Τα Ιερά Άμφια των Κληρικών, περιέχουν έναν βαθύτερο συμβολισμό, είναι γεμάτα ιερότητα, ευλογία, χάρη και κηρύττουν σιωπηλά μια ολόκληρη πρακτική θεολογία.
Εχουμε προσπαθήσει πολλές φορές, μέσα από τα άρθρα μας, να κάνουμε αντιληπτό σε κάθε αναγνώστη, ότι στην Εκκλησία μας τίποτα δεν είναι τυχαίο και περιττό. Οτι διδασκαλία μας παρέδωσε ο Κύριος, ότι παρέλαβαν οι Αγιοι Απόστολοι και ότι παράδοση λειτουργική και όχι μόνο,θέσπισαν οι Αγιοι Θεοφόροι Πατέρες, έχει τον σωστικό σκοπό του, τη θεολογική του αξία και τον συμβολισμό του. Ο σεβασμός εκ μέρος των πιστών, κληρικών και λαϊκών, της ιεράς παρακαταθήκης, είναι απαραίτητος και φυσικά η πιστή διατήρησή τους και όχι εκ μέρος μας προσθήκη αυθαίρετων νεοτερισμών, χωρίς να είναι προϊόν και φωτισμός του Αγίου Πνεύματος, φέρνει προβλήματα και δημιουργεί συγχύσεις.
Ολα τα παραπάνω είναι απαραίτητα, για το σημερινό θέμα που θα ασχοληθούμε, που είναι η αμφίεση και ιδιαίτερα τα Ιερά Αμφια των Κληρικών. Πολλοί, εντός και εκτός Εκκλησίας, απορούν για τη σκοπιμότητά τους, πολλές φορές τους φαίνονται ανθρώπινες περιττές προσθήκες ή κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν έχουν αξία και σημασία στις μέρες μας. Πολλοί σκανδαλίζονται με το κόστος κατασκευής τους,ή νομίζουν ότι αυτά που βλέπουν να γυαλίζουν πάνω τους είναι χρυσά και πολύτιμα.Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αφού ότι λάμπει δεν είναι χρυσός και αν κοστίζουν περισσότερο από ότι κάποια κοινά ενδύματα, οφείλεται στην τέχνη της ιεροραφικής που την κατέχουν λίγοι, είναι πολύ λεπτο-δουλειά και το προϊόν αφορά εξατομικευμένα τον ίδιο τον κληρικό που το παρήγγειλε και δεν είναι ένα κομμάτι μαζικής παραγωγής που θα έριχνε σαφέστατα το κόστος. Αλλωστε, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το κόστος των αμφίων ή το ράσο που φορά εκτός λατρείας, το επιβαρύνεται οικονομικά ο ίδιος ο κληρικός και όχι ο Ιερός Ναός ή η Μητρόπολη που θα διακονήσει. Δεν χορηγείται δηλαδή η ενδυμασία των κληρικών, όπως ισχύει π.χ. στους στρατιωτικούς ή στα σώματα ασφαλείας και σε άλλες υπηρεσίες δημόσιες ή ιδιωτικές όπως συμβαίνει συνήθως. Ολα αυτά για να μπούνε τα πράγματα στη θέση τους, γιατί υπάρχουν διάφοροι μύθοι και παραπληροφορήσεις χωρίς να έχουν αντίκρισμα στην αλήθεια και την πραγματικότητα.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, για οικονομία χρόνου και χώρου, δεν θα κάνουμε ιστορική αναδρομή. Πριν αναφέρουμε όμως ποια είναι τα άμφια των κληρικών, αξίζει πρώτα να αναφέρουμε, λίγα λόγια γιατί γενικά τα έχουμε, από που προήλθαν και ποια είναι η σκοπιμότητά τους. Την απάντηση μας τη δίνει, για άλλη περίσταση βέβαια, ο Απόστολος Παύλος, ότι ο λειτουργός ενδύεται τη στολή του, για να αποβάλλει «…τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης» (Εφ. 4,22) και «ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας». (Εφ. 4,24).
