Βρισκόμαστε, αγαπητοί μου, στην εποχή που προφήτευσε ο άγιος, πως ο άνθρωπος θα κάνει ημέρες δρόμο για να βρει έναν άνθρωπο και σαν τον συναντήσει θα τον ασπάζεται ως αδελφό του. Τούτο παράδοξα συμβαίνει προτού πραγματοποιηθεί ακριβώς, όπως το λέει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ύστερα από έναν, ας πούμε, επερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μόνος ο σημερινός άνθρωπος άγχεται, αγωνιά, πάσχει, ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί. Γιατί; Μια κάποια απάντηση θα προσπαθήσει να δώσει η παρούσα ομιλία μεταφέροντας το άρωμα τής κοινωνίας τής ερήμου στην ερημία τών συγχρόνων μεγαλουπόλεων.
Μοναξιά είναι η αδυναμία επαφής και επικοινωνίας. Η ανικανότητα να δημιουργηθεί και να υπάρξει δεσμός, σχέση με τους άλλους. Ο σύγχρονος πολιτισμός και οι δομές τής σημερινής κοινωνίας, τα τηλεκατευθυνόμενα από την προπαγάνδα μέσα επικοινωνίας, ακόμη και τα παιχνίδια τών παιδιών, οδηγούν στην κοινωνική αλλοτρίωση στην πολιτική αποξένωση στην ατομική απομόνωση, καθώς αναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ο άνθρωπος έτσι, από νωρίς αρχίζει να διακατέχεται από αίσθημα βαρειάς αδυναμίας και οκνηρίας, να χάνει το νόημα τής ζωής και τον σκοπό της, να ζει δίχως ιδανικά και κανόνες, συνεχώς να υποπτεύεται και ν’ αμφιβάλλει.
Μόνος και ανασφαλής, ανήσυχος και ακατάστατος, ιδιαίτερα ο σημερινός νέος, προσπαθεί ν’ απλώσει γέφυρες, να υψώσει σημεία, να φωνάξει. Δίχως οδηγό ή με κακούς οδηγούς απογοητεύεται σύντομα και γίνεται σκληρός κι επιθετικός, πιόνι εκμεταλλευτών πολιτικών ή αρχομανών αναρχικών. Κι ο πόθος για ελευθερία γίνεται ο πικρός θάνατος τής ελευθερίας του.
Συμβιβαζόμενοι οι νέοι, αυτοί που έλεγαν πως ποτέ και με κανένα δεν θα συμβιβαστούν, καταφεύγουν σ’ εξεγέρσεις και καταλήψεις, γίνονται επαναστάτες στην προσπάθειά τους ν’ απαλλαγούν από το βάρος τής μοναξιάς τους, δίχως να εννοούν πως υποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχώς όλα τούτα συμβαίνουν κι εκεί που ποτέ δεν θα το περίμενες σε νέους με καλή μόρφωση, σπάνια ευφυΐα, δύναμη και ταλέντο. Ανικανοποίητος ο νέος αυτός από την υλική ευδαιμονία και τη συχνή υποκρισία τών μεγαλυτέρων του, αγωνίζεται για μια απλότητα στη ζωή, για μια ποιότητα για ένα ανώτερο ύφος, μα δεν βάζει το νερό στο αυλάκι που πρέπει.
Η τέχνη συνήθως κάνει την εμφάνισή της μ’ ένδυμα λίαν απομονωτικό κι αντί να φωτίζει και ν’ ανοίγει παράθυρα προς τους άλλους και τον ουρανό σε κλείνει και σε σκοτίζει περισσότερο. Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν θ’ αργήσει να παραμιλά, να μιλά με τ’ άλογα ζώα, τις σκιές, τους νεκρούς. Είναι πια βαρειά κι ανίατα ασθενής. Η μελαγχολία, η κοσμοφοβία, η καχυποψία έφεραν την ψυχοπάθεια. Ένας από τους επιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τού αιώνα μας είναι, ως ο αιώνας τών ψυχιάτρων. Σύμφωνα με περσινή στατιστική τού Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας περισσότερα από 400 εκατομμύρια άτομα στον κόσμο πάσχουν από κατάθλιψη. Από αυτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αυτοκτονούν. Ας σημειωθεί ότι η στατιστική αφορά τις λεγόμενες προηγμένες χώρες! Ο άνθρωπος μόνος κι έρημος μαστίζεται αδυσώπητα από τον εγωϊσμό και την υπερηφάνεια, που είναι οι φυσικοί γονείς τής μοναξιάς του.
