Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (σύνθεση El Greco) του Ντοστογιέφσκι, που αρνείται την ελευθερία του ανθρώπου
Τα ιερά κείμενα των ευαγγελίων μας περιγράφουν την τάση των ανθρώπων να ζητούν από το Ιησού να πράξει θαύματα για να τους αποδείξει ότι είναι ο Μεσσίας αλλά και τον πειρασμό που του υπέβαλλε ο διάβολος στην έρημο ώστε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως έναν θαυματοποιό στον κόσμο δεσμεύοντάς του την ελευθερία μέσω της επίδειξης καταπληκτικών και υπερφυσικών φαινομένων.
Ο Ιησούς, μετά την Βάπτισή Του, πήγε στην έρημο. Παρέμεινε εκεί σαράντα μέρες νηστεύων και όταν πείνασε, τότε ο διάβολος ο Σατανάς «ο κοσμοκράτορας»., «ο άρχων του κόσμου τούτου», λαμβάνοντας αφορμή από την εμφάνιση του Μεσσία στην έρημο του Ιορδάνη και τη διακήρυξη του Θεού ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού, σπεύδει να δοκιμάσει ο ίδιος τη διακηρυχθείσα υιότητα και μεσσιανικότητά του. Ο Ιησούς προκαλείται να χρησιμοποιήσει τη σατανική μέθοδο προβολής και διατήρησης της εξουσίας, καθυποβάλλοντας τις μάζες με εντυπωσιακά σημεία. O πρώτος πειρασμός γίνεται στην έρημο, ο δεύτερος στο πτερύγιο τού Ιερού και ο τρίτος σε όρος «υψηλόν λίαν», όπου και επιδεικνύονται στον Ιησού όλες οι βασιλείες του κόσμου και η δόξα τους.
Ο διάβολος προκαλεί, αρχικά, τον Ιησού να ανταποκριθεί άμεσα στη φυσική του ανάγκη για τροφή και να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Η ερώτηση «εί υιός εί του Θεού» παραπέμπει στο Σοφ. Σολ. 2, 18 «εί γαρ εστιν ο δίκαιος υιός Θεού» καθώς επίσης και στους πειρασμούς της Σταύρωσης. Με τον τρόπο αυτό ο Ιησούς προκαλείται να αποδείξει ότι ως Μεσσίας μπορεί μελλοντικά να ικανοποιήσει την ανάλογη ανάγκη και απαίτηση της μάζας για «άρτον και θεάματα». Στο πρώτο επεισόδιο των πειρασμών αντικατοπτρίζεται η μαγική φαντασία του ανθρώπου για μετατροπή όλων των όντων σε εργαλεία αυτοσυντήρησης και αντικείμενα ηδονής. Η δεύτερη πρόκληση του Σατανά προς τον Ιησού ήταν να πέσει από το πτερύγιο του Ναού, να σωθεί με παρέμβαση αγγέλων και να συγκινήσει θρησκευτικά τις μάζες. Αυτός ο πειρασμός ανταποκρίνεται στην απαίτηση της ανθρώπινης ύπαρξης για αναστολή και υπέρβαση των φυσικών νόμων και τελικά για αφθαρσία και αθανασία. Στον τρίτο και κορυφαίο πειρασμό ο Ιησούς προκαλείται να λάβει την πολιτική εξουσία και τη δόξα με τρόπο δαιμονικό/εωσφορικό παραβαίνοντας την πρώτη και σπουδαιότερη εντολή του Δεκαλόγου, προσκυνώντας δηλαδή τον «αποστάτη της του Θεού γνώμης», όπως σημειώνει ο Ιουστίνος. Αυτήν την εντολή παρέβη και ο Ισραήλ στην έρημο στο Εξ. 32, λατρεύοντας το χρυσό μόσχο, ενώ κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και στα Έσχατα με την προσκύνηση του Αντιχρίστου. Ο Ιησούς αντιμετωπίζει, όμως, το διάβολο με τη μάχαιρα του Πνεύματος, «ο εστί ρήμα Θεού». Ο Ιησούς απαντά, αρχικά, με την προστακτική «ύπαγε Σατανά», με την οποία φανερώνει την ισχύ του λόγου Του, και στη συνέχεια παραθέτει το Δευτ. 6, 13 «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου».
Σύμφωνα με τον άγιο Ιγνάτιο «Οι Φαρισαίοι δεν έμεναν ικανοποιημένοι με τα θαύματα, που έκανε ο Κύριος. Τα εύρισκαν χωρίς πολλή σημασία. Και του ζητούσαν ένα θαύμα με ιδιαίτερη σημασία: ένα – όπως το έλεγαν οι ίδιοι – “σημείον εκ του ουρανού”. Η απαίτησή τους για ένα τέτοιο θαύμα, έκφραση μιας δικής τους αντίληψης για τα σημεία και τα θαύματα, επανελήφθη πολλές φορές. “Η γενεά αύτη σημείον ζητεί”, μας πληροφορεί ο Κύριος. Την ίδια απαίτηση με τους Φαρισαίους είχαν και οι Σαδδουκαίοι· παρ’ όλο που το πιστεύω τους διέφερε τόσο πολύ από το πιστεύω των Φαρισαίων. Την αξίωσή τους αυτή για “σημείο εκ του ουρανού”, μερικές φορές την διετύπωσαν και ενώπιον του λαού. Και να ένα παράδειγμα: Ο Κύριος έκαμε ένα θαύμα. Επλήθυνε πέντε άρτους. Και με αυτούς εχόρτασε μια ανθρωποθάλασσα: πέντε χιλιάδες άνδρες και αμέτρητες γυναίκες και παιδιά. Εκείνοι το θαύμα αυτό το είδαν με τα ίδια τους τα μάτια. Και έφαγαν από αυτό το “τραπέζι”. Σωματικά χόρτασαν. Μα πνευματικά δεν το κατάλαβαν. Και γι’ αυτό δεν χόρτασαν. Και εκφράζοντας την πείνα τους είπαν στον Κύριο! “Τι σημείον ποιείς, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν Σοι; Οι πατέρες ημών το μάννα έφαγον εν τη ερήμω, καθώς έστι γεγραμμένον· άρτον εκ του ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν”. Ο θαυματουργικός πολλαπλασιασμός των άρτων στα χέρια του Σωτήρος δεν τους εφάνηκε αρκετός! Γιατί είχε γίνει με την σιωπή και με την αγία ταπείνωση, που διεπότιζαν όλες τις ενέργειες του Θεανθρώπου! Αυτοί όμως εχρειάζοντο θέαμα! Αυτοί ήθελαν κάτι το εντυπωσιακό, κάτι που να κάνει εφφέ! Ήθελαν λόγου χάριν: Να σκεπασθή ο ουρανός με μαύρα σύννεφα! Να αντηχήσουν βροντές! Να λάμψουν αστραπές! Και τα ψωμιά να πέσουν από τον ουρανό!».
«Κάτι το ανάλογο ζητούσαν και οι αρχιερείς και οι άρχοντες των Ιουδαίων, όταν ο Θεάνθρωπος είχε ευδοκήσει να ανεβασθή στον Σταυρό. Οι αρχιερείς Τον εμπαίζανε. Το ίδιο έκαναν και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι και οι φαρισαίοι. Έλεγαν· Άλλους έσωσε. Τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώση; Τίποτε δεν είναι! Αν είναι ο βασιλεύς του Ισραήλ, εδώ θα το δείξη! Αν κατεβή αυτή την στιγμή από τον σταυρό! Μόνο τότε θα πιστεύσωμε σ’ αυτόν.
