Αποστολικό Ανάγνωσμα
(῾Εβρ. α´ 10 – β´ 3)
Κατ᾿ ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας,καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί·αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶπάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶπεριβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτησου οὐκ ἐκλείψουσι». Πρὸς τίνα δὲ τῶνἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· «Κάθου ἐκ δεξιῶν μουἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶνποδῶν σου»;Οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰτοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;
Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτεπαραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶπᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖςἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσαλαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
Απόδοση στη νεοελληνική
Ἀρχικά ἐσύ, Κύριε, στερέωσες τὴ γῆ κι ἔργο δικό σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοὶθὰ ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ἐσὺ αἰώνια παραμένεις. Τὰ πάντα θὰ παλιώσουνε σὰνροῦχο. Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις, καὶ θ’ ἀλλάξουν. ᾿Εσὺ ὅμως παραμένειςπάντα ὁ ἴδιος, τὰ χρόνια σου ποτὲ δὲν θὰ τελειώσουν. Σὲ κανέναν ἀπ’ τοὺςἀγγέλους δὲν εἶπε ποτὲ ὁ Θεός· «Κάθισε στὰ δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω τοὺςἐχθρούς σου κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου». Δὲν εἶναι, λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄγγελοιπνεύματα ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν Θεὸ κι ἀποστέλλονται ἀπ’ αὐτὸν γιὰ νὰβοηθήσουν ὅσους μέλλουν νὰ σωθοῦν;
Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ μένουμε πιὸ σταθεροὶ στὶς ἀλήθειες ποὺ ἀκούσαμε,γιὰ νὰ μὴν ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, ἂν ὁ λόγος ποὺ δόθηκε ἄλλοτε μέσωἀγγέλων, ἀποδείχτηκε ἀληθινός, κι ὅσοι τὸν παρέβηκαν ἢ δὲν ὑπάκουσαν σ’αὐτὸν δέχτηκαν τὴν τιμωρία ποὺ τοὺς ἔπρεπε, πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς νὰξεφύγουμε, ἂν δὲν δώσουμε τὴν προσοχὴ ποὺ ταιριάζει σὲ μιὰ τόσο σπουδαίασωτηρία; Τὴ σωτηρία αὐτή, ποὺ ἄρχισε νὰ διακηρύττει ὁ Κύριος, μᾶς τὴβεβαίωσαν ὅσοι ἄκουσαν τὸν λόγο του.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα (Μαρκ. β´ 1-12)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Καπερναοὺμ, καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸςτὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν,παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· Καὶ μὴ δυνάμενοιπροσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ᾿Ιδὼν δὲὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱἁμαρτίαι σου. ῏Ησαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶδιαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; Τίςδύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;
Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶδιαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖςκαρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σουαἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῞Ιναδὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας— λέγει τῷ παραλυτικῷ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθενἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγονταςὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Απόδοση στη νεοελληνική
Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε πάλι ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε ὅτιβρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. ᾿Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δὲνὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τοὺς κήρυττε τὸ μήνυμά του.῎Ερχονται τότε μερικοὶ πρὸς αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸνβάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν φέρουν κοντὰστὸν ᾿Ιησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τὴ στέγη πάνω ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦτανὁ ᾿Ιησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ ὁποῖοἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. ῞Οταν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπεστὸν παράλυτο· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθοντανὅμως ἐκεῖ μερικοὶ γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους· «Μὰ πῶς μιλάειαὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεό; Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;Μόνον ἕνας, ὁ Θεός».᾿Αμέσως κατάλαβε ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι αὐτὰ σκέφτονται καὶτοὺς λέει· «Γιατί κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παράλυτο· “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἢ νὰ τοῦ πῶ, “σήκω,πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ *Υἱὸς τοῦ᾿Ανθρώπου ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες» -λέει στὸνπαράλυτο· «Σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸσπίτι σου». ᾿Εκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ μπροστὰ σ’ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι ποὺ ὅλοι θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Τέτοιαπράγματα», ἔλεγαν, «ποτὲ μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε δεῖ!»