Αν αυτοί είναι οι γονείς τής μοναξιάς τότε η αληθινή ταπείνωση, παρά την όποια κακομεταχείριση και φθορά τής λέξεως από τους ταπεινόλογους, είναι το κλίμα που δεν την αφήνει να ευδοκιμήσει. Ιδού πώς λαλεί η καλή μητέρα, η άριστη φιλόσοφος και θεολόγος έρημος περί τής φονεύτριας τής μοναξιάς, τής αγίας ταπεινώσεως και τών κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ο ταπεινός άνθρωπος, κατά τον αββά Ποιμένα, είναι αναπαυμένος σ’ όποιον τόπο κι αν καθίσει. Αυτός που μικραίνει τον εαυτό του σε όλα, θα υψωθεί πάνω απ’ όλους, λέει ο αββάς Ισαάκ. Και συνεχίζει η γλυκεία και διακριτική γλώσσα του. Μίσησε την τιμή, για να τιμηθείς. Εκείνος που τρέχει πίσω από την τιμή, φεύγει η τιμή από μπροστά του. Αν καταφρονείς υποκριτικά τον εαυτό σου για να ταπεινωθείς, θα σε φανερώσει ο Θεός.
Στο Γεροντικό αναφέρεται πως ταπεινόφρων δεν είναι αυτός που αυτοεξευτελίζεται και ταπεινολογεί, αλλά εκείνος που υπομένει με χαρά τις ατιμίες που προέρχονται από τον πλησίον.
Και σε άλλο σημείο αναφέρεται πως εκείνον που τιμούν οι άνθρωποι περισσότερο απ’ όσο αξίζει ζημιώνεται, εκείνος όμως, που δεν τον τιμούν καθόλου οι άνθρωποι, θα δοξαστεί στους ουρανούς από τον Θεό.
Ο αββάς Ποιμήν συμβουλεύει: Η οποιαδήποτε στενοχώρια, που θα σού συμβεί, θα νικηθεί με τη σιωπή. Μαζί του συμφωνεί κι ο αββάς Ησαΐας. Μέχρις ότου ηρεμήσει η καρδιά σου με την προσευχή, μην κάνεις καμιά εξήγηση με τον αδελφό σου. Μελετώντας τις γραφές τών αγίων πατέρων τής ερήμου παρατηρεί εύκολα κανείς μια σύμπνοια, μια ευγένεια, μια ανθρωπιά, μια κατανόηση, μια σοφία. Στάλες αγιοπνευματικές όπου άνθισαν στην απρόσιτη άνυδρη έρημο, ύστερα από αγώνες μακρούς κι έδωσαν άνθη που ευωδίασαν κοινωνίες ανθρώπων απόλυτα δοσμένων στον Θεό κι ευωδιάζουν ακόμη τις ψυχές που πράγματι διψούν.
Ο αββάς Ησαΐας, ο μέγας νους, σημειώνει με ιδιαίτερη χάρη και λεπτότητα: Αυτός που ταπεινώνεται ενώπιον τού Θεού, καθίσταται ικανός να υπομένει κάθε προσβολή. Ο ταπεινός δεν ενδιαφέρεται τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν. Εκείνος που μπορεί να υποφέρει για τον Θεό, αυτός είναι άξιος ν’ αποκτήσει την ειρήνη.