Οπως τονίζει σχετικά και ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Φουντούλης: «Η θεολογική έννοια του αμφίου είναι ότι ο λειτουργός δεν τελεί αφ’ εαυτού τα μυστήρια, αλλά δυνάμει Χριστού και της Ιερωσύνης της Εκκλησίας, την οποία κατέχει δια της χειροτονίας εν Πνεύματι αγίω, ενδεδυμένος την της ιερατείας χάρη». Επειδή ο Χριστός είναι Αγιος κατ’ ουσίαν, η ιερωσύνη είναι μυστήριο και όσοι καταξιώνονται μετέχουν στην ειδική Ιερωσύνη του Χριστού, κατά χάριν, γι αυτό και τα Αμφια από τηστιγμή που χρησιμοποιούνται στη λατρεία, είναι Αγια και Ιερά και όσοι τα φορούν, χαράζουν το σημείο του Σταυρού, το ασπάζονται και λένε για το κάθε ένα συγκεκριμένη περιγραφική ευχή, που δηλώνει τον συμβολισμό και τη σκοποθεσία του.
Θα συνοψίσουμε τη γενική αναφορά μας για τη θεολογία των Ιερών Αμφίων, αναφέροντας ότι ο Κληρικός παντώς βαθμού, όταν ενδύεται τη στολή του, μας υπενθυμίζει πως ενώ προέρχεται από αυτόν τον κόσμο, δεν ανήκει μόνο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στέκεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, γέφυρα από την οποία ανέρχονται οι προσφορές και τα αιτήματα προς τον Υψιστο και κατέρχονται οι δωρεές και η χάρη Του Θεού. Τέλος, τα άμφια είναι λαμπρά και αρχοντικά, γιατί ναι μεν η Εκκλησία είναι το ιστορικό σώμα του Χριστού παρατεινόμενο στους αιώνες, αλλά και γιατί προέρχεται και από το μέλλον, από τη Βασιλεία Του Θεού και τη 2η ένδοξη αυτή τη φορά παρουσία του Χριστού σε μια συνεχή μυσταγωγία, όπου εκεί όλα θα είναι Φως και λαμπρά.
Οι βαθμοί της Ιερωσύνης,ως γνωστόν, είναι τρεις: Διάκονος – Ιερέας-Επίσκοπος. Αντίστοιχα είναι και τα άμφια που χρησιμοποιεί ο κάθε βαθμός στους ιερούς αριθμούς, 3-6-9. Κάποια είναι κοινά, αλλά κάποια είναι και το χαρακτηριστικό-διακριτικό άμφιο του κάθε βαθμού χωριστά. Ας τα παρουσιάσουμε.
 
Ι. Τα άμφια του Διακόνου
Ο Διάκονος εικονίζει την αγγελική τάξη και δεν μπορεί να συμμετέχει σε κάποια ακολουθία ή μυστήριο μόνος του. Ο Διάκονος χρησιμοποιεί τα εξής άμφια:
α) Το στιχάριο, που είναι κοινό και στους τρεις βαθμούς. Ετυμολογικά κατά άλλους είναι από τη λέξη «στίχος», γιατί αποτελεί μια συνεχή από πάνω έως κάτω γραμμή, κατά άλλους από τη λέξη «στίχιον», που σημαίνει καθ’ αυτό χιτώνας. Ο Αγιος Σοφρώνιος Ιεροσολύμων παράγει τη λέξη από το «έστηκε» γιατί «έστηκεν η χάρις του Θεού εν αυτώ» και τέλος, άλλοι το παράγουν από το ρήμα στοιχώ (βαδίζω, περπατώ,) επειδή το ένδυμα είναι στένο και μακρύ και αναγκάζει αυτόν που το φορεί να περιπατεί και «να στοιχή κανονικώς και συνετώς».Το στιχάριο, λοιπόν, είναι ποδήρης χιτώνας του Ααρών της Παλαιάς Διαθήκης, με φαρδιά μανίκια, που φοριέται ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό, ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος.
