόστομος σε σχετική ομιλία του να λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, ο την ιεράν ταύτην εορτήν μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής καταξιώσας ημάς επιτελέσαι σήμερον και την κεφαλήν αποδούς τω σώματι και τον ποιμένα τοις προβάτοις…». Έτσι ετελείωσε η μεγάλη εκείνη δοκιμασία των Αντιοχέων κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατάφερε στις δύσκολες εκείνες στιγμές όχι μόνο να τους παρηγορήσει, να ζωντανέψει την πίστη τους στο Χριστό αλλά και να τους αναμορφώσει σε αληθινούς χριστιανούς. Η δράση του έσωσε την πόλη από βέβαιη καταστροφή· και όπως έλεγε πολύ εύστοχα· «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Φαίνεται όμως ότι η μεταστροφή μερικών δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή, και κράτησε τόσο όσο διαρκούσε ο κίνδυνος για την πόλη και τους κατοίκους της, γιατί ο Χρυσόστομος στη συνέχεια εκφράζει την βαθειά του λύπη θεωρώντας ότι μάταια και άσκοπα ήταν τα κηρύγματά του. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλοι να γίνουν άγιοι, εκλεκτοί του Θεού στον κόσμο.
Για τον Χρυσόστομο η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών ήταν το πολυτιμότερο πράγμα και έδειξε το μεγαλείο της ανδρειωμένης ψυχής του για τους κατοίκους της Αντιοχείας και σε άλλες δύσκολες ανθρώπινες στιγμές. Τέτοιες ήταν συχνά εχθρικές επιδρομές, προβλήματα πείνας (να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας τότε έτρεφε περισσότερους από 3.000 αναξιοπαθούντες, χήρες, ορφανά, ασθενείς, φυλακισμένους, ηλικιωμένους, ξένους κ.λπ.), αλλά και σεισμών που προκάλεσαν με τις πολλές καταστροφές μεγάλη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους. Και στις περιπτώσεις αυτές ο Χρυσόστομος βρέθηκε (όπως άρμοζε σε Ιεράρχη, πνευματικό ποιμένα) και πάλι κοντά στο λαό· του παραστάθηκε και του πρόσφερε παρηγορία και ελπίδα. Σε κάποια σχετική ομιλία του λέγει· «είδατε Θεού δύναμη, είδατε Θεού φιλανθρωπία; Με τη δύναμή του έσεισε την οικουμένη και με την φιλανθρωπία του πάλι την εστερέωσε… Μα ενώ ο σεισμός πέρασε, ο φόβος μένει. Και ενώ εκείνος ο σάλος έφυγε, η ευλάβεια ας μη φύγει. Κάναμε λιτανείες τρεις ημέρες. Μα ας μη σταματήσουμε τη σπουδή για προσευχή. Γι᾿ αυτό έγινε ο σεισμός. Για τη ραθυμία μας. Εραθυμήσατε και ήλθε ο σεισμός…».
Ο ιερός πατήρ αντιμετώπισε με την ίδια επιτυχία και τους εχθρούς της πίστεως, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, διαφωτίζοντας το ποίμνιο για το οποίο έτρεφε απεριόριστη και έμπρακτη αγάπη.
Η φήμη του φλογερού αυτού πρεσβυτέρου, του Ιωάννου, είχε γίνει γνωστή όχι μόνο στην περιοχή της Αντιόχειας αλλά και σ᾿ όλα τα μέρη της Ανατολής και Δύσεως, παντού, σ᾿ όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και όταν απέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο λαός, αναγνωρίζοντας τις πασίγνωστες ικανότητες και το αδαμάντινον ήθος του, απέβλεψε προς αυτόν «τον επιστήμονα της ιερωσύνης», όπως λέγει ο βιογράφος του. Αλλ᾿ επειδή εγνώριζαν ότι ο Χρυσόστομος δεν θα εδέχετο να ανέλθει στον κενό πατριαρχικό θρόνο και θα απεποιείτο το αξίωμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα τέχνασμα με το οποίο πείσθηκε ο Χρυσόστομος να οδηγηθεί έξω της πόλεως, απ᾿ όπου απήχθηκε, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε ο λαός να γνωρίζει πού θα οδηγείτο.
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/