Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κουρασμέ­νος. Κατάκοπος. H κόπωση έχει αποθηκευτεί στα μέλη του σώματός του. Στη ψυχή και στο μυαλό του. Η κόπωση περπατά πάνω στα πρό­σωπα. Πλανιέται στα χείλη. Κρέμεται στις φράσεις. Και φέρνει μαζί της και την απελπισία. Κουράστηκε ο άνθρωπος. Μαζί κι’ η ελπίδα του. Κουράστηκε, αδυνάτισε. Έπαθε υπερκόπωση κι’ αυτή μαζί με τον κουρασμένο και βασανισμένο άνθρωπο.
Ο άνθρωπος των ημερών μας, που ζει στον πλανήτη μας, είναι άνθρωπος κουρασμένος κι’ απελπισμένος. Άνθρωπος με σκοτωμένη την ελπίδα του και ψαλιδισμένα τα φτερά αυτής της μιας άπ’ τις τρεις μεγάλες αρετές, που εί­πε ο Παύλος. (Πίστις, έλπίς, αγάπη).
Και εί­ναι έτσι γιατί οι δολοφόνοι των ελπίδων έχουν πληθυνθεί αβάσταχτα. Είναι αδίσταχτοι και πανούργοι. Τα όπλα τους έχουν τη σκληράδα του ατσαλιού. Την απληστία τής φωτιάς. Νοιώθουν απελπισμένοι οι σημερινοί άνθρω­ποι γιατί χτυπήθηκε ή ελπίδα τους από μια απαισιοδοξία, που είναι διάχυτη παντού σήμε­ρα. «Δεν γίνεται τίποτα. Το μέλλον είναι σκο­τεινό. Η γη είναι ένα σάπιο μήλο. Καμιά δυνα­τότητα σωτηρίας». Τ’ ακούς αυτά. Τα διαβά­ζεις. Διαποτίζεσαι. Σαν το ρούχο που το πο­τίζει η υγρασία έτσι κι’ η ψυχή ποτίζεται με το δηλητήριο της απαισιοδοξίας.
Χτυπιέται όμως η ελπίδα τους κι’ από με­ρικούς «αισιόδοξους». Από μερικούς πού έ­καναν την κουφότητα, τη ρητορεία και την ά­νετη ζωή τους αισιοδοξία. Κι’ είπαν: «Όλα πά­νε καλά. Διανοίγεται λαμπρόν το μέλλον. Δεν υπάρχει κανείς λόγος ανησυχίας. Ή ζωή είναι θαυμάσια». Και φυσικά όταν ανακαλύπτεις, ότι αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά κούφια λόγια, πού τα λένε εκείνοι, πού οι ίδιοι είναι καλοβολεμένοι, νοιώθεις την ελπίδα σου να ζαρώνει, νά μουδιάζει, να κουρελιάζεται, να σβήνει.
Είναι απελπισμένοι οι άνθρωποι σήμερα ακόμη γιατί φρόντισαν, εκείνοι πού θέλησαν να τούς χτυπήσουν την ελπίδα, να χρησιμοποιή­σουν, εκτός των άλλων όπλων, κι’ ένα τρομε­ρό, σατανικό όπλο. Το όπλο πού λέγεται αποκάλυψη τής γυμνότητας και κακότητας των. Αντί ν’ απλώσουν χέρι στοργής στην ανάγκη σου, άπλωσαν νύχι γαμψό, κεντρί φαρμακερό για να σε ξεσχίσουν και σέ δηλητηριάσουν. Σού αποκάλυψαν ποιοί είναι κι’ έφριξες, θόλω­σες, αηδίασες. Έπαθε ασφυξία ή ελπίδα σου καθώς σού έλεγαν με τη ζωή και το τρόπο τους: «Δεν υπάρχει πιά ελπίδα, γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι, αλλά σάρκες. Κι’ αυτοί πού φαίνονται για άνθρωποι το ίδιο είναι και χειρότεροι».
Μέσα απ’ αυτή την τραγική κατάσταση βγαί­νει μια κραυγή. Η κραυγή των απελπισμένων πού λέει: «Ελπίδα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει στη γη. Μόνο στον Ουρανό. Πόσο έπεσα έ­ξω καθώς στηρίχθηκα σ’ ανθρώπινες ελπίδες … Πόσο έσφαλα πού ξέχασα το: «αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή ελπίζειν επ’ άνθρωπον», πού έλεγε ό Προφήτης… Είναι το ίδιο πού κι’ ό Ιερός Χρυσόστομος διακήρυσσε όταν έλε­γε: «Ουδέν ταύτης ευτελέστερον της ελπίδος, και γάρ αυτής τής αράχνης ευτελεστέρα έστι, μάλλον δέ ούκ άσθενής μόνον άλλα και επι­σφαλής». Ελπίδα δεν υπάρχει στη γη. Μόνο στον ουρανό «Θεοτόκε ή ελπίς πάντων των χριστιανών». . .