β) Το οράριο, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πρώτου βαθμού της Ιερωσύνης. Ετυμολογικά παράγεται κατά κάποιους από τη λατινική λέξη os – oris (στόμα), γιατί κάποτε το μακρύ αυτό άμφιο σκούπιζε το στόμα αυτών που μεταλάμβαναν αντί του σημερινού μάκτρου. Αλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το επίσης λατινικό orare (προσεύχεσθαι, εύχεσθαι), γιατί το κρατάει ο διάκονος όταν λέει τις δεήσεις και τα ειρηνικά. Ο Αγιος Συμεών Θεσσαλονίκης θεωρεί ότι βγαίνει από την ελληνική λέξη «ωραΐζειν», ενώ τέλος άλλοι από το «ώρω» δηλαδή φυλάττω και επιτηρώ. Συμβολίζει τα αγγελικά φτερά και για άλλους ερμηνευτές, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Είναι μια μακρόστενη ταινία υφάσματος, που φοριέται πάνω από τον αριστερό ώμο, τυλίγεται γύρω από τη μέση και κάτω από το δεξί χέρι, με το ένα άκρο του να καταλήγει εμπρός και το άλλο πίσω. Το άκρο του που βρίσκεται εμπρός κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται. Στο «Πάτερ Ημών», ο διάκονος τυλίγει και τις δύο άκρες του οραρίου στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά τη Θεία Κοινωνία, που ακολουθεί και
γ) Τα επιμάνικα, που είναι επίσης κοινά και στους τρεις βαθμούς, ετυμολογικά από την πρόθεση επί και τη λατινική λέξη manus κατά άλλους manica (χειρ ή χειρίς). Τα επιμανίκια είναι δύο μικρά καμπυλόγραμμα υφάσματα, που περιδένονται στα χέρια του ιερωμένου με λεπτό ιμάντα πιο πάνω από τον καρπό και συγκρατούν τα άκρα του στιχαρίου μαζί με τα υπόλοιπα άμφια. Συμβολίζουν τις χειροπέδες που έθεσαν στον Κύριο κατά το πάθος του.
 
ΙΙ. Τα άμφια του Ιερέως
Ο Ιερέας είναι ο κατεξοχήν Οικονόμος των Μυστηρίων. Τα άμφια του είναι 6. Εκτός από τοστιχάριο και τα επιμάνικα που είναι κοινά με τον Διάκονο, διαθέτει επίσης:
γ) Το επιτραχήλιο: Που είναι το διακριτικό άμφιο του Ιερέα και δεν μπορεί να τελέσει καμία ιερατική πράξη χωρίς αυτό. Είναι ουσιαστικά η ένωση του οραρίου του Διακόνου και κρέμεται από τον τράχηλο του Ιερέα. Τα κρόσσια που έχει πάνω, συμβολίζουν τις ψυχές της τοπικής στρατευομένης κοινότητας-Ενορίας, μιας τοπικής Εκκλησίας που του έχει εμπιστευθεί ο Κύριος.
δ) Η ζώνη: Φοριέται στη μέση του ιερωμένου για να συγκρατεί το στιχάριο και τα υπόλοιπα άμφια. Μας θυμίζουν τους προφήτες και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο που έφεραν ζώνη, αλλά και την ιερή ζώνη του Ααρών. Η ζώνη σύμφωνα και με τη σχετική ευχή που διαβάζει ο Ιερέας ή ο Επίσκοπος, συμβολίζει δύο πράγματα: Πρώτον την άνωθεν θεία δύναμη του Θεού που ενισχύει τον λειτουργό κατά την Ιερουργία και δεύτερον την καθαρότητα και την ετοιμότητα που πρέπει να στολίζει και να διακρίνει τον ιερέα, ιδιαίτερα κατά την τέλεση της ιερουργίας.
ε) Το φαιλόνιο: Είναι ένδυμα αρχαϊκής μορφής, μοιάζει με αρχαίο μανδύα και δεν έχει μανίκια. Είναι ανοικτό στο μπροστινό μέρος και φοριέται από το κεφάλι. Υπάρχουν δύο είδη φαιλονίου: Το βυζαντινό ή ελληνικό, που είναι ραμμένο με τρόπο ώστε να ταιριάζει πάνω στους ώμους και το ρωσικό, που χρησιμοποιείται πολύ και στο Αγιο Ορος, καταλήγει σε ένα ψηλό, στενό κολάρο που καλύπτει το πίσω μέρος της κεφαλής. Κάποτε φαιλόνιο φορούσαν και οι Επίσκοποι, αλλά αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Αρχιερατικό Σάκκο. Ο Αγιος Συμεών Θεσσαλονικής αναφέρει για το φαινόλιο ότι :«Φανερώνει την υψηλοτέραν και άνωθεν δεδομένην του Αγίου Πνεύματος δύναμιν και λάμψιν…Εικονίζει δε έτι και την περιέχουσαν το παν προνοητικήν και παντουργικήν και αγαθουργόν του Θεού δύναμιν, διά την οποίαν έως εις ημάς  ο Θεός Λόγος κατήλθε και ήνωσε τα άνω και τα κάτω εις εαυτόν, με την εαυτού σάρκωσιν, σταύρωσιν και ανάστασιν».
