Έχω εξομολογηθεί μόνο μια φορά στη ζωή μου, όταν ήμουν παιδί. Δεν ξαναπήγα από τότε! Κανονικά, κάθε χριστιανός πρέπει να εξομολογείται. Έτσι δεν είναι; Όμως κάτι τέτοιο μου προκαλεί αμηχανία και φόβο.
Πώς να εξομολογούμαι; Τί να λέω;
Η ερώτηση αυτή στηρίζεται στο «πώς». Το θέμα θα λυθεί εύκολα, αν μπορέσετε ν᾿ απαντήσετε στην ερώτηση «Γιατί». Γιατί πρέπει να καταφεύγουμε στο «μυστήριο της συγχώρησης»; Διότι όλοι έχουμε ανάγκη απ᾿ τη συγχώρηση του Θεού: «Αν ισχυριστούμε πως είμαστε αναμάρτητοι, εξαπατούμε τον εαυτό μας και δε λέμε την αλήθεια» (Α’ Ιω. 1, 8).
Πώς να εξομολογείται κανείς;
Όταν θα πάτε να συναντήσετε τον ιερέα που εμπιστεύεστε, θα σας βοηθήσει. Θα σας δεχτεί λέγοντάς σας ότι το Μυστήριο είναι η στιγμή κατά την οποία συναντάται η αγάπη σας για τον Χριστό με το έλεος του Θεού.
Το έλεος του Θεού δεν δέχεται να σας ταυτίσει με τα λάθη σας! Το έλεος και η αγάπη του Θεού μας βλέπει πάντοτε με την ποιότητα που βγήκαμε από τα χέρια Του. Θεωρεί τις αμαρτίες και τα λάθη μας… εξωτερικούς λεκέδες! Αλλοίμονο σε μας, αν ταυτίζουμε τον εαυτό μας με τις αμαρτίες μας! Αν ομογενοποιούμαστε με την αρρώστια της αμαρτίας και την αυταπάτη της γοητείας με την οποία μας δελέασε το πάθος μας ή ο πειρασμός στον οποίο μπήκαμε!
Ο κίνδυνος στην εξομολόγηση, τον οποίον πρέπει «πάσῃ θυσίᾳ» να αποφύγουμε είναι να γίνει η εξομολόγησή μας… αυτοαπασχόλησή μας! Δηλαδή ανακουφιστική εκτόνωση, με το να διηγούμαστε προβλήματα και θέματα της καθημερινότητάς μας (πραγματικά οπωσδήποτε) και στις περισσότερες φορές να δικαιολογούμε τον εαυτό μας και να μη θεωρούμε ότι φταίμε και μεις ουσιαστικά. Πρέπει διαρκώς να κρατάμε στο νου μας την σκέψη: Αφού δε φταίμε… γιατί εξομολογούμαστε; Πάντα το “παιχνίδι” παίζεται ανάμεσα σ’ αυτά που κάναμε (ενέργειές μας) και στα κίνητρα (των ενεργειών μας) που δεν φαίνονται πάντοτε ή κάνουμε «πως δεν τα βλέπουμε»!
Εξομολόγηση δεν είναι η ενασχόληση με το βρώμικο (κάθε μορφής) παρελθόν μας, αλλά η επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας με ομολογία ότι δεν αγαπήσαμε και δεν αποδεχτήκαμε τις υποδείξεις Του (το θέλημά Του) και καταντήσαμε… γυμνοί! Τότε ο Χριστός, όπως τον άσωτο, θα μας ντύσει ξανά, γιατί από αγάπη μας περιμένει χωρίς να είναι θυμωμένος απ’ την στάση μας. Θέλει να μας βοηθήσει να καθαρίσουμε τα εσωτερικά μας μάτια, ώστε να βλέπουμε “μακρύτερα”. Να καθαρίσει η καρδιά μας, ώστε να μη βασανίζεται από στενοκαρδία. Τα λάθη και οι αμαρτίες δημιουργούν πνιγμονή. Οι αρετές του Χριστού μας βγάζουν σε ανακουφιστική ανοιχτωσιά.
Το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι ουσιαστικά οδηγός εξομολόγησης. Διδάσκει το θέλημα του Θεού και φωτίζει τον δρόμο προς Αυτόν. Πρώτα λοιπόν θα διαβάσουμε το Ευαγγέλιο (ένα από τα τέσσερα, κατά προτίμησιν του Λουκά) και κατόπιν θα οδηγηθούμε στην εξομολόγηση, ώστε η συνείδησή μας να ξέρει σε τι αμαρτήσαμε και να μη επαναλαμβάνουμε ανοησίες του τύπου: Δεν έχω κάποια αμαρτία, παπούλη, διάβασέ μου την ευχή! Δεν χρειάζεται ευχή αφού δεν υπάρχουν αμαρτίες αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «δύο άδεια χέρια, δεν είναι απαραιτήτως δύο καθαρά χέρια»!