Το παραδέχονται, ότι ο Χριστός έκαμε θαύματα. Το παραδέχονται ότι αυτά που είχε κάμει ήταν θαύματα. Και ταυτόχρονα τα υποτιμούν. Και υποτιμώντας τα αρνούνται. Αρνούνται τα θαύματα, που έκαμε ο Θεός με την ευσπλαγχνία Του. Και Του ζητούν θαύμα κομμένο στα μέτρα των αντιλήψεών τους. Μα αν ένα τέτοιο θαύμα εγίνετο, δεν θα μπορούσε πια να επιτύχη ο σκοπός, για τον οποίο ήλθε ο Θεάνθρωπος στη γη. Και φυσικά δεν θα είχαμε πια απολύτρωση. Τέτοια θαύματα ποθούσαν και ποθούν να ιδούν, όλοι οι ελαφρόμυαλοι, περίεργοι και άκριτοι» αναφέρει ο άγιος Ιγνάτιος.
Όπως περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι στους “Αδελφούς Καραμαζώφ”, ο πολύς κόσμος αναζητά το θαύμα, το μυστήριο και την εξουσία, και γι’ αυτό τρέχει όπου ακούσει κάτι το υπερφυσικό, το θαυμαστό, κάτι που θα ικανοποιήσει την περιέργειά του και θα ανακουφίσει χωρίς κόπο τις μεταφυσικές του ανησυχίες.
Η ιστορία του Μεγάλου Ιεροεξεταστού είναι ένας μύθος που υπάρχει στο αριστούργημα του Ντοστογιέφσκυ “Αδελφοί Καραμαζώφ”. Παρουσιάζεται ως μια ιστορία του δεύτερου από τους τρείς αδελφούς Καραμαζώφ, του πιό φιλοσοφημένου, του Ιβάν. Ο Ιβάν το παρουσιάζει στον μικρότερο αδελφό, τον πιό θρησκευόμενο, εκείνη τη στιγμή δόκιμο μοναχό, τον Αλιόσα. Πρόκειται για μια εκπληκτική ανατομία της ανθρώπινη προσωπικότητας, τόσο σέ ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, όσον αφορά το ζεύγμα εξουσία-ελευθερία.
Ο μύθος δεν αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά την Καθολική Εκκλησία. Χωρίς αμφιβολία ο Ντοστογιέφσκυ αναφέρεται και στους προβληματισμούς της εποχής του, αλλά ο πυρήνας του μύθου είναι διαχρονικός, αναφέρεται σε κάθε πειρασμό των ανθρώπων να δουν το θαύμα ως μαγεία και την εκκλησία ως τόπο δημιουργίας μαγικών καταστάσεων οι οποίες θα προκαλούν την έκπληξη και το θαυμασμό όλων και θα τους εξαναγκάζουν να πιστέψουν. Η δύναμη της ανάλυσης του Ντοστογιέφσκυ βρίσκεται στο ότι μας αποκαλύπτει και αναλύει με τρομακτική δύναμη το πόσο παράλογη εμφανίζεται στο μυαλό και την λογική μας η ελευθερία που μας επαγγέλεται ο Χριστός. Ο Χριστός δεν κάνει το θαύμα για να πιστέψουμε αλλά προϋπόθεση του θαύματος είναι η πίστη και η ταπείνωνσή μας.
Πρόκειται λοιπόν για μια φανταστική ιστορία, αυτή που μας αφηγείται ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, όπου ο Ιησούς Χριστός, μέσα στην αγάπη του για τον άνθρωπο ξανακατεβαίνει για λίγο ως άνθρωπος σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη, τον καιρό τής Ιεράς Εξέτασης, για να βρεθεί για λίγο και πάλι ως άνθρωπος ανάμεσά μας. Ακολουθεί το εξής απόσπασμα:
«”Μα να που θέλησε να παρουσιαστεί (ενν.ο Ιησούς) για μια στιγμή τουλάχιστο στον ταπεινωμένο κι’ εξαθλιωμένο λαό, στο λαό που σερνόταν μέσα στην αμαρτία, μα που τον αγαπούσε μ’ αφέλεια. Η δράση λοιπόν εξελίσσεται στην Ισπανία, στη Σεβίλλη, στην πιο τρομερή εποχή της Ιεράς Εξέτασης, όταν κάθε μέρα άναβαν φωτιές κι έκαιγαν ανθρώπους για την αγάπη του Θεού κι όπου
” Σ’ υπέροχες λαμπαδιαστές φωτιές έκαιγαν τις τρομερές αιρετικές “
“Ώ, μα δεν ήταν έτσι που υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει, στους αιώνες των αιώνων, με το πλήρωμα του χρόνου, σ’ όλη του την ουράνια δόξα, ξαφνικά, “καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών”. Όχι, θέλησε να επισκεφθεί τα παιδιά του στον ίδιο τον τόπο, όπου έκαιγαν οι φωτιές για τους αιρετικούς. Μέσα στην απέραντη ελεημοσύνη του, ξαναγυρίζει κοντά στους ανθρώπους, με τη μορφή που είχε κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων της δημόσιας ζωής του. Νάτον που κατεβαίνει τους ηλιολουσμένους δρόμους αυτής της μεσογειακής πόλης, όπου ακριβώς την παραμονή, μπροστά στο βασιλιά, τους αυλικούς, τους ιππότες, τους καρδινάλιους, και τις πιο χαριτωμένες κυρίες της Αυλής, ο Μέγας Ιεροεξεταστής έβαλε να κάψουν μια εκατοστή αιρετικούς “Ad Ma jorem Dei Gloriam”. Εμφανίζεται αθόρυβα, χωρίς να τον προσέξει κανένας και – πράγμα παράξενο – όλοι τον αναγνωρίζουν…
Ο λαός σα να τον τραβούσε μια ακατανίκητη δύναμη, όλοι μαζεύονται στο πέρασμά του και τον ακολουθούν. Σιωπηλός, περνά καταμεσίς του πλήθους, μ’ ένα χαμόγελο απέραντης συμπάθειας. Η καρδιά του πλημμυρίζει από αγάπη, τα μάτια του αντανακλούν τη Γνώση, το Φως, τη Δύναμη, που φωτίζουν και ξυπνούν την αγάπη στις καρδιές, τους απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί, μια άρετή εξυγίανσης βγαίνει απ’ την κάθε επαφή μαζί του κι’ ακόμη απ’ τα φορέματά του. Ένας γέρος, τυφλός απ’ τα παιδικά του χρόνια φωνάζει μεσ’ από το πλήθος : “Κύριε θεράπευσέ με και θα δω”. Ο λαός χύνει δάκρυα χαράς καί φιλά το χώμα όπου πατά. Απ’ τα μάτια του γέρου πέφτει ένα φλούδι κι εκείνος βλέπει. Τα παιδιά σκορπίζουν λουλούδια στο πέρασμά του και φωνάζουν “Ωσαννά!” Εκείνος, φωνάζουν. Είναι Εκείνος ! δεν μπορεί παρά νάναι Εκείνος. Σταματά στην πλατεία της Μητρόπολης της Σεβίλλης τη στιγμή που φέρνουν ένα μικρό άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται η εφτάχρονη μοναχοκόρη κάποιου προύχοντα. Η νεκρή είναι σκεπασμένη με λουλούδια. “Θ’ αναστήσει το παιδί σου”, φωνάζουν απ’ το πλήθος, κι η μητέρα κλαίει. Ο παπάς που προχωρεί μπρός απ’ το φέρετρο, κοιτάζει μ’ ένα ύφος συγχυσμένο καί ζαρώνει τα φρύδια. Ξαφνικά, μια φωνή αντηχεί, η μητέρα ρίχνεται στα πόδια του : “Αν είσαι Εσύ, ανάστησε το παιδί μου !” και του απλώνει τα χέρια της. Η πομπή σταματά, αφήνουν το φέρετρο πάνω στις πέτρες της πλατείας. Το κοιτάζει με οίκτο, το στόμα του προφέρει για μια φορά ακόμη : “Ταλιθά κούμμι , και η κόρη εγείρεται”. Η νεκρή σηκώνεται, κάθεται και κοιτάζει γύρω της με ύφος κατάπληκτο, χαμογελαστή. Κρατεί ακόμη στα χέρια της το μπουκέτο με τ’ άσπρα τριαντάφυλλα, που συνηθίζουν να δίνουν στους νεκρούς. Μέσα στο πλήθος, όλοι έχουν ταραχτεί,φωνάζουν, κλαίνε».
