Η Εκκλησία μας διατηρεί από τα πρώτα της χρόνια την συνήθεια να θυμάται και να τιμά τα πρόσωπα που έχουν φύγει από αυτή την ζωή.
Βασική Χριστιανική διδασκαλία είναι ότι ο άνθρωπος ως ζων οργανισμός πλασμένος από τον ίδιο τον Θεό, αποτελείται από δύο συστατικά: το ένα συστατικό είναι το υλικό και επομένως, φθαρτό και προσωρινό ενώ το άλλο είναι το άυλο, επομένως, αιώνιο, άφθαρτο, και πνευματικό.
Έτσι το σώμα μας ως υλικό και υπακούοντας στους νόμους της φύσης, φθάνει κάποια στιγμή στο τέλος του, έχοντας εκτελέσει τον προορισμό του, άλλοτε σύντομα, άλλοτε αργότερα.
Κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του είναι πάντοτε συνδεδεμένο με την ψυχή.
Όταν όμως φθάνει στο σημείο του αποχωρισμού, τότε λέμε πως επέρχεται ο θάνατος ή πιο σωστά η κοίμησή του.
Την στιγμή εκείνη ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός την χαρακτηρίζει «ως βίαιο χωρισμό». Το σώμα τότε επιστρέφει στην γη από την οποία προέρχεται και ταυτόχρονα η ψυχή συνεχίζει τη νέα της ζωή κοντά στο Δημιουργό της.
Ολοκληρώνοντας την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, πρέπει να σημειώσουμε πως το πλήρωμα των πιστών είμαστε όλοι ζωντανοί και κεκοιμημένοι όλοι μαζί συντελούμε σε αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία.
Με την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού και μετά την Αναστάσιμη παρουσία του, για εμάς που θέλουμε να λεγόμαστε ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, η πίστη μας εδραιώνεται στην μετά τον θάνατο ζωή.
Επομένως η λέξη «πέθανε», δεν είναι ορθή διότι χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Κυρίου μας στους μαθητές του όταν τους ανακοίνωσε τον θάνατο του Λαζάρου λέγοντας: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται· αλλά πορεύομαι ίνα ξυπνήσω αυτόν…» Έτσι τον τόπο που εναποθέτουμε το νεκρό σώμα του ανθρώπου τον ονομάζουμε «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ» και όχι νεκροταφείο, όπως έχει καθιερωθεί μάλλον από άγνοια ή ως κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας ή ακόμη των χρόνων της ειδωλολατρίας.
Περί των καθηκόντων μας προς τους κεκοιμημένους αδελφούς μας έχουμε την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και απ’ αυτήν θα αντλήσουμε μερικά διδάγματα.
Βασικό καθήκον μας είναι να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, είτε έζησαν δίκαιο και ενάρετο βίο, είτε αμαρτωλό και μακράν της Πίστεως. Στην περίπτωση αυτή, οι προσευχές μας πρέπει να είναι συχνότερες, θερμότερες και εντονότερες, προς τον Θεό για την ανάπαυση της ψυχής του κοιμηθέντος χωρίς μετάνοια.
Οι προσευχές λοιπόν που απευθύνονται από εμάς τους ζώντες προς τον Σωτήρα, Κύριο και Θεό μας για την ανάπαυση της ψυχής του κοιμηθέντος προσφιλούς μας προσώπου, ονομάζονται ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ.
Από πού προκύπτει, και τι σημαίνει η λέξει μνημόσυνο. Όταν ο άνθρωπος βαπτίζεται και γίνεται χριστιανός αποκτά ταυτόχρονα και ένα όνομα. Από τη στιγμή αυτή το όνομα του καταχωρείται στη «μνήμη» της Εκκλησίας.
Η μνήμη της Εκκλησίας μας το εξήγησε ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντας: «Χαίρετε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς».
Η μνήμη της Εκκλησίας ταυτίζεται µε τη μνήμη του Θεού πού σημαίνει ότι όπως ὁ Θεός έτσι και η Εκκλησία θυμάται αιώνια τα ονόματα των µελών της.
