α.’ Εἰσαγωγικὰ
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προσονόμασε «Μέγαν» γιὰ τὴν ξεχωριστὴ ἀρετή του, τὸν ἀδαμάντινο χαρακτήρα του καὶ τοὺς σθεναροὺς ἀγῶνες ποὺ διεξήγαγε πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ ἀντίχριστου Ἀρείου, ὑπῆρξε μεγάλη ἱστορικὴ μορφὴ μίας ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς περιόδους τῆς ἀνθρωπότητας. Τότε δηλαδὴ ποὺ ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, διαπιστώνοντας τὴν ἀδυναμία της νὰ καταπνίξει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ βάρβαρους διωγμούς, ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀναγνωρίσει καὶ νὰ στηρίξει σ’ αὐτὸν τὴν παράταση τῆς ζωῆς της. Οἱ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου δίνουν μία πολὺ παραστατικὴ εἰκόνα τῆς ταραχώδους ἐκείνης ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἔπνεε τὰ λοίσθια ἡ ἀρχαία θρησκεία, ἡ εἰδωλολατρία, καὶ θέτονταν τὰ θεμέλια του κράτους σὲ νέα θρησκευτικὴ βάση, στὴ χριστιανικὴ θρησκεία• καὶ ἐπιπλέον διεξάγονταν συζητήσεις καὶ συγκαλοῦνταν τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Σύνοδοι γιὰ τὴ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τὴ ρύθμιση θεμάτων ἀφορώντων στὴν ὀργάνωση καὶ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.
β.’ Καταγωγὴ καὶ μόρφωση τοῦ Μ. Ἀθανασίου
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 295 μ.Χ. ἀπὸ Ἕλληνες χριστιανοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν γαλούχησαν καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς καὶ ἑλληνικῆς παιδείας. Ὁ Ἀθανάσιος διακρινόταν, ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία, γιὰ τὴ μεγάλη εὐφυΐα του, τὴν ὁλόψυχη ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἔφεση γιὰ μάθηση. Μετὰ τὰ ἐγκύκλια γράμματα, πραγματοποίησε ἀνώτερες θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς σπουδὲς στὶς ἀκμάζουσες τότε σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μελέτησε εἰς βάθος τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς πρὸ αὐτοῦ Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ποιητές, φιλόσοφους, ρήτορες καὶ ἱστορικούς, κυρίως δὲ τὸν Ὅμηρο, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη. Ἔτσι κατέστη βαθὺς γνώστης τῆς χριστιανικῆς καὶ τῆς θύραθεν (ἀρχαιοελληνικῆς) παιδείας καὶ φιλοσοφίας.
Παράλληλα πρὸς τὴ γνώση, ὁ Ἀθανάσιος καλλιεργοῦσε καὶ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ τὴν ἀγάπη καὶ προσήλωση στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν Ὀρθοδοξία, πρὸς χάριν τῆς ὁποίας ὑπέστη ἀνήκουστους κατατρεγμούς, διώξεις καὶ ἐξορίες. Ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία πιστοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἑξῆς θρύλο: Κάποτε, κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία, παίζοντας κοντὰ στὴ θάλασσα, βάφτισε μερικὰ παιδιὰ εἰδωλολατρῶν καί, ἐπειδὴ τήρησε ὅλους τους κανόνες τῆς σχετικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος Ἃ’ (313-328) ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρες τὶς βαπτίσεις αὐτὲς τοῦ νεαροῦ Ἀθανασίου καὶ τὸν ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία του, ἐνδιαφερθεῖς πολὺ γιὰ τὴ μόρφωσή του.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος, ἐκτιμώντας τὴν ἀρετή, τὴ μόρφωση καὶ τὰ διαλεχτὰ προσόντα τοῦ Ἀθανασίου, τὸν προσέλαβε στὸ Πατριαρχεῖο ὡς γραμματέα καὶ τοῦ ἀπένειμε τὸν ἱερατικὸ τίτλο τοῦ «ἀναγνώστη». Ἀκολούθως, σὲ ἡλικία εἴκοσι τεσσάρων ἐτῶν, τὸν χειροτόνησε διάκονο. Νεαρὸς δὲ ἀκόμη στὴν ἡλικία ὁ Ἀθανάσιος, γνωρίστηκε μὲ τὸν περίφημο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου, τὸν Μέγα Ἀντώνιο (250-355 μ.Χ), ἔμεινε κοντὰ του κάμποσο χρονικὸ διάστημα καὶ ἔδρεψε ἀπὸ αὐτὸν εὔχυμους πνευματικοὺς καρπούς. Σεβόταν μάλιστα καὶ ἐκτιμοῦσε τόσο πολὺ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὥστε ἀργότερα συνέγραψε μία περισπούδαστη βιογραφία τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ τῆς ἐρήμου.
