Ὅταν κάποιος προσκυνητής ρωτοῦσε τόν ὅσιο γέροντα Παΐσιο, γιατί δέν μπορεῖ νά χαρεῖ μέ τίποτα, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: “Ἐπειδή δέν δοξολογεῖς τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινεῖται στόν χῶρο τῆς δοξολογίας, χαίρεται μέ ὅλα… Ἄν θέλεις νά ζεῖς ζωή παραδεισένια ἀπό αὐτήν τήν ζωή, δές κι ἐσύ τίς εὐεργεσίες καί τίς πλούσιες δωρεές πού σοῦ δίνει ὁ Θεός καί ἄρχισε τό «δόξα σοί ὁ Θεός». Νά δοξάζετε τόν Θεό, γιατί σᾶς βοήθησε καί προοδεύσατε ἔστω καί λίγο, εἴτε ἐπειδή ἐσεῖς κοπιάσατε, εἴτε ἐπειδή σᾶς βοήθησαν οἱ ἄλλοι.” Μά καί ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, τόνιζε μέ κάθε εὐκαιρία: “Νά προχωρεῖτε σέ δοξολογία γιά ὅλα τά ὡραῖα, γιά νά ζεῖτε Τόν μόνον Ὡραῖον”.
Οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι δέν ἔλεγαν τίποτε διαφορετικό ἀπό αὐτό πού μᾶς διασώζει σύσσωμη ἡ Πατερική παράδοση μέσα ἀπό τίς ζωές καί τούς λόγους ὅσων ἀκολούθησαν ἐπ’ ἐλπίδι Ἀναστάσεως τόν Εὐαγγελικό Λόγο. Ζωή δίχως εὐχαριστία σημαίνει βίο ἀνώφελο, ἀχάριστο, χωρίς ἐλπίδα, χωρίς Χριστό. “Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε”, μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, περιγράφοντας τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητας, πού ζοῦσε στόν παλμό τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Θεία Λειτουργία πού ἀποτελεῖ τό κέντρο ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας κορυφώνεται μέ τήν Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πού ἀποκαλεῖται Θεία Εὐχαριστία. Λίγο πρίν, στήν εὐχή τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς διά τοῦ στόματος τοῦ ἱερέα, ὁμολογοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς ὕπαρξής μας τήν δοξολογία γιά τήν ζωή πού μᾶς χαρίστηκε, γιά τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα πού μᾶς δόθηκε: «Ἄξιον καί δίκαιον Σέ ὑμνεῖν, Σέ εὐλογεῖν, Σέ αἰνεῖν, Σοῖ εὐχαριστεῖν, Σέ προσκυνεῖν». Μέ τόν αἶνο αὐτό καταθέτουμε στόν πατέρα μας ὅλη μας τήν ὕπαρξη, τήν εὐγνωμοσύνη μας. Καί συνεχίζουμε: “Γιά ὅλα αὐτά, Ἐσένα εὐχαριστοῦμε, τόν Πατέρα καί τόν μονογενῆ σου Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα· γιά ὅλ’ αὐτά, ὅσα ξέρουμε κι ὅσα δέν ξέρουμε, γιά ὅσες βλέπουμε κι ὅσες δέν βλέπουμε εὐεργεσίες, πού ἔκαμες σέ μᾶς”.
Καί ὁ λαός ἀπαντᾶ, πάλι δοξολογικά: “Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶσαι Κύριε τῶν Δυνάμεων· γεμάτος ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ἀπό τήν δόξα σου. Σῶσε μας, ὕψιστε Θεέ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Σῶσε μας, ὕψιστε Θεέ”.
Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς εὐγνωμοσύνης καί ἡ δοξολογία στόν Θεό εἶναι τό κέντρο τῆς πίστης μας, τό περιεχόμενο γιά τήν ἐλπίδα μας. Τίποτε δικό μας δέν ἔχουμε. Αὐτός μᾶς δημιούργησε ἐκ τοῦ μή ὄντος, μᾶς ἀγαπᾶ παρ’ ὅλη τήν ἀστοχία μας, μᾶς συγχωρεῖ παρ’ ὅλα τά ἀσταμάτητα λάθη μας.
