Κατωτέρω παραθέτουμε τὴν ὁμιλία τοῦ Δρος Χαραλάμπους Μπούσια μὲ θέμα «Ποιὲς εἶναι οἱ χαρὲς τῆς ζωῆς;»
Κανεὶς στὴ ζωή του δὲν βάζει στόχο τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Στόχος ὅλων μας εἶναι ἡ χαρά, καὶ μάλιστα ὄχι ἡ πρόσκαιρη, ἀλλὰ ἡ παντοτινή. Ἂν παίζαμε τυχερὰ παιχνίδια, ἀπαράδεκτο, βέβαια, γιὰ χριστιανούς, κανεὶς δὲν θὰ στοιχημάτιζε στὴ θλίψη. Ἂν ἐπενδύαμε σὲ μετοχὲς τότε σίγουρα ἡ μετοχὴ τῆς χαρᾶς θὰ εἶχε τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ἂν πωλοῦσαν τὴ χαρὰ στὰ καταστήματα ὁ κόσμος θὰ περίμενε ὧρες καὶ ἡμέρες γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὅλοι μας θέλουμε τὴ χαρά.
Τὴν θέλουμε καὶ τὴν ἐπιζητοῦμε χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζουμε, ἀφοῦ δὲν τὴν ἀναζητοῦμε στὴ σωστὴ κατεύθυνση καὶ πολλὲς φορὲς ξοδεύουμε μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουμε. Ποιά, ὅμως, εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά; Μήν εἶναι οἱ γάμοι, τὰ γλέντια, τὰ πανηγύρια, τὰ βαφτίσια, οἱ ἐπιτυχίες οἱ δικές μας καὶ τῶν παιδιῶν μας;
Μὴν εἶναι τὰ ταξίδια, οἱ πανάκριβες διακοπὲς σὲ ἐξωτικὰ νησιά, τὰ πλούσια δεῖπνα, τὰ πολυτελῆ αὐτοκίνητα, οἱ κρουαζιέρες, οἱ θαλασσινὲς ἀπολαύσεις, οἱ χιονοδρομικὲς ἐμπειρίες, τὰ πεντάστερα ξενοδοχεῖα; Ὅλα αὐτὰ συνεισφέρουν στὴ φευγαλέα χαρὰ τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἀποτελοῦν, ὅμως, γνήσιες χαρὲς τῆς ζωῆς.
Ὅλοι μας, ποὺ ἔχουμε ξεστρατήσει καὶ δὲν εἴμαστε καθόλου πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἄσχετα ἂν αὐτὸ νομίζουμε, ἀλλὰ καθαρὰ σαρκικοί, αὐτὲς τὶς χαρὲς ἐπιδιώκουμε, γι’ αὐτὲς κοπιάζουμε. Γύρω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐφήμερες χαρὲς στρέφεται ὅλη ἡ ζωή μας. Τί μεγάλο λάθος! Κέντρο τῆς ζωῆς μας ἄθελα μας οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς βάζουμε τὴν ἀπρόσωπη χαρὰ καὶ ὄχι τὸ Χριστό μας, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς χαρᾶς.
Προσπάθησε κανείς μας νὰ ἐπενδύσει στὴ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς προσφορᾶς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, τῆς περιθάλψεως τῶν ἀσθενῶν, τῆς ἐξευρέσεως ἐργασίας σὲ κάποιον ἄνεργο τῆς χειμαζόμενης κοινωνία μας;
Προσπάθησε κανεὶς νὰ ἐπενδύσει στὴ χαρὰ τῆς ὄντως ζωῆς, αὐτῆς ποὺ δὲν πεθαίνει ποτέ, ἀλλὰ συνεχίζεται πιὸ ὄμορφη πέραν τοῦ τάφου; Σκεπτόμαστε ὅτι ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη εἶναι σὰν τὴν ἀνάσα μας, δηλαδή, εἰσπνέουμε τὴ μιὰ καὶ ἐκπνέουμε τὴν ἄλλη;
Συνήθως οἱ νέοι ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι ἡ ζωὴ θὰ εἶναι ρόδινη καὶ σκέπτονται μόνο τὴ θετικὴ πλευρὰ της. Αὐτὸ εἶναι καὶ θεμιτὸ καὶ σωστό, γιατὶ στὴ ζωή τους οἱ νέοι πρέπει νὰ βλέπουν μὲ αἰσιοδοξία τὸ μέλλον. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἐπιφυλάσσει καὶ τὶς δυσάρεστες ἐκπλήξεις της, πρέπει νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε σωστὰ καὶ τὶς καταστάσεις μιᾶς ἀποτυχίας, ἑνὸς πόνου, μιᾶς ἀρρώστιας καὶ γενικά ὅ,τι δηλητηριάζει τὴ ζωή.
Ὁ Ντοστογιέφσκι πολὺ σωστὰ ἔγραφε ὅτι «πάσχω, ἄρα ζῶ» καὶ μὲ ἄλλα λόγια αὐτὴ τὴ φράση ἐπανέλαβε καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Ρῶσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάεφ «πονῶ ἄρα ὑπάρχω» «doleo ergo sum». Ἡ φιλοσοφικὴ αὐτὴ σκέψη ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Καρτεσιανὴ φιλοσοφία, «σκέπτομαι ἄρα ὑπάρχω» «cogito ergo sum». Ἡ πεμπτουσία, λοιπόν, τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου.