γ.’ Ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, κατατρεγμοὶ καὶ ἐξορίες
Κατὰ τὸ ἔτος 318 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἀθανάσιος ἦταν εἴκοσι τριῶν ἐτῶν, ἔκαμε τὴ θορυβώδη ἐμφάνισή της στὴν Ἀλεξάνδρεια ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος διακήρυττε μὲ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς συγγραφές του ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεὸς ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἡ αἵρεση αὐτὴ ἐμφανιζόταν καὶ ὑπὸ φιλοσοφικὸ μανδύα καὶ ἄρχισε νὰ βρίσκει πολλοὺς ὀπαδοὺς καὶ νὰ κλονίζει τὰ θεμέλια της εὐαγγελικῆς Πίστεως. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ συγκληθεῖ Σύνοδος στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία καὶ συνῆλθε, πράγματι, τὸ ἔτος 321 μ.Χ. Κατὰ τὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Ἀθανάσιος, μὲ τὴ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφική του κατάρτιση, βοήθησε πάρα πολὺ τὸν πατριάρχη Ἀλέξανδρο νὰ ἀντικρούσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου.
Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πρὸς τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση δόθηκε λίγα χρόνια ἀργότερα, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Στὴ Σύνοδο πῆρε μέρος καὶ ὁ νεαρὸς τότε ἱεροδιάκονος Ἀθανάσιος, συνοδεύοντας τὸν γηραιὸ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο καὶ «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος (Σωκρατ. Ἐκκλ. Ἰστ. I 25). Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ προπαντὸς τὴ θερμουργὸ πίστη του, ἀναδείχθηκε ὁ πιὸ θαρραλέος καὶ ἀκαταμάχητος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῆς ἀφέσεως τοῦ ἀντιχρίστου Ἀρείου». Αὐτὸς κυρίως κατατρόπωσε τὴ νόσο τοῦ ἀρειανισμοῦ, ὑποστηρίζοντας, μὲ τὴ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ κατάρτιση ποὺ διέθετε καὶ μὲ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸν ὄρο «ὁμοούσιος» (τῷ Πατρὶ) γιὰ τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στὴ διδασκαλία βασικά τοῦ Ἀθανασίου στηρίχτηκε ἡ Σύνοδος αὐτὴ καὶ συνέταξε τὰ ἑφτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τοῦ κοινῶς ὀνομαζόμενου «Πιστεύω». (Τὰ ὑπόλοιπα πέντε ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τὰ συνέταξε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ). Τοιουτοτρόπως τὸ ὄνομα τοῦ Ἀθανασίου κατέστη τότε σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἀγώνα της πρὸς ἀντίκρουση τῆς γενικῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀρειανῶν ἐναντίον της, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατεῖχαν ὑψηλὲς διοικητικὲς θέσεις.
Ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὥστε μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, δηλαδὴ τὸ 328 μ.Χ., ὅταν ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ὁ γηραιὸς πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος Α’ (313-328 μ.Χ.), ἀνῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἀθανάσιος σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν «ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Γρηγόριος ὁ Νανζιανζηνὸς στὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ «Εἰς Ἀθανάσιον».