στ) Το επιγονάτιο: Εχει σχήμα ρόμβου και κρέμεται με ιμάντα από τη ζώνη ή από τον αριστερό ώμο μπροστά από το δεξί γόνατο (εξ’ου και επιγονάτιο, επί του γόνατος). Εκτός από τους Επισκόπους, δεν το φορούν όλοι οι Ιερείς, αλλά μόνο κατόπιν σχετικής χειροθεσίας προσοντούχοι Κληρικοί, που φέρουν τίτλο Σακελλάριος, Οικονόμος, Σύγγελος, Πρωτοπρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης. Συνήθως το φορούν και όσοι έχουν λάβει την πνευματική πατρότητα ως εξομολόγοι. Το επιγονάτιο φέρει συνήθως παράσταση του «Νιπτήρος» του Μυστικού Δείπνου ή την Ανάσταση, αλλά ακόμη και παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων. Ο Πρωτοπρεσβύτερος και ο Αρχιμανδρίτης φέρουν επίσης:
ζ) Τον επιστήθιο Σταυρό, το κατεξοχήν σύμβολο του Χριστιανού, τον οποίο φανερώνει τον Σταυρό του Κυρίου και τη δύσκολη σταυρική πορεία του Κληρικού στα βήματα του Χριστού, αλλά δηλώνει ταυτόχρονα και την Ανάσταση.
 
ΙΙΙ. Τα άμφια του Επισκόπου
Ο Επίσκοπος, που είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», ο κατεξοχήν ποιμένας και διδάσκαλος μιας τοπικής Επισκοπής, που πλέον ονομάζονται συνήθως Μητροπόλεις, έχει τα άμφια των προηγούμενων Βαθμών α)στιχάριο, β) επιμάνικα, γ) επιτραχήλιο, δ) ζώνη, ε) επιγονάτιο, στ) επιστήθιο Σταυρό και επιπλέον ζ) Αρχιερατικό Σάκκο: Αυτοκρατορικό ένδυμα, που στην αρχή το είχαν λίγοι επίσκοποι και μάλιστα Πατριάρχες, στη συνέχεια Αρχιεπίσκοποι και σιγά-σιγά επεκτάθηκε σε όλους και αντικατάστησε το φαιλόνιο. Το ύφασμα του Σάκκου, σχηματίζει σταυρό με οπή στο κέντρο, απ’ όπου διέρχεται η κεφαλή του επισκόπου όταν το φορά. Τότε, το μισό ύφασμα κρέμεται έμπροσθεν και το άλλο ήμισυ όπισθεν του αρχιερέα. Οι διάκονοι ή υποδιάκονοι ενώνουν την εμπρός και πίσω πλευρά του σάκκου με κωδωνίσκους αντί κομβίων στα πλάγια και κάτω από τα μανίκια. Τόσο κατά τον Θεόδωρο Βαλσαμών και τον Αγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, συμβολίζει την «χλαίναν της ύβρεως», αφού κατά το πάθος του Κυρίου φόρεσαν οι στρατιώτες στον Χριστό μας μετά τις μαστιγώσεις ιμάτιο πορφυρό, τον περιφέρανε και ειρωνικά και χλευαστικά του φώναζαν Χαίρε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Τα δε κουδούνια του Σάκκου, σε ανάμνηση των Κουδουνιών του Ααρών, αλλά επίσης συμβολίζουν το διδακτικό και κηρυκτικό έργο του Επισκόπου.