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής ο εκπρόσωπος της Δυτικής εκκλησίας, τον συλλαμβάνει, και τον φυλακίζει.
«Εκείνη τη στιγμή περνά από την πλατεία ο καρδινάλιος Μέγας Ιεροεξεταστής. Είν’ ένας ψηλός γέρος, σχεδόν αιωνόβιος, με στεγνό πρόσωπο, μάτια χωμένα στις κόγχες, μα που μέσα του λάμπει ακόμη μια σπίθα. Δε φορεί πια εκείνη την περίλαμπρη στολή, που τον έκανε να ξεχωρίζει χτες μέσα στο πλήθος, την ώρα που έκαιγαν τους εχθρούς της Καθολικής Εκκλησίας, έχει ξαναβάλει το παλιό, ασκητικό του ράσο. Οι βοηθοί του κι ο Μέγας Σκευοφύλακας τον ακολουθούν από απόσταση, όλο σεβασμό. Σταματά πλάι στο πλήθος και κοιτάζει από μακριά. Τα είδε όλα, το φέρετρο ακουμπισμένο μπροστά Του, την ανάσταση του κοριτσιού, και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει… Ζαρώνει τα πυκνά του φρύδια και στα μάτια του αστράφτει μια τρομερή φλόγα. Τον δείχνει με το δάχτυλο και διατάζει τους φρουρούς του να τον πιάσουν. Είναι τόσο μεγάλη η δύναμή του καί ο λαός τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που όλοι παραμερίζουν, υπακούουν τρέμοντας. μέσα σε μια θανάσιμη σιωπή, οι χωροφύλακες τον πιάνουν και τον φέρνουν μπροστά του. Σαν ένας άνθρωπος όλο αυτό το πλήθος γονατίζει μπρός στο Μεγάλο Ιεροεξεταστή που σηκώνει το χέρι του και το ευλογεί κι ύστερα χωρίς να πει μια λέξη εξακολουθεί το δρόμο του. Οδηγούν τον Κρατούμενο στο θλιβερό και παλιό κτίριο της Αγίας Σκεύης, και τον κλείνουν εκεί, σ’ ένα μικρό υπόγειο κελλί».
Στη φυλακή επισκέπτεται ο Ιεροεξεταστής τον Ιησού και από τον καυστικό του λόγο απέναντι στον φυλακισμένο Χριστό βγαίνουν πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ανθρώπινη ψυχολογία και νοοτροπία. Ακολουθούν τα αποσπάσματα:
«Η ημέρα περνά κι έρχεται η νύχτα, μια νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστή κι αποπνικτική. Ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος απ’ τις μυρωδιές που ξεχύνουν οι ροδοδάφνες και οι πορτοκαλλιές. Μέσα στα σκοτάδια, η σιδερένια πόρτα του κελλιού ανοίγει, και παρουσιάζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής μ’ ένα δαυλό στο χέρι. Σταματά στο σκαλοπάτι, παρατηρεί για πολλήν ώρα την Αγία Μορφή, τελικά πλησιάζει, ακουμπά τη δάδα πάνω στο τραπέζι και του λέει:
-“Εσύ; Είσαι Εσύ;” Μην παίρνοντας απάντηση προσθέτει γρήγορα:
-“Μη λες τίποτα, πάψε. Άλλωστε τι θα μπορούσες να πεις; Τα ξέρω όλα πολύ καλά. Και δεν έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις ούτε μια λέξη στα όσα είπες άλλοτε. Γιατί ήρθες να μας αναστατώσεις; Γιατί, ναι, μας αναστατώνεις, και το ξέρεις πολύ καλά. Αλλά ξέρεις τι θα συμβεί αύριο ; Αγνοώ ποιός είσαι κι ούτε θέλω να το ξέρω: είσ’ Εσύ ή μόνο το ομοίωμά Σου; Όμως αύριο θα σε καταδικάσω και θα καείς στην πυρά, όπως ο χειρότερος των αμαρτωλών, κι αυτός ο ίδιος λαός που σου φιλούσε τα πόδια, θα ξεχυθεί αύριο, μόλις δώσω το σύνθημα, για να βάλει φωτιά στο σωρό με τα ξύλα. Το ξέρεις; Ισως” προσθέτει ο γέρος με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον κρατούμενό του, συλλογισμένος…………………………………….
