Τα Χριστούγεννα και γενικά οι εορτές της Εκκλησίας δεν είναι απλώς αναμνήσεις κάποιων ιστορικών γεγονότων. Έτσι και τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο για να θυμηθούμε ότι πριν δυο χιλιάδες χρόνια σε μία πόλη της Ιουδαίας, τη Βηθλεέμ, γεννήθηκε ο Χριστός. Εκείνο που η Εκκλησία ζητά μέσα από τις εορτές είναι το πώς θα μπορέσουμε αυτό το γεγονός το ιστορικό, να το βιώσουμε σήμερα και στην καθημερινή μας ζωή. Γι’ αυτό και όλη η υμνολογία της Εκκλησίας αναφέρεται στο παρόν, δεν λέμε: «Χριστός ἐγεννήθη, δοξάσατε», αλλά «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε» ή «Σήμερον ἡ Παρθένος τόν προαιώνιονΛόγον… Σήμερον ἡ Παρθένος τόν Ὑπερούσιον τίκτει . . . Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…». Όχι χθες αλλά σήμερα. Όλα αυτά τα γεγονότα στην Εκκλησία λαμβάνουν χώρα σήμερα, αυτή την ώρα. Γιατί ακριβώς δεν έχει τόση σημασία για την Εκκλησία η ιστορική ανάμνηση. Πολλοί, κυρίως οι χιλιαστές, κατηγορούν την Εκκλησία και λένε ότι τα Χριστούγεννα δεν έγιναν στις 25 Δεκεμβρίου αλλά σε άλλη ημερομηνία. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι, ναι, τα Χριστούγεννα έγιναν στις 25 Δεκεμβρίου, όμως άλλοι λένε ότι έγιναν σε άλλη ημερομηνία και προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να αλλάξουν τις εορτές της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν, όμως, ότι για μας δεν έχει σημασία το πότε γεννήθηκε ο Χριστός.
Σημασία έχει ότι γεννήθηκε και μάλιστα ότι ο Χριστός γεννάται κάθε μέρα στην Εκκλησία. Αν τοποθετήθηκε μία ημερομηνία συγκεκριμένη σε κάποια ιστορική στιγμή, αυτό έγινε για λόγους καθαρά τελετουργικούς και εορτολογικούς, ώστε να μπορεί η Εκκλησία σαν ένα σώμα να εορτάζει αυτή τη μεγάλη εορτή. Εξάλλου πολλές γιορτές ξέρουμε ότι είναι εκ μεταθέσεως. Ουδέποτε η Εκκλησία ήταν σχολαστική στο να διατυπώνει με ακρίβεια ιστορικά την ημερομηνία. Σημασία έχει ότι ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, άσαρκος ων έλαβε σάρκα, έγινε για μας άνθρωπος και εισέβαλε μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο άνθρωπος καλείται να γίνει Θεός κατά χάριν και να λάβει αυτή τη μεγάλη δωρεά που του έδωσε ο Χριστός. Γι’ αυτό λοιπόν στην Εκκλησία όλα τα τροπάρια που ψάλλουμε αναφέρονται στο «Σήμερον» σε ενεστωτικό χρόνο και καλούμαστε σήμερα να δοξάσουμε τον Χριστό που γεννάται, που σταυρώνεται, που ανασταίνεται, που μεταμορφώνεται, αφού ο Χριστός είναι συνεχώς παρών στην Εκκλησία.Αν η Εκκλησία καθόριζε τις εορτές των Αγίων και των γεγονότων της ζωής του Χριστού, απλώς για να τα θυμόμαστε, θα μπορούσε να συναθροιζόμαστε σε έναν τόπο να κάνουμε μία ομιλία και να τα θυμόμαστε ή ακόμη και να διαβάζαμε ένα σχετικό βιβλίο.Η Εκκλησία καθόρισε να γιορτάζουμε τις γιορτές αυτές τελούντες τη Θεία Ευχαριστία όλοι μαζί μέσα σε αυτή τη σύναξη της ευχαριστίας του λαού του Θεού, γιατί η Εκκλησία γνωρίζει από την πείρα της ότι αυτές τις άγιες ημέρες κατά τις οποίες όλη η Εκκλησία του Χριστού γιορτάζει τα γεγονότα αυτά, υπάρχει μία ιδιαίτερη χάρις από τον Θεό στον άνθρωπο. Αυτό είναι αποδεδειγμένο από την πείρα και τη ζωή των Αγίων, τη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας. Έτσι παρατίθεται μπροστά μας μία «πλούσια τράπεζα» πνευματική. Ένα «γεύμα» πλουσιότατο, το οποίο όμως είναι γεμάτο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η χάρις του Αγίου Πνεύματος βγαίνει μέσα από όλα αυτά τα οποία μας δίνει η Εκκλησία, και κυρίως τις ιερές ακολουθίες. Γι’ αυτό θα πρέπει να μετέχουμε στις ακολουθίες αυτές, όπως π.