Για να μπω κατευθείαν στο θέμα, η απόδειξη αυτή είναι ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος, κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου, μπορεί να ενωθεί με το Θεό και να φτάσει σε κατάσταση «θέωσης»,
να γίνει δηλαδή ένα ον πολύ ανώτερο από τον κοινό άνθρωπο, φτάνοντας μέχρι και να γίνει «θεός σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία».
Όταν η εποχή μας έχει δει ανθρώπους, όχι μόνο όπως ο άγιος Παΐσιος (που τον κοροϊδεύουν αυτοί που δεν θέλουν ή δεν έχουν τα φόντα να τον καταλάβουν), αλλά και όπως ο άγιος Πορφύριος των Αθηνών, ο άγιος Ιάκωβος της Εύβοιας, ο π. Ευμένιος από τα Ρούστικα Ρεθύμνου, ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ και δεκάδες άλλοι, δεν μπορούμε να λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός ή ότι «δεν ξέρουμε» αν υπάρχει ή όχι.
Τους περισσότερους από αυτούς τους σύγχρονους αγίους είμαι βέβαιος ότι δεν τους έχουμε ούτε ακουστά, ενώ και τους άλλους (που τους έχουμε ακουστά), σχεδόν κανείς από εκείνους που τους απορρίπτουν δεν μπαίνει στον κόπο να τους ερευνήσει βαθύτερα. Και έρευνα δεν εννοώ να διαβάσουμε ένα άρθρο στο Διαδίκτυο, αλλά να ξεκινήσουμε τουλάχιστον με ένα βιβλίο, και πάλι ως αφετηρία για κάτι ουσιαστικότερο και συστηματικότερο.
Ας αναφέρω μόνο την περίπτωση του αγίου Πορφυρίου και ας καλέσω, για αρχή, σε μια αναζήτηση όσων είπαν και έγραψαν γι’ αυτόν δύο πανεπιστημιακοί (δεν είναι οι μόνοι), ο καθηγητής Ιατρικής Γεώργιος Παπαζάχος και ο καθηγητής Παιδαγωγικής Γεώργιος Κρουσταλάκης. Επίσης τα βιβλία του καθηγητή Κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου του Μέην (ΗΠΑ) Κυριάκου Μαρκίδη για την ορθόδοξη πνευματικότητα, την οποία διερευνά με άξονα τον άγιο Παΐσιο (πριν ανακηρυχθεί άγιος), έχοντας ξεκινήσει ο ίδιος εκτός της Ορθοδοξίας. Συνεπώς, δεν πρόκειται για υπόθεση αγραμμάτων ή για παραμύθια των γιαγιάδων.
«Τι είναι ο χριστιανισμός; Το να γίνει ο άνθρωπος όμοιος με το Θεό, όσο είναι δυνατόν για τον άνθρωπο». Αυτόν τον ορισμό δίνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ο χριστιανισμός λοιπόν δεν είναι ένα σύνολο παραδόσεων, ηθών και εθίμων, αλλά ένας πνευματικός δρόμος, που οδηγεί τον άνθρωπο στην τελειότητα (στο παρόν, σε αυτή τη ζωή, όχι μόνο μετά το θάνατο). Ο δρόμος αυτός έχει μελετηθεί προσεκτικά (και επιστημονικά) και διδαχθεί στους ανθρώπους από τους Πατέρες και τις Μητέρες της Εκκλησίας (τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού) και τον έχουν ακολουθήσει χιλιάδες άνθρωποι πολλών λαών και εποχών, που έφτασαν σε διάφορα στάδια αγιότητας, μέχρι και στην απόκτηση ιδιοτήτων που σ’ εμάς φαίνονται υπερφυσικές.
Αυτόν τον ισχυρισμό, καθένας έχει το δικαίωμα να τον αμφισβητήσει. Αλλά προκαλώ οποιονδήποτε πραγματικό αναζητητή της αλήθειας, να τον ερευνήσει και όχι να τον απορρίψει με ειρωνεία, σαν αλαζόνας εύπιστος.
