Ὁ χρόνος μας τρέχει γρήγορα, ἔχουμε ὀλίγο χρόνο γιά προσευχή καί εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί πού μᾶς κυκλώνουν ἀπό παντοῦ. Ἡ προσευχή δέν παραμένει πολύ καιρό στά χείλη μας καί εἶναι ὀλίγες οἱ πιθανότητες νά μπῆ στήν καρδιά. 

Πῶς νά ἐπαυξήσουμε τόν χρόνο τῆς προσευχῆς μας καί τί θά κάνουμε γιά ν᾿ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅπως λέγη ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ;
Θά ἤθελα ν᾿ ἀρχίσω μέ τά λόγια πού εὑρίσκονται στήν Ἀκολουθία τῆς κηδείας: «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Καί κάθε τί πού εἶναι στήν Ἐκκλησία, καθώς καί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ. 


Πολύ σκανδαλίζεται ὁ ἄνθρωπος στήν Δύσι· νομίζω, διότι δέν καταλαβαίνει. Προσπαθεῖ νά γίνη στήν Ἐκκλησία καλλίτερος ἄνθρωπος, προσπαθεῖ νά κάνη μία δικαιότερη κοινωνία, ἀλλά ξεχνᾶ πάρα πολύ ὅτι στό κάτω-κάτω Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά αὐτό πού ἀκολουθεῖ μετά τόν θάνατο. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά πεθάνη.


Ἡ ὑποδοχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ προσευχή καί κάθε τι πού μᾶς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐμπειρία αὐτῶν πού τά ἔζησαν, τῶν Πατέρων μας, εἶναι ὁ θησαυρός τῆς σιωπῆς, τῆς πτωχείας σ᾿ αὐτόν τό κόσμο, ὁ θησαυρός τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, θά ἔλεγα ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον.


Ὄχι μόνο ὅτι πεθαίνουμε σιγά-σιγά φθάνοντας στά γεράματα, ἀλλά μαθαίνουμε νά πεθαίνουμε ὡς πρός αὐτόν τόν κόσμο καί τίς συνήθειές του. Δέν ὑπάρχει λόγος περί θανάτου τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά λόγος γιά τό πνευματικό κέρδος τῆς ἄλλης ζωῆς. Μόνον ἐν ὅσῳ εἴμεθα στήν ζωή αὐτή ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε τήν ἄλλη. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν αὐτοκτονία.


Ἐπίσης ἡ ζωή αὐτή, ἰδιαίτερα μετά τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, ἔχει καί ἕνα ἄλλο ρόλο διφορούμενο μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς γίνεται καί ἕνας φραγμός, μᾶς τοποθετεῖ ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος μεταξύ αὐτῆς τῆς ζωῆς μας καί τῆς αἰωνίου. Γι᾿ αὐτό, ἡ ἄσκησις τῆς Ἐκκλησίας (κι ἐδῶ θά ἤθελα ν᾿ ἀπαντήσω καί στήν ἄλλη ἐρώτησι, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν ἄσκησι, δηλαδή, ἐάν αὐτή ἠμπορεῖ νά μᾶς βοηθήση στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ), εἶναι νά ἀποφύγουμε σιγά-σιγά τίς συνήθειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, στό μέτρο πού μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά νά διδαχθοῦμε κάτι ἀπό τήν ἄλλη ζωή. 


Ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν κόσμο αὐτό, εἰσερχόμεθα στήν μυστική ζωή, στήν ζωή τῆς καρδιᾶς, ὅπου εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος. Αὐτά τά βιώματα δέν εἶναι ψυχολογικές καταστάσεις· τά ζοῦμε στήν καρδιά, τά ζοῦμε μέ κατάνυξι, μέ ταπείνωσι, καί μέ ἄλλα βιώματα, τά ὁποῖα δέν συγχέονται μέ τά ψυχολογικά αἰσθήματα, διότι τά ζοῦμε πνευματικά καί τά ὁποῖα μᾶς εἰσάγουν στήν ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος.


Στίς ταραγμένες ἡμέρες μας εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά ἀρνηθῆς τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζῆς, διότι ὅλη ἡ καλλιέργεια τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας, στήν ὁποία προσπαθοῦμε ν᾿ ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ μυστικά μέσα στίς καρδιές μας, εἶναι λόγος χωρίς λόγο, χωρίς φωνή· τό Πνεῦμα κράζει χωρίς φωνή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἠμποροῦμε ν᾿ ἀκούσωμε ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς ζαλισμένης ζωῆς μας, διότι τό κάθε τι πρέπει νά γίνη γρήγορα, ὅλα πρέπει νά τελειώνουν, πρίν ἀκόμη καί ν᾿ ἀρχίσουν. 