-Όλες οι νεώτερες αποκαλύψεις θα έβλαπταν την ελευθερία της πίστης, γιατί θα εμφανίζονταν σαν οφειλόμενες σε θαύμα. όμως, εσύ ο ίδιος πριν από δεκαπέντε αιώνες έβαζες πάνω απ’ όλα τούτη την ελευθερία της πίστης. Δεν είπες τάχα τόσες φορές : “Θέλω να σας καταστήσω ελεύθερους!” Ε, λοιπόν ! Τους είδες τους “ελεύθερους” ανθρώπους – προσθέτει ο γέρος με σαρκαστικό τόνο. Ναί, όλο αυτό μας στοίχισε πολύ ακριβά- εξακολούθησε κοιτάζοντάς τον μ’ αυστηρότητα – μα επιτέλους τελειώσαμε τούτο το έργο στ’ όνομά σου. Μας χρειάσθηκαν δεκαπέντε αιώνες σκληρής δουλειάς, για να εγκαθιδρύσουμε την ελευθερία. μα τώρα πια έγινε, και καλά. Δεν το πιστεύεις; Με κοιτάζεις μάλιστα με τρυφερότητα, χωρίς ούτε να καταδεχτείς ν’ αγανακτήσεις. Μα ξέρετε ότι οι άνθρωποι ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τον εαυτό τους πιο λεύτερο όσο τώρα, κι ωστόσο, η ελευθερία τους είν’ εκείνη, που έρχονται να την καταθέσουν ταπεινά στα πόδια μας. Αυτό λοιπόν είναι το έργο μας, για να λέμε την αλήθεια, αυτή είν’ η ελευθερία που ονειρεύτηκες ;”
-…. “Το Πνεύμα, το τρομερό και βαθύ, το Πνεύμα της καταστροφής και του μηδενισμού – συνεχίζει – σου μίλησε στην έρημο, κι οι Γραφές αναφέρουν ότι “σ’ έβαλε σε πειρασμό”. Είν’ αλήθεια αυτό; Και μπορούμε να πούμε τίποτα πιο διεισδυτικό, απ’ αυτό που σου είπε στα τρία εκείνα ερωτήματα ή, για να μιλήσουμε όπως οι Γραφές – στους τρεις “πειρασμούς” που απέκρουσες ; Αν πραγματικά σημειώθηκε ποτέ πάνω στη γη ένα θαύμα αυθεντικό, που να τόμαθε όλος ο κόσμος, έγινε κείνη την ημέρα των τριών ερωτήσεων. Και μόνο το γεγονός ότι διατυπώθηκαν αυτά τα τρία ερωτήματα αποτελεί ένα θαύμα. Ας υποθέσουμε ότι τα σβήνουμε μεσ’ από τις Γραφές, κι ότι πρέπει να τ’ αποκαταστήσουμε, να τα φανταστούμε πάλι για να τα τοποθετήσουμε εκεί, και συγκεντρώνουμε γι’ αυτό το σκοπό όλους τους σοφούς της γης, πολιτικούς, δεσποτάδες, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, λέγοντάς τους: σκεφτείτε και συντάξετε πάλι τρία ερωτήματα που όχι μόνο ν’ αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος, μα ακόμη και να εκφράζουν σε τρεις φάσεις όλη τη μελλοντική ιστορία της ανθρωπότητας, πιστεύεις ότι αυτός ο Άρειος Πάγος, της ανθρώπινης σοφίας θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα το ίδιο δυνατό και το ίδιο βαθύ, με τα τρία ερωτήματα που σου πρότεινε τότε το ισχυρό Πνεύμα; Αυτά τα τρία ερωτήματα αποδείχνουν από μόνα τους ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα Πνεύμα αιώνιο κι απόλυτο, κι όχι μ’ ένα διαβατάρικο πνεύμα όπως το ανθρώπινο. Γιατί περικλείνουν μέσα τους και προλέγουν ταυτόχρονα όλη την κατοπινή ιστορία της ανθρωπότητας. είναι οι τρεις μορφές όπου αποκρυσταλλώνονται όλες οι αντιθέσεις, οι αξεδιάλυτες της ανθρώπινης φύσης. Τότε δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε αυτό, γιατί το μέλλον δεν είχε αποκαλυφθεί, μα τώρα που κύλησαν δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα είχαν προβλεφθεί σ’ αυτά τα τρία ερωτήματα και πραγματοποιήθηκαν σε σημείο που νάναι αδύνατο να προσθέσεις ή ν’ αφαιρέσεις μια λέξη.
“Αποφάσισε λοιπόν από μόνος σου, ποιός είχε δίκιο: εσύ, ή εκείνος που σε ρώτησε; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα, την έννοια έστω κι όχι την επιφάνεια: θες να πας στον κόσμο μ’ άδεια χέρια και να κηρύξεις μιαν ελευθερία που τους κάνει ανόητους και που η φυσική τους αχαριστία τους εμποδίζει να καταλάβουν, μια ελευθερία που την φοβούνται, γιατί δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ τίποτα πιο ανυπόφορο για τον άνθρωπο και για την κοινωνία, από τούτη την ελευθερία! Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην άνυδρη έρημο; Μετάλλαξέ τις σε ψωμιά κι ο κόσμος θα τρέξει να πέσει στα πόδια σου, όμοια σαν ένα κοπάδι πειθαρχημένο κι όλο ευγνωμοσύνη, τρέμοντας ωστόσο μη τυχόν χάσουν την προστασία σου και πάψουν νάχουν ψωμί.
“Μα δε θέλησες να στερήσεις τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία του, κι αρνήθηκες, κρίνοντας πως η ελευθερία ήταν κάτι ασυμβίβαστο με την υποταγή που αγοράζεται με ψωμιά. Αποφάνθηκες πως ο άνθρωπος δεν ζει “μόνο με άρτον”, μα ξέρεις ότι στ’ όνομα του γήινου αυτού άρτου, το πνεύμα της Γης θα εξεγερθεί εναντίον σου, θ’ αγωνιστεί και θα σε νικήσει, ότι όλοι το ακολουθούν φωνάζοντας: “Ποιός μοιάζει μ’ αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ’ ουρανού;” Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει με το στόμα των σοφών και των συνετών της ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν κι αμαρτήματα. ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο πεινασμένοι. “Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα ν’ απαιτείς απ’ αυτούς νάναι “ενάρετοι”. Να τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασής τους, που θα επιτεθεί στο ναό σου. Στη θέση του ένα καινούργιο οικοδόμημα θα υψωθεί, ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος. αλλά θα μπορούσες να γλυτώσεις τους ανθρώπους απ’ αυτή την δοκιμασία, κι από χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν αφού θάχουν κοπιάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν κάτω απ’ τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θάμαστε κρυμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι) και θα κραυγάσουν: “Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ’ ουρανού δε μας την έδωσαν”.Τότε θ’ αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, γιατί δε χρειάζεται για κάτι τέτοιο παρά μόνο η τροφή, και θα τους θρέψουμε, υποτίθεται στ’ όνομά σου, θα τους κάνουμε να το πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρίς εμάς θάναι για πάντα τους πεινασμένοι. Καμιά γνώση δε θα τους δώσει ψωμί, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, λέγοντας: “Υποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε”. Θα καταλάβουν επιτέλους πως η ελευθερία δε μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψωμί της γης που είναι στη διάθεσή τους, γιατί ποτέ δε θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! Θα πεισθούν ακόμη για την ανικανότητά τους νάναι ελεύθεροι, όντας αδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοί κι επαναστατημένοι.
Τους υποσχέθηκες τον ουράνιον άρτον. αλλά μπορεί κάτι τέτοιο, όσο δυνατό κ αν είναι σαν χτύπημα, να συγκριθεί μ’ αυτό της γης, στα μάτια της αδύναμης και ξεστρατισμένης της αιώνια αχάριστης ανθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων ψυχές θα σε ακολουθήσουν εξαιτίας αυτού του ψωμιού, μα τι θα γίνουν τα εκατομμύρια κι οι χιλιάδες που δεν έχουνε το θάρρος να προτιμήσουν τον άρτο τ’ ουρανού απ’ τον άρτον της γης; Δεν θάφτανες στο σημείο να διαλέξεις τους μεγάλους και τους δυνατούς, που σ’ αυτούς οι άλλοι, το αναρίθμητο πλήθος, που είναι αδύναμο μα που σ’ αγαπά, θα χρησίμευε σαν εκμεταλλεύσιμο υλικό; Μας είναι το ίδιο αγαπητά και τ’ αδύναμα πλάσματα. Παρόλο που είναι ξεστρατισμένοι κι επαναστατημένοι θα γίνουν πειθαρχικοί τελικά. Θα ξαφνιαστούν και θα μας πιστέψουν για θεούς μια που καταδεχτήκαμε να μπούμε επικεφαλής τους, για να τα καταφέρουμε έτσι που η ελευθερία που τους τρόμαζε να ξαναγυρίσει απ’ άλλο δρόμο, κι ακόμη γιατί καταδεχτήκαμε να βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο που στο τέλος θ’ αρχίσουν πραγματικά να φοβούνται νάναι ελεύθεροι.
