Μέ τό παρόν ἄρθρο, θά ἀναφερθῶ σέ ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικό ζήτημα, παρότι γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός καί ὁ τελευταῖος πού δικαιοῦται νά ὁμιλεῖ. Ἐπειδή ὅμως οἱ καιροί εἶναι πολύ δύσκολοι, καί κάποια πράγματα πρέπει ἐπειγόντως νά εἰπωθοῦν καί νά ἐπαναπροσδιοριστοῦν, γι’ αὐτό καί παίρνω τό θάρρος νά μιλήσω. Ὁ λαός μας, παρά τήν τρομερή πλύση ἐγκεφάλου πού ὑφίσταται ἀπό πολλές πλευρές, παραμένει βαθύτατα εὐσεβής. Εἶναι ὅμως σέ ἀρκετά σημεῖα καί ζητήματα ἐν πολλοῖς ἀκατήχητος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, δυστυχῶς, εἶχε τεθεῖ σέ μία μακρά «βαβυλώνιο αἰχμαλωσία», ὅπως τή χαρακτήρισε ὁ μακαριστός πατήρ Φλωρόφσκυ, αἰχμαλωσία στόν τρόπο ἀντίληψης τῶν πραγμάτων καί στό πνεῦμα τῶν Δυτικῶν. Μόλις τά τελευταῖα χρόνια καί κυρίως μετά τό 1960, τήν ἀλλαγή σκέψης στόν θεολογικό ἀκαδημαϊκό χῶρο καί τήν ἀναγέννηση τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ μοναχισμοῦ, μπόρεσε ἡ Ἐκκλησία μας νά ἀνατροφοδοτηθεῖ καί πάλι ἀπό τή γνήσια ἡσυχαστική πατερική παράδοσή της. Οἱ στρεβλώσεις ὅμως ἀπό τή μακροχρόνια αἰχμαλωσία εἶναι ἀκόμα καί σήμερα σέ πολλά σημεῖα φανερές. Σέ μίαν ἀπό αὐτές τίς στρεβλώσεις θά ἀναφερθοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα.
Στά ἀναλόγια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Ναῶν ὑπάρχει ἕνα σπουδαῖο λειτουργικό βιβλίο μέ τόν τίτλο «Ὡρολόγιον τό μέγα». Ἐκεῖ, ἐκτός ἀπό τά κείμενα πολλῶν Ἀκολουθιῶν καί Παρακλητικῶν Κανόνων, ὑπάρχουν τά τροπάρια ἀλλά καί μικρός Συναξαριστής τῶν καθ’ ἡμέραν ἑορταζόντων ἁγίων. Πρός τό τέλος δέ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὑπάρχει ἕνα πολύ σημαντικό κομμάτι μέ τόν τίτλο «Σύνοψις Κανόνων Ἱερῶν». Ἐδῶ παρατίθεται μία ἐπιλογή ἀπό πολύ σημαντικούς Κανόνες πού ἔχουν θεσπίσει οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικές καί Τοπικές Σύνοδοι, ἀλλά καί ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μετά ἀπό τό κείμενο τοῦ κάθε Κανόνα, ἀκολουθεῖ μία σύντομη ἀνάλυση ἀπό τούς δύο μεγάλους ἑρμηνευτές τῆς Ἐκκλησίας μας τόν Ἰωάννη Ζωναρά καί τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Θεόδωρο Βαλσαμῶνα (12ος αἰώνας). Ἡ ἐπιλογή τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων στό Ὡρολόγιο ἔγινε μέ σκοπό, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει, τήν «πρόχειρον χρῆσιν καί ὁδηγίαν παντός χριστιανοῦ, ἐξαιρέτως δέ τῶν Ἱερωμένων».