Το Μνημόσυνο είναι ιδιαίτερη Ακολουθία της Εκκλησίας που τελείται μετά το τέλος της Θ. Λειτουργίας. Μνημόσυνο, χωρίς να τελεσθεί προηγουμένως Θ. Λειτουργία δεν γίνεται. Διότι, το κυρίως μνημόσυνο είναι η μνημόνευση του ονόματος του κεκοιµηµένου χριστιανού κατά τη τέλεση της Θ. Λειτουργίας.
Έτσι λοιπόν, όταν συμμετέχουμε στην Ακολουθία του Μνημοσύνου, πρέπει να προσευχόμαστε με ευλάβεια και θερμή πίστη, απευθύνοντας προς τον Θεό ικεσία για ανάπαυση της ψυχής του, και όχι να αντιμετωπίζουμε την ακολουθία αυτή ως κοινωνική υποχρέωση, ρωτώντας τον ιερέα ή τον νεωκόρο τι ώρα να έρθω; Αλλά και προσερχόμενοι μέσα στο Ναό την τελευταία στιγμή της Θείας Λειτουργίας, καθισμένοι με ασέβεια και πολλές φορές συνομιλώντας, γελώντας και ενίοτε αγανακτώντας για την παράταση της Θείας Λειτουργίας, που έπρεπε, σε στάση όρθια και με περισσή προσοχή, να προσευχόμεθα για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος αδελφού μας, για το οποίο τελείται η ομαδική αυτή, ικετευτική προσευχή, το ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.
Ας θα δούμε ενδεικτικά, τι διδάσκει η Εκκλησία και οι Θεοφόροι Πατέρες για την Ακολουθία αυτή.
Οι Αποστολικές Διαταγές που είναι ένα από τα παλαιότερα βιβλία της Πίστεώς μας, διδάσκουν πως πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα, ως τρίτα, ένατα, τεσσαρακοστά και ενιαύσια.
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος σημειώνει: «Επενόησε η Εκκλησία να προσφέρει ευχές και ικεσίες για τους κεκοιμημένους, ώστε ο Θεός να τους απαλλάξει από τα δεινά η να εύρουν κάποια άνεση και παρηγοριά…»
Ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναφέρει ότι τα μνημόσυνα πρέπει να τελούνται, «την Τρίτην (3ην) ημέραν, εις ανάμνησιν της τριημέρου Αναστάσεως του Κυρίου, την Ενάτην (9ην) εις τύπον των εννέα Αγγελικών Ταγμάτων, την Τεσσαρακοστήν (40ην), διότι κατά πρώτον λόγον, οι Ιουδαίοι μετά την κοίμησιν του Μωϋσέως επένθησαν δια τεσσαράκοντα ημέρας και δεύτερον και σπουδαιότερον, δια την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν του Ιησού εις την έρημον».
Τέλος, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι Πατέρες και Γέροντες, μας διδάσκουν ότι μεγάλη ωφέλεια δέχεται η ψυχή του αδελφού συνανθρώπου μας που κοιμήθηκε, όταν η οικογένεια του τελεί προς ανάπαυσή του το λεγόμενο ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ.
Δηλαδή, επί σαράντα μέρες μετά την κοίμησή του, τελείται καθημερινά Θεία Λειτουργία στην μνήμη του.
Εκτός από τα παραπάνω, η Εκκλησία όρισε και τα ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ για να μνημονεύονται όλοι οι Χριστιανοί από αρχής του κόσμου μέχρι των ημερών μας. Το ΠΡΩΤΟ Ψυχοσάββατο τελείτε την Κυριακή προ της Απόκρεω, και το ΔΕΥΤΕΡΟ Ψυχοσάββατο τελείται εννέα μέρες μετά την Ανάληψη του Χριστού μας, δηλαδή το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Σ’ αυτά μνημονεύονται όλοι οι Χριστιανοί από τον Αδάμ μέχρι και σήμερα. Αλλά, επειδή προ του Χριστού δεν υπήρχαν Χριστιανοί, για όλους τους ανθρώπους, για όλο το ανθρώπινο γένος.
