1. Σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ Βαπτιστῆ
Οἱ Εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Ἰωάννης, ἐκφραστὲς δύο διαφορετικῶν παραδόσεων, τῆς συνοπτικῆς καὶ τῆς ἰωάννειας, προτάσσουν στὰ Εὐαγγέλια καὶ τὶς διηγήσεις τους γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Ἰησοῦ, τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ (Μάρκ. 1,2-6· Ἰωάν. 1,19-23). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι δύο Εὐαγγελιστές, Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς, ἀναφέρονται μὲ ἔμφαση στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ καὶ τὸν τοποθετοῦν ὡς γέφυρα γιὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἰησοῦ στὴ δημόσια δράση του, ὕστερα ἀπὸ τὴ γνωστὴ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς βάπτισης στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη (Μάτθ. 3,1-6· Λούκ. 3,1-6).
Εἶναι ἐνδεικτικό, ἐπίσης, ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ προσώπου τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴ σημασία τοῦ ρόλου του στὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς προπαρασκευῆς γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν πολλὰ στοιχεῖα ὄχι μόνο γιὰ τὴ συνάντηση Ἰησοῦ καὶ Ἰωάννη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θαυμαστὴ γέννηση τοῦ δευτέρου, τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς του, τὸ μεσσιανικὸ κήρυγμά του, τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ τὴν ἐν γένει προσωπικότητά του. Ὁ Ἰωάννης ἦταν, πράγματι, μία ἡγετικὴ φυσιογνωμία μὲ τεράστια πνευματικὴ ἀπήχηση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ὁμιλεῖ, ἀκόμη, γιὰ τὴν «προκαθορισμένη» μορφὴ τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἰωάννη «ἐκ κοιλίας μητρὸς» καὶ γιὰ τὰ χρόνια της προετοιμασίας καὶ προπαρασκευῆς του πρὸς ἐπίτευξη αὐτοῦ του σκοποῦ, ὅπως ἀναδειχθεῖ ἕνας ἀληθινὸς «πρόδρομος» τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸν εἶχε προαναγγείλει ὁ Ἄγγελος πρὶν τὴ γεννήσή του, ὅτι «ἔσται μέγας ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου» (Λούκ. 1,15). Ὁ ἴδιος δέ, ὅπως ὑπονοεῖται στὰ κείμενα, ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε ὁδηγηθεῖ «ἐν ταῖς ἐρήμοις» καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου «ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι» (Λούκ. 1,80). Στὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε «ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραὴλ» (Λούκ. 1,80) καὶ μετὰ ἐξῆλθε ὡς «προφήτης Ὑψίστου» στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη, μὲ σκοπὸ νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ «ἐτοιμᾶσαι ὁδοὺς Κυρίου» (Λούκ. 1,76). Θαυμάσια, ἑπομένως, γεγονότα συνόδευσαν τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σύλληψης καὶ γεννήσής του ὡς τὴν τελευταία του μαρτυρικοῦ θανάτου του, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ πιὸ κάτω.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, ἡ Ἐλισάβετ, ποῦ ἦταν καὶ συγγενής τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅπως εἴδαμε στὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, «συνείληφεν υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς» κατὰ θαυμαστὸ τρόπο (Λούκ. 1,36). Κατὰ τὴ συνάντηση δὲ ἐκείνη τῶν δύο ἐγκύων γυναικῶν, ὅπως γράφει τὸ κείμενο, «ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» καὶ ἡ Ἐλισάβετ «ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου» καὶ ἀπεκάλυψε μετὰ τὸν ἀσπασμό, ὅτι ἡ Μαρία θὰ γίνει μὲ τὴν κύηση καὶ τὴ γέννηση «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου» (Λούκ. 1,4344). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ζαχαρίας, ἱερέας τοῦ Ναοῦ τὴν περίοδο ἐκείνη, βεβαιώνεται ὕστερα ἀπὸ ὀραματικὴ ἐμπειρία, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ υἱοῦ του θὰ πραγματοποιηθεῖ κάτω ἀπὸ θαυμαστὲς συνθῆκες καὶ «χεὶρ Κυρίου» θὰ τὸν συνοδεύει συνεχῶς γιὰ νὰ φέρει σὲ πέρας τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του. Τὸ ὄνομα δὲ Ἰωάννης πού θὰ πάρει, καὶ ἡ ὅλη μετέπειτα ζωή του θὰ εἶναι μία ἀληθινὴ μαρτυρία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς θαυμαστῆς κλήσης του (Λούκ. 1, 60 ἐξ.).
