«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).
Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.
Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.
Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.
Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ’ όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» – έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.
Πηγή: http://pgdorbas.blogspot.com