Όπως είπα και παραπάνω, τα μνημόσυνα πρέπει να συνδυάζονται με την τέλεση της αναίμακτου θυσίας που πραγματοποιείται κατά την Θεία Λειτουργία. Έτσι τον σπουδαιότερο ρόλο έχει, η συμμετοχή των τελούντων το μνημόσυνο, στο Μυστήριον των Μυστηρίων, μεταλαμβάνοντας του Σώματος και του Αίματος του Δεσπότου Ιησού, καλά και πνευματικά προετοιμασμένοι με μετάνοια, προσευχή και νηστεία.
Αυτή η πράξη είναι η εξοχώτερη για την ανάπαυση των ψυχών των κοιμηθέντων συνανθρώπων, αλλά και την δική μας. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να προσφέρουμε στον λειτουργό Ιερέα, από την παραμονή, το ΠΡΟΣΦΟΡΟ, το ΚΡΑΣΙ, το ΛΑΔΙ, το ΘΥΜΙΑΜΑ και το ΚΕΡΙ.
Μέχρι τον 4ον αιώνα μετά το μνημόσυνο και την Θεία Κοινωνία, προσφερόταν στους Χριστιανούς ψωμί, κρασί, ελιές ή τυρί ή ρύζι, και εύχονταν οι πιστοί «Μακάρια η μνήμη αυτού».
Κατάλοιπα της συνηθείας αυτής είναι σήμερα τα αρτίδια και ο καφές, που προσφέρονται στους συμμετέχοντες στο μνημόσυνο.
Τα Κόλλυβα, ή όπως αλλιώς επεκράτησε σε πολλά μέρη η ονομασία «το στάρι», είναι ένα από τα πιο παλαιά χριστιανικά έθιμα που διατηρήθηκε στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνδέεται άμεσα με τους κεκοιμημένους εν Χριστώ αδελφούς μας.
Τα κόλλυβα προσφέρονται απαραιτήτως στις μνήμες των αγίων, τα ονομαζόμενα «Άγια» πράξη που συνεχίζει να διατηρείται στα μοναστήρια, ενώ από τις ενορίες η τάξη αυτή εξέλιπε.
Όμως από πού προέρχεται το όνομα «Κόλλυβα»
Η ονομασία κόλλυβα προέρχεται από τη λέξη «ο κόλλυβος» που σημαίνει το σταθμικό μέτρο για τον προσδιορισμό του βάρους του χρυσού, όπως επίσης και κάθε νόμισμα μικρής αξίας, δηλαδή το πολύ λεπτό σε πάχος και αξία νόμισμα.
Με τις λέξεις κόλλυβο και κόλλυβα στην αρχή εννοούσαν κάθε είδος μικρού γλυκού από σιτάρι σε σχήμα πίτας ή τα «τρωγάλιζα» και τα «τραγήματα», δηλαδή ξηρούς καρπούς (καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, φουντούκια, σύκα κ.α.) καθώς και τον «εψητόν σίτον» κατά τον Βυζαντινό λεξικογράφο Σουίδα.
Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών το όνομα των κολλύβων οφείλεται στην παλαιά συνήθεια της διανομής νομισμάτων κατά τα μνημόσυνα. Έτσι έχουμε ταύτιση νομισμάτων και κολλύβων.
Η διανομή των νομισμάτων –κολλύβων συνδέετε με την ελεημοσύνη κατά τα χρόνια του χριστιανισμού: «ελεημοσύνες υπέρ αυτών που έφυγαν προς τον Κύριο στα μνημόσυνα αυτών».
Αυτές τις ελεημοσύνες περεχόντουσαν, συνήθως από τα υπάρχοντά του κεκοιμημένου.
Η λέξη Κόλλυβα με τη σημασία του βρασμένου σιταριού και διαφόρων σπόρων χρησιμοποιούνταν στα Ευχάϊτα. Στο συναξάρι δια των κολλύβων θαύματος του Αγίου Θεοδώρου ο ίδιος ο Άγιος παραγγέλει στο Πατριάρχη Ευδόξιο να δώσει στους πιστούς κόλλυβα. Κι όταν ο Πατριάρχης ρώτησε» και τι είναι αυτά τα κόλλυβα, άγιε; Ο Άγιος απήντησε: «Σιτάρι και άλλοι σπόροι. Βρασμένα όλα μαζί καλά. «Κόλλυβα» τα λέμε εμείς στην πατρίδα μου στα Ευχάϊτα».
Τι συμβολίζουν τα κόλλυβα;
Συμβολίζουν την κοίμηση και την ανάσταση του ανθρώπου. Όπως ο σπόρος για να βλαστήσει πρέπει πρώτα να θαφτεί μέσα στο χώμα, έτσι και το ανθρώπινο σώμα θάπτεται και περιμένει την ανάστασή του και την οριστική κρίση από τον δικαιοκρίτη Θεό.
Για τον λόγο αυτό, οι πιστοί δεν δέχονται την καύση των κοιμηθέντων προσώπων τους, η οποία δεν στηρίζεται στην διδασκαλία της Εκκλησίας
Πολλοί ρωτούν αντί για μνημόσυνο να κάνω κάποια δωρεά ή μια ελεημοσύνη;
Υπάρχουν μερικοί από εμάς που «αντί μνημοσύνου» κάνουν κάποια ΔΩΡΕΑ στην μνήμη του κοιμηθέντος προσώπου. Άλλο όμως το μνημόσυνο και άλλο η ελεημοσύνη. Τίποτε και καμιά ελεημοσύνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Θεία Λειτουργία, κατά την οποία προσφέρεται «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Γι’ αυτό και προσφέρουμε στην Εκκλησία το Πρόσφορο και το Νάμα, που μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Να μην λησμονούμε ότι, από αυτό το πρόσφορο, θα βγάλει ο Λειτουργός και τη μερίδα του κοιμηθέντος, που θα τοποθετηθεί πάνω στο Δισκάριο, δίπλα στις μερίδες των Άγιων και των Δικαίων. Εκεί, τη στιγμή του Μυστηρίου, είναι παρούσα όλη η Εκκλησία, η ζώντες και η κεκοιμημένοι.
Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Είναι μεγάλη τιμή να αναφέρεται και το όνομα του δικού μας ανθρώπου, εκεί που βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός και ολόκληρη η Εκκλησία. Και τούτο διότι αναγγέλλεται, ότι ο Θεός μας, έδωσε τον Εαυτόν Του για τη σωτηρία της Οικουμένης όλης…».
Μερικοί ρωτούν Ωφελούν τα μνημόσυνα; Ποιούς ωφελούν και ποιούς δεν ωφελούν;
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, κοινά μαρτυρούν, ότι ωφελούν.
Ωφελούν λοιπόν, όταν γίνονται με πίστη, ευλάβεια, και ευσέβεια, και όταν οι αναχωρήσαντες ήταν δεκτικοί του θεϊκού ελέους.
Δεν ωφελούν, όταν ο άνθρωπος διώχνει την Θεία Χάρη και μεταβάλλεται σε αμετανόητο. Για εκείνον που έφυγε από τη γη τελείως αμετανόητος, δεν υπάρχει μεγάλη ωφέλεια. Όμως και εκείνος μπορεί να τύχει κάποιας αναψυχής, όπως διδάσκουν οι Πατέρες. Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει, ότι οι ψυχές των αμαρτωλών «μετέχουν ευεργεσίας τινος» από την τέλεση της αναίμακτης Θυσίας.
