Θα πήγαινα στο ασκητήριο του Οσίου Δαυΐδ μισή ώρα από το μοναστήρι. Και μου ‘λεγε ο δαίμων: «Πού θα μου πας, βρε Ιάκωβε, στο ασκητήριο του Δαυΐδ; Θα σε θανατώσω, δεν θα γυρίσης. (Αλλά) δεν μπορώ να σου κάνω τίποτε. (Προσπαθώ) να σε ρίξω σε μια σοβαρή αμαρτία, να σε πεθάνω, αλλά δεν μπορώ, διότι έχεις ταπείνωση. Και η ταπείνωσις με καίει. Η ταπείνωσις και η πίστις στον Χριστό».
Μετά το Πάσχα ανέβηκα πάνω στο βουνό εκεί ψηλά που έχουμε το νερό, και έχει έναν Σταυρό, και έλεγα το «Αναστήτω ο Θεός», το «Αναστάσεως ημέρα», το «Χριστός Ανέστη». Και φώναξα μετά: «Δαίμον, δαίμον, είπες ότι όταν θα πάω στο ασκητήριο θα με σκοτώσης, έλα εδώ όταν θέλης, έλα να με σκοτώσης, στον βράχο πάνω βρίσκομαι, στα βουνά. Έλα, του λέω, άμα σε βαστάη, έλα». Και έλεγα «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί». Πού να πλησιάση! Γι’ αυτό, παιδιά μου, πάντα να προσεύχεσθε, μα είτε τρώγετε, είτε πίνετε, είτε οτιδήποτε (κάνετε), να προσεύχεσθε, γιατί όταν κάνωμε προσευχή, δεν μπορεί να μπη ο διάβολος. Μου ‘λεγε η μάννα μου όταν ήμουν μικρό παιδί: «Άκουσε, παιδάκι μου, όποιος κάνη τον σταυρό του, λόγχη έχει στο πλευρό του».
Έβλεπα προ ημερών, μια ζωντανή οπτασία μέρα μεσημέρι, δεν κοιμόμουν. Λειτουργούσε ένας Αρχιερεύς, εγώ και ο π. Κύριλλος. Βλέπω στο στιχάρι του Αρχιερέως από κάτω χαμηλά, όπως έρχεται το χρυσό γαλόνι γύρω-γύρω, σε ένα κομματάκι στο γαλόνι με χρυσά γράμματα έγραφε: «Τα έργα έχουν ανταπόδοση είτε καλά, είτε άσχημα». Γι’ αυτό να προσέχουμε, να κάνουμε καλά έργα.
Μια γυναίκα, μου λέει μια φορά: «Πήγα να ανάψω τα καντήλια σε ένα ‘ξωκκλήσι και λιβάνισα». Ξέρετε, καμμιά φορά έχουν οι γυναίκες και την περιέργεια να μπαίνουν στο άγιο Βήμα, στο Ιερό, και κοιτάζει που λέτε αυτή η γυναίκα από το άγιο Βήμα και βλέπει ένα παλληκάρι με ξανθά μαλλιά, έναν λεβέντη με τα μαλλιά του, με συγχωρείτε, έτσι εδώ ανοιγμένα και τα γενάκια του εδώ χωρισμένα και τον βλέπει πάνω στην αγία Τράπεζα.
– Πιδήμ’, λέει, τι κάνεις ‘δω μέσα στην αγία Τράπεζα; στο άγιο Βήμα; βγες, πιδήμ’, έξω. Και της λέει εκείνο:
– Δική μου είναι η αγία Τράπεζα και εγώ την ορίζω.
Ξαφνικά, όπως το κοίταζε η γυναίκα το παιδί, του λέει:
– Πιδήμ’, δεν μου λες, ποιος σε πλήγωσε και τα χέρια σου είναι από καρφιά και τρέχουν αίματα; Βλέπω πληγές στα χέρια σου και στα πόδια σου. Εδώ στο πλευρό σου, παιδάκιμ’, λέει, στο σκότισ’ (συκώτι σου), παιδάκιμ’, στο πνευμόνι σου, ποιος σε χτύπησε, πιδήμ’, με το μαχαίρι ‘κει πέρα; ποιος σε πλήγωσε; (του) έλεγε η γυναίκα, (ήταν) μια απλή γυναικούλα. Όμως αυτή είδε ζωντανό τον ίδιο τον Θεό.
– Εσύ με πλήγωσες, της λέει, και είμαι πληγωμένος. Έκανε τον σταυρό της η γυναίκα και έφυγε, απλή γυναίκα από χωριουδάκι.
Έπειτα από παρέλευση ενός χρόνου, ήρθε στην Μονή και μου λέει: «Έτσι και έτσι, πάτερ μου. Τι είναι αυτό το «εσύ με πλήγωσες;» μπορείς να μου το εξηγήσης αυτό; Αυτό είναι μεγάλο, δεν θα μπορής να μου το εξηγήσης, θα πάω σε κανέναν μεγάλο». «Άκουσε, παιδί μου, να σου το εξηγήσω», της λέω. «»Εσύ με πλήγωσες» είναι οι αμαρτίες οι δικές σου, οι αμαρτίες οι δικές μου, οι αμαρτίες του κόσμου, που με τις αμαρτίες μας Τον πληγώσαμε και Τον ανεβάσαμε πάνω στον Σταυρό και έχυσε το Πανάγιό Του αίμα».
Μία Μεγάλη Παρασκευή την ώρα της Αποκαθηλώσεως, ο άγιος Ιάκωβος, μόλις κατέβασε το Σώμα, έκλαιγε με μεγάλη συγκίνηση και δέος. Και μετά είπε: «Πατέρες μου, σήμερα δεν κατέβασα σώμα αγιογραφημένο, αλλά σώμα ανθρώπινο. Οι φλέβες Του χτυπούσαν στις δικές μου φλέβες. Η σάρκα Του ακούμπαγε στην δικιά μου σάρκα. Καταλάβαινα το αίμα να τρέχη στις φλέβες Του».
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Α’. Διηγήσεις (λ’, μδ’, μζ’, λδ’). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.