Βεβαίως, ως δρόμο προς την τελειότητα δεν εννοώ τις φλυαρίες κάθε τυχάρπαστου «διδασκάλου» που κατασκευάζει μια θρησκευτική ομάδα και νομίζει ότι «αναπτύσσεται πνευματικά» ή ότι «καθοδηγείται από αγγέλους» ή από «φωτεινές οντότητες» (στην ουσία, ύποπτες), αλλά τη σοφία των αληθινών διδασκάλων της ανθρωπότητας (πολλοί από τους οποίους ήταν και πανεπιστημιακά μορφωμένοι – χωρίς να είναι απαραίτητο αυτό), των ορθόδοξων αγίων, που οι διδασκαλίες τους δοκιμάστηκαν με την πείρα και τη σύνεση που συσσωρεύτηκε μέσα τους αιώνες. Πρόκειται για την ένωση των ανθρώπων με το Θεό διά του Χριστού, που προκαλεί και ένωση αγάπης με το συνάνθρωπο, αλλά και με τα άλλα πλάσματα του κόσμου. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός» έγραψε ο Μέγας Αθανάσιος.
Επίσης, ο χριστιανισμός δεν είναι ένα κίνημα κοινωνικής ευαισθησίας και ανθρωπιστικής δράσης, ούτε και «συγχώρησης» με σκοπό να βρούμε εμείς την εσωτερική γαλήνη. Η διδασκαλία του Χριστού και των αγίων για την αγάπη και τη συγχώρηση είναι κάτι πολύ βαθύτερο από την ανθρωπιστική δράση και την απόκτηση της γαλήνης, παρόλο που μπορεί να τα περιλαμβάνει και αυτά. Προπαντός όμως είναι αγάπη προς τον άλλο (ακόμη και προς τον εχθρό μας), για χάρη του άλλου, όχι για χάρη του εαυτού μας. Και η αγάπη αυτή πηγάζει από την αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους και των χριστιανών προς το Θεό (αγάπη, που οδηγεί στην ενότητα Θεού και ανθρώπου, η οποία παρομοιάζεται με τη γαμήλια ένωση των δύο συζύγων, γι’ αυτό και ο Χριστός χαρακτηρίζεται Νυμφίος της Εκκλησίας – και γι’ αυτό, επίσης, ο γάμος είναι θρησκευτική υπόθεση, έχοντας αυτό το βαθύτερο νόημα).
Εποχή αντιφάσεων
Μία από τις αντιφάσεις των ημερών μας είναι ότι, ενώ βρισκόμαστε στην εποχή της επιστημονικής έρευνας και της εμπειρικής γνώσης, συνεχίζουν να υπάρχουν άθεοι.
Κυριαρχεί μάλιστα η άποψη πως η ανάπτυξη της επιστήμης καταρρίπτει τη θρησκεία, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η αντίφαση αυτή οφείλεται εν μέρει στις εσφαλμένες ιδέες περί θρησκείας, που μας κληροδότησε ο δυτικός Μεσαίωνας την εποχή της «βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» της ορθόδοξης θεολογίας, η οποία κράτησε από την Τουρκοκρατία ώς τα μέσα του 20ού αιώνα, και συγκεκριμένα ώς την εποχή Ρωμανίδη, του Ελληνοαμερικανού ιερέα και πανεπιστημιακού, που ανέτρεψε το πανεπιστημιακό κατεστημένο της εποχής του στρέφοντας τους Έλληνες θεολόγους στις ξεχασμένες πηγές της Ορθοδοξίας, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Ρωμανίδης είχε πει: «Αν η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διδάσκουν τα νεοελληνικά εγχειρίδια, εγώ σήμερα θα ήμουν άθεος» (Πατερική Θεολογία, μέρος 2, κεφ. 63).
Είπε επίσης ότι, αν το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο (στην Αθήνα του Όθωνα) είχε ιδρυθεί από ανθρώπους με ορθόδοξο υπόβαθρο και όχι προτεσταντικό, η Θεολογική Σχολή δεν θα είχε τοποθετηθεί δίπλα στη Φιλοσοφική, αλλά δίπλα στη Ιατρική, και αυτό που θα διδάσκονταν οι φοιτητές θεολογίας δεν θα ήταν μελέτη κειμένων, αλλά η νοερά προσευχή και όλη η οδός για την πνευματική θεραπεία και την τελειοποίηση του ανθρώπου, όπως τη διδάσκουν – με επιστημονικό τρόπο – οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Μέσα στις εσφαλμένες ιδέες, που εισήχθησαν στον τόπο μας από τη δύση, είναι ότι η ύπαρξη του Θεού δεν αποδεικνύεται, ότι δεν μπορούμε να δούμε το Θεό (ενώ η Ορθοδοξία γνωρίζει ότι το άκτιστο Φως μπορεί να γίνει ορατό), ότι ο Θεός είναι κριτής και τιμωρός, ότι η σωτηρία του ανθρώπου συμβαίνει μετά το θάνατο (άρα «η Εκκλησία σου πουλάει κάτι που δεν μπορείς να το δεις, παρά μόνο όταν πεθάνεις», όπως ειρωνευόταν κάποιος), αλλά και η ιδέα πως η Εκκλησία είναι μια πανίσχυρη οργάνωση που εξουσιάζει και καταπιέζει τους ανθρώπους συσσωρεύοντας χρήμα και μάλιστα λέγοντας ψέματα περί Θεού και ψυχής.