η) Το ωμοφόριο: Αποτελεί το διακριτικό άμφιο και γνώρισμα του Επισκόπου μαζί με την μίτρα και το αρχιερατικό εγκόλπιο. Είναι γνώρισμα της αρχιερατικής εξουσίας-διακονίας του Επισκόπου. Το ωμοφόριο διακρίνεται σε μεγάλο και σε μικρό. Το μεγάλο ωμοφορίοείναι μια πλατιά και μακριά λωρίδα υφάσματος. Φοριέται πάνω στους ώμους (εξ ου και ωμοφόριο, ώμος+φέρω) και τυλίγεται γύρω από τον λαιμό, δημιουργώντας ένα βαθύ V στο στήθος του επισκόπου, ενώ οι δύο άκρες του υφάσματος κρέμονται εμπρός και πίσω από τον αριστερό του ώμο μέχρι το ύψος των γονάτων. Το μεγάλο ωμοφόριο είναι ο πιο αρχαίος και ο πιο μεγαλοπρεπής τύπος ωμοφορίου και το φορά ο επίσκοπος από τη Μεγάλη Δοξολογία, πριν αρχίσει η Θεία Λειτουργία, μέχρι την ανάγνωση του Αποστόλου. Κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν φορά ωμοφόριο, σε ένδειξη σεβασμού, καθώς με το Ευαγγέλιο μιλά ο ίδιος ο Χριστός. Από τον Χερουβικό Υμνο και μετά φοράει το μικρό ωμοφόριο. Το μικρό ωμοφόριοείναι μια πλατιά λωρίδα υφάσματος που φοριέται επίσης πάνω στους ώμους, ενώ οι δύο άκρες του υφάσματος κρέμονται και ενώνονται πάνω στο στήθος του επισκόπου μέχρι το ύψος της κοιλιάς. Το μικρό ωμοφόριο είναι νεότερος, κοντύτερος και απλούστερος τύπος ωμοφορίου σε σχέση με το μεγάλο ωμοφόριο. Το μικρό ωμοφόριο το φορά κάθε Επίσκοπος κατά τη Θεία Λειτουργία από τον Χερουβικό Υμνο μέχρι το πέρας αυτής, καθώς και σε όλες τις άλλες ακολουθίες, όταν χοροστατεί. Συμβολίζει το χαμένο πρόβατο, τον κάθε πιστό που βρίσκεται μακριά από τον Χριστό ή κοντά αλλά σε πτώση, κατά τη σχετική παραβολή του καλού Ποιμένος, που άφησε τα 99 για να βρει το 1 χαμένο και όταν το βρήκε το έβαλε πάνω στους ώμους του.
θ) Η Αρχιερατική Μίτρα: Κάλυμμα κεφαλής σε σχέδιο κλειστού στέμματος των Αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιείται μόνο κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Οι μίτρες που προορίζονται για επισκόπους, έχουν σταυρό στη κορυφή, ενώ εκείνες για τους αρχιμανδρίτες των Σλαβικών Εκκλησιών όχι. Επειδή η Μίτρα, όπως είπαμε, ήταν αυτοκρατορικό άμφιο, όπως και με τον Σάκκο, δόθηκε στην αρχή σε Πατριάρχες και σταδιακά επικράτησε σε όλους. Υπάρχει μία εξαίρεση, αν λειτουργούν οι Πατριάρχες, τότε οι συλλειτουργούντες Μητροπολίτες φορούν Επανοκαλύμμαυχο, ή όταν Λειτουργεί Μητροπολίτης, τότε οι Βοηθοί Επίσκοποι επίσης φορούν Επανοκαλύμμαυχο (χαρακτηριστικό κάλυμμα των ορθοδόξων αρρένων μοναχών, Ιερομονάχων και Επισκόπων. Είναι συνδυασμός καλυμμαχίου με πέπλο, που προσαρμόζεται στο καλυμμαύχι και καλύπτει το κεφάλι, την πλάτη και τους ώμους και ελαφρώς το στήθος, όσων το φορούν. Συμβολίζει τη μοναχική υπακοή και την ταπεινοφροσύνη και δείχνει ότι οι αισθήσεις και ιδιαιτέρως τα βλέμματα είναι συγκεντρωμένα απόλυτα στον Θεό. Στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, το χρώμα του επιρριπταρίου είναι μόνο μαύρο, όπως και τα λοιπά ενδύματα των μοναχών. Ωστόσο, στη Σλαβική Εκκλησία, οι Μητροπολίτες φορούν λευκό επιρριπτάριο, ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ενώ οι Πατριάρχες φορούν ένα διαφορετικού σχήματος λευκού επιρριπταρίου, το οποίο ονομάζεται klobuk). Την ώρα του Ευαγγελίου, από Σεβασμό και οι Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες και φυσικά οι Βοηθοί Επίσκοποι, φορούν Επανοκαλύμμαυχο αντί της Μίτρας. Τέλος, η Μίτρα συμβολίζει το ακάνθινο στεφάνι και την πνευματική αρχή και εξουσία του Αρχιερέα.
ι) Η Αρχιερατική Ράβδος:H ποιμαντορική ράβδος είναι μια μακρόστενη μεταλλική ράβδος, η οποία αποτελείται από συναρμολογούμενα επάργυρα ή επίχρυσα, σκαλιστά, μεταλλικά τμήματα. Στην κορυφή της φέρει έναν σταυρό μεταξύ δύο αντιτακτών όφεων (φιδιών). Κατά την περίοδο πανηγύρεων, οι ράβδοι διακοσμούνται επιπλέον με χρωματιστά υφάσματα, τα οποία προσδένονται κάτω από την κορυφή των όφεων. Τη φέρουν επίσης και οι Ηγούμενοι Αρχιμαδρίτες, εντός των Μοναστηριών τους. Συμβολίζει «την ράβδον ευθήτητος, η ράβδος της βασιλείας Κυρίου» κατά το βιβλίο των Ψαλμών, αλλά και της Αποκαλύψεως.