Ὁ Ἀθανάσιος διατέλεσε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας σαράντα ἔξι χρόνια καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῆς μακρᾶς ἀρχιερατείας του ὑπῆρξε «ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν «Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἀμέσως ἀπὸ τῆς ἀνόδου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας μερίμνησε δραστηρίως γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιοδεύοντας τὴν ἀρχιερατική του περιφέρεια, μετέβη στὴ Θηβάιδα, στὴν Πεντάπολη, στὴν ὄαση τοῦ Ἀμμῶν καὶ στὴν Κάτω Αἴγυπτο, γιὰ νὰ μελετήσει ἐπιτοπίως τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἀπερίγραπτο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγάπη. Στὶς πόλεις ποὺ ἐπισκεπτόταν ἐγκαθιστοῦσε ἄξιους ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Φρουμέντιο, μία ξεχωριστὴ καὶ μὲ ἔνθεο ἱεραποστολικὸ ζῆλο προσωπικότητα. Αὐτὸν τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Ἀξώμης καὶ τοῦ παρεῖχε κάθε βοήθεια καὶ ὑποστήριξη στὴν προσπάθειά του γιὰ τὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἀβησσυνία.
Ὁ Ἄρειος ὅμως, καίτοι καθαιρέθηκε ἀπὸ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ δημιουργοῦσαν μεγάλα προβλήματα στὸν Ἀθανάσιο καὶ δὲν ἔπαυαν νὰ συνταράσσουν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ μεγάλη δραστηριότητα τοῦ Ἀθανασίου γιὰ τὴν τακτοποίηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων τῆς πολὺ ἐκτεταμένης περιφέρειάς του, τὸ μεγάλο του ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἀβησσυνία, ἡ ἄρτια θεολογική, φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφική του κατάρτιση καὶ παιδεία, ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητά του, ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας του καὶ ἡ ἀπεριόριστη ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο τοῦ καταθορύβησαν τὸν αἱρεσιάρχη Ἄρειο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του. Αὐτοὶ λοιπὸν σχημάτισαν τὴ γνώμη ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, παραμένοντας στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιφέρει θανάσιμα πλήγματα στὴν αἵρεσή τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ ἀντίχριστοι ἀρειανοὶ ἄρχισαν νὰ κατασυκοφαντοῦν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ ἐπιδιώκουν μὲ ραδιουργίες καὶ σκευωρίες νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν πατριαρχικό του θρόνο. Ἐκεῖνος ὅμως, μὲ σταθερὲς καὶ ἑδραῖες τὶς πεποιθήσεις του καὶ μὲ ἀκλόνητη τὴν πίστη στὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινε μὲ ἀσυνήθιστο ἡρωισμὸ τὶς ἀδυσώπητες διώξεις ἐκ μέρους τῶν ἀντιπάλων του καὶ τὶς ἀνίερες εἰς βάρος τοῦ συκοφαντίες καὶ ραδιουργίες τους.
Οἱ ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν ἀκόμη καὶ τὸν αὐτοκράτορα, ἦταν ἐπιτήδειοι στὸ νὰ ἐφευρίσκουν μύριες ὅσες συκοφαντίες, τῶν ὁποίων τὸ ψεῦδος, τῆς μίας μετὰ τὴν ἄλλη, ἀποκαλυπτόταν, καὶ ἔτσι γίνονταν καταγέλαστοι ἐκεῖνοι ποὺ τὶς ἐξύφαιναν. Οἱ συκοφαντίες ὅμως αὐτὲς εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸν πατριαρχικό του θρόνο πέντε φορὲς καὶ ἀπὸ τὰ σαράντα ἔξι τῆς πατριαρχίας τοῦ τὰ δεκαέξι νὰ τὰ περάσει στὴν ἐξορία.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀδυσώπητη πολεμικὴ τῶν ἀρειανῶν κατὰ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στάθηκε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν Ἄρειο, παρὰ τὴν ὁμολογία πίστεως ποὺ αὐτὸς ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, στὴν ὁποία βέβαια ὁ παμπόνηρος αἱρεσιάρχης ἀπέφευγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς αἱρετικὲς καὶ κακόδοξες ἐκφράσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καίτοι ἐκτιμοῦσε καὶ θαύμαζε πολὺ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἀδαμάντινο ἦθος του, τὴ μόρφωσή του καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς κατὰ τοῦ Ἁγίου μηχανορραφίες τῶν ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκληση Συνόδου στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τὸ 335 μ.Χ. πρὸς ἐξέταση τῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου κατηγοριῶν. Τελικὰ ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης.