Ο αββάς Μάρκος, στο μεγάλο κι ενδιαφέρον αυτό κεφάλαιο τών σχέσεών μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους, που καθημερινώς σκουντουφλάμε, προχωρεί και σημειώνει χαρακτηριστικά:
Όταν αντιληφθείς μέσα σου τη σκέψη να σού υπαγορεύει ανθρώπινη δόξα, να γνωρίζεις καλά πως η σκέψη αυτή σού ετοιμάζει ντροπή. Κι αν δεις κάποιον να σ’ επαινεί υποκριτικά, να περιμένεις την ίδια στιγμή και την κατηγορία από μέρους του. Και συνεχίζει με τόλμη χειρούργου ο ψυχοανατόμος αββάς:
Όταν δεις κάποιον να κλαίει για τις πολλές προσβολές που τού έγιναν, να γνωρίζεις πως επειδή κυριεύθηκε από λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς να το αισθάνεται τους καρπούς τών κακών τής καρδιάς του.
Όποιος αγαπά την ηδονή, λυπάται για τις κατηγορίες και την κακομεταχείριση, αντίθετα εκείνος που αγαπά τον Θεό λυπάται για τους επαίνους και τις λοιπές πλεονεξίες.
Η ταπείνωσή μας κρίνεται από τη συκοφαντία. Μη νομίσεις πως έχεις ταπείνωση, τονίζει ο αββάς Ισαάκ, όταν δεν ανέχεσαι την παραμικρή κατηγορία.
Ο αββάς Ζωσιμάς προχωρεί πιο ψηλά: Αυτόν που σ’ ενέπαιξε ή σε στενοχώρησε ή σε ζημίωσε ή οτιδήποτε κακό σού έκανε, να τον θυμηθείς ως ιατρό σου. Ο Χριστός τον έστειλε για να σε θεραπεύσει, μη λοιπόν τον θυμάσαι με θυμό. Κι ο Ευάγριος ευεργέτες του θεωρούσε τους κακολόγους του.
Έχουν μεγάλη σημασία τα παραπάνω αναφερόμενα από τους θεόσοφους αυτούς ιατρούς τής ερήμου στο θέμα που μάς απασχολεί. Το να πει κανείς πως αυτά αναφέρονται από μοναχούς και μόνο για μοναχούς, το λιγότερο είναι αρκετά επιπόλαιος. Γιατί, όπως πολύ καλά αντιλαμβάνεσθε και παρατηρείτε, αποτέλεσμα αταπείνωτου φρονήματος, αποτυχημένων ή λαθεμένων διαπροσωπικών σχέσεων, ανικανοποίητων εγωϊσμών, ανενέργητων φιλοδοξιών, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, επαινοθηρίας, φιλαυτίας κι επιθυμίας δικαιώσεως και διαφημίσεως είναι η επιδημία τής μοναξιάς.
Βεβαίως υπάρχει και η άλλη μοναξιά. Μα αυτή δεν είναι καθόλου αρρωστημένη. Είναι ο φυσικός χωρισμός τών μοναχών από τον κόσμο. Δίχως να έχουν διόλου μίσος για τους ανθρώπους, να έχουν απαιτήσεις από τους άλλους. Η μοναξιά τους είναι δημιουργική. Όχι πως δεν τους ενδιαφέρουν οι άλλοι πως είναι ανώτεροί τους αυτοί, δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Μα θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό.
Είναι δυνατή η μοναξιά ν’ αρρωστήσει και να εξουθενώσει τον άνθρωπο. Μα η αγάπη είναι πιο κραταιή, να γιάνει και ν’ αναστήσει τον κόσμο όλο. Η ακατανίκητη ανάγκη τού ανθρώπου για επικοινωνία πρέπει να διοχετευθεί σωστά. Πρώτα-πρώτα πρέπει να πιάσουμε κάποτε κουβέντα με αυτόν τον άγνωστο εαυτό μας.
Κουβέντα ειλικρινή, τίμια, θαρρετή. Να βρούμε στα βάθη μας την κριμένη αθωότητα τών παιδικών μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο προς πρόσωπο, δίχως προσωπείο, με τον ένα, μόνο, αληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα με τους άλλους, τους όποιους, τους χειρότερους, τους καλύτερους, τους πλησίον, τους μακράν, τους αδελφούς μας εν Κυρίω.