Κι ὅσο νοιώθουμε μυστικά αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή μας, θέλουμε νά κάνουμε πράξη τήν εὐχή πού ἔχουμε ἀκούσει λίγο νωρίτερα στήν Μεγάλη Συναπτή:”ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”. Ἄς ἀφήσουμε ὁ καθένας μας κι ὅλοι μαζί τόν ἑαυτό μας κι ὅλη μας τήν ζωή στόν Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μόνο ἔτσι κανείς προγεύεται τήν χαρά τῆς Βασιλείας. Νά ἀφήσουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ τήν ζωή μας, νά εὐχαριστοῦμε γιά τά πάντα, νά συναισθανθοῦμε ὅτι ἡ δοξολογία ὡς τρόπος ὑπαρξιακός, ἔμπρακτος, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πίστη καί ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική ἐπίκληση τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀχαριστία, ἡ γκρίνια, ἡ μεμψιμοιρία, μᾶς κάνουν νά ξεχνᾶμε στήν οὐσία τόν Θεό, μᾶς στρέφει στό σκοτάδι, μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μέ κακομαθημένα παιδιά πού ξέχασαν τόν δωρητή κι ἔτσι δέν μποροῦν πλέον νά χαροῦν οὔτε τό δῶρο, καθώς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ὅποιος γνωρίζει τόν Κύριο ὅπως πράγματι εἶναι, ὡς Θεό Ἀγάπης καί εὐσπλαγχνίας, καί πιστεύει σ’ Αὐτόν μέ τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ μικροῦ παιδιοῦ στόν πατέρα Του, ἐμπιστεύεται τήν ζωή του καί ἐπιθυμεῖ τήν ἴδια ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία νά τήν μεταδίδει στόν πλησίον, ἀφοῦ δωρεάν τήν ἔλαβε καί δωρεάν θέλει νά τήν δώσει (Μτθ. 10, 8). Ζεῖ καί εὐχαριστεῖ, ἀναπνέει καί δοξολογεῖ καί πάντα αἰσθάνεται ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄξιος τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ διαρκῶς πέφτει καί κάνει λάθη, μά καθώς σηκώνεται καί πάλι, θέλει κι ἄλλο νά ζεῖ τήν κάθε μέρα δοξολογώντας, εὐεργετώντας, ἀγαπώντας, μετανοώντας.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ Θεία μετάληψη λέγεται Θεία Εὐχαριστία, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ὀρθόδοξη πίστη δίχως Εὐχαριστία. Τρῶμε τήν σάρκα Του καί πίνουμε τό αἷμα Του γιατί Ἐκεῖνος μᾶς τό ζήτησε καί γιατί θέλουμε νά γίνουμε ἕνα μαζί Του, νά γίνει ἡ ζωή Του, ζωή μας.
Ψάλλουμε πρίν τόν καθαγιασμό τῶν Θείων Δώρων τό “Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καί δεόμεθά σου, (Ἐσύ εἶσαι) ὁ Θεός ἡμῶν”. Τό λέμε αὐτό γιατί καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο ὅλης τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι ὀφείλουμε νά ζοῦμε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, στήν χαρά καί τήν λύπη, στήν δοκιμασία καί στόν πειρασμό. Ζοῦμε δοξολογώντας τήν Χαρμολύπη. Χαιρόμαστε εύχαριστώντας ἔμπρακτα καἰ συνάμα λυπόμαστε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Παρακαλοῦμε καί εὐχόμαστε, δοξολογοῦμε καί χαιρόμαστε.
Κι ἀφοῦ κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, ἐπιθυμῶντας νά εἶναι κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας σάν κι αὐτή, ἀφοῦ ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι – καί πρέπει νά εἶναι – τό ἀποκορύφωμα τῆς ἑβδομάδας μας, δοξολογοῦμε καί πάλι διά τοῦ στόματος τοῦ ἱερέα: “Σέ εὐχαριστοῦμε, φιλάνθρωπε Δέσποτα, εὐεργέτη τῶν ψυχῶν μας, γιατί καί σήμερα μᾶς ἀξίωσες νά μεταλάβουμε τά ἐπουράνια καί ἀθάνατα μυστήριά Σου. Κάμε ἴσιο καί σωστό τόν δρόμο μας, στήριξέ μας ὅλους μέσα στόν φόβο Σου, φρούρησε τήν ζωή μας, στερέωσε τά βήματά μας· μέ τίς εὐχές καί τίς ἱκεσίες τῆς ἔνδοξης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας κι ὅλων τῶν Ἁγίων Σου. Γιατί Ἐσύ εἶσαι ὁ ἁγιασμός μας κι Ἐσένα δοξάζουμε, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες”. (Εὐχή πρίν τήν ἀπόλυση).