χ. στις Μεγάλες ώρες των Χριστουγέννων. Είναι μία θαυμάσια ακολουθία με όλα εκείνα τα αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη με τις Προφητείες, τους ψαλμούς, τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα. Εν συνεχεία έχουμε τον εσπερινό των Χριστουγέννων. Μετά είναι η νηστεία η οποία εξαγνίζει το σώμα, την ψυχή μας, τον νου και την καρδιά μας από τα πάθη μας. Αποκορύφωμα είναι η ακολουθία της ημέρας των Χριστουγέννων, που καλό είναι να μάθουμε να χρησιμοποιούμε και τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, που γράφουν όλες αυτές τις ακολουθίες. Αυτή είναι η πνευματική «τράπεζα» που παραθέτει η Εκκλησία. Αυτή η «τράπεζα» βέβαια δενείναι μόνο στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά κάθε μέρα είναι εορτή, κάθε μέρα είναι Χριστούγεννα και Πάσχα, γιατί παρουσιάζει το εξής παράδοξο: όταν γιορτάζουμε μία εορτή από τη ζωή του Χριστού μας δεν εορτάζουμε ένα κομμάτι του Χριστού ή ένα κομμάτι της ζωής του αλλά γιορτάζουμε όλον τον Χριστό. Όπως και όταν είναι ο άγιος Άρτος στο άγιο Δισκάριο και τον παίρνει ο ιερέας και τον κόβει μικρά κομματάκια για να κοινωνήσει ο κόσμος όλος και λέει ότι είναι ο αμνός του Θεού «ὁ μελιζόμενος καί ὁ μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανόμενος». Αυτά τα μικρά τεμάχια δεν είναι ένα μέρος του Χριστού, αλλά όλος ο Χριστός. Ούτε είναι πολλοί Χριστοί, αλλά ένας. Αυτό το ψιχίο που θα πάρουμε όταν θα κοινωνήσουμε, δεν είναι ένα τμήμα του Χριστού αλλά όλος ο Χριστός. Έτσι όταν εορτάζουμε μία εορτή της ζωής του Χριστού δεν γιορτάζουμε ένα μέρος, αλλά όλη την κίνηση του Θεού που έκανε για μας, προκειμένου να γίνει άνθρωπος για να μας σώσει. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί έτσι μετέχουμε στη ζωή του Χριστού που λειτουργεί ως παρεκτική χάριτος για μας.Ταυτόχρονα πρέπει να ξέρουμε ότι κατ᾽ αυτές τις μέρες μπορεί να περάσουμε μεγάλους πειρασμούς. Είμαστε και απρόσεχτοι λόγω της αποχαύνωσης που παθαίνουμε κατά τις εορτές και γίνονται πειρασμοί: διαφωνίες, στενοχώριες και θυμοί. Αυτά πρέπει να τα προσέξουμε πολύ, για να μην μας κλέψει ο διάβολος αυτή την ευκαιρία που μας δίνει ο Θεός, γιατί ο Θεός μας παραθέτει την πνευματική τράπεζα να φάμε και να εντρυφήσουμε, αλλά και ο διάβολος θα προσπαθήσει πάση θυσία να μην την γευθούμε. Βέβαια όλα αυτά μπορεί να τα γλιτώσει ο ταπεινός άνθρωπος. Πρώτα απ’ όλα διότι ο ταπεινός έλκει τη χάρη του Θεού που τον σκεπάζει. Ο ταπεινός δεν δίνει λαβές στον πειρασμό, για να τον πιάσει από κάπου. Αλλά κι αν τον πιάσει και τον ρίξει κάτω, ο ταπεινός ξέρει την τέχνη να ξανασηκωθεί και να πει «συγγνώμη, Θεέ μου», «συγγνώμη, αδελφέ μου» και να αποδεχθεί το λάθος του και να αντιμετωπίσει την αμαρτία τουκαι την πτώση του με μία σωστή στάση μετάνοιας. Όχι εκείνη την εγωπαθή και αρρωστημένη κατάσταση που ρωτούμε συνέχεια, «γιατί να το κάνω και πώς το έπαθα αυτό;» Ωραία! Πέσαμε; Να ειρηνεύσουμε και να ζητήσουμε βοήθεια από τον Θεό και να συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Ο μέγας Αντώνιος είπε πως είδε με τη χάρη του Θεού τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες πάνω στη γη. Τότε είπε: «ποιος άραγε μπορεί να αποφύγει από αυτό το πράγμα;» Και αμέσως άκουσε τη φωνή του Θεού που του έλεγε, «η ταπείνωση». Ο υπερήφανος πιάνεται στα δίκτυα του διαβόλου. Ας προσέχουμε τις άγιες αυτές μέρες των Χριστουγέννων «να εγκομβωθούμε την ταπεινοφροσύνη», όπως λέει ο απόστολος Παύλος. Να τη φορέσουμε πάνω μας και να την αφήσουμε, για να γλιτώσουμε από τους πειρασμούς.Οι γιορτές του Χριστού λειτουργούν και ως κρίση στη δική μας ζωή.
