Πράξεις Αποστόλων (κστ΄ 1, 12-20)
Ἀγρίππας ὁ βασιλεῦς ἔφη πρὸς τὸν Παῦλον · ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο·
Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.
Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ.
Ὅθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.
Εἶπε ὁ Ἀγρίππας εἰς τὸν Παῦλον, «Ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μιλήσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου». Καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι του, ἄρχισε νὰ ἀπολογῆται.
Μὲ τέτοιες προθέσεις ἐπήγαινα εἰς τὴν Δαμασκὸν μὲ ἐξουσίαν καὶ ἐντολὴν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, καὶ ἐνῷ προχωροῦσα στὸν δρόμον μου, βασιλεῦ, τὸ μεσημέρι εἶδα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν λαμπρότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ λάμπῃ γύρω μου καὶ γύρω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐβάδιζαν μαζί μου. Ἐπέσαμεν ὅλοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ τότε ἄκουσα φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸν γιὰ σὲ νὰ κλωτσᾷς τὸ βούκεντρον».
Ἐγὼ δὲ εἶπα, «Ποιός εἶσαι, Κύριε;», καὶ ὁ Κύριος εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις. Ἀλλὰ σήκω καὶ στάσου στὰ πόδια σου, διότι γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἐμφανίσθηκα σ’ ἐσέ: διὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες τώρα καὶ γιὰ ὅσα θὰ ἰδῇς ἀπὸ ἐμέ. Θὰ σὲ ἐλευθερώνω ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐινικούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλλω διὰ νὰ ἀνοίξῃς τὰ μάτια τους ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι εἰς τὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ λάβουν διὰ τῆς πίστεως σ’ ἐμὲ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ μερίδα μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὁ Θεὸς ἔκανε δικούς του».
Κατόπιν τούτου, βασιλεῦ Ἀγρίππα, δὲν ἔγινα ἀπειθὴς εἰς τὴν οὐράνιον ὀπτασίαν, ἀλλ’ ἐκήρυττα πρῶτα εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ καὶ ὕστερα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Θεόν, ἀποδεικνύοντες τὴν μετάνοιάν τους μὲ ἔργα.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα (Ιω. 9, 1-38)
Πρωτότυπο Κείμενο
Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς∙ Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου.
Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ∙ ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον∙ Ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν.
Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ουν αυτώ∙ Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν∙ Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι∙ ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι∙ απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ουν αυτώ∙ Που εστίν εκείνος; Λέγει∙ Ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς.
Πάλιν ουν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. Ο δε είπεν αυτοίς∙ Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές∙ Ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν∙ Συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες∙ Ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον∙ Οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη∙ πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους∙ ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε.
Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ∙ Δος δόξαν τω Θεώ∙ ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν∙ Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα∙ εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν∙ Τι εποίησέ σου; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς∙ Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε∙ Τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον∙ Συ ει μαθητής εκείνου∙ ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός∙ τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν.
Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς∙ Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν.
Απεκρίθησαν και είπον αυτώ∙ Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ∙ Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε: Και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. Ο δε έφη∙ Πιστεύω, Κύριε∙και προσεκύνησεν αυτώ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο».
Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός.
Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».
Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».
Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του».
Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.
Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.