Ἐνώπιον τῆς Συνόδου αὐτῆς οἱ ἀρειανοὶ προσέθεσαν καὶ ἄλλες κατηγορίες κατὰ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Συγκεκριμένα: κατηγόρησαν τὸν Ἅγιο ὅτι σκότωσε κάποιον ἐπίσκοπο, ὀνόματι Ἀρσένιο, καί, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξιὸ χέρι, τὸ μεταχειριζόταν σὲ διάφορες μαγικὲς ἐνέργειες. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος διέταξε σχετικὲς ἀνακρίσεις καὶ ἔρευνες, ὕστερα ἀπὸ τὶς ὁποῖες διαπιστώθηκε ὅτι ὁ Ἀρσένιος ἦταν ζωντανὸς καὶ τὸν ἔκρυβαν οἱ ἀρειανοὶ σὲ κάποιο μέρος. Μόλις λοιπὸν βρῆκαν τὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖνο, τὸν ὁδήγησαν ἀμέσως ἐνώπιόν τῆς Συνόδου. Δείχνοντας δὲ ὁ Ἀθανάσιος καὶ τὰ δύο χέρια τοῦ Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὄργανο τῆς σκευωρίας τῶν ἀρειανῶν, εἶπε: «Ἄλλην χείρα ζητείτω μηδείς• δύο γὰρ ἀνθρώπων ἕκαστος παρὰ τοῦ ποιητοῦ τῶν ὅλων ἐδέξατο χείρας». Οἱ ἐχθροὶ ὅμως τοῦ Ἀθανασίου ἀποδείχτηκαν ἄφθαστοι στὸ νὰ κατασκευάζουν συκοφαντίες ἐναντίον του. Ἔτσι λοιπόν, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα Ρουφίνο (345-410 μ.Χ.) καὶ μετέπειτα ἱστορικούς, παρουσίασαν ἐνώπιον τῆς Συνόδου μία ἀναίσχυντη καὶ κακοηθέστατη γυναίκα, ἡ ὁποία, κατὰ συμβουλή τους, κραύγαζε λέγοντας πὼς ἦταν παρθένα καὶ τὴ διέφθειρε ὁ Ἀθανάσιος. Τότε ὁ Ἅγιος προσῆλθε στὴ Σύνοδο, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕναν φίλο του ἱερέα, ὀνόματι Τιμόθεο. Ὁ ἱερέας ἐκεῖνος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος σιωποῦσε, προσποιούμενος τὸν Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο δὲν ἐγνώριζε οὔτε ἐξ ὄψεως ἡ ἀδιάντροπη αὐτὴ γυναίκα, τὴ ρώτησε: «Ἐγὼ σὲ συνάντησα ποτὲ καὶ εἰσῆλθα ποτὲ στὴν οἰκία σου;» Τὸ γύναιο δὲ ἐκεῖνο, νομίζοντας ὅτι ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, κραύγαζε μὲ μέγιστη ἀναίδεια καί, κινώντας τὸ δάκτυλό της, ἔλεγε πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Ναί, ἐσύ μοῦ ἀφαίρεσες τὴν παρθενία• ἐσύ μοῦ στέρησες τὴ σωφροσύνη.» Ἀμέσως δὲ τότε οἱ σκηνοθέτες τῆς σκευωρίας φυγάδευσαν τὸ ἀναίσχυντο γύναιο, παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε νὰ γίνει ἀνάκριση, ὥστε νὰ ἀποκαλυφτοῦν ἐκεῖνοι ποὺ σκηνοθέτησαν τὴν ἀνίερη ἐκείνη ὑπόθεση. Τοιουτοτρόπως οἱ ἀρειανοὶ ἔγιναν καταγέλαστοι γιὰ τὶς ραδιουργίες τους.
Παρὰ ταῦτα ὅμως οἱ ἐχθροί της Ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀρθῆς Πίστεως δὲν σταμάτησαν νὰ συκοφαντοῦν τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο. Κατασκεύασαν λοιπὸν ἐν συνεχείᾳ δύο συκοφαντίες. Συγκεκριμένα: τὸν κατηγόρησαν στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, τὸν αὐτοκράτορα, πρῶτον, ὅτι συνωμοτοῦσε ἐναντίον του καὶ ὅτι ἔστειλε πολὺ χρυσάφι σὲ ἕναν ἐπαναστάτη καί, δεύτερον, ὅτι παρεμπόδιζε τὴν ἀποστολὴ σίτου ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας, δυστυχῶς, πείστηκε στοὺς συκοφάντες καὶ πρόσταξε νὰ ἐξοριστεῖ ὁ Ἀθανάσιος στὴν πόλη Αὐγούστα τῶν Τρεβήρων τῆς Γαλλίας. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη ἐξορία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου (Ἰούλιος 335 – Νοέμβριος 337). Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, ἔγινε δεκτὸς μετὰ πολλῆς χαρᾶς καὶ ἔτυχε μεγάλης περιποιήσεως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μαξιμίνο καὶ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, ἀφοῦ ἡ φήμη του εἶχε φτάσει σὲ ὅλον τὸν χριστιανικὸ κόσμο. Κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἐξορίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου ἔγιναν συντονισμένες ἐνέργειες γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποκατάσταση τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔγινε, διότι τὸν πρόλαβε ὁ θάνατος (336 μ.Χ.). Σύνοδος ἀπὸ ἑκατὸ ἐπισκόπους, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, δικαίωσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξάνδρειας ὑποδέχτηκε τὸν Ποιμενάρχη του μὲ ἀπερίγραπτο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγαλλίαση.
Οἱ ἀντίπαλοι ὅμως τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου δὲν ἠσύχασαν• συνέχισαν τὶς ραδιουργίες καὶ πέτυχαν καὶ πάλι τὴν καθαίρεση τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἐξορία του στὴ Ρώμη δεύτερη ἐξορία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου (Μάρτιος 340 – Ὀκτώβριος 346). Στὴ Ρώμη ὁ Ἀθανάσιος ἔτυχε μεγάλης περιποιήσεως ἀπὸ τὸν πάπα Ἰούλιο (337-352). Ὄντας δὲ ὁ Ἅγιος ἐξόριστος στὴ Ρώμη, συνέβαλε πάρα πολὺ στὴ διάδοση τοῦ μοναχισμοῦ στὴ Δύση, προβάλλοντας ὡς ὑπόδειγμα τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν τρόπο ἀσκήσεως τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἐξορία ὁ Ἅγιος, ἔμεινε στὸν πατριαρχικό του θρόνο συνεχῶς ἐπὶ μία δεκαετία, ἤτοι ἀπὸ τὸ 346 μέχρι τὸ 356. Οἱ ἐχθροί του ὅμως ἄρχισαν καὶ πάλι νὰ κινοῦνται ἐναντίον του καὶ πέτυχαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν γιὰ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν θρόνο του (Φεβρουάριος 356 – Φεβρουάριος 362). Τὴ φορὰ αὐτὴ ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ βρῆκε πολλοὺς ἀσκητὲς καὶ ἔμενε μαζί τους, ἀκολουθώντας τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Ὄντας δὲ ὁ Ἅγιος στὴν ἔρημο δὲν ἔπαυσε οὔτε γιὰ μία στιγμὴ νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ ὁ Θεός, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ τὸν λάτρευε καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν ἰδεῖ νὰ ἀποκαθίσταται στὸν πατριαρχικό του θρόνο. Ἀκολούθησαν καὶ δύο ἄλλες ἐξορίες τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου: μία ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 362 μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 363 καὶ μία ἄλλη ἡ 5η κατὰ σειρὰ ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 365 μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 366. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, παρ’ ὅλες τὶς συκοφαντίες, τὶς σκευωρίες, τοὺς κατατρεγμοὺς καὶ τὶς ἐξορίες, ἔμεινε βράχος ἀκλόνητος, πιστὸς στὶς πεποιθήσεις του καὶ στὰ πιστεύματά του καὶ πρόθυμος νὰ ὑποστεῖ τὰ πάντα χάριν αὐτῶν.
Τελικῶς στοὺς κατατρεγμούς, στὶς διώξεις καὶ στὶς ἐξορίες τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἔθεσε τέρμα ὁ Οὐάλης, αὐτοκράτωρ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (364-378). Ὁ Οὐάλης, ἂν καὶ ἦταν φιλοαρειανός, φοβούμενος μήπως ἡ ἐξορία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου γίνει αἰτία νὰ διασαλευτεῖ ἡ τάξη, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀγάπης ποὺ ἔτρεφε ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν πατριαρχικό του θρόνο τὸν Φεβρουάριο τοῦ 366 μ.Χ. Ἔτσι τέθηκε τέρμα ὁριστικὸ στὶς μεγάλες περιπέτειες τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ ἀνδρός. Ἐπανελθῶν στὸν θρόνο του ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πηδαλιούχησε θεοφιλῶς τὴν πατριαρχική του περιφέρεια μέχρι τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας του, ἤτοι μέχρι τὶς 2 Μαίου τοῦ ἔτους 373 μ.Χ. Ἔφυγε δὲ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὴν ἱκανοποίηση ὅτι εἶδε ἐξασφαλιζόμενη τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε, χωρὶς νὰ ὑποκύψει ποτὲ στὴν κτηνώδη βία ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἐχθροί της Ὀρθῆς Πίστεως.
δ.’ Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου
Παρὰ τὶς μεγάλες περιπέτειες καὶ ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς του, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔβρισκε χρόνο νὰ διαθέτει γιὰ συγγραφικὴ δράση. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου εἶναι πλουσιότατο ἀπὸ ἀπόψεως καὶ ποιοῦ καὶ ποσοῦ. Καὶ πράγματι, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος δέσποζε ὡς ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ τῆς ἐποχῆς του ὄχι μόνο ὡς μαχητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὡς δοκιμότατος συγγραφέας ἀξιολογότατων ἔργων.
Τὰ συγγράματα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου κατατάσσονται σὲ πέντε κατηγορίες, ἤτοι σέ: α) ἀπολογητικὰ ὑπὲρ τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, β) ἔργα κατὰ ἀρειανῶν, γ) ἑρμηνευτικά της Ἁγίας Γραφῆς, δ) ἀσκητικὰ καὶ ἐ) ἐπιστολές, τὰ ὁποία καὶ εἶναι δημοσιευμένα σὲ τέσσερις τόμους τῆς «Ἑλληνικῆς Πατρολογίας» τοῦ Migne, καὶ συγκεκριμένα στοὺς τόμους 25 μέχρι καὶ 28. Πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μέσα ἀπὸ τὰ συγγράματά του καὶ τὰ κηρύγματά του ἔθεσε τὴ σφραγίδα τῆς διδασκαλίας του ὄχι μόνο στοὺς σύγχρονούς του, ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ σκέψη πολλῶν γενεῶν μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ μεγάλοι φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἀντλοῦσαν «ὥσπερ ἀπὸ πηγῆς» ἀπὸ τὰ συγγράματα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ σοφὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (820-893 μ.Χ).
ε.’ Χαρακτηρισμὸς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου
Ὁ Ἀθανάσιος ἀνήκει στὶς μεγάλες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἐξαίρετη ἄλλωστε συγγραφική του δράση, ὅσο κυρίως γιὰ τὸν ἀδαμάντινο χαρακτήρα του, τὴ θερμουργὸ πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἀγάπη του καὶ τὴν ὑπέροχη προσωπικότητά του, ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ἄλλος μεγάλος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, γράφοντας: «Ὁ βίος τοῦ Ἀθανασίου κατέστη ὑπόδειγμα ἐπισκόπου καὶ ἡ διδασκαλία του νόμος ὀρθοδοξίας, καθόσον ὁ μὲν βίος του ἦταν καθοδηγὸς τῆς διδασκαλίας του, ἡ δὲ διδασκαλία του ἦταν ἐπισφράγιση τοῦ βίου του». Τὸ ὄνομα τοῦ Ἀθανασίου ἀπέβη συνώνυμο τῆς ἀρετῆς, ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει πάλι ὁ Γρηγόριος: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι» (Ἐγκώμ. τὶς Ἀθανάσιον I).