Αλλά εμείς θα τους λέμε πως είμαστε υποτακτικοί σου, ότι βασιλεύουμε μόνο στ’ όνομά σου. Θα τους ξεγελάσουμε πάλι, μια και δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε να τους ξαναπλησιάσεις. Κι είναι τούτη η αγυρτεία που θα γίνει το βασανιστήριό μας, γιατί θα πρέπει να πούμε ψέματα. Αυτό είναι το πρώτο νόημα του ερωτήματος που σούκαναν στην έρημο, και να, που αποδιώχτηκες στ’ όνομα αυτής της ελευθερίας που την τοποθετούσες πάνω απ’ όλα. Ωστόσο αυτή είναι που κρύβει όλο το μυστικό του κόσμου. Γιατί αν δεχόσουν να κάνεις αυτό το θαύμα των ψωμιών θάχες κατασιγάσει την πανανθρώπινη αγωνία -ατόμων και ομάδων- δηλαδή θάδινες απάντηση στο αγωνιακό ερώτημα: “μπροστά σε ποιόν πρέπει να υποκλιθούμε;” Γιατί δεν υπάρχει για τον άνθρωπο που απομένει ελεύθερος, έγνοια πιο μόνιμη, πιο αγωνιώδης, απ’ την αναζήτηση ενός πλάσματος για να το προσκυνήσουν. Αλλά, ο ελεύθερος άνθρωπος δε θέλει να υποκύψει παρά μόνο μπροστά σε κάποιον με αναμφισβήτητη αξία και δύναμη, που όλοι να τον σέβονται, με μια παγκόσμια συγκατάθεση. Αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα βασανίζονται αποζητώντας μια λατρεία, που να ενώνει όχι μόνο τους αδύναμους, και μικρούς πιστούς, αλλά που σ’ αυτήν να μετέχουν όλοι μαζί, ενωμένοι απ’ την ίδια πίστη. Αυτή η ανάγκη της κοινότητας μέσα στη λατρεία, είναι το ουσιαστικώτερο βασανιστήριο του κάθε ατόμου και της ανθρωπότητας ολόκληρης, από την πανάρχαια εποχή…
Για να πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό αλληλοεξοντώνονται με τη ρομφαία. Οι λαοί δημιούργησαν θεούς και τους έβαλαν ν’ αντιμάχονται ο ένας τον άλλο: “Αρνηθείτε τους θεούς σας και πιστέψτε στους δικούς μας, αλλιώτικα δυστυχία σ’ εσάς και στου θεούς σας!” Κι έτσι θα γίνεται ως τη συντέλεια του κόσμου, ακόμη κι όταν οι θεοί θάχουν εξαφανιστεί. οι άνθρωποι θα γονατίζουν μπρος στα είδωλα. Δεν αγνοούσες, δεν ήταν δυνατό ν’ αγνοείς αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, κι ωστόσο απόδιωξες το μοναδικό ακατανίκητο λάβαρο που σου προσφέρθηκε και που αναμφισβήτητα θάχε τυλίξει όλους του ανθρώπους μέσα του και θα τους έκανε να κλίνουν το κεφάλι μπρός σου, το λάβαρο του γήινου ψωμιού. το απώθησες στ’ όνομα του ουράνιου άρτου και της ελευθερίας! Να τι έκανες κατόπι στ’ όνομα πάντα της ελευθερίας! Δεν υπάρχει στο ξαναλέω, πιο αγωνιακή ανάγκη για τον άνθρωπο απ’ το να βρει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, ένα πλάσμα που να του παραδώσει αυτή την ελευθερία, που ο δυστυχισμένος κουβαλά στη ράχη του απ’ τη στιγμή της γέννησής του. Αλλά για να διαθέσεις κατάλληλη την ελευθερία των ανθρώπων, πρέπει να τους προσφέρεις την ανάπαυση της συνείδησης. Το ψωμί θα σου εξασφάλιζε την επιτυχία. ο άνθρωπος υποκύπτει μπροστά σ’ αυτόν που δίνει αυτό το ψωμί, γιατί πρόκειται για κάτι χεροπιαστό, μα όταν κάποιος άλλος θελήσει να γίνει κύριος της ανθρώπινης συνείδησης, θα παρατήσει ακόμη και τον άρτον σου, κατά μέρος για να προσφέρει αυτό που κατακτά τούτη την ανθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ’ αυτό είχες δίκιο, γιατί το μυστικό της ανθώπινης ύπαρξης συνίσταται όχι μόνο στο να ζήσει, μα και στο νάβρει ένα κίνητρο για τούτη τη ζωή. Χωρίς μια ξεκάθαρη ιδέα για το σκοπό της ύπαρξης, ο άνθρωπος προτιμά να τ’ αρνηθεί όλα, έστω κι αν έχει όσο ψωμί θέλει γύρω του -θα προτιμήσει να καταστραφεί, παρά να μείνει στη γη. Μα τι απόγινε; Αντί να πάρεις στα χέρια σου την ανθρώπινη ελευθερία θέλησες να την εξαπλώσεις; Ξέχασες λοιπόν ότι ο άνθρωπος προτιμά την ησυχία του κι ακόμη το θάνατο, απ’ την ελευθερία να ξεχωρίζει το Καλό απ’ το Κακό; Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό για τον άνθρωπο απ’ το να τον αφήνεις ασύδοτο, μα κι ακόμη τίποτα πιο επίπονο. Κι αντί για σταθερές αρχές που θάχαν καθησυχάσει για πάντα την ανθρώπινη συνείδηση, διάλεξες αόριστα νοήματα, παράξενα κι αινιγματικά, το κάθε τι που ξεπερνά τη δύναμη του ανθρώπου, κι ενέργησες κατά ένα τρόπο σα να μην αγαπούσες την ανθρωπότητα, εσύ, που ήρθες να δώσεις τη ζωή σου για χάρη των ανθρώπων! Μεγάλωσες την ανθρώπινη ελευθερία αντί να την περιορίσεις, κι επέβαλες για πάντα στο ηθικό άτομο τα βασανιστήρια αυτής της ελευθερίας. Θέλησες να σ’ αγαπούν ελεύθερα, να σ’ ακολουθήσουν εθελοντικά οι άνθρωποι γοητευμένοι από σένα.