Έτσι διαλύονται οι ιστοί τής μοναξιάς, φωτίζονται τ’ άδυτα κι ανήλια υπόγεια τών καρδιών, σπάει το καβούκι τού εγώ, χαίρεται ο άνθρωπος, ελευθερώνεται, ζωογονείται, αναπνέει, ζει, αρνείται τη μοναξιά τού άθλιου εγωϊσμού. Αλήθεια με πόσα λίγα κι απλά μέσα μπορεί ο άνθρωπος να ζεσταθεί, να ξαναενωθεί με όλο τον κόσμο. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να ξαναβρεί την ελπίδα, την ανάταση, τ’ ανείπωτα πανηγύρια τής καρδιάς, τις εορτές τών εορτών και τις πανηγύρεις τών πανηγύρεων.
Υπάρχει και μια άλλη μοναξιά, ζωηφόρα και χαριτόδοτη. Μια μοναξιά που αξίζει πολύ να τής αφιερώσει κανείς αρκετό χρόνο. Ένα αποσυρμό από τη βουή τού πλήθους με την τόση διάχυση, περίσπαση κι εξωστρέφεια ανωφελή. Μια μοναξιά υγιή, ωραία, καλή. Μακριά από τη μορφή επικοινωνίας εκείνη τη συνεχή με τους πολλούς, για να μη μείνουμε ποτέ με τον ένα, τον εαυτό μας, και να μην αναχθούμε, από φόβο, δειλία ή αγνωσία, στον Άλλο, τον πάντα Αναμένοντα, τον Ένα, τον Ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο.
Να βρούμε τον τρόπο, τον τόπο, την ώρα, τον χρόνο γι’ αυτή την ιερή στιγμή, γι’ αυτή την άλλη επικοινωνία. Με γνώση, με τάξη, με πρόγραμμα.
Δεν μιλάμε για μια διαφυγή μερικών, αρκετών, από τις πολλές τους ασχολίες γι’ ανάπαυλα, θέα τού ηλιοβασιλέματος και τού έναστρου ουρανού. Τους ρομαντικούς αυτούς βιαστικά τους αντιπαρερχόμαστε. Τους χαιρετούμε ως κουρασμένους που ξεκουράζονται αλλ’ όχι ως πνευματικούς ανθρώπους, όπως ίσως θέλουν να ονομάζονται.
Δεν μιλάμε γι’ αυτούς που καμώνονται πως αυτοσυγκεντρώνονται με τεχνικές αμφίβολης προελεύσεως και αποτελεσματικότητος ή άλλους που αφιερώνουν λίγο χρόνο σε φευγαλέες κι επιπόλαιες ονειροπολήσεις και νομίζουν πως μετανοούν, για κάποια συντριβή που είχαν, ενθυμούμενοι τ’ ατοπήματά τους στο ταξίδι που είχαν στο παρελθόν τους. Πρόκειται μάλλον για ψεύτες φυγάδες τής ζωής, ονειροπαρμένους και φαντασιόπληκτους.
Ούτε, επιτρέψτε μας να πούμε, αναφερόμαστε στους αγαθούς, όσο τολμηρά αφελείς εκείνους που νομίζουν πως ζουν την πνευματική ζωή και την ιερά ησυχία, σεργιανίζοντας μ’ ένα κομποσχοίνι στο χέρι, σε ακρογιαλιές και πλαγιές ωραίων βουνών, ακούοντας καλή μουσική έχοντας τα νέα βιβλία, τη γαστέρα πεπληρωμένη και συντροφιά τους φίλους που δεν φέρνουν αντιρρήσεις.
Κι ακόμη αυτούς που κάνουν πνευματικό τουρισμό επισκεπτόμενοι και ιερούς τόπους και συνομιλώντας με παρρησία με αγίους ανθρώπους, μα που δεν βγαίνουν διόλου ποτέ από το θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλούμε, μα φοβόμαστε πως δεν είμαστε καθόλου υπερβολικοί.