ια) Το Αρχιερατικό Εγκόλπιο: Εκτός από τον Σταυρό, ο Επίσκοπος φέρνει και το Εγκόλπιο εντός της Λειτουργίας και γενικότερα είναι το διακριτικό του γνώρισμα εκτός λατρείας. Κάποτε ήταν κενό από πίσω και μετέφερε τμήματα της Θείας Κοινωνίας ως Αρτοφόριο και αργότερα και λείψανα Αγίων.Είναι ένα μεταλλικό εικόνισμα, συνήθως ωοειδούς σχήματος, στολισμένο με πολύχρωμες πέτρες ή σμάλτα, που φέρεται με χρυσή αλυσίδα από τον λαιμό του επισκόπου στο στήθος του πάντοτε, είτε ιερουργεί είτε όχι. Φέρουν την παράσταση της Θεοτόκου να κρατάει τον Ιησού και γι’ αυτό το εγκόλπιο ονομάζεται «Παναγία». Αυτού του είδους τα εγκόλπια φέρονται από όλους όσους κατέχουν τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης.Χριστός (εγκόλπιο) Είναι ένα μεταλλικό εικόνισμα, συνήθως ωοειδούς σχήματος, στολισμένο με πολύχρωμες πέτρες ή σμάλτα, που φέρεται με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό του επισκόπου στο στήθος του πάντοτε, είτε ιερουργεί είτε όχι. Εικονίζουν τον Ιησού Χριστό να ευλογεί και να κρατάει το Ευαγγέλιο, οπότε σε αυτή την περίπτωση το εγκόλπιο ονομάζεται «Χριστός». Αυτά τα εγκόλπια φέρονται συμπληρωματικά κατά κύριο λόγο, μόνο από προκαθήμενους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Τέλος, ιβ) ο Αρχιερατικός Μανδύας έχει και μοναχική αλλά και αυτοκρατορική προέλευση. Είναι μακρύ, κόκκινο ή πορφυρό εξωτερικό ένδυμα, που φέρει χρωματιστές κεντητές παραστάσεις. Φοριέται συνήθως από τον επίσκοπο, σε τελετουργίες στις οποίες δεν απαιτείται πλήρης στολή (όπως ο Ορθρος ή ο Εσπερινός) ή σε επίσημες τελετουργίες. Φοριέται και από ηγουμένους μονών και αρχιμανδρίτες της Σλαβικής Εκκλησίας, αλλά δεν είναι τόσο μεγαλοπρεπείς όσο οι μανδύες των Επισκόπων.

Κλείνοντας το άρθρο μας, θέλω να πιστεύω ότι παρόλο που παραλείψαμε πολλές πατερικές αναφορές και κρατήσαμε συνοπτικά τις επικρατέστερες, ότι πήραμε έστω και μία γεύση για τον πλούτο και το βάθος των θεολογικών συμβολισμών που έχουν τα άμφια των Κληρικών. Ας κάνουμε υπακοή λοιπόν στην Εκκλησία και ας τα διατηρήσουμε, αλλά και οι κληρικοί να φροντίσουμε να μην είμαστε σαν τους Γραμματείς και Φαρισαίους, μένοντας στον τύπο και όχι στην ουσία, ότι τα άμφια δηλαδή πρέπει να συνοδεύονται από τους καρπούς των πνευματικών μας έργων παρ’ όλες τις πτώσεις και τις αμαρτίες μας. Σήμερα δεν τηρείται συχνά, σχεδόν σπάνια, αλλά θυμάμαι μικρό παιδάκι που βοηθούσα παπαδάκι κοντά στον Ιερέα της Ενορίας μου, ευλαβείς ανθρώπους που περίμεναν γονατιστοί να τους αποθέσει τα ιερά άμφια του ο Κληρικός όταν τα απεκδυόταν πάνω τους ως ευλογία, μετά τη Θεία Λειτουργία. Μεγάλη ευλογία λοιπόν γι αυτούς που τα ευλαβούνται και τα αγγίζουν, αλλά και μεγάλη ευθύνη γι αυτούς που τα φορούν!