Φυσικά, στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολλοί ιερείς και επίσκοποι που επιβεβαίωσαν τα παραπάνω με την κακή τους συμπεριφορά και μάλιστα συμπράττοντας με σκληρά και καταπιεστικά καθεστώτα στην Ελλάδα (όπως η χούντα), αλλά και παλαιότερα στην τσαρική Ρωσία κ.α.
Όμως, εδώ έχουμε δύο παράδοξες λεπτομέρειες:
α) Σε όλες τις εποχές υπάρχουν και άξιοι, ακόμη και άγιοι ιερείς (και μοναχοί και λαϊκοί), όμως πολλοί άνθρωποι, που επηρεάζονται από τους «ανάξιους» και ξεκόβουν από την Εκκλησία, δε λαμβάνουν υπόψιν τους άξιους ώστε να πλησιάσουν ξανά. Σήμερα π.χ. εκτός από τους πολλούς ιερείς με σπουδαίο κοινωνικό έργο που έχουμε στη χώρα μας (αλλά και στην πόλη μας!), υπάρχουν εκατοντάδες ορθόδοξοι ιερείς στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (και Έλληνες, αλλά και Αφρικανοί, Ασιάτες, Λατινοαμερικανοί κ.ά.) που αγωνίζονται με αυταπάρνηση για τους λαούς που δοκιμάζονται από τη φτώχεια, τις επιδημίες και τους πολέμους εδώ και δεκαετίες.
β) Στους άλλους τομείς της ζωής, εκτός της Εκκλησίας, η ύπαρξη πολλών διεφθαρμένων στελεχών δεν οδηγεί στην πλήρη απαξίωσή τους. Π.χ. δεν απορρίπτουμε συνολικά την επιστήμη επειδή υπάρχουν διεφθαρμένοι επιστήμονες, ούτε τη δημοκρατία λόγω των διεφθαρμένων πολιτικών κ.ο.κ. Όμως πολλοί απορρίπτουν την Εκκλησία, επειδή βλέπουν γύρω τους (ή νομίζουν ότι βλέπουν) «κακούς παπάδες».
Επίσης, είναι απορίας άξιο πώς, ακόμη και μετά το έργο του Ρωμανίδη και άλλων σπουδαίων σύγχρονων ορθόδοξων διδασκάλων, όπως ο επίσκοπος Ιερόθεος Βλάχος ή ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ (και πολλοί άλλοι), υπάρχουν ακόμη άθεοι. Δυστυχώς, ακόμη και άνθρωποι που γνωρίζουν το έργο διδασκάλων όπως οι τρεις παραπάνω, αρνούνται πεισματικά να ερευνήσουν παραπέρα και επιμένουν ότι «δεν υπάρχει Θεός» ή ότι «δεν μπορούμε να ξέρουμε» αν υπάρχει.
Προκαταλήψεις
Ορισμένες από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος που είναι ακόμη ισχυρές (παρά το ότι υποτίθεται ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή έρευνας και γνώσης) είναι η ψευδαίσθηση ότι επιστήμη είναι μόνο οι θετικές επιστήμες (φυσική, χημεία και βιολογία), άρα, αφού ο Θεός «δεν αποδεικνύεται από αυτές», «δεν υπάρχει». Κι όμως, σήμερα είναι αποδεκτές ως επιστήμες και η ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία και γενικά οι επιστήμες του ανθρώπου, που οι μέθοδοί τους ταιριάζουν με τη μέθοδο αναζήτησης του Θεού – διερεύνηση προσώπων, όχι «φαινομένων».
Επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να δεχτούν τους ισχυρισμούς των βουδιστών, των ινδουιστών, των ιθαγενών της Αφρικής και της Αμερικής και ένα σωρό άλλων θρησκευτικών διδασκάλων για το πώς εξελίσσεται πνευματικά και τελειοποιείται ο άνθρωπος, αλλά χλευάζουν τις διδασκαλίες της Εκκλησίας (αν βέβαια ξέρουν καν πως υπάρχουν τέτοιες διδασκαλίες και δεν νομίζουν πως ο χριστιανισμός είναι μόνο ήθη και έθιμα).
Πολλοί πηγαίνουν π.χ. στην εκκλησία τη Μ. Εβδομάδα για να συμμετάσχουν στα «έθιμα» και να απολαύσουν τη συναισθηματική φόρτιση των ημερών, και μετά …κάνουν γιόγκα για να βρουν «ψυχοσωματική αρμονία» και «αυτογνωσία»!… Κάποιοι θέλουν να πάνε στο Θιβέτ για να γνωρίσουν «σοφούς μοναχούς», αλλά δεν έχουν ψάξει στα μοναστήρια (και στις ενορίες) της περιοχής όπου ζουν για τους αντίστοιχους ορθόδοξους σοφούς μοναχούς, που ζουν γύρω μας ακόμη και σήμερα.
Γιατί είπα πριν ότι η ανάπτυξη της επιστήμης επιβεβαιώνει το χριστιανισμό, αντί να τον καταρρίπτει;
Μερικά παραδείγματα:
Η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) τεκμηριώνει ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το μηδέν και μάλιστα ότι ξεκίνησε «εν ακαρί» (στιγμιαία), και πριν από την αρχική στιγμή δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε χρόνος.
Η θεωρία της Εξέλιξης (Δαρβίνος) συμφωνεί με τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη σειρά εμφάνισης των ζωντανών πλασμάτων στη Γη (φυτά, θαλάσσια ζώα, ερπετά, πτηνά, θηλαστικά και τελευταίος ο άνθρωπος) σε τέτοιο σημείο, ώστε ο άθεος βιολόγος Άντριου Πάρκερ γράφει ότι πίστεψε στο Θεό όταν διάβασε το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, στην Παλ. Διαθήκη – το οποίο και σχολιάζει επιστημονικά στο βιβλίο του «Το αίνιγμα της Γενέσεως».
Η πολυπλοκότητα του γενετικού κώδικα και η μοναδικότητα των συνθηκών της γένεσης της ζωής σε έναν πλανήτη που δεν είχε καθόλου ζωή επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται όχι για τυχαία φαινόμενα, αλλά για το έργο ενός Δημιουργού.
Η θεωρία του κόσμου πολλών διαστάσεων (όπου και ο χρόνος είναι μια διάσταση του ενιαίου χωροχρόνου) και των παράλληλων συμπάντων επιτρέπει την πιθανότητα της ύπαρξης οντοτήτων που ζουν υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες από εμάς ή σε παράλληλους κόσμους, όπως οι άγγελοι, οι ψυχές κ.τ.λ.
Διά της κβαντικής φυσικής εξηγείται το 90% των θαυμάτων που αναφέρουν τα Ευαγγέλια ότι επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είχε απόλυτη εξουσία πάνω στην ύλη, πράγμα που φυσικά ισχύει, αν είναι Θεός.
Πλέον είναι παρακινδυνευμένο να πούμε με βεβαιότητα «τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει» στο σύμπαν (ή στο πολλαπλό σύμπαν). Όταν μάλιστα χιλιάδες άνθρωποι όλων των εποχών, των λαών και των θρησκειών βεβαιώνουν επαφές με πνεύματα (αγαθά και πονηρά) και με ψυχές νεκρών, καθώς και την ύπαρξη «υπερφυσικών δυνάμεων», δεν είναι συνετό να αποφαινόμαστε δογματικά (και χωρίς αποδείξεις) ότι οι μισοί από αυτούς είναι τρελοί και οι άλλοι μισοί ψεύτες.
Θα σταματήσω εδώ. Ας προτείνω (για ένα πρώτο διάβασμα) μερικά βιβλία (αναζητήστε τα και στο Διαδίκτυο):
Πατρός Σεραφείμ Ρόουζ, «Η Ορθοδοξία και η Θρησκεία του Μέλλοντος».
Πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη, «Πατερική Θεολογία».
Ιερόθεου Βλάχου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου, «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» και «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ».
Πατρός Νικολάου Λουδοβίκου (του σημαντικότερου ακαδημαϊκού θεολόγου που έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου), «Η Θεοποιία».