Τα γεγονότα της ζωής του Χριστού δεν είναι γεγονότα τυχαία, δεν γεννήθηκε τυχαία ο Χριστός στη Βηθλεέμ εκείνη την ημέρα, επειδή έτυχε να μην έχει ένα καλό ξενοδοχείο και μία καλή κλινική να γεννηθεί. Θέλησε και γεννήθηκε εκεί στον στάβλο. Θα μπορούσε να γεννηθεί όπου ήθελε, στα μεγαλύτερα ανάκτορα του κόσμου. Όμως ο
ίδιος θέλησε να πάει εκεί και αυτά τα έκανε εν γνώσει του και με απόλυτη κυριότητα. Σε μας υπάρχουν γεγονότα τυχαία, στη ζωή του Χριστού όμως, επειδή είναι κύριος των πραγμάτων, κύριος του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Για ποιο λόγο; Για μας, για να μας δείξει με την αγία ζωή του τον δρόμο, τον οποίο πρέπει να βαδίσουμε. Σίγουρα δεν μας είπε να γεννούμε τα παιδιά μας μέσα σε στάβλους. Δεν είναι εξωτερική η μίμηση στη ζωή του Χριστού. Όπως λένε μερικοί ότι πρέπει να είμαστε σαν τον Χριστό, δηλαδή να περπατάμε με σανδάλια, να φορούμε μανδύες και να κυκλοφορούμε με γαϊδουράκια και να μην χρησιμοποιούμε τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Δεν είναι η εξωτερική μίμηση, αλλά η εσωτερική.
Μπορεί να κυκλοφορείς με γαϊδουράκι και να είσαι υπερήφανος και να κυκλοφορείς με πολυτελή αυτοκίνητα και να είσαι ταπεινός, σώφρων και να κάνεις έργα αγαθά. Δεν είναι ούτε ο πλούτος ούτε η φτώχεια αυτή καθ᾽ εαυτή που θα μας οδηγήσει στη Βασιλεία του Θεού, αλλά πώς θα χρησιμοποιήσουμε είτε το ένα είτε το άλλο.
Η ζωή του Χριστού μας κρίνει αλλά όχι εξωτερικά. Ο Χριστός γεννήθηκε στη φάτνη μέσα στην απόλυτη σιγή, στην αφάνεια, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Μόνο κάποιοι απλοί και φτωχοί άνθρωποι, οι ποιμένες, τον γνώρισαν και οι μάγοι εξ Ανατολών που ήταν βασιλείς στην Περσία και ήρθαν βλέποντες τον αστέρα. Όλα αυτά τα έκανε ο Κύριος, για να μας δείξει ότι όλη η ζωή μας πρέπει να κυλά στην ταπείνωση, η οποία δεν είναι εξωτερικό φαινόμενο. Το εξωτερικό φαινόμενο πολλές φορές απατά και δημιουργεί υπερηφάνεια. Η ταπεινοσχημία και η ταπεινολογία δεν είναι πάντοτε δείγμα ταπεινώσεως. Μπορεί ο άνθρωπος να είναι πραγματικά ταπεινός όμως να μην τον πάρει είδηση κανένας. Πώς φαίνεται ο ταπεινός άνθρωπος; Κατά τους πατέρες έχει ως πρώτο γνώρισμα το ότι δεν θυμώνει. Άμα θυμώνεις, ό,τι θέλεις φόρεσε και γύριζε με όσα γαϊδουράκια θέλεις, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Μπορεί να είσαι νηστευτής και να κάνεις ότι προσεύχεσαι, όμως να κρίνεις τους πάντες. Ο ταπεινός άνθρωπος δεν κρίνει, αφού θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από όλους. Η ταπείνωση έχει ενάρετα και ουσιαστικά γνωρίσματα. Δεν θυμώνει, δεν κρίνει και δεν ζητά τα του εαυτού της. Ο ταπεινός φαίνεται όταν τον βάλεις στο περιθώριο και το δέχεται χωρίς να θίγεται και να προσβάλλεται. Ο υπερήφανος δεν δέχεται να τον κοροϊδεύει κανείς, γιατί θίγεται η αξιοπρέπειά του. Ο ταπεινός χαίρεται στη χαρά του άλλου και δεν ζητεί «τά τοῦ ἑαυτοῦ του». Η ταπείνωση δεν έγκειται στο αν θα καθίσουμε μέσα σε μία φάτνη και σε έναν στάβλο. Η ουσία είναι αλλού και ο Χριστός αλλού θέλει να του μοιάσουμε: να γίνουμε στην καρδία πράοι και ταπεινοί. Όχι σ᾽ αυτό που φαίνεται, αλλά αυτό που είναι μέσα στο βάθος της καρδιάς μας.