Χαρὰ εἶναι ἡ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό μας, ἐνῶ λύπη εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὁ χωρισμός μας ἀπὸ Ἐκεῖνον εἶναι δυστυχία, ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦμε νὰ τὸν ἐπενδύσουμε μὲ προσχήματα χαρᾶς. Στὸ τέλος γευόμαστε πάντα, τὴ φρικτὴ ἀλήθεια τῆς ἀπομονώσεώς μας ἀπὸ τὸν Πατέρα μας, τὴ φρικτὴ ἀλήθεια τῆς ἁμαρτίας μας. Λένε πῶς ἡ κόλαση εἶναι τὸ ἀπόλυτο σκοτάδι.
Μακάρι νὰ μὴν μάθει ποτὲ κανείς μας τί εἶναι, γιατὶ τότε θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ καὶ ἡ γνώση της δὲν ὠφελεῖ. Σίγουρα, ὅμως, ὁ Ἅδης εἶναι μιὰ κατάσταση ἀπόλυτης, φρικτῆς μοναξιᾶς. Μιὰ κατάσταση γιὰ τὴν ὁποία δὲν πλασθήκαμε καὶ δὲν μᾶς ταιριάζει. Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ θέλουμε τὴ συντροφικότητα. Χαρὰ νοιώθουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῶν γονέων μας καὶ οἱ γονεῖς νοιώθουν χαρά, ὅταν ἔχουν τὰ παιδιὰ κοντά τους.
Χαρὰ νοιώθουμε ὅταν μεγαλώσουμε στὴ συντροφικότητα, στὴ ἀσφάλεια τοῦ γάμου ἢ τοῦ κοινοβίου γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιζητοῦν τὴ μοναχικὴ βίωση. Οἱ ἀσκητές, βέβαια, ἔχουν μόνιμη χαρά, γιατὶ βρίσκονται διαρκῶς ἀκουμπισμένοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ μας, σὲ αὐτὴν ὅπου αἰσθανόμαστε καὶ ὅλοι μας ἀσφαλεῖς, τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ ὡς τὰ γεράματά μας. Ἡ μοναξιὰ εἶναι ξένη πρὸς τὴ φύση μας καὶ εἶναι ὁ ἀληθινὸς θάνατος, ἡ πραγματικὴ λύπη καὶ ἡ ἀδυσώπητη ἀπόγνωση.
Ἀφοῦ, λοιπόν, λύπη εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ χαρὰ ἡ πατρικὴ τοῦ Θεοῦ μας ἀγκάλη, γιατὶ φεύγουμε ἀπὸ αὐτὴν καὶ ψάχνουμε γιὰ ὑποκατάστα της;
Γιατί δὲν τὸν ἐμπιστευόμασε γιὰ Κυρηναῖο μας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς τὸ προτείνει, γιὰ νὰ τοῦ ἀποθέσουμε τὸ βαρὺ φορτίο τῶν θλίψεών μας ποὺ εἶναι ἀπόρροια τῶν συνεχῶν ἀνομιῶν μας λέγοντάς μας «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28);
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διακατεχόμαστε ἀπὸ βαθὺ πόθο, τὸν πόθο τῆς χαρᾶς, τῆς μόνιμης καὶ πραγματικῆς χαρᾶς. Θὰ θέλαμε, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ εἶναι ἡ ζωή μας ἕνα συνεχὲς πανηγύρι. Χαρά, χαρά, χαρά, ἐπαναλαμβάνουμε πολλὲς φορὲς μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ὑπάρχει, ὅμως, πραγματικὴ χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο; Τὸ κλάμα εἶναι ἡ πρώτη μας ἐκδήλωση, ὅταν εἰσερχόμαστε ὡς ζωντανὲς ὑπάρξεις σὲ αὐτόν.
Καὶ ὅταν σταματάει ἡ καρδιά μας νὰ χτυπάει καὶ κλείνουν τὰ μάτια μας, μᾶς κατευοδώνουν στὴν τελευταία μας κατοικία μὲ θρήνους, κοπετοὺς καὶ δάκρυα. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὁροσήμων τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ θανάτου, πόσοι πόνοι καὶ θλίψεις καὶ ποταμοὶ δὲν ἐκχύνονται δακρύων;
Λένε μερικοὶ ὅτι «χαρὰ εἶναι μιὰ ἀχτίδα ἥλιου ἀνάμεσα σὲ δυὸ σκοτεινὰ σύννεφα». Τὴν θεωροῦν κάτι σπάνιο καὶ φευγαλέο. Ἕνα παλιὸ τραγούδι ἔλεγε: «Μά, οἱ χαρὲς τῆς ζωῆς μὲ γελάσανε, ἀπὸ δίπλα μου μόνο περάσανε δίχως κὰν νὰ μ’ ἀγγίξουνε λίγο». Λένε ὅτι δὲν προλαβαίνουν νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν παρουσία τῆς χαρᾶς καὶ ἐκείνη ἔχει φύγει. Μετὰ τὴν ἡλιαχτίδα ἔρχονται οἱ καταιγίδες καὶ μάλιστα μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές.
