Κάποια στιγμὴ ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ κάνει εἰλικρινὴ αὐτοκριτικὴ καὶ νὰ ἀπαντήσει μὲ εὐθύτητα στὸ ἐρώτημα: Γιὰ ποιὸν λόγο ἐπιλέγω νὰ ζῶ χριστιανικὴ ζωή; Εἶμαι πραγματικὰ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζωντανῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, ἢ ἐπιδιώκω νὰ ἐξασφαλίσω ζωὴ ἀνέσεων; Ἀρκετὲς φορές, λίγο ἢ πολύ, εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργεῖται μέσα μας ἡ σκέψη ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴ ζωή μας πιὸ εὔκολη, πιὸ ἄνετη. Τὴ σχέση δηλαδὴ τῆς ἐπικοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό, τὴ μετατρέπουμε σὲ μέσο προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσουμε ἐπίγεια ἀγαθά. Ἀναζητοῦμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ ἐξασφαλίσουμε ἐπίγεια εὐτυχία καὶ νὰ συνεχίσουμε ἀνενόχλητοι τὴν εὐμάρεια καὶ τὶς γήινες ἀπολαύσεις. Ζητᾶμε ὕλη, ἄνεση, πολλὰ ἀγαθά, λίγες ἢ καθόλου δοκιμασίες, πολλὴ καλοπέραση, ἀπόλαυση, ἴσως κάποτε καὶ δίχως μέτρο. Κάτι ἀνάλογο διαπιστώνουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ διαλόγου τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα γυναίκα. Ὅταν ὁ Κύριος τῆς μίλησε «περὶ τοῦ ζῶντος ὕδατος» ποὺ χορηγεῖ, αὐτὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴν παρουσία Του γιὰ κάποια διευκόλυνσή της. Κύριε, Τοῦ εἶπε, δός μου νὰ πιῶ ἀπ᾿ τὸ δικό Σου νερό. Μὲ αὐτὸ δὲν θὰ νιώθω τὸ βασανιστικὸ αἴσθημα τῆς δίψας, οὔτε θὰ βρίσκομαι στὴν ἀνάγκη νὰ ἔρχομαι σ᾿ αὐτὸ τὸ πηγάδι γιὰ νὰ γεμίζω τὸ σταμνί μου μὲ νερό. Ἡ Σαμαρείτιδα ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τῆς χορηγήσει τὸ νερὸ ποὺ ἔχει Αὐτός, γιὰ νὰ μὴ διψᾶ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔρχεται στὸ πηγάδι καὶ κοπιάζει: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰω. δ´ 15). Ὁ Κύριος ἄλλο ἐννοοῦσε καὶ ἄλλο κατάλαβε ἐκείνη. Τελικὰ ἡ ζωογόνος θεία Χάρις διάνοιξε τὸν νοῦ της, τὸν φώτισε, ὥστε νὰ φέρει τοὺς ἀναμενόμενους καρποὺς μετανοίας στὴν ψυχή της. Ὁ φιλάνθρωπος Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας δὲν τῆς προσφέρει τὴ γήινη ἐξυπηρέτηση, νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν κόπο νὰ ἔρχεται νὰ ἀντλεῖ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Στέκεται μὲ ἀγάπη στὴν ψυχή της. Τῆς ἀποκαλύπτει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Ἐκείνη ζητάει διευκόλυνση καὶ ὁ Θεάνθρωπος Κύριος τῆς ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Τῆς φανερώνει τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πῶς πρέπει νὰ Τὸν λατρεύουμε, καὶ μὲ ὅλα ὅσα τῆς εἶπε γιὰ τὴ ζωή της, ὁδηγεῖ τὴν ψυχή της στὸν θρόνο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε ἔτσι πραγματικότητα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ στὸν αἰώνα, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ μεταβληθεῖ μέσα του σὲ πηγὴ νεροῦ ποὺ δὲν θὰ στερεύει, ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζει καὶ θὰ ἀναπηδᾶ καὶ θὰ τρέχει πάντοτε γιὰ νὰ τοῦ μεταγγίζει ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. δ´ 14). Ἡ γυναίκα ἀξιώθηκε ἀπὸ τὴ θέση τῶν διευκολύνσεων ποὺ ἀναζητοῦσε, νὰ φθάσει στὴ θέση τῆς προσφορᾶς πρὸς τοὺς συμπατριῶτες της, ἀκόμη καὶ στὸ ἴδιο τὸ μαρτύριο, στὴν ἡρωικὴ θυσία τῆς ζωῆς της γιὰ τὸν Χριστό. Ὅσο περισσότερο τὰ αἰτήματα τῶν προσευχῶν μας ἀποδεσμεύονται ἀπὸ τὴν κοντόφθαλμη ἀναζήτηση τῶν γήινων διευκολύνσεων καὶ γίνονται πιὸ πνευματικά, τόσο περισσότερο θὰ ἀνακαλύπτουμε ὅτι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μας. Θὰ πλησιάζουμε τὸν ἅγιο Θεό, θὰ Τὸν ἀγαποῦμε καὶ θὰ χαιρόμαστε τὴν παρουσία Του. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας θὰ ἀπολαμβάνει τὴ Χάρι Του μέσα στὴν Ἐκκλησία Του μὲ τὴ θεία Λατρεία, τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ τὸν θεῖο Του λόγο. Θὰ ἀνοίγουν τὰ μάτια μας καὶ θὰ «θεωροῦν τὴν τερπνότητα Κυρίου» (Ψαλ. κς´ [26] 4). Νὰ τὸ καταλάβουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωή, εἶναι ζωὴ ἀλήθειας, καὶ πνευματικοῦ ἀγώνα, ὄχι ζωὴ ἀνέσεων καὶ ἐκπληρώσεως ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε ζωὴ διευκολύνσεων, ἀλλὰ γιὰ νὰ βαδίζουμε τὸν ἀσφαλὴ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ.
Πηγή: https://antonisparas.blogspot.com/