Αντί για τον σκληρό, παλαιό νόμο, ο άνθρωπος δέ θάχε τώρα παρά να ξεχωρίσει μ’ ελεύθερη καρδιά το Καλό απ’ το Κακό, χωρίς άλλο οδηγό έξω απ’ την εικόνα σου -μα δεν πρόβλεψες ότι τελικά θ’ απωθούσε και θα περιφρονούσε, αμφισβητώντας την εικόνα σου, έχοντας κουραστεί απ’ αυτό το τρομερό φορτίο: την αλήθεια να διαλέξουν; Θα φωνάξουν τελικά πως η αλήθεια δε βρισκόταν σ’ εσένα, γιατί αλλιώτικα δε θα τους άφηνες μέσα σε μια τέτοια αγωνιώδικη αβεβαιότητα, με τόσες αγωνίες κι αξεδιάλυτα προβλήματα. Προετοίμασες έτσι την καταστροφή της βασιλείας σου. μην κατηγορείς λοιπόν κανένα γι’ αυτή την καταστροφή. Ωστόσο ήταν αυτό που σου πρότειναν;
Υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι μόνες που μπορούν να υποδουλώσουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδυνάμων επαναστατημένων, είναι: το θαύμα, το μυστήριο, η αυταρχικότητα ! Τ’ απώθησες και τα τρία αυτά, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα. Το τρομερό και βαθύ Πνεύμα, σε είχε συμπαρασύρει μέσα στο Ναό και σου είχε πει: “Θες να ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού; Πέσε κάτω από δω ψηλά, γιατί είναι γραμμένο πως οι άγγελοι θα σε συγκρατήσουν και θα σε στηρίξουν, δε θα τραυματιστείς καθόλου, και τότε θα ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού, και θ’ αποδείξεις έτσι την πίστη στον Πατέρα σου”. Μα απόδιωξες και τούτη την πρόταση, δεν όρμησες να πέσεις κάτω. Έδειξες τότε μια υπέροχη περηφάνεια, ολότελα θεία, μα για τους ανθρώπους, ράτσα αδύναμη κι επαναστατημένη, δεν είναι θεοί ! Ήξερες πως κάνοντας ένα βήμα, μια χειρονομία για να ορμήσεις, θα ενοχλούσες τον Κύριο και θάχανες την πίστη σου σ’ Αυτόν. Μα υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα ; Μπορούσες να παραδεχτείς έστω και για μια στιγμή ότι οι άνθρωποι θάχαν τη δύναμη ν’ αντέξουν σ’ ένα παρόμοιο πειρασμό; Είναι τάχα μέσα στην ανθρώπινη φύση ν’ αποδιώχνει το θαύμα, και στις σοβαρές στιγμές της ζωής μπροστά σε βασικά κι επίμονα προβλήματα, να διατηρεί την ελεύθερη κρίση της καρδιάς;
Ώ ! Ήξερες πως η σταθερότητά σου θ’ αναφερόταν στις Γραφές, θα επιζούσε μέσα στους αιώνες, θάφτανε ως τις πιο μακρινές περιοχές, κι έλπισες πως ακολουθώντας το παράδειγμά σου, ο άνθρωπος θα περιοριζόταν στο Θεό χωρίς να προσφεύγει στο θαύμα. Μα αγνοούσες ότι ο άνθρωπος απωθεί το Θεό ταυτόχρονα με το θαύμα, γιατί είναι προπάντων το θαύμα που αποζητά. Καί καθώς δεν ξέρει πως να κάνει συγκεντρώνεται πάλι στον εαυτό του, καταφεύγει στους δικούς του, υποκλίνεται στα θαύματα κάποιου μάγου, στα μαγικά κόλπα μιας μάγισας, στον όποιο επαναστατημένο ή αιρετικό. Δεν κατέβηκες από το σταυρό όταν σε κορόιδευαν, κι όταν σου φώναζαν μ’ απόγνωση: “Κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε”. Δεν το έκανες, γιατί δε θέλησες πάλι να υποδουλώσεις τον άνθρωπο μ’ ένα θαύμα, επιθυμούσες μια πίστη που θάταν ελεύθερη και δε θα εμπνεόταν από θαύματα. Σου χρειαζόταν μια ελεύθερη αγάπη, κι όχι η δουλική συμπεριφορά του τρομοκρατημένου σκλάβου. Και στο σημείο αυτό ακόμη η ιδέα που είχες για τον άνθρωπο ήταν πολύ ανώτερη, γιατί οι άνθρωποι είναι σκλάβοι, έστω κι αν δημιουργούν επαναστατικές ιδέες. Δες μονάχος σου και κρίνε, τι έγινε ύστερ’ από δεκαπέντε επαναστατημένους αιώνες, ποιός ανυψώθηκε ως εσένα; Σου το καταγγέλω: ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος και πιο χυδαίος, απ’ όσο πίστεψες ποτέ. Μπορεί, είναι δυνατό ποτέ να ολοκληρωθεί ένας άνθρωπος, όπως εσύ; Η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφες για τον άνθρωπο, αδίκησε τον οίκτο που έπρεπε να νιώσεις γι αυτόν. Ζήτησες πολλά απ’ τους άνθρώπους, εσύ προπάντων που τους αγάπησες περισσότερο κι απ’ τον εαυτό σου ! Αν τους εκτιμούσες λιγώτερο, θα τους είχες επιβάλει ένα ελαφρότερο φορτίο, που να αναλογεί περισσότερο στην αγάπη σου. Ο άνθρωπος είναι κουρασμένος κι αδύναμος.
-“Ωστόσο, θα μπορούσες τότε νάχες πάρει το σπαθί του Καίσαρα. Γιατί τ’ απόδιωξες αυτό το τελευταίο δώρο ; Ακολουθώντας εκείνη την τελευταία συμβουλή του παντοδύναμου Πνεύματος, θα μπορούσες να πραγματοποιήσεις το κάθε τι που ζητούν οι άνθρωποι στη ζωή, και πάνω σ’ αυτή τη γη : να γίνεις ένας αφέντης που μπρός του να προσκυνούν, ένας φύλακας της συνείδησής τους, και το μέσο που θα τους ανάγκαζε να ενωθούν τελικά μονοιασμένοι σε μια κοινότητα μυρμηγκιών, γιατί η ανάγκη για παγκόσμια ένωση είναι το τρίτο και το τελευταίο βασανιστήριο της ανθρώπινης φυλής.
Η ανθρωπότητα είχε πάντα την τάση, στο σύνολό της, να οργανωθεί σε μια παγκόσμια βάση. Υπάρχουν μεγάλοι λαοί μέσα στην Ιστορία μα στο μέτρο που ανυψώθηκαν υπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιο ισχυρά απ’ τους άλλους την ανάγκη τούτη για παγκόσμια ένωση. Οι μεγάλοι κατακτητές, οι Ταμερλάνοι κι οι Τζέγκις Χαν, που πέρασαν πάνω απ’ τη γη σαν την καταιγίδα, ενσάρκωναν κι αυτοί οι ίδιοι χωρίς να το συνειδητοποιούν τούτη την τάση των λαών προς την ενότητα. Αν είχες δεχτεί την πορφύρα του Καίσαρα, θα μπορούσες να δημιουργήσεις τις βάσεις για μια παγκόσμια αυτοκρατορία και να φέρεις την ειρήνη στον κόσμο. Γιατί ποιός άλλος είναι προορισμένος να κυβερνήσει τους ανθρώπους παρά όποιος κυβερνά τη συνείδησή τους κι ακούει τον πόνο τους; Εμείς πήραμε το σκήπτρο του Καίσαρα, και κάνοντάς το αυτό σ’ εγκαταλείψαμε για ν’ ακολουθήσουμε Εκείνον. Ω, θ’ ακολουθήσουν ακόμη αιώνες πνευματικής λγοκρισίας, μάταιας γνώσης κι ανθρωποφαγίας, γιατί μόνο έτσι θα καταλήξουν, αφού θα οικοδομήσουν τον Πύργο της Βαβέλ τους, χωρίς εμάς, να φτάσουν σ’ εμάς. Αλλά τότε το ζώο θάρθει σ’ εμάς μπουσουλίζοντας, θα γλύψει τα πόδια μας, θα τα ποτίσει μ’ αίμα και δάκρυα. Κι εμείς θα σκαρφαλώσουμε πάνω του, θα υψώσουμε στον αγέρα τό κύπελλο που πάνω του θα είναι γραμμένη η λέξη : “Μυστήριο!” Τότε μόνο η γαλήνη κι η ευτυχία θα βασιλέψουν πάνω στους ανθρώπους.
Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς σου, αλλά δεν πρόκειται παρά για λίγους διαλεχτούς, ενώ εμείς θα δώσουμε τη γαλήνη σ’ όλους. Άλλωστε ανάμεσα σ’ αυτούς τους ισχυρούς, που προορίζονται να γίνουν εκλεκτοί, πόσοι δεν έχουν κουραστεί επιτέλους να περιμένουν, πόσοι δεν πρόσφεραν και θα προσφέρουν ακόμη αλλού τη δύναμη του πνεύματός τους και τη φλόγα της καρδιάς τους, πόσοι δε θα καταλήξουν να επαναστατήσουν εναντίον σου στ’ όνομα της ελευθερίας! Όμως εσύ τους την έδωσες. Ενώ εμείς θα τους κάνουμε όλους ευτυχισμένους, οι επαναστάσεις κι οι σφαγές, που συνοδεύουν αξεχώριστα την ελευθερία, θα σταματήσουν. Ω, θα τους πείσουμε ότι δε θάναι πραγματικά ελεύθεροι παρά μόνο αν παραιτηθούν απ’ την ελευθερία τους για χάρη μας. Ε, λοιπόν, θα πούμε την αλήθεια ή θάχουμε πει ψέμματα; Θα πεισθούν κι αυτοί οι ίδιοι ότι μιλούμε την αλήθεια, γιατί θα θυμηθούν σε ποιά δουλεία, σε ποιά αναταραχή τους είχε βυθίσει η δική σου ελευθερία. Η ανεξαρτησία, η ελεύθερη σκέψη, η επιστήμη θα τους έχουν παρασύρει σ’ ένα τέτοιο λαβύρινθο, θα τους φέρουν μπρος σε τόσα ανεξήγητα θαύματα κι αινίγματα, που άλλοι, έξαλλοι επαναστάτες θα καταστρέψουν τον ίδιο τον εαυτό τους, κι άλλοι επαναστάτες κι αυτοί, μα αδύναμοι, δειλοί, τρελλοί κι εξαθλιωμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας φωνάζοντας : “Ναι, είχατε δίκιο, εσείς μόνο ξέρετε το μυστικό και σ’ εσάς ξαναγυρίζουμε. σώστε μας απ’ τον εαυτό μας!” Χωρίς αμφιβολία, όταν θα πάρουν από μας το ψωμί, θα δουν βέβαια ότι τους παίρνουμε το δικό τους, που το κέρδισαν με τον ίδιο τον κόπο τους, για να τους το ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θα δουν ότι δε μεταλλάξαμε τις πέτρες σε ψωμιά, αλλ’ αυτό που θα τους ευχαριστήσει περισσότερο κι απ’ το ψωμί το ίδιο, είναι το γεγονός ότι θα το παίρνουν από τα χέρια μας ! Γιατί θα θυμηθούν ότι παλιότερα, ακόμη και το ίδιο το ψωμί, ο καρπός της δουλειάς τους, μετάλλαζε σε πέτρα μέσα στα χέρια τους, ενώ όταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οι πέτρες θα μοιάζουν με ψωμί. Θα καταλάβουν την αξία της οριστικής υποταγής. Όσο οι άνθρωποι δε θα μπορούν να τα καταλαβαίνουν όλ’ αυτά, θάναι δυστυχισμένοι.
Τελικά ο Ιεροεξεταστής τον ελευθερώνει από τη φυλακή:
… ο ιεροεξεταστής σωπαίνει, περιμένει μια στιγμή την απάντηση του Κρατούμενου. Η σιωπή του, τον βαραίνει. Ο Κρατούμενος τον άκουγε όλη την ώρα έχοντας καρφωμένη πάνω του τη διαπεραστική κι ήρεμη ματιά του, φανερά αποφασισμένος να μην του απαντήσει. Ο γέρος θάθελε να του πει κάτι, έστω κι αν ήταν λόγια πικρά και σκληρά. Ξαφνικά ο Κρατούμενος πλησιάζει ήρεμα και σιωπηλός το γέρο και του φιλά τ’ άχρωμα χείλια του. Αυτή ήταν όλη κι όλη η απάντησή του. Ο γέρος τινάζεται, τα χείλια του τρέμουν. πάει στην πόρτα, την ανοίγει και του λέει : “Φύγε και να μην ξαναγυρίσεις πια… ποτέ πια !” Και τον αφήνει να φύγει μέσα στα σκοτάδια της πόλης. Ο Κρατούμενος φεύγει».
Το παραπάνω απόσπασμα από το διήγημα είναι πολύ σημαντικό και δείχνει ότι πρώτα απ ὅλα ο άνθρωπος πρέπει να οριστεί ως ένα ελεύθερο ον. Αυτό το σημείο τονίζεται έντονα από τον Ντοστογιέφσκι στη διήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στο έργο Αδελφοί Καραμαζώφ. Αυτό που ο Χριστός προσέφερε στον άνθρωπο, όπως αναγνωρίζει ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είναι ακριβώς το δώρο της ελευθερίας: ο Υιός του Θεού ήρθε για να μας ελευθερώσει. Αυτή η ελευθερία όμως, στα μάτια του γηραιού καρδιναλίου, είναι πολύ βαρειά, ένα φορτίο δυσβάστακτο για τους ανθρώπους, ένα επικίνδυνο κοφτερό σπαθί· το ανθρώπινο γένος θα ήταν ευτυχέστερο αν του αφαιρούσαν αυτό το δώρο. «Εμείς διορθώσαμε το έργο σου», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού. Από μία σκοπιά έχει δίκιο: η ελευθερία μας πολύ συχνά αποδεικνύεται ένα άσχημο δώρο. Όμως αν ο άνθρωπος είναι κάτι λιγότερο από ελεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι από άνθρωπος.
Ο Χριστιανισμός νοούμενος ως Εκκλησία συγκροτείται από πρόσωπα, τα οποία ελεύθερα πιστεύουν και ζουν «εν Χριστώ» και κατά Χριστόν. Εξάλλου βασική θέση της χριστιανικής διδασκαλίας είναι ότι το «αυτεξούσιον», δηλαδή η ελευθερία, μαζί με το λογικό αποτελούν τα σπουδαιότερα στοιχεία του «κατ’ εικόνα» Θεού δημιουργηθέντος ανθρώπου. Συνέπεια αυτής της βασικής διδασκαλίας είναι η ιδιαίτερη σημασία που δίνει ο Χριστός στην ελευθερία του προσώπου. Γι’ αυτό και σ’ αυτήν απευθύνεται η πρόσκλησή Του σε κάθε άνθρωπο: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Αλλά και όταν εθεράπευε κάποιον ασθενή αρχικά εξασφάλιζε την ελεύθερη συγκατάθεσή του: «θέλεις υγιής γενέσθαι;».
Η χριστιανική ελευθερία έχει άμεση και ουσιαστική σχέση με την αλήθεια, η οποία στην πληρότητά της αποκαλύφθηκε από το Χριστό σύμφωνα με τα λόγια Του: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» σε άλλη δε περίπτωση τονίζει: «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» .
«Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει εις την ενυπάρχουσαν εν τω ανθρώπω προσωπικήν αρχήν. Τα δύο ταύτα, το Πρόσωπον και η ελευθερία, είναι αρρήκτως ηνωμένα: Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, εκεί δεν υπάρχει Πρόσωπον. … Αυτός ο τρόπος αιωνίου υπάρξεως χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον» αναφέρει ο γέροντας Σωφρόνιος. Η ελευθερία είναι αγαθό δοσμένο από τον Θεό. Όπως ο Θεός είναι ελεύθερος, έτσι και τα όντα εκείνα που βούλεται να πλάσει «καθ’ ομοίωσίν» Του, θέλει να είναι ελεύθερα. Γιατί δεν θα μπορούσε να ομοιωθεί με τον ελεύθερο Θεό ένα πλάσμα που στερείται αυτή τη βασική ιδιότητα. Φυσικά η δική μας ελευθερία είναι περιορισμένη, (όπως το κάθε τι που έχουμε), εφ’ όσον είμαστε πεπερασμένα όντα, και μόνο του Θεού η ελευθερία είναι απεριόριστη.