Αναφερόμαστε, αγαπητοί μου, στην αγία εκείνη ησυχία, που αξίζει κάθε κόπος και μέριμνα για να δώσουμε τη σημαντική αυτή ευκαιρία στον εαυτό μας και μέσα στη θορυβώδη αυτή πολιτεία και μέσα στο άστατο σπιτικό μας και με αυτά τα χάλια τής ζωής μας και τού χαρακτήρα μας. Ανάγκη πάσα να ελευθερωθούμε στην αγία αυτή μοναξιά. Χρειάζεται άσκηση, υπομονή, μόχθος, μέχρι να σβήσουν τα σκοτάδια που μάς κουράζουν στην εργασία αυτή. Να βρούμε τις ρίζες και τα όρια τής υπάρξεώς μας. Να μάθουμε να προσευχόμαστε. Να γίνει η σιωπή, πηγή, βροντή, συντριβάνι, φως, καθώς λέει ο γλυκύτατος ποιητής άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται αγρύπνια, εγρήγορση συνεχής, ακινησία, γαλήνη. Ο Θεός είναι πλάι μας. Αυτός με οδηγεί. Σ’ αυτόν οδηγούμαι. Τι έχω να φοβηθώ; Απελπισμένος από τις φιλίες, τις γνωριμίες, τις τέχνες, τις τεχνικές, τις ιδεολογίες, τις φλυαρίες, τις κοινοτυπίες, φθάνω στην προνομιούχο εσχάτη απελπισία, και καθώς είμαι έτσι γυμνός, ο ίδιος ο Θεός με ντύνει την πιο γνήσια ελπίδα. Με στηρίζουν σε αυτό το θαύμα η Παναγία και όλοι οι άγιοι.
Εντός αυτής τής θείας μοναξιάς, απαλλάσσομαι από το προσωπείο που αναγκάσθηκα να φορέσω ή μού φόρεσαν. Ήμουν τρομοκρατημένος και κάθε βράδυ πήγαινα και σε άλλη συγκέντρωση, άλλη ομάδα, γιατί, έπρεπε κάπου να ενταχθώ, αλλάσσοντας συνεχώς προσωπείο. Ενδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιώ, αισθάνομαι παιδί τού Θεού, βρίσκω, αποκαλύπτω την ταυτότητά μου, το πρόσωπό μου, το μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Παρατηρώ τις κινήσεις τών παθών. Βλέπω και βρίσκω τα όριά μου, τα τάλαντά μου, τις δυνατότητές μου, λυτρώνομαι από τις πλάνες, τους φανατισμούς, το υπέρμετρο, το υποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ο άνθρωπος για να οδηγήσει τα βήματά του σε τακτά διαστήματα στο άγιο αυτό βήμα τής αυτογνωσίας και θεογνωσίας. Γιατί η μοναξιά αυτή είναι εντρύφηση για τους δυνατούς και φόβος για τους αδύναμους. Τού ιερού αυτού βήματος εξέρχεται κανείς με λιγότερη ατομικότητα, με περισσότερη αγάπη για τους άλλους, με δύναμη για μεγαλύτερους αγώνες, με νωπά τα δάκρυα για τον πόνο τών αδελφών του. Έτσι ο άνθρωπος τού Θεού δεν μπορεί ποτέ να είναι μόνος, δεν μπορεί ποτέ να πάσχει από μοναξιά. Έχει διάλογο με τον εαυτό του, όταν είναι μόνος και με τον Θεό του. Μέσα από την σπαρακτική μοναξιά τού ανθρώπου, από τα τσαλαπατήματα που τού έκαναν απρόσεκτοι στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στο σχολείο, πατήματα που πέρασαν στην ψυχή του, υψώνεται από τα βάθη φωνή που σχίζει νέφη κι έρχεται στον Τριαδικό Θεό, που πάντα ακούει και πάντα απαντάει.