Μὲ τοὺς διαρκεῖς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του ὁ Ἀθανάσιος ἀπέβη «Τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἀληθὴς στύλος καὶ θεμέλιον», ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος Α (412-444 μ.Χ.). Ὁ Ἀθανάσιος κατέστησε τὸν βίο του, πράγματι, ζῶσα ἔκφραση καὶ ἑρμηνεία τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, τῆς ὁποίας τὴν ὑπεράσπιση ἔταξε ὡς σκοπὸ τῶν ἀγώνων του. Ὄντας ἔξοχη ἠθικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα, ἐπιβαλλόταν μὲ τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του στὴν κοινὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν. Τὸ κύρος του «ὡς πατρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας» διατηρήθηκε ἀκέραιο καὶ μετὰ τὴν πρὸς Κύριον ἐκδημία του, τὰ δὲ συγγράμματά του ἀπέκτησαν οἰκουμενικὴ διάσταση, ὡς περιέχοντα τὴ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ χρησιμοποιήθηκαν εὐρύτατα ἀπὸ τοὺς μετέπειτα ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ τὶς οἰκουμενικὲς Συνόδους πρὸς διατύπωση τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντιμετώπισε καὶ τοὺς πλέον ἰσχυροὺς ἀντιπάλους καὶ δὲν κάμφθηκε ποτὲ μπροστὰ στοὺς κατατρεγμοὺς καὶ στὶς ἐξορίες. Ἔτσι, δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ ἠρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὡς ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρώων». Ἡ Ἐκκλησία, ἐκτιμώντας τὰ κατορθώματά του, τὸν τοποθέτησε κοντὰ στοὺς ἀποστόλους, στοὺς εὐαγγελιστὲς καὶ στοὺς μάρτυρες, στὴ χορεία τῶν ἁγίων, καὶ οἱ πιστοί τοῦ ἀπέδιδαν καὶ τοῦ ἀποδίδουν τιμές, τὶς ὁποῖες ἀναγνώρισαν καὶ καθιέρωσαν οἱ ἐπερχόμενες γενεὲς μέχρι σήμερα. Δικαίως ὁ ὑμνωδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 18 Ἰανουαρίου καὶ στὶς 2 Μαίου, γράφει: «Ἀθανάσιον, καὶ θανόντα, ζῆν λέγω• οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες», δηλαδή: τὸν Ἀθανάσιο, ἂν καὶ πέθανε, τὸν θεωρῶ ζωντανόν, διότι οἱ δίκαιοι ζοῦν καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Βιβλιογραφία
1. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐγκώμιον εἰς Μέγαν Ἀθανάσιον (JP Migne Patrologia Graeca, τόμ. 35 σσ. 1081 1118).
2. Κωνσταντινίδου Μιχαήλ, ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς, Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἡ ἐποχὴ αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937.
3. Δημητροπούλου Παναγ., Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, (ἄρθρο στὴ θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. «ΑΘ. ΜΑΡΤΙΝΟΣ»).
4. Μπαλάνου Δημητρ., Οἱ πατέρες καὶ συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἔκδ. τῆς Ἀποστ. Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1961.
5. Μ.Π., Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, (ἄρθρο στὸ Νεώτερο Ἐγκυκλ. Λεξικὸ «ΗΛΙΟΣ»).
6. Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου, ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, (ἄρθρο στὸ Ἐγκυκλ. Λεξικὸ Ἐλευθερουδάκη).
7. Στεφανίδου Βάσ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 1948.