Πολλοί πατέρες στο Γεροντικό δοκίμαζαν πολλούς μοναχούς και προσπαθούσαν να δουν «τι φορτίο έχει αυτό το πλοίο», εννοώντας να δουν τι κουβαλούν στην ψυχή τους. Πήγαν μία φορά σ’ έναν αββά και του είπαν: «εσύ είσαι ο Αγάθων ο πόρνος;». Λέει αυτός «ναι». Αυτοί συνέχισαν: «Εσύ είσαι ο ψεύτης, ο κλέφτης, ο παλιάνθρωπος που μας
είπαν;». Απάντησε πάλι ναι. Ό,τι του έλεγαν το αποδεχόταν, μόνο αιρετικό δεν δεχόταν να τον αποκαλέσουν. Κάποιοι άλλοι κάποτε ρώτησαν τον γέροντά μας: «Γέροντα, ο τάδε είναι καλός;» και αυτός τους απαντούσε «πάντως είναι καλύτερος από εμένα». Ή έλεγε πολλές φορές: «αν ο Θεός ανέχεται εμένα, ποιον άνθρωπο δεν μπορεί να ανεχθεί». Ο αββάς Ισαάκ έλεγε πως αυτός που έβαλε τον εαυτό του κάτω από όλους δεν φοβάται να πάει πιο κάτω. Ο Χριστός με την αγία ταπείνωσή του ελευθέρωσε τον άνθρωπο εκ της δουλείας του διαβόλου από τα πάθη και τις αμαρτίες του.
Οι εορτές του Χριστού πρέπει να λειτουργούν ως κρίσεις για μας. Πρέπει να δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας για να τον ελέγξουμε. Αφού είμαστε χριστιανοί και θέλουμε να μιμηθούμε τη ζωή του Χριστού και να είμαστε πραγματικά ενωμένοι μαζί Του να δούμε πως έζησε και πως ήταν Εκείνος και πως είμαστε εμείς και βλέποντας την απόσταση
που μας χωρίζει, τότε στην ψυχή μας να γεννηθεί «ο γλυκός πόνος» κατά τον γέροντα Παΐσιο, που γεννά τη μετάνοια, την ταπείνωση και τα δάκρυα. Εκτός κι αν είμαστε τόσο εγωιστές και άρρωστοι που θα πούμε ότι σχεδόν μοιάζουμε στον Χριστό. Πρέπει λοιπόν να μας κρίνουν οι Άγιες εορτές του Χριστού μας και να μας βοηθούν. Ταυτόχρονα να γίνονται και σταθμοί στη ζωή μας για κάποιες αποφάσεις οι οποίες μας χρειάζονται για να ανανεωθούμε. Να είναι ένας σταθμός ειρήνης και ξεκούρασης και ψυχικής και σωματικής. Θα έχουμε βέβαια και την κοσμική πλευρά, δηλαδή και τραπέζι θα ετοιμάσουμε και λαμπάκια μπορεί να ανάψουμε και το σπίτι θα το καθαρίσουμε και τα καλά ρούχα θα φορέσουμε. Ακόμη και στα τυπικά των μοναστηριών και μέσα στα μηναία της Εκκλησίας όταν τελειώνει η Θεία Λειτουργία λέει «σήμερα γίνεται κατάλυσις εις πάντα», δεν επιτρέπεται να νηστέψεις την ημέρα των Χριστουγέννων, αφού η νηστεία είναι κάτι το πένθιμο, ενώ τα Χριστούγεννα είναι γιορτή χαράς και πανηγύρεως. Στα μοναστήρια ανάβουν όλα τα κεριά, όλους τους πολυελαίους και γίνονται εορταστικές οι ακολουθίες και οι τράπεζες.