Πρῶτος ἀπό ὅλους τούς Κανόνες, καταδεικνύοντας ἔτσι καί τή σπουδαιότητά του, παρατίθεται ὁ ἔνατος Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τό κείμενό του αὐτολεξεί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πάντας τούς εἰσιόντας πιστούς, καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μή παραμένοντας δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή.» Μέ ἄλλα λόγια, ὅσοι ὀρθόδοξοι εἰσέλθουν στήν ἐκκλησία κατά τή Θεία Λειτουργία καί ἀκοῦν μέν τίς Θεῖες Γραφές, ἀλλά δέν προσμένουν μέχρι τό τέλος καί δέν μεταλαμβάνουν, αὐτοί θά πρέπει νά ἀφορίζονται γιατί προκαλοῦν μεγάλη ἀταξία στήν ἐκκλησία. Θά πρέπει δέ, στό σημεῖο αὐτό, νά ἔχομε στό νοῦ μας, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἀφορισμοῦ κατά τήν παράδοσή μας ἔχει κυρίως τήν ἔννοια τῆς κατάδειξης στόν πιστό ὅτι αὐτά πού πράττει εἶναι ἐκτός τῶν ὁρίων (ἀφ-ὁρίων), ἐκτός τῶν γραμμῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καί οἱ πράξεις του αὐτές θά τόν ὁδηγήσουν ἀργά ἤ γρήγορα σέ προβλήματα καί ἀδιέξοδα.
Ἀναλύοντας τό κείμενο τοῦ Κανόνα οἱ δύο μεγάλοι ἑρμηνευτές ἀναφέρουν αὐτολεξεί, ὁ μέν Ζωναρᾶς ὅτι: «Πάντας ὁ παρών Κανών ἀπαιτεῖ, τῆς ἁγίας ἐπιτελουμένης θυσίας, μέχρι τέλους προσκαρτερεῖν τῇ εὐχῇ καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει. Καί οἱ λαϊκοί γάρ συνεχῶς μεταλαμβάνειν τότε ἀπῃτοῦντο». Ὁ δέ Βαλσαμών λέγει: «Ὁ τοῦ παρόντος Κανόνος διορισμός δριμύτατος ἐστίν. Ἀφορίζει γάρ τούς ἐκκλησιάζοντας καί μή παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδέ μεταλαμβάνοντας». Τά λόγια, τόσο τοῦ Κανόνος, ὅσο καί τῶν ἑρμηνευτῶν δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι πιό ξεκάθαρα. Λένε καθαρά καί μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι δέν νοεῖται ἕνας ὀρθόδοξος νά παρακολουθήσει τή Θεία Λειτουργία καί νά μήν κοινωνήσει. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καί πρόξενος μεγάλης ταραχῆς.
Ὁ ὀρθόδοξος πιστός πάει στή Θεία Λειτουργία γιά νά δεῖ τό Χριστό, νά μιλήσει μέ τό Χριστό, νά προσευχηθεῖ στό Χριστό καί νά κοινωνήσει τό Χριστό. Καί ὁ Χριστός μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἀγαπητική σχέση νά χαριτώσει τόν ὀρθόδοξο κατά τά μέτρα τῆς μετάνοιας, τοῦ ἀγώνα καί τῆς χωρητικότητάς του. Νά γίνουνε οἱ δυό τους ἕνα. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός, πού σέ ἱστορικό χρόνο ἔγινε ἄνθρωπος καί ξεκίνησε ἔτσι μία νέα, καινοφανῆ ὀντολογική κατάσταση, αὐτήν τῆς Θεανθρωπίας. Τῆς ἀσυγχύτου καί ἀδιαιρέτου συνυπάρξεως τῆς Θεότητας καί τῆς Ἀνθρωπότητας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος καί μόνος Θεάνθρωπος.
Καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά τόν ἀκολουθήσει σ’ αὐτήν τή νέα ὀντολογική κατάσταση μέ τό νά γίνει μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγῶνα καί αὐτός κατά χάριν Θεάνθρωπος. Γι’ αὐτό καί ἡ ἄρνηση τοῦ ὀρθοδόξου νά κοινωνήσει ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς δυνατότητάς του γιά Θεανθρώπινη ὕπαρξη καί σωτηρία καί ἄρνηση οὐσιαστικά τῆς ἴδιας τῆς ὀρθόδοξής του πίστης. Γι’ αὐτό καί ἡ ἄρνηση τῆς κοινωνίας θεωρεῖται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες ὡς πολύ μεγάλη «ἀταξία».
