Η Ὀρθόδοξη ζωὴ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχουμε συνήθως στὸ μυαλό μας, μία ἁλυσσίδα δηλαδὴ ἀπὸ σωστοὺς τύπους ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε ἢ κάποιες σωστὲς ἐνέργειες στὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προβοῦμε. Εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ γνησιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ καθενός μας. Ἔχουμε πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δυστυχῶς τὴν λανθασμένη συνήθεια νὰ κατασπαταλοῦμε τοὺς κόπους μας καὶ τὴν καλή μας διάθεση ἀπὸ ἕναν τέτοιου εἴδους κακὸ προσανατολισμὸ ποὺ ἔχουμε.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί εἶναι Ὀρθόδοξη ζωή, ἂς δοῦμε μερικὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ ὅμως φαίνονται νὰ εἶναι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλανοῦν. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ ἠθικισμός, ὁ εὐσεβισμός, ἡ τυπολατρεία. Τὸ δεύτερο εἶναι ὁ συναισθηματισμός, αὐτὸς ὁ ψυχολογικὸς χριστιανισμὸς ποὺ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔχουμε, περισσότερο οἱ γυναῖκες. Τὸ τρίτο εἶναι ὁ νόθος φιλελευθερισμὸς ἢ ἀντίθετα ὁ ἀκραῖος συντηρητισμός.
Ἂς ἀναφερθοῦμε πρῶτα στὸν ἠθικισμό. Θυμοῦμαι κάποτε ποὺ μία γυναίκα καβγάδιζε μὲ μία ἄλλη καὶ ἦρθε μετὰ νὰ μεταλάβει. Τῆς λέω: «ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ μεταλάβεις!» καὶ μοῦ ἀπαντάει: «μά, εἶμαι καθαρή!». Αὐτὸ ἐκφράζει σίγουρα ἕνα λάθος φρόνημα μίας ψεύτικης καθαρότητος. Εἶναι αὐτὸ τὸ σύνδρομο τῶν καλῶν χριστιανῶν ποὺ τηροῦν πέντε – δέκα πράγματα, καὶ καλὰ κάνουν, ἀλλὰ ἀρκοῦνται σὲ αὐτά. Αὐτὸ εἶναι τὸ λάθος.
Ἔρχονται πολλὲς φορὲς σὲ ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς ἄνθρωποι βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία καὶ παρ΄ ὅλη τὴν ἐκτροπή τους μποροῦν νὰ μετανοήσουν, μποροῦν νὰ δεχτοῦν τὴν χάρι, μποροῦν νὰ κατάλάβουν κάποτε ποιὰ εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ ἄλλη, ἔρχονται χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι τηροῦν κάποιες βασικὲς ἐντολές, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ νοιώσουν τίποτε ἀπὸ πνευματικὴ κατάσταση. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἀρκούμεθα. Τηροῦμε τὶς ἠθικὲς διατάξεις, τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου, καὶ πολὺ καλὸ εἶναι αὐτό, ἀπεμπολώντας ὅμως μία μεγάλη ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μέσα μας, τὴν αὐτομεμψία, τὴν αὐτοκατάκριση, τὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε καὶ νὰ μὴν νοιώθουμε ἐπαρκεῖς. Στὴν θέση της βγαίνει μία ὑποκρισία, μία αὐτάρκεια ποὺ μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὸ νὰ κινηθοῦμε ἐσωτερικὰ καὶ νὰ δώσουμε αὐθεντικὴ ἔκφραση στὸ ὁ,τιδήποτε κάνουμε, σὲ ὅλα τὰ ἔργα μας.
Στὴν χριστιανικὴ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη τὸ ἔργο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι καρπὸς τῶν δικῶν μᾶς προσπαθειῶν. Οἱ δικές μας προσπάθειες καὶ ὁ ἀγώνας μας ἀποτελοῦν ἔκφραση τοῦ φιλότιμου καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης μας στὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸ κάποιο ἐπίτευγμα, ὅπως τὸ νὰ γίνουμε σπουδαῖοι. Δυστυχῶς πολλὲς φορὲς γίνεται σκληρὴ ἡ ψυχή μας.
Αὐτὲς εἶναι οἱ συνέπειες αὐτοῦ ποὺ καμμιὰ φορὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι ἡ ὀρθοπραξία, δηλαδὴ τὸ νὰ τὰ κάνουμε σωστὰ καὶ νὰ νοιώθουμε σωστοί. Συνήθως πιὸ σωστοὶ μέσα τους εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐξ ἀγνοίας δὲν μπόρεσαν νὰ εἶναι «σωστοὶ» ἔξω τους ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἔμειναν στὰ τυπικὰ σωστοὶ ἀλλὰ τὰ ξεπέρασαν.
Τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση Ὀρθόδοξης ζωῆς εἶναι ὁ συναισθηματισμός. Συχνὰ δὲν στηριζόμαστε σὲ αὐτὸ ποὺ κάνουμε γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ σὲ κάτι ποὺ νομίζουμε ὅτι εἶναι αὐθεντικὸ πνευματικά, σὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα συναίσθημα. Οἱ γυναῖκες ποὺ ἔκλαιγαν καθὼς ὁ Κύριος ἔφερε τὸν Σταυρό, τὸ ἀκοῦμε τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ἔκλαιγαν συναισθηματικά. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε «μὴ κλαίετε ἐπ΄ ἐμέ, πλὴν ἐφ΄ ἑαυτὰς κλαίετε». «Μὴν κλαῖτε γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σας νὰ κλαῖτε». Καὶ δυστυχῶς γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν μποροῦμε νὰ κλάψουμε. Ζοῦμε τὸν Χριστιανισμό, ζοῦμε τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν ἐπιφανειακό, ψυχολογικὸ τρόπο. Κάποια δάκρυα, κάποιες ἐξωτερικὲς χαρές, κάποιες συγκινήσεις, μεταλαμβάνουμε καὶ νομίζουμε ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ δὲν ἔχουμε ἰδέα ἀπὸ τὸ τί πραγματικὰ συντελεῖται μέσα μας. Ἔχουμε ὑποκαταστήσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ψυχολογία μας, τὸ συναίσθημά μας. Καὶ ὅταν ἔρχεται μετὰ μία δυσκολία, τότε χαλάει ὁ λογισμός μας καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ εὐσεβὴς εὐλάβειά μας μετατρέπεται σὲ σκανδαλισμό, σὲ γογγυσμό, σὲ πικρίες καὶ σὲ παράπονα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἔχουμε μεγάλη πεῖρα ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία… Χάνουμε τὸ πνευματικὸ νόημα καὶ ἀρκούμεθα σὲ μία συναισθηματικὴ ἱκανοποίηση. Νομίζουμε ὅτι Χριστιανισμὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε καὶ αὐτὸ ποὺ φανταζόμαστε πὼς αἰσθανόμαστε. Ὄχι! Μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία στὴν ζωή μας.
Νὰ ἔρθω λίγο καὶ στὸν φιλελευθερισμὸ γιατί καὶ αὐτὸ ἀκούγεται συχνὰ στὶς μέρες μας. Λέμε πολλὲς φορές, τὸ λέει καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, «ἀγάπα τὸν Θεὸ καὶ κάνε ὅ,τι θέλεις». Ἔτσι, ἀρχίζουμε ἐκ τοῦ ἀντιστρόφου νὰ ἀπορρίπτουμε τὶς διατάξεις, τοὺς κανόνες, τὶς συνήθειες, τὶς ἐντολὲς ποὺ κοσμοῦν καὶ περιφρουροῦν τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πάλι ὑπάρχει ἐπιπολαιότητα καὶ μία κρυφὴ ραθυμία, ἡ ἀντίληψη ὅτι πρέπει νὰ κάνω μόνο ὅ,τι καταλαβαίνω ἢ ὅ,τι μοῦ ἔρχεται εὔκολο. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑποταχθεῖ στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δικό μας βίωμα, ἡ δική μας ζωὴ πρέπει νὰ ὑποτάσσεται στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἁλυσίδα αὐτὴ τοῦ τί ἀκριβῶς εἶναι Ὀρθόδοξο ὡς πίστη, ὡς φρόνημα καὶ ὡς ζωὴ σκοπὸ ἔχει ὄχι ἀσφαλῶς νὰ ἐξαντλήσει τὸ θέμα ἀλλὰ νὰ δώσει μία γεύση καὶ μία καλὴ ὑποψία σὲ ὅλους μας. Γιατί μπορεῖ νὰ εἴμαστε σὲ ἕναν λάθος δρόμο, νὰ φορτίζουμε τὴν ψυχὴ μὲ λάθος πράγματα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ὑπεύθυνοι ποὺ τῆς στεροῦμε κάτι πολὺ βαθύτερο, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναστήθηκε, αὐτὸ ποὺ αἰῶνες τώρα μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας.