Δεν μπορεί να υπάρχει ενότητα, δεν μπορεί να υφίσταται ενωμένη ανθρωπότητα, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, εάν αυτή η κοινωνία, αυτή η ενότητα δεν θεμελιωθεί επί της Αγίας Τριάδος και εάν δεν εμπνέεται και δεν παίρνει ζωή από εκεί.
Στην περίπτωση του γάμου, και το ένα και το άλλο φύλο από τη βρεφική ακόμη ηλικία, μέρα με την ημέρα και χρόνο με τον χρόνο, προχωρούν προς την πληρότητα, προς την ωριμότητα και φθάνουν σ’ αυτή την πληρότητα και ωριμότητα μέσα στον γάμο. Όμως, τελικά αυτό επιτυγχάνεται μόνο εφόσον ο γάμος θεμελιώνεται στην αγάπη του Θεού, θεμελιώνεται, πάλι θα λέγαμε, στην Αγία Τριάδα.
Τελικά δηλαδή, βρίσκουν την πληρότητα, εφόσον, αν επιτρέπεται να πούμε, κατά κάποιο μυστικό τρόπο το ζεύγος αυτό έχει τελέσει γάμο και με τον Θεό, και ο γάμος αυτός γίνεται όλο και πιο αληθινός, όλο και πιο στενός. Δηλαδή, το ζεύγος όλο και περισσότερο φυτεύεται μέσα στον Θεό, όλο και περισσότερο εμπνέεται και λαμβάνει ζωή από τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι απόλυτο ότι μέσα στον γάμο φθάνει ο άνθρωπος στην πληρότητα, στην τελειότητα, στην τελική ωριμότητα, εφόσον καθ’ εαυτόν ο γάμος δεν έχει αυτή τη δύναμη.
Όπως δηλαδή καθ’ εαυτό ένα κομμάτι σίδερο δεν έχει φωτιά, αλλά πυρακτώνεται και γίνεται φωτιά μόνο εφόσον έχει σχέση, έχει κοινωνία με τη φωτιά, έτσι και ο γάμος, παρ’ όλα τα καλά του, τελικά δεν έχει καθ’ εαυτόν τη δύναμη να δώσει στους δύο ανθρώπους την πληρότητα, αλλά τη δίνει, εφόσον θεμελιώνεται στην Αγία Τριάδα, στον Θεό.
Εξ όσων γνωρίζω, όχι μόνο από αυτά που διαβάζει κανείς, αλλά και από την πείρα που έχει μέσα από την καθημερινή πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας, ο γάμος είναι δώρο Θεού. Όσο κι αν ο γάμος που γίνεται με τον Θεό, εκτός του επιγείου γάμου, είναι κάτι πολύ άγιο, κάτι τέλειο, δεν παύει να είναι πραγματικό δώρο ο γνωστός γάμος, ο εγκόσμιος, ο γήινος.
Έτσι, όπως έχουν τα πράγματα μετά την πτώση, εάν τυχόν δεν υπήρχε ο γάμος, πάρα πολλοί άνθρωποι θα ήταν ανήμερα, άγρια θηρία. Ο γάμος, παρ’ όλες τις αδυναμίες που έχει, ημερεύει, τορνεύει τον άνθρωπο, τον προσγειώνει, τον κάνει δηλαδή άνθρωπο. Από αυτής της απόψεως είναι δώρο Θεού, και υποθέτω ότι γι’ αυτόν τον λόγο ή και γι’ αυτόν τον λόγο, μαζί με πολλούς άλλους, ο Θεός, ο Κύριος συνέστησε ως μυστήριο τον γάμο, όπως συνέστησε και τα άλλα μυστήρια.
Προ της πτώσεως δεν ξέρουμε πώς ήταν τα πράγματα. Οι Πατέρες δέχονται ότι ο γάμος δόθηκε στον πεπτωκότα άνθρωπο κατ’ οικονομίαν. Είναι δύσκολο να το δεχθεί αυτό ο σύγχρονος άνθρωπος. Οι σύγχρονοι θεολόγοι δεν μπορούν αυτό να το σηκώσουν, όμως όλοι οι Πατέρες έχουν αυτή τη γνώμη, ότι ο γάμος δόθηκε κατ’ οικονομίαν. Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα, μετά την πτώση είναι μια πραγματικότητα αναμφισβήτητη και είναι ένα δώρο από τον Θεό, το οποίο μάλιστα ο Κύριος το έκανε μυστήριο.
Θα πρέπει να προσέξει κανείς πάρα πολύ, προκειμένου να αποφασίσει να μην εισέλθει στον γάμο. Να διερωτηθεί: «Γιατί άραγε το κάνω αυτό;» Εάν καλείται από τον Θεό, εάν υπάρχει η φλόγα τού κατευθείαν, αν επιτρέπεται να πω έτσι, γάμου με τον Θεό, να μη διστάσει να ακολουθήσει τον άγαμο βίο. Εάν όμως δεν υπάρχει αυτή η φλόγα, τότε ίσως άλλα πράγματα μπαίνουν στη μέση, τα οποία πιθανόν να είναι αρρωστημένες καταστάσεις, αρρωστημένες τάσεις, που τον κάνουν να μη θέλει να εισέλθει στον γάμο.
[…]
Από την άλλη όμως πλευρά, επιβάλλεται να προσέξει κανείς πάρα πολύ πότε θα εισέλθει στον γάμο και πώς θα εισέλθει. Χρειάζεται να ξέρει κανείς όχι απλώς ποια είναι η ψυχολογία του άνδρα και ποια είναι η ψυχολογία της γυναίκας – άλλη είναι η ψυχολογία του ενός και άλλη είναι η ψυχολογία της άλλης – αν θέλει να συνεννοηθεί και να φτιάξει χωριό, όπως λένε, αλλά θα πρέπει να ξέρει ειδικότερα ποιος είναι ο εαυτός του ως προς το θέμα αυτό και κατά πόσο, καθώς προχώρησε προς την ωριμότητα, αυτή η πορεία, αυτή η αύξηση, αυτή η ωρίμανση έγινε φυσιολογικά, ομαλά, σωστά, κανονικά.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 15./ via Κοινωνία Ορθοδοξίας