Ο Ιερός Χρυσόστομος, αν και πιο αυστηρός τονίζει: «Ας τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε, προσφέροντας σ’ αὐτοὺς κάποια βοήθεια, μικρή μεν, αλλά ικανή να τους βοηθήσει. Με ποιόν τρόπο;» ρωτά ο ίδιος, και απαντά: «Ευχόμενοι και εμείς οι ίδιοι και παρακαλούντες και τους άλλους συμμετέχοντες, να προσεύχονται γι’ αυτούς.
Με τη συμμετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού κατά πρώτον, με ελεημοσύνες και προσευχές, που θα κάνουμε γι’ αυτούς που κοιμήθηκαν αμετανόητοι. Αυτά όλα τα κάνουμε, για να λάβουν κάποια παρηγοριά».
Παρακάτω χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να μας διδάξει: «Φαντάσου ένα Βασιλέα που εξόρισε τους υπηκόους του που επαναστάτησαν εναντίον του. Στον Βασιλέα παρεμβαίνουν οι ενδιαφερόμενοι, φίλοι των εξόριστων, που αφού πλέξουνε στεφάνι από εκλεκτά μυρωδάτα άνθη, του το προσφέρουν «υπέρ των εν εξορίαις». Και ο Άγιος ερωτά: «Ο Βασιλέας, δεν θα υποχωρήσει στις επαναλαμβανόμενες και επίμονες παρακλήσεις, ώστε να δώσει στους εξορίστους κάποια άνεση των κολάσεων;
Γι’ αυτό και εμείς, προσφέρουμε στον Θεό δεήσεις και «Χριστόν εσφαγιασμένον» υπέρ των αμαρτημάτων τους, και ζητούμε να λάβουν κάποια συγγνώμη οι κοιμηθέντες εν αμαρτία».
Τέλος έχουμε και τα έκτροπα των μνημοσύνων:
Τελευταία τείνει να επικρατήσει μια συνήθεια ισοπεδώσεως της Παραδόσεως. Έτσι είθισται ορισμένοι από τους πιστούς μας κατά τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων τους να μην προσκομίζουν στο ναό κόλλυβα αλλά αντί αυτών κουλουράκια, πίτες και διάφορα γλυκίσματα.
Αντί του ζυμωτού πρόσφορου να προσκομίζουν έτοιμα βιομηχανοποιημένα πρόσφορα. Στην ίδια σειρά τείνουν να ξεχασθούν και πολλές άλλες ακόμα παραδοσιακές συνήθειες, όπως: συνεχείς μνημονεύσεις των κεκοιμημένων κατά τις Θ. Λειτουργίες ψυχωφέλιμες επισκέψεις στα κοιμητήρια αφ’ ενός μεν για τη φιλοσόφηση του μυστηρίου του θανάτου και αφ’ ετέρου για την κοινωνία μετά των κεκοιμημένων μας.
Αντί της πατερικής φιλανθρωπίας να εμφανίζεται μια τάση επιδείξεως και δωρεάς προς σωματεία και ιδρύματα όχι με σκοπό τη χριστιανική βοήθεια.
Συνηθίζεται σήμερα το κόλλυβο να ανατίθεται στα γραφεία μνημοσυνών κι οι συγγενείς να εφησυχάζουν ότι εκτελούν το χρέος προς τον κεκοιμημένο τους.
Οι ναοί, όταν τελούνται μνημόσυνα, τείνουν να μοιάσουν με ανθόκηπους. Υπάρχει μια συνήθεια Δυτικής προελεύσεως να ωραιοποιείται ο θάνατος ή με οποιοδήποτε τρόπο να περνά απαρατήρητος από τους ζωντανούς ανθρώπους. Η συνήθεια αυτή των μεγάλων στολισμών πρέπει να περικοπεί και να επικρατήσει το πατερικό μέτρο. Ειδικότερα χρειάζεται μια επιστροφή στην παράδοση που συνίσταται στη γνώση των τελουμένων κατά τα μνημόσυνα καθώς και στην ωφέλεια που πρέπει κι επιβάλλεται να κομίζουν πρωτίστως οι μεν κεκοιμημένοι μας από αυτά, δευτερευόντως δε και οι επιτελούντες αυτά.