Ζήσαμε σε ερήμους και είδαμε με πόση λαμπρότητα γιόρταζαν οι πατέρες εκείνες τις μέρες. Μέχρι και ο παπα – Τύχων είχε ένα κόκκαλο ψαριού, που όταν έκανε πανήγυρη έβραζε ρύζι και έβαζε το κόκκαλο μέσα για να κάνει ψαρόσουπα και μετά το φύλαγε για την επόμενη γιορτή. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία και αρμονία. Ο άνθρωπος δεν είναι μονοφυσίτης, μόνο ψυχή και πνεύμα. Είναι και σώμα. Όλος ο άνθρωπος εορτάζει και το σώμα μας και οι αισθήσεις μας και όλο το είναι μας μετέχει σ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή της γεννήσεως του Χριστού. «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σήμερον ἀγάλλονται». Η γιορτή αυτή είναι σταθμός πνευματικής, ψυχικής και διανοητικής ξεκούρασης αλλά ταυτόχρονα και σταθμός έργων αγαθών. Να μην φύγουν οι εορτές χωρίς αγαθά έργα. Ακόμη και στα κάλαντα οι πρόγονοί μας έλεγαν να δώσουμε και σε κανένα φτωχό από το φαγητό μας. Οι άνθρωποι το είχαν αυτό το πράγμα.
Σίγουρα δεν είναι μόνο τα Χριστούγεννα που πρέπει να κάνεις φιλανθρωπίες αλλά ειδικά αυτές τις μέρες το θεωρούσαν μεγάλη ανάγκη να κάνουν έργα αγαθά, για να δείξουν την αγάπη τους στον αδελφό τους. Τα έργα βέβαια τα αγαθά έχουν αξία όχι όταν είναι «τά ψίχουλα τά ἐκπίπτοντα ἐκ τῆς τραπέζης μας». Κάνεις ελεημοσύνη όχι
από εκείνα που σου περισσεύουν, αλλά και από εκείνα που θα στερηθείς λίγο. Ελεημοσύνη σημαίνει και μία στέρηση και ένας κόπος. Γι’ αυτό ο Χριστός όταν είδε το δίλεπτο της χήρας εκείνης είπε: «αὐτή πλεῖον πάντων ἔβαλε εἰς τό γαζοφυλάκιον», οι άλλοι έβαλαν από το περίσσευμά τους όμως αυτή με αυτό που έδωσε είναι σαν να έβαλε όλη την περιουσία της, αφού τόσα διέθετε. Είναι καλό το αγαθό έργο να έχει και κόπο και στέρηση.
Ο καλός Θεός έχει τόση αρχοντιά ώστε όλα όσα κάνει ο άνθρωπος αγωνιζόμενος, τα αξιολογεί και τα επιστρέφει πίσω εκατονταπλασίονα. Δεν είναι ψεύτης. Ό,τι είπε το επαληθεύει. Οπωσδήποτε ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή η ευλογία που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο που ελεεί. Όλες αυτές οι ευκαιρίες μας δίνονται κάθε μέρα, όμως επειδή είμαστε αδύνατοι άνθρωποι οι γιορτές του Χριστού και της Παναγίας είναι σταθμοί στη ζωή μας, που μας κάνουν να ξανασκεφτόμαστε και να βλέπουμε τα πράγματα από την αρχή.
Έτσι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Και όλοι μας πρέπει να τον παρακαλέσουμε να γεννηθεί μέσα στο σπήλαιο της καρδιάς μας. Εμείς είμαστε το σπήλαιο, αφού είμαστε γεμάτοι πάθη φοβερά και τον παρακαλούμε να έρθει και να του ανοίξουμε την καρδιά μας, να του δώσουμε τις αμαρτίες μας, τις δυσκολίες και τα προβλήματά μας και όλα όσα μας απασχολούν κάθε μέρα. Πότε χαίρεται ο Θεός; Όταν ένας άνθρωπος επιστρέφει κοντά Του, ιδιαίτερα κατ᾽ αυτές τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων.
(από απομαγνητοφωνημένη ομιλία)
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου