Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. (Εφεσ. β’ 14-22)



Η ειρήνη του Χριστού
Ο Απόστολος [ενν. της Κυριακής ΙΓ’ Λουκά] μάς μιλάει για την ειρήνη του Χριστού, την ειρήνη της αγάπης, την ειρήνη του Σταυρού του· την ειρήνη εκείνου που ήλθε για να αποκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στον Θεό Πατέρα και τον αυτοεξορισμένο από την πατρική αγάπη άνθρωπο. Επί αιώνες φαινόταν ακατάλυτο «το μεσότειχον της έχθρας», καθώς φύλακας και φρυκτωρός του ήταν ο διάβολος, που επιχαίρει όταν λείπει η ειρήνη από τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Θεός της ειρήνης, όμως, καθώς ψάλλουμε ήδη στις καταβασίες της μεγάλης εορτής που πλησιάζει, ονομάζει παιδιά του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους, τους ανθρώπους δηλαδή που τους χαρακτηρίζει η πραότητα, η μητέρα της ειρήνης, και αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Όχι βεβαίως τυχαία· σύμφωνα με τη λογική του κόσμου, αν ψάξουμε όλα τα είδη του πολέμου, είτε μεταξύ λαών, είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο, πάντοτε επικρατεί ο νόμος του ισχυρότερου, το μεγάλο και δυνατό ψάρι τρώει το μικρό και αδύναμο, η φωτιά και το σίδερο νικούν και κατακυριεύουν έθνη και εδάφη, ανθρώπους και συνειδήσεις. 

Ο Χριστός επομένως κομίζει μια διαφορετική ειρήνη, που ξεκινά από την καρδιά των ανθρώπων και απλώνεται παντού· την ειρήνη των γνήσιων τέκνων του Θεού, που δεν χωρίζεται από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός, η αγάπη δηλαδή, είναι το κριτήριο, και η αγάπη του δεν γνωρίζει την αδικία, δεν ανέχεται την υποκρισία, δεν επιχαίρει για τον πόνο του αδελφού, αλλά αντίθετα αγωνιά για την περιπέτεια, τον πόνο και τη δυστυχία του.

Η μόνη λύση
Να λοιπόν τι λείπει από τις καρδιές των διαπραγματευτών και των μάγων της ειρήνης, με αποτέλεσμα το αυθεντικό αυτό αγαθό να έχει γίνει τόσο δυσεύρετο. Ο άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό είναι κατεξοχήν ειρηνικός και ειρηνοποιός· ο άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό δεν έχει εχθρούς. Εχθρεύεται και μισεί την αμαρτία, αυτό δηλαδή που τον χωρίζει από τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Εργάζεται επομένως ώστε να εξαλείφεται ό,τι τον χωρίζει από τον Θεό και την εικόνα του, και αυτή είναι ουσιαστικά η εργασία της ειρήνης. Εάν λοιπόν ποθούμε πραγματικά την ειρήνη στον κόσμο και τη ζωή μας δεν έχουμε παρά να αγαπήσουμε λίγο περισσότερο τον Χριστό.