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἰωάννης, ἡ μετέπειτα «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», σύντομα θὰ ἀναδειχθεῖ ἕνα εἶδος «ἐνσάρκου Ἀγγέλου» καὶ προδρόμου γιὰ νὰ ἑτοιμάσει «τὴν ὁδὸν Κυρίου» (πρβλ. Ἤσ. 40, 3) καὶ «ἴνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτὸς» (Ἰωάν. 1,7). Χαρακτηριστικό τῆς «προδρομικότητάς» του αὐτῆς θὰ εἶναι τὸ κήρυγμα μετανοίας καὶ τὸ βάπτισμα ὕδατος «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», σύμφωνα καὶ μὲ πρόρρηση τοῦ Ἠσαΐα, πού λέει «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ» (Λούκ. 3, 3-4• Ἤσ. 40, 3-5). Μὲ ἀποκορύφωση στὸ τέλος τὴν ἴδια τὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Βαπτιστῆ ἦταν ἀσκητικὴ καὶ ἡ ζωὴ του ἐντελῶς λιτή, ἀφοῦ, «τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοὺ• ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἢν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μάθτθ. 3,4). Ἐπὶ πλέον διέθετε τεράστια πνευματικὴ αἴγλη καὶ ἐπιρροή, καθ’ ὅσον «ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πάσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμίται πάντες ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῶ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Μάρκ. 1, 5). Ὅλα αὐτά, καθὼς καὶ ἡ γενικότερη χαρισματική του φύση, κατέστησαν τὸν Ἰωάννη τὴ μεγαλύτερη θρησκευτικὴ καὶ πνευματικὴ προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς του. Αὐτὸν τὸν εἰδικὰ ἀπεσταλμένο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ σεβάστηκαν βαθύτατα οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ταπεινοί του Ἰσραήλ, ταυτόχρονα ὅμως ἡ παρουσία του προκαλοῦσε φόβο καὶ τρόμο στοὺς ἀδίκους καὶ μοιχούς.
Βέβαια, ὁ ἀσκητικὸς καὶ «μοναχικὸς» τρόπος ζωῆς τοῦ Προδρόμου, πού γιὰ τὸν Ἰουδαϊσμὸ δὲν ἦταν ποτὲ κάτι τὸ συνηθισμένο καὶ ἀποδεκτό, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ πού κυριαρχοῦσε ὁ φαρισαϊσμὸς καὶ ἡ θρησκευτικὴ ὑποκρισία, ἦταν φυσικὸ νὰ δημιουργήσει σὲ πολλοὺς διάφορα προβλήματα καὶ ἀντιδράσεις. Ἀκόμη καὶ σήμερα, αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀσκητικότητας τοῦ Ἰωάννη, ἔγινε αἰτία νὰ διατυπωθεῖ ἀπὸ πολλοὺς μελετητὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἄποψη, πώς πιθανῶς ὁ Βαπτιστὴς νὰ εἶχε κάποια ἀμέση σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὶς ἐσχατολογικὲς κοινότητες τῶν Ἐσσαίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνοι ζοῦσαν στὴν ἔρημο, ὅπως γνωρίζουμε, ἄγαμοι καὶ ἀσκητικοί, κατὰ τρόπο μοναστικὸ καὶ κοινοβιακό. Ἀνεξάρτητα, ὅμως, ἀπὸ τὸ ἂν κάποτε εἶχε καὶ πόση σχέση μπορεῖ νὰ εἶχε μὲ τὶς ἐσσαϊκὲς κοινότητες τοῦ Κουμρᾶν, φαίνεται ὅτι ὁ Ἰωάννης τὴν ἐποχὴ τῆς συνάντησής του μὲ τὸν Ἰησοῦ ἦταν ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπὸ τέτοιους συσχετισμοὺς καὶ ἀνεξάρτητος, μὲ δικούς του μαθητὲς καὶ ὀπαδούς.
Ὁ ἀπόλυτα προσωπικὸς τρόπος ζωῆς του καὶ ἡ μορφὴ προετοιμασίας καὶ δράσης του, θυμίζουν τοὺς μεγάλους προφῆτες τοῦ παρελθόντος.
2. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Βαπτιστῆ
Ὁ Ἰωάννης μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων παρουσιάζεται ὡς ὁ μοναδικὸς «προφήτης» καὶ «πρόδρομος» πού στέλνεται ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει πνευματικὰ τὸ λαὸ ἐν ὄψει τῆς ἐπικειμένης ἔλευσης τοῦ Μεσσία. Στὸ Δ΄ Εὐαγγέλιο τονίζεται μὲ ἔμφαση αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ προδρομικὴ ἰδιότητα καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰωάννη: «Ἐγένετο ἄνθρωπος, ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης• οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἴνα μαρτυρήση περὶ τοῦ φωτός, ἴνα πάντες πιστεύσωσιν δὶ’ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἴνα μαρτυρήση περὶ τοῦ φωτὸς» (Ἰωάν. 1,6-8). Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, ὁ Βαπτιστὴς θὰ πεῖ ἀργότερα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅταν κάποτε ρωτήθηκε σχετικά, ὅτι «ἐγὼ οὐκ εἰμί ὁ Χριστός», ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ Ἠλίας, ἢ «ὁ Προφήτης», πού περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ ἔρθει εἰδικὰ γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ στὸν κόσμο (βλ. Δευτερ. 18,15). Ὁ ἴδιος εἶχε τὴν αἴσθηση πώς ἦταν ἁπλῶς ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ὑπενθυμίζοντας μὲ τοὺς λόγους του καὶ τὰ κηρύγματά του αὐτὰ πού οἱ μεγάλοι προφῆτες καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἠσαΐας προανήγγειλαν γι’ αὐτὸν καὶ τὴν ἀποστολὴ του (βλ. Ἤσ. 40, 3).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς κάποτε εἶχε πεῖ κάτι παρόμοιο, δημόσια μάλιστα πρὸς τὸ λαό, γιὰ τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὴν ἀποστολή του: «τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἰματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν προφήτην; ναὶ λέγω ὑμίν, καὶ περισσότερον προφήτου, οὗτος γὰρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται• ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Μάτθ. 11, 7-11).
Ὁ ὅρος «μείζων» δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, πιστεύουμε, στὴν προσωπικὴ ἁγιότητα ἢ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Ἰωάννη καὶ οὔτε θέλει νὰ φανερώσει κάποια ἠθικῆς φύσεως ἰδιότητα, ἀλλὰ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ καὶ κλήση του νὰ ὑπηρετήσει στὸ αἰώνιο σωτηριολογικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη, ἂν μποροῦσε νὰ δεῖ τὰ πράγματα κανείς, θὰ ἔλεγε ὅτι καὶ «ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν» (Μάτθ. 11,11). Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ προνόμιο, νὰ δεῖ μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸ Μεσσία καὶ νὰ γίνει Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής του, τὸ εἶχε μόνο ὁ Ἰωάννης ἀπὸ ὅλους τους μεγάλους προφῆτες τοῦ παρελθόντος. Καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, πράγματι, ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ «μέγιστος τῶν προφητῶν», ἔστω καὶ ἂν ὁ «ἐλάχιστός» της βασιλείας θὰ εἶναι «μείζων αὐτοῦ».
Ὑπ’ αὐτὴ τὴν προοπτική, ὁ Ἰωάννης κατανοεῖται ὡς προφήτης μοναδικὸς ἀλλὰ καὶ «ὁριακὸς» ταυτόχρονα, γιατί μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ διακρίνει ἀλλὰ καὶ συνδέει τὸν κόσμο τῆς Παλαιᾶς μὲ τὸν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνδέει δηλαδή, τὴν προφητικὴ «γνώση» μὲ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία, τὴν προσδοκία τοῦ παρελθόντος μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ παρόντος. Στὸν Ἰωάννη καὶ μὲ τὸν Ἰωάννη γίνεται ἡ μεγάλη μεταβάση ἀπὸ τὸ παλαιὸ στὸ νέο καὶ ἀπὸ τὸ πρὶν στὸ τώρα. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ «μέγιστος» τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ὁ «ἐλάχιστος» τοῦ νέου (βλ. Μάτθ. 11, 11).
Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἡ πιὸ «τραγικὴ» φυσιογνωμία τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴ δική του προσωπικὴ ἱστορία παρουσιάσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τόσο ἔντονα τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μία «εἰκόνα» καὶ τὸν «τύπο» αὐτοῦ τοῦ δράματος. Στὴ ζωὴ του φάνηκε κατὰ δραματικὸ τρόπο ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀποφασιστικῆς «διάβασης» ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀνθρώπινη καὶ ἱστορικὴ γνώση «περὶ τοῦ Ἰησοῦ» στὴν ἀναγνώρισή του ὡς «Χριστοῦ καὶ Κυρίου». Αὐτὸ σήμαινε γιὰ τὸν Ἰωάννη ἀποδοχὴ καὶ ἀναγνώριση, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἦταν «υἱὸς τῆς Μαρίας» ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Πηγή: agiazoni