Πραγματικά. Άν έτσι συμβαίνει με τ’ ανθρώπινα και τα γήινα όμως υπάρχει μια ελπί­δα. «’Αθάνατος, άτρεπτος, αμετακίνητος, με­ταβολήν ού δεχομένη…». Είναι η ελπίδα μας στο Θεό. «Ή πάντα νικώσα, η πάντα δυναμένη, η πάντα περιγινομένη (κερδισμένη)».
Και βέ­βαια δεν αμφιβάλλει κανένας, ότι ό Θεός ημών είναι Θεός της Ελπίδος και τής παρακλήσεως. Είναι η Ελπίς πάντων των περάτων τής γης και των έν θαλάσση μακράν. Παρά ταύτα η ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία μας, πού ακολουθεί την Αγία Γραφή και τούς Πα­τέρες, ομολογεί, διδάσκει και διακηρύσσει, ότι και η τα «δευτερεία της Τριάδος κατέχουσα (κατά τον Αγ. ’Ανδρέα Κρήτης), η Θεο­τόκος, είναι ελπίς πάντων των χριστιανών, δι­ότι είναι δυνατή μεσίτρια προς τον φιλάνθρω­πον Θεόν».
Αυτή, την όποια ο Αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε «Κεχαριτωμένη», πού, ενώ οί άλλοι «εφοβούντο καί ούδείς ετόλμα ερωτήσαι αύτόν», αυτή ελεγε: «Τέκνον – παιδί μου, καί τώ­ρα πού είναι στον Ουρανό, σαν Βασίλισσα, «έν ίματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη», και έκ δεξιών Του καθεζομένη, δέεται καί πρεσβεύει υπέρ ήμών.
Πώς, λοιπόν, να μην ελπίζουμε σ’ αυτήν; Γι’ αυτό και στη λατρεία μας παρακαλούμε τον Θεόν: «Αντιλαβού, σώσον, ελέησον, και διαφύλαξον ημάς τη ση χάριτι». Ναι. Άλλ’ αύτό θα γίνει με το θάρρος πού μας δίδει η πρεσβεία «τής Παναγίας αχράντου, ύπερευλογημένης, Δεσποίνης ήμών Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας», την οποία πρώτιστα πάντων παρακαλέσαμε, μνημο­νεύσαμε και σαν ικεσία μας κι’ ελπίδα μας προβάλαμε.
Κι αν, σύμφωνα με την Δ’ καί Ζ’ Οικουμε­νική Σύνοδο, «οί Άγιοι έν Ούρανώ ύπέρ ημών εύχονται καί ευχόμενοι υπερασπίζουσιν καί βοηθουσιν ημών», εάν, λοιπόν, «ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη», πόσο μάλλον ή δέηση της Θεοτόκου; ”
Αν οι Άγιοι είναι έλπίδες, πό­σο μάλλον η Παντάνασσα; Μα γιατί η μάρτυς Ίουστίνη «Παρθένον Μαρίαν ικέτευε βοηθήσαι παρθένω κινδυνεύουση» γιατί αυτή συ­νήγορος διά της υπακοής της είναι ενώπιον του Θρόνου της χάριτος για μας (Ειρηναίος).
Αυτή την αλήθεια τονίζει και η αγιογραφία της Εκκλησίας μας με την Πλατυτέρα πού ίσταται μεταξύ Ουρανού καί γης μεσίτρια, άλλα και η Υμνολογία άπ’ τό Θεόδωρο το Στουδίτη, με τους υπέροχους ύμνους του, μέ­χρι το: Θεοτόκε ή Ελπίς πάντων των χριστια­νών.
Αδελφοί μου. Κάποτε στις αγγελίες των εφημερίδων είχε αναγραφεί η είδηση: Ζητείται ελπίς… Ζητείται ελπίς. Και υπάρχει, αρκεί να την γυρέψουμε εκεί πού υπάρχει. Όχι στη γη και σ’ ανθρώπους. Αλλά στον Ουρανό, στο Θεό και στη Θεοτόκο.
Δεν θα μας γονατίσουν οι πειρασμοί και θ’ απαλλαγούμε «τής προς άλλήλους άθυμίας» εάν περισσεύσουμε σέ έλπίδα χριστιανική. «Ούτω γάρ δύνασθε πληρωθήναι χαρας, έάν έλπίζητε». Η μεγαλύτερη περιουσία είναι η περιουσία τής χριστιανικής ελπίδας.
Αυτή ξε­κουράζει και ζεσταίνει τις ψυχές. Είναι για την ψυχή μας ό,τι ο ήλιος στη καρδιά του χει­μώνα. Το κρύο νερό τής πηγής στο κατακα­λόκαιρο. Ας τη δεχτούμε. Ας παρακαλούμε να σπαρεί σ’ όλες τις ανθρώπινες καρδιές, πού πεινούν για ελπίδα, πού διψούν για ελπίδα. Και ή Θεοτόκος, η Μάνα των πικραμένων, των κουρασμένων, των απελπισμένων άς πρεσβεύει για όλους, ιδιαίτερα για τούς ελπίζοντες πρός τον Θεόν κι’ Αυτήν.
π. Θεόκλητος Φεφές, από το Βιβλίο ”ΠΑΝΑΓΙΑ. Η ΜΕΣΙΤΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”
Πηγή:  http://inpantanassis.blogspot.com