ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Ϛ´ 10 – 17
10 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. 11ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· 12 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. 13 διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. 14 στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, 15καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, 16 ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· 17 καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ,
ΑΠΟΔΟΣΗ:
10 Λοιπόν, αδελφοί μου, γίνεσθε ισχυροί και δυνατοί πνευματικώς δια του Κυρίου και δια της ακατανικήτου αυτού δυνάμεως. 11 Ενδυθήτε όλα τα όπλα του Θεού, δια να ημπορήτε να αντισταθήτε εις τας δολίας και πονηράς μεθόδους και παγίδας του διαβόλου. 12 Διότι ο αγών, που έχομεν αναλάβει, δεν είναι αγών προς ανθρώπους με αίμα και σάρκα, αλλά προς τας πονηράς αρχάς και εξουσίας, προς τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, προς τους καταχθονίους κοσμοκράτορας, που κυριαρχούν επί ανθρώπων ευρισκομένων στο βαθύ σκότος του αμαρτωλού τούτου αιώνος. Ο αγών μας διεξάγεται αναντίον των πνευματικών αυτών πονηρών όντων και γίνεται χάριν της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών. 13Δια τούτο πάρετε επάνω σας όλα τα όπλα, που δίνει ο Θεός, δια να ημπορέσετε να αντισταθήτε κατά την ημέραν των πονηρών πειρασμών και κινδύνων, και αφού εκτελέσετε με κάθε ακρίβειαν όλα τα καθήκοντά σας και νικήσετε, να σταθήτε σταθερά εις την θέσιν σας. 14 Σταθήτε, λοιπόν, ακλόνητοι στον αγώνα αυτόν, αφού ζωσθήτε την αλήθειαν, ωσάν την ζώνην που σφίγγουν εις την μέσην των οι πολεμισταί, δια να είναι ευκίνητοι, και ενδυθήτε σαν άλλον θώρακα την δικαιοσύνην, δια να είσθε απρόσβλητοι από τα βέλη της αδικίας και της ιδιοτελείας. 15 Και όπως οι πολεμισταί φορούν εις τα πόδια των υποδήματα, δια να τρέχουν με ασφάλειαν και ευκολίαν, και σεις φορέσατε την ετοιμασίαν, που απαιτεί το Ευαγγέλιον της ειρήνης, δια να κινήσθε με άνεσιν και δραστηριότητα. 16 Μαζή δε με όλα αυτά πάρετε επάνω σας και κρατείτε σταθεράν σαν άλλην ασπίδα την πίστιν, με την οποίαν θα ημπορέσετε να εξουδετερώσετε και σβήσετε όλους τους φλογοβόλους πειρασμούς του πονηρού, που ομοιάζουν με πύρινα βέλη. 17 Και δεχθήτε σαν άλλην περικεφαλαίαν την πεποίθησιν της σωτηρίας (δια να ασφαλίζετε και προφυλάσσετε έτσι τον νουν σας από λογισμούς αμφιβολίας). Παρετε και την μάχαιραν του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι ο άδολος και φωτεινός λόγος του Θεού.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (ιη΄ 35 – 43)
Τῷ καιρῷ εκείνω, εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν Ἰησοῦν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.
Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Εγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, καθὼς ἐπλησίαζε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἕνας τυφλὸς ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ἄκουσε νὰ περνᾷ πολὺς κόσμος, ἐρώτησε τί συμβαίνει. Τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος διαβαίνει. Τότε ἐφώναξε, «Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
Ἐκεῖνοι ποὺ προηγοῦντο, τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλὰ αὐτὸς ἐφώναζε πολὺ περισσότερον, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
Ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε καὶ διέταξε νὰ τοῦ τὸν φέρουν. Ὅταν αὐτὸς ἐπλησίασε, τὸν ἐρώτησε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Κύριε, θέλω νὰ ξαναϊδῶ».
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ξανάβλεψε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε». Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τὸ φῶς του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν τὸν εἶδε, ἐδόξασε τὸν Θεόν.