Ὑπάρχει, λοιπόν, πραγματικὴ χαρὰ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἂν ναί, ποιὰ εἶναι αὐτή, πότε καὶ ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ποιοὶ τὴν ἀπολαμβάνουν; Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι μόνο ὁ Χριστός μας, Αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴν γέννησή Του Ἄγγελος εἶπε: «Ἰδού, εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ» (Λουκ. β΄ 10).
Ἡ χαρὰ ποὺ φέρνει μόνιμα ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ χαρὰ τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ γλυκὸς καρπὸς τῆς μετανοίας μας ποὺ ἀλλάζει τὴ ζωή μας καὶ μεταποιεῖ τὴν ὁδὸν τοῦ αἰωνίου θανάτου σὲ ἀτελεύτητη μακαριότητα. Ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ὁ ἀμετανόητος, εἶναι ἀδύνατο, μᾶς λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, νὰ δοκιμάσει τὴν πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ χαρά. «Οὔκ ἐστι χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι» (Ἡσ. μη΄ 22).
Εἶναι πιθανὸν αὐτὸς νὰ ἐμφανίζεται στὸ περιβάλλον του, συγγενικὸ καὶ φιλικό, χαρούμενος καὶ εὐτυχής. Περιγράφει τὴν ἔκνομη ζωή του σὰν μοναδικὸ κατόρθωμα ποὺ τὸν χαροποιεῖ, ἀλλὰ οἱ περιγραφὲς αὐτὲς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ παυσίπονα στὸ ἀνελέητο μαστίγωμα τῆς συνειδήσεώς του. Κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν τρυφηλὴ ζωή, τὰ ταξίδια, τὸ μεγάλο καὶ πλούσιο πορτοφόλι.
Ὅμως, αὐτὰ δὲν δίνουν χαρὰ ἐσωτερική. Αὐτὴ ποὺ βλέπουμε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν κυνηγοῦν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι ἐπίπλαστη. Ἡ χαρὰ τὴν ὁποία ὁ κόσμος τῆς παρανομίας καὶ τῆς ἁμαρτίας δίνει στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο ἐκείνη τὴν ὁποίαν τοῦ ἀφαιρεῖ. Γιατὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παράνομης χαρᾶς εἶναι ἡ νόμιμη λύπη.
Θλίψη, στεναχώρια καὶ βάσανα θὰ ἐπιπέσουν στὸν Χριστιανό ποὺ ἐπιμένει νὰ ἐργάζεται τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, θὰ μᾶς βεβαιώσει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν» (Ῥωμ. β΄ 9). Ὁ Χριστός, ἂς μὴν τὸ ξεχνᾶμε, εἶναι Αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη.
Ὀρθὰ εἶπαν ὅτι τὸ ἀντίθετο τῆς χαρᾶς δὲν εἶναι ἡ λύπη ἀλλὰ ἡ ἀπιστία. Γι’ αὐτὸ ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχουμε χαρὰ ἀληθινή, πραγματική, ἕνας καὶ μοναδικὸς δρόμος ὑπάρχει. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς μας στὸν Χριστὸ μὲ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ ἀπόφαση ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς.
Ὁ Ὅσιος Γέροντας Πορφύριος πολὺ ἐμφατικὰ ἔλεγε: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.
Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ πνευματικὴ τρέλλα, ἀλλὰ τρέλλα ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό.
Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, συνέχιζε ὁ Ἅγιος Γέροντας. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει ἀτελεύτητη εὐφροσύνη. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλῆ εἰρήνη, τὴν γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν πάντερπνη εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἔννοια χαρᾶς. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Μόνο μαζί Του ἡ χαρά μας θὰ εἶναι «πεπληρωμένη». (Α΄ Ἰωάν. α΄ 4).
Αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας ἔνοιωθε καὶ ὁ Γέροντας τῆς Ἀγάπης, ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ποὺ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἦταν μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ χαρὰ ἦταν διαρκῶς ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θλίψεις τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν προβλημάτων ὅλων μας. Αὐτὴ τὴ χαρὰ μᾶς μεταδίδει καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπου πρεσβεύει στὸ Χριστό μας, γιὰ νὰ μᾶς κρατάει γερὰ στὴν ἀγκαλιά του, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη τοῦ κόσμου, ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἡ δύναμη τῶν ἐφήμερων ἀπολαύσεων. Γνωρίζουμε ὅλοι μας ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά.
Ἂς μείνουμε κοντὰ στὸν Χριστό μας καὶ τότε ὄχι μόνο ἡλιαχτίδα θὰ εἶναι ἡ χαρὰ ἀνάμεσα σὲ δύο σύννεφα, ἀλλὰ ὁλόφωτος ἥλιος ποὺ θὰ διαλύει τὰ σύννεφα τῶν θλίψεων καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέπει σὲ αὐτὰ νὰ σκιάζουν τὸν οὐρανὸ τῆς ζωῆς μας.