Ἐπίσης καί ὁ π. Σωφρόνιος λέγει ὅτι δέν ὑπάρχουν δυσκολίες¬θέσεις στίς ὁποῖες ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά μήν εἶναι ἔγκυρος καί νά μήν εἶναι σέ θέσι νά σώζη. Δέν ὑπάρχει καί δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρχη ὅρος, πού νά ἐμποδίζη τήν σωτηρία, τήν βίωσι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί ἐδῶ θά ἤθελα νά εἴπω δύο πράγματα. 


Ἐάν ἠμποροῦμε νά ρυθμίσουμε ἔτσι τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, ὥστε νά δίνουμε, ὅπως λέγει ἡ ἐρώτησις, περισσότερο χρόνο στήν προσευχή, περισσότερη προσπάθεια, σίγουρα ναί. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς νά τό εἰπῶ, ἐπειδή ὁ καθένας σας ἔχετε διαφορετική ζωή τήν ὁποία δέν γνωρίζω. 


Δέν τήν γνωρίζω ἐπειδή ἐμεῖς στήν Δύσι ζοῦμε πολύ χειρότερα ἀπό ὅ,τι ζῆτε ἐσεῖς ἐδῶ. Ἡ Δύσις θά εἰσορμήση καί ἐδῶ καί πολύ φοβοῦμαι ὅτι θά βλέπετε καί ἐσεῖς ἐδῶ, ὅπως εἶναι ἡ κατάστασις ἐκεῖ.


Ἡ Δύσις δέν μέ συγκινεῖ σέ τίποτε. Ὁ χρόνος περνᾶ καί οἱ νέοι ἐρωτοῦν: «Ποῦ πηγαίνει αὐτός ὁ χρόνος; Γιατί φεύγει τόσο γρήγορα;» Καί σκέπτομαι ὅτι αὐτές εἶναι οἱ ἡμέρες πού ἔλεγε ὁ Χριστός ὅτι θά κολοβοθοῦν. Οἱ ἡμέρες ἐμίκρυναν, ἀλλά ἐάν καταβάλλουμε περισσότερες προσπάθειες, ἠμποροῦμε ν᾿ ἀρνηθοῦμε μερικά πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς μας, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ τροπρίου τῆς κηδείας πού ἐμνημόνευσα ἀνωτέρω, ὅτι τά πάντα εἶναι ματαιότης, ὅσα δέν παραμένουν μετά θάνατο. Ὁπότε, ἐάν ἐρωτήσουμε:


-Τί παραμένει μετά θάνατον;
Ἀπαντοῦμε: Ἐγώ κι αὐτό πού εἶμαι.
Ἐάν ἐγώ ἔγινα ἀγάπη, ὅτι ἀπομένει ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη παραμένει ἐδῶ στόν κόσμο. Ἀνάλογα μέ τό μέτρο τοῦ χρόνου πού δίνουμε γιά τήν προσευχή, ὑπάρχουν καί ἄλλες δυνατότητες. 


Ἰδού μία ἀπ᾿ αὐτές:

Ὁ σταυρός εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα, εἶναι ἡ πιό φοβερή παίδευσις, ὁ πιό μεγάλος ἐξευτελισμός γι᾿ αὐτούς πού πράττουν τίς μεγαλύτερες παρανομίες. Ἔτσι, ὁ Θεός, ἕνεκα τοῦ ἐλέους Του, ἐπῆρε ἐπάνω Του αὐτή τήν κατάρα καί δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτησε ὁ σταυρός τήν μεγαλύτερη τιμή στόν κόσμο, διότι ὁ σταυρός εἶναι τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου· εἶναι σημεῖον εὐλογίας, ὅπλον ἀνίκητον ἐναντίον τοῦ διαβόλου.


Γιατί εἶναι ἀνίκητον; Διότι εἶναι ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος λέγει: «Ἐάν δέν κάνης ὅπως σοῦ λέγω, θά βασανισθῆς καί θά πεθάνης» Ὁ βάσανος καί ὁ θάνατος εἶναι σταυρός, τόν ὁποῖον ὁ Θεός μετέτρεψε σέ ὅπλο ἀνίκητο γιά τήν σωτηρία μας.