Κάθε Κυριακή στίς ἐκκλησίες μας, δυστυχῶς, παρακολουθοῦμε ἕνα ἐντελῶς ἀνορθόδοξο θέαμα, γιά τό ὁποῖο εὐθυνόμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Ἐνῶ τή Θεία Λειτουργία τήν παρακολουθοῦν ἑκατοντάδες πιστοί, στό τέλος δέν κοινωνοῦν παρά μόνο 10-20 ἄτομα, στήν πλειοψηφία τους παιδιά. Κανονικά ἔπρεπε νά γίνεται τό ἀντίθετο. Δηλαδή ὅλοι αὐτοί οἱ ἑκατοντάδες πιστοί νά κοινωνοῦν καί ἴσως μόνο μερικοί πιστοί (ἐπειδή κανονίστηκαν ἔτσι ἀπό τούς Γέροντές τους γιά καθαρά πνευματικούς λόγους) νά μήν κοινωνοῦν προσωρινά.
Ἐκτός ἀπό τήν ἄγνοια, πολλά εἶναι νομίζω τά αἴτια τῆς ἀνορθοπραξίας μας αὐτῆς. Θά σταθῶ ὅμως μόνο στήν ἀρρώστια τοῦ εὐσεβισμοῦ καί τῆς ἀνταπόδοσης, πού μᾶς προσέβαλε ἀπό τή Δύση. Κατ’ αὐτήν θά πρέπει κάποιος ὀρθόδοξος νά εἶναι πάρα πολύ ἄξιος, ἀναμάρτητος καί ἀριστεύς τοῦ χριστιανισμοῦ, ὥστε νά λάβει ἔπειτα ὡς ἀνταπόδοση καί βραβεῖο τή Θεία Κοινωνία. Τό κριτήριο δηλαδή δέν εἶναι τό δάκρυ τῆς μετάνοιας καί ἡ ἀγάπη στό Χριστό, ἀλλά ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ὅτι ἐκπληρώσαμε μερικές ἠθικιστικές νόρμες καί κανόνες. Καί ἐπειδή οὔτε καί αὐτούς τούς κανόνες τούς ἐκπληρώνομε συχνά, κοινωνοῦμε κάθε Πάσχα, πού, ὅπως λένε μερικοί «εἶναι μεγάλη γιορτή καί ὅλα συγχωροῦνται ». Ἀλλά αὐτή ἡ προσέγγιση εἶναι λάθος. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα κλειστό κλάμπ καί λέσχη ἀρίστων. Εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο πού προσπαθεῖ νά θεραπεύσει ἀρρώστους. Καί ἄρρωστοι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Καί προστρέχομε στήν Ἐκκλησία γιά βοήθεια, ἀγάπη καί σωτηρία. Καί ὅσο πιό ἄρρωστοι εἴμαστε, τόσο πιό πολύ ἀνάγκη ἔχομε τῆς Ἐκκλησίας. Ποιός θά τολμήσει νά πεῖ ὅτι ἀπηλλάγη ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἔτσι βραβεύεται μέ τή Θεία Κοινωνία; Ἐδῶ σχεδόν κάθε λεπτό πού περνάει ἁμαρτάνομε. Ἀκόμα καί τήν ὥρα πού πλησιάζομε νά κοινωνήσομε ἁμαρτάνομε. Ἅς ἀναλογιστοῦμε μόνο τήν ψυχική μας ταραχή, τά σχόλια, τήν κατάκριση καί τίς μαῦρες σκέψεις πού κάνομε, ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, θά πρέπει ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νά ξαναδιαβάσομε τούς πατέρες μας, νά ἄρομε τίς πολλές στρεβλώσεις τοῦ παρελθόντος καί νά ἐπαναπροσδιορίσομε τίς σωτηριολογικές μας δυνατότητες μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική μας παράδοση. Νά θυμόμαστε δέ πάντα, ὅτι δέν εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία Κοινωνία. Εἶναι μία ἀγαπητική σχέση μέ τό Χριστό καί παράκληση σωτηρίας.
Ἰωάννης Κων. Νεονάκης
MD, MSc, PhD.
”ENOΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ” – ΤΕΥΧΟΣ 136
Ηλεκτρονική πηγή: inagiounikolaoutouneou