Ο άνθρωπος τού Θεού μόνο να θερμαίνει τη φωνή του γνωρίζει, να χαίρεται που στέκεται δεύτερος, να είναι φίλος και με τον ξένο, ν’ αρκείται στο ολίγο, να κουράζεται στο πολύ, να πλένει με δάκρυα τους άπληστους, τους άσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ακόμη κι όταν τον εγκαταλείπουν αυτοί που ποτέ δεν θα το περίμενες: συγγενείς, φίλοι, ομοϊδεάτες.
Μακριά από την τύρβη, την αγορά και τη σύγχυση, στο ταμείο σου, που το διάλεξες αβίαστα κι ελεύθερα, φαίνεται να μη προσφέρεις τίποτε στους άλλους, να είναι μια πράξη εγωϊστική, μόνο για τον εαυτό σου, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι λένε σ’ έχουν ανάγκη και πάσχουν από την οδυνηρή μοναξιά. Αυτά, όπως θα έχετε ακούσει, προσάπτουν και στους μοναχούς. Η πρώτη αυτή εντύπωση δεν είναι ακριβής. Η μοναξιά αυτή είναι έργο επίπονο, θέλει δύναμη, ηρωϊσμό, επιμονή. Είναι εργασία μακρά κι ατελείωτη, που κάποτε μπορεί να είναι και προεργασία για μια επιστροφή σε αυτούς που αφήσαμε έξω από το κελί μας, δίχως αυτό βεβαίως να είναι ο σκοπός τού μονασμού μας.
Όλοι οι άγιοι τής Εκκλησίας μας, ακόμη και οι πιο φλογεροί ιεραπόστολοι, κι ο ίδιος ο Κύριος στην επίγεια ζωή του έζησαν το μυστήριο τής θείας αυτής μοναξιάς. Ή οι μεγάλες εκείνες μορφές τών Προφητών τής Π. Διαθήκης Μωυσής, Ηλίας, Ησαΐας και Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Επανερχόμενοι στον κόσμο τού αιώνα μας τον βρίσκουμε τραγικά μόνο, απελπισμένο, απαισιόδοξο, να τα έχει συγκρούσει, παρ’ όλες τις προσπάθειές του για κάτι άλλο, με όλους και όλα, συναδέλφους, γονείς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, εργασίες και προπαντός με τον εαυτό του και τον Θεό, που αυτού ποτέ δεν τού μίλησε, δεν τού είπε τίποτε.
Η πιο σκληρή μοναξιά είναι να είσαι πλάι στη σύζυγό σου και να μη μπορείς να τής μεταδώσεις τα αισθήματά σου, την ίδια στιγμή που ένα μήνυμα μεταδίδεται από τη μια ήπειρο στην άλλη, να υπάρχουν πολυετή μυστικά μεταξύ τών συζύγων, να είναι άγνωστος κι ανύπαρκτος ο διάλογος τών παιδιών με τους γονείς, τους δασκάλους, τους κληρικούς. Δεν υπάρχει πιο άγρια μοναξιά από μια οικογένεια να κάθεται ώρες αμίλητη μπροστά στην τηλεόραση. Βρισκόμαστε σε δύσκολα έτη. Η μοναξιά σε έξαρση. Ο άνθρωπος έχει χαθεί. Ο Θεός δεν μιλά.
Μέσα σε αυτή την ερημία τών πόλεων, τη φαινομενική σιωπή και απουσία τού Θεού καλείται ο άνθρωπος να συνάξει τους λογισμούς του, νάλθει στα συγκαλά του, όπως λέει ο λαός, ν’ αφήσει την τόση κοσμική δραστηριότητα και ν’ απέλθει στο προσκυνητάρι του άλαλος, γυμνός, νήπιο, για να μπορέσει ο Θεός να τού μιλήσει, να τον ντύσει, να τον ανδρώσει. Η μοναξιά του τότε θα γίνει απελευθερωτική και θα αισθάνεται πλήρης. Μόνο μια τέτοια ριζική μοναξιά οδηγεί σε μια ριζική σύλληψη τού Θεού, που καταργεί κάθε δισταγμό, αμφιβολία και ταλαιπωρία…