Τι δεν έχω κάνει, δεν φανερώνει ποιότητα και αρετές, αλλά (πολλές φορές) μια άδεια καρδιά! Δεν κλέβω, σημαίνει ότι είμαι ελεήμων…; Δεν μοιχεύω, σημαίνει ότι είμαι εγκρατής; Δεν ψεύδομαι σημαίνει ότι αγαπώ την αλήθεια; Και ένα σωρό άλλα… δεν! Βεβαίως πρέπει πρώτα η καρδιά μας να αδειάσει από τις αμαρτίες και τα λάθη, όμως πρέπει επειγόντως και να γεμίσει με τις αρετές της καρδιάς του Χριστού, φυσικά ξεκινώντας από τα μικρά και τα ελάχιστα.
Στον ιερέα λοιπόν πάμε με απλότητα, ειλικρίνεια και αλήθεια. Ψάχνουμε να γιατρευτούμε όχι να δικαιολογηθούμε. Αν έχουμε δικαιολογίες για όσα κάναμε δεν χρειαζόμαστε κανενός την συγχώρηση.
Απλότητα για να είμαστε άμεσοι και ειλικρινείς και να μην απεραντολογούμε με βάσανα και προβλήματα, που δεν είναι απαραιτήτως αμαρτίες. Ειλικρίνεια για να αναλαμβάνουμε τα σφάλματά μας, αφού ο Χριστός αυτό μας μαθαίνει αναλαμβάνοντας και αμαρτίες που δεν είχε. Αλήθεια που σημαίνει υγιή παραδοχή της πραγματικότητάς μας, που πολλές φορές δεν είναι καθόλου ευχάριστη.
Ο ιερέας θα μας δεχτεί έτσι όπως είμαστε, χωρίς φυσικά να συμφωνεί μ’ αυτό που είμαστε. Στη συνέχεια, θα σας ζητήσει να φέρετε στο νου σας ένα κείμενο απ᾿ το Ευαγγέλιο, το οποίο σας εκφράζει. Αν δεν ξέρετε κάποιο, θα σας επισημάνει ένα κατάλληλο για σας και θα σας ζητήσει να προσεύχεστε μ’ αυτό.
Θα φτάσετε «να ομολογήσετε αφ᾿ ενός την αγάπη του Θεού, αλλά και την αμαρτία σας». Θα θυμηθείτε επίσης για ποιους λόγους πρέπει να ευχαριστήσετε προσωπικά τον Θεό. Κατόπιν, «στο φως του Ευαγγελίου» θα παραδεχτείτε τις αμαρτίες σας: μια ομολογία προσωπική, απλή. Μιλώντας ταπεινά, αναθέτουμε με εμπιστοσύνη τη ζωή μας στο έλεος του Θεού και Τον κάνουμε ρυθμιστή της ζωής μας, υπακούοντας στο θέλημά Του, όπως εκφράζεται μέσα στο Μυστήριο της Εκκλησίας. Η εξομολόγηση θα δείτε ότι ελαφρώνει και συνεπώς ξεκουράζει.
Η επισφράγιση του Μυστηρίου (…το τελευταίο στάδιο) είναι η λήψη της συγχώρησης. Μια προσευχή από τον ιερέα που θα ειπωθεί με το επιτραχήλιο (άμφιο που συμβολίζει την ταπείνωση και την Ιερωσύνη του Χριστού) πάνω στο κεφάλι σας, θα ολοκληρώσει αυτό το στάδιο και την φάση της πνευματικής σας πορείας, που βρίσκεται εν εξελίξει.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ που συγχώρησες στον Δαβίδ, τις αμαρτίες που εξομολογήθηκε και στον Πέτρο την άρνηση όταν έκλαψε πικρά και την Πόρνη και τον Ληστή και τον Τελώνη, και τον Άσωτο, Συ Κύριε Ιησού, συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες του δούλου (ης) Σου και δέξου τον (την) πάλι στην αγία Σου Εκκλησία».
Η συγχωρητική προσευχή εκφράζει τη μετάνοια σας, δηλαδή την απόφαση αλλαγής της ζωής σας (… δέξου τον πάλι στην αγία Σου Εκκλησία…), γιατί χωρίς επανένταξη στον ενοριακό Σώμα καταντάει το θέμα απλώς μια αυτοβελτίωση, παντελώς άσχετη με το μυστήριο. Ο ιερέας λοιπόν αφού σας δώσει «την άφεση» θα σας στείλει «να διηγηθήτε τα θαύματα του Σωτήρα μας Θεού» (Λουκ. 8, 39).
Αν διαθέτετε αυτά τα λίγα κι αληθινά, τα υπόλοιπα είναι υπόθεση συνέπειας και συνέχειας.