Ο Θεός ποτέ δεν στερεί την ελευθερία του ανθρώπου , και στέρηση της ελευθερίας είναι το να κάνει θαυμαστές πράξεις ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό το λόγο μερικές φορές συμβούλευε ο Ιησούς τους θεραπευθέντες από αυτόν να μην πουν πουθενά για το γεγονός που έζησαν, γι’αυτό το λόγο δεν κατέβηκε από το σταυρό όταν τον προκαλούσαν οι Ιουδαίοι. Ο Ιησούς δεν καλεί τον άνθρωπο απλά να τον πιστέψει βλέποντας ένα θαύμα, αλλά να δημιουργήσει μια σχέση μαζί του, σχέση αγάπης η οποία δεν μπορεί να είναι γνήσια όταν υπαγορεύεται από τη στέρηση της ελευθερίας. Εξάλλου και ο διάβολος γνώρισε καλύτερα από κάθε άλλον τη θαυματουργική δράση του Ιησού και αναγνώρισε τη δύναμή του και όμως παρέμεινε διάβολος και πολέμιος του Θεού και του ανθρώπου.
Αναφέρεται στο Γεροντικό:
«Κάποτε ήλθον εις την Μονήν του Οσίου Παχωμίου μερικοί Ασκηταί αιρετικοί και παρεκάλεσαν τους Μοναχούς του θυρωρείου να διαβιβάσουν εις τον Παχώμιον τας εξής:
Είμεθα απεσταλμένοι από τον ιδικόν μας Πατέρα προς τον Γέροντα Παχώμιον να του είπωμεν, εάν πράγματι είναι άνθρωπος του Θεού και έχει πεποίθησιν ότι τον ακούει ο Θεός ας έλθη μαζί μας δια να περάσωμεν έτσι όπως είμεθα τον ποταμόν αυτόν, βαδίζοντες επάνω εις τα ύδατά του, ώστε να αντιληφθούν όλοι εκ του θαύματος αυτού ποίος έχει μεγαλυτέραν παρρησίαν προς τον Θεόν.
Οι αδελφοί έσπευσαν και ανέφεραν αυτά εις τον Όσιον Παχώμιον όστις με αγανάκτησιν τους είπεν:
Θεωρήσατε σοβαρά αυτά τα πράγματα, ώστε να καταδεχθήτε να τα προσέξετε; δεν εμάθατε ακόμη ότι αυτά δεν έχουν ουδεμίαν σχέσιν με τον Θεόν, και είναι ξένα προς τον Μοναχισμόν και τον Χριστιανισμόν;
Κατόπιν οι αδελφοί υπέβαλαν την κατωτέρω απορίαν προς τον άγιον Παχώμιον.
Πως λοιπόν είχον την τόλμην ενώ είναι αιρετικοί και ξένοι από την χάριν του Θεού, να σε προσκαλέσουν εις τόσον υψηλήν δοκιμασίαν, την θαυματουργίαν αυτήν;
Ναι, ακριβώς· το πρόβλημα αυτό, το να ίδωμεν δηλαδή ποίος θα θαυματουργήση και να συμπεράνωμεν εξ αυτού την κρίσιν του Θεού είναι φρόνημα αιρετικόν. Αυτοί κατά παραχώρησιν ίσως Θεού, θα ηδύναντο να διέλθουν τον ποταμόν ως δια ξηράς. διότι θα τους εβοήθει ο διάβολος· και θα τους εβοήθει δια να «δικαιώση» την πλάνην της ασεβείας των ενώπιον εκείνων, που στηρίζονται εις τοιαύτα εξωτερικά κριτήρια. Με το γεγονός αυτό του τοιούτου θαύματος θα ενισχύετο η πίστις προς τους αιρετικούς μερικών που έχουν απατηθή από τον διάβολον. Εις εμένα όμως δεν είναι αναγκαίον το θαύμα δια να πιστεύσω την αλήθειαν.
Πηγαίνετε λοιπόν να είπητε εις τους δυστυχείς αυτούς τα εξής:
Ο δούλος του Θεού Παχώμιος εις την πρότασίν σας απαντά· ο αγών μου δεν είναι πως να περάσω τον ποταμόν χωρίς να βραχώ, αλλά πως θα κατανοήσω το θέλημα του Θεού και πως, με την βοήθειάν Του να αποφύγω τας μεθόδους του πολυμηχάνου διαβόλου».
Διηγήθηκε ο γέρων Παίσιος : «Εδώ έρχονται πολλοί φοιτητές. Κάποτε είχαν έρθει καμιά δεκαριά και ζητούσαν να τους κάνω θαύμα. Επέμεναν πολύ. Σκέφτηκα με ποιόν τρόπο να βάλω μυαλό σε αυτά τα παιδιά. Τους είπα: Λοιπόν μπείτε στη σειρά για να σας κόψω τα κεφάλια. Μετά θα κάνω το θαύμα για να σας τα κολλήσω! Ν’ αραιώσετε λίγο, γιατί υπάρχει κίνδυνος να τα μπερδέψω. Έτοιμοι είστε; Θέλετε να δείτε το θαύμα; Οι νέοι αντέδρασαν αμέσως: “Όχι, όχι σε μας, πάτερ”, είπαν με μια φωνή».
Τον Δ΄ Αιώνα ζούσε στην Αίγυπτο ένας άγιος Γέροντας, που είχε και αυτός το χάρισμα των ιαμάτων· από αυτό είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη δόξα. Γρήγορα όμως παρατήρησε, ότι η υπερηφάνεια τον εξουσίαζε, και ότι δεν ήταν σε θέση να την νικήσει με τις δικές του δυνάμεις. Και τότε με πολύ θερμή προσευχή κατέφυγε στο Θεό. Και Τον παρακάλεσε να επιτρέψει να δαιμονισθεί· για να ταπεινωθεί. Και ο Θεός εισάκουσε το ταπεινό αίτημα του δούλου Του. Και άφησε τον σατανά να μπει μέσα του. Ο Γέροντας άφησε τον εαυτό του σε όλες τις επιθέσεις του διαβόλου. Αυτό κράτησε πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό του φορούσαν ράκη. Ο κόσμος, που προηγουμένως έτρεχε σ’ αυτόν και τον δόξαζε για μεγάλο άγιο, τώρα τον εγκατέλειψε! Όλοι έλεγαν, πως τρελάθηκε! Μα ο γέροντας απαλλαγμένος πια από την δόξα των ανθρώπων και την υψηλοφροσύνη, που τον μάστιζε εξ αιτίας της, ευχαριστούσε το Θεό που τον έσωσε.
Αυτό το οποίο έχει αξία είναι η σωστή σχέση με το θεό και το συνάνθρωπο και όχι η επιτέλεση θαυμάτων. Το θαύμα δεν είναι μαγεία ή ταχυδακτυλουργία αλλά έκφραση της επέμβασης του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και στην προσωπική ιστορία του καθενός μας. Θαύματα δεν κάνει ο Θεός για να τον πιστέψουμε και να γίνουμε οπαδοί του, αυτό είναι στέρηση ελευθερίας, η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία, επίσης δεν κάνει θαύματα για να μας κάνει τα χατήρια ή για να μας ανταμείψει για τις καλές μας πράξεις αλλά για να μας φανερώσει τον αληθινό μας προορισμό, που είναι η θέωση.