Γι᾿ αὐτό εἶναι ὅπλο ἀνίκητο, διότι αὐτό ἦτο τό πρῶτο ὅπλο τοῦ κακοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός τό ἁγίασε καί τοῦ ἔδωσε τήν δύναμι νά εἶναι ὑπεράνω τοῦ κακοῦ. Γνωρίζετε ὅλοι σας, εἶμαι σίγουρος, πόση δύναμι ἔχει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν τό κάμνετε στήν κεφαλήν σας καί σέ κάθε πειρασμό σας. 


Μερικές φορές δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἰπῆτε τίποτε. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή μας. Ὁ σταυρός, ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη φέρουν τήν σωτηρία. 


Ἐνθυμοῦμαι κάποιον ἀγαπητό μου φίλο πού ἔλεγε, περίπου πρίν 25 χρόνια στόν π. Σωφρόνιο: «Σ᾿ ἐμᾶς στό μονα-στήρι ὁ πόνος εἶναι σωτήριος. Σ᾿ ἐσᾶς, στόν κόσμο, εἶναι μία παγίδα». Καί ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ ἀπήντησε: «Τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές πού λέγεις; Κάθε πόνος μπορεῖ νά εἶναι σωτήριος. Ἀλλά μέ ποιό τρόπο; Θά ἀπαντήσω τώρα ἐπανερχόμενος στήν ἄσκησι.

Τί εἶναι ἄσκησις; Εἶναι ἡ δύναμις νά μεταβάλλης αὐτό πού εἶναι θνητό, σίγουρα μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. (ἀναφέρομαι εἰδικά στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στήν Θεία Κοινωνία, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνουμε ἀπό πνευματική πεῖνα).


Μόνο μέ τά μέσα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του ἀρχίζουμε νά ζοῦμε μιά ζωή στήν ὁποία ἡ ταπείνωσις γίνεται σωτηριώδης. Βλέποντας σέ σένα τόν πόνο, τήν ἀδυναμία, τήν ἁμαρτία σου, μπορεῖς νά καταλάβης τόν ἁμαρτωλό, τόν πλησίον σου· μπορεῖς νά συμπαθήσης τόν δυστυχῆ πλησίον σου, ἐπειδή γνωρίζεις σύ ὁ ἴδιος τί σημαίνει δοκιμασία, τί σημαίνει ἁμαρτία καί ἀδυναμία.


Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει νά μή ἀπομονώμεθα καί νά μή κρυβώμεθα μόνο στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά εἴμεθα ἀνοικτοί καί νά ἐξομολογούμεθα. Αὐτό εἶναι μία μορφή ἀσκήσεως, δηλαδή ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου βλέπουμε τί εἶναι σ᾿ ἐμᾶς, γιά νά καταλάβουμε κατόπιν τήν δοκιμασία τοῦ πλησίον μας.


Ἀκόμη κι ἕνας ἄλλος νόμος τόν ὁποῖον μᾶς ἀπεκάλυψαν οἱ ἀσκηταί Πατέρες εἶναι αὐτός: Ἐάν κρίνουμε τόν πλησίον μας καί δέν μετανοοῦμε γιά τήν κρίσι αὐτή, μέ σιγουριά θά πέσουμε κι ἐμεῖς στό ἴδιο ἁμάρτημα, ἐνωρίτερα ἤ ἀργότερα. Γιατί; Διότι, ἐάν δέν ἠμποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας, τουλάχιστον νά τόν συμπαθήσουμε. Ἐάν ἐμεῖς νομί¬ζουμε ὅτι στεκόμεθα καλά, ὅμως ὁ Θεός θ᾿ ἀποσύρη τό χάρι Του γιά νά ἰδοῦμε τί εἴμεθα.


Καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου φθάνουμε στήν κατάστασι, ἐάν δέν τήν ἐκάναμε ἀπό τήν ἀρχή, νά συμπαθοῦμε καί νά προσευχώμεθα γιά τόν πλησίον μας.


Προσευχόμενοι γιά τόν πλησίον μας καί συμπαθοῦντες αὐτόν, ἐπειδή γνωρίζουμε τίς δοκιμασίες ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν του, γινόμεθα αὐτό τό ὁποῖο μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Χριστό στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του, ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας Ἀρχιερεύς ὁ ὁποῖος συγκατατέθηκε ἐπειδή ἐγνώρισε τίς ἁμαρτίες μας, διότι πειράσθηκε μέ ὅλους τούς τρόπους, ὅπως καί ἐμεῖς, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία (Ἑβρ.2,18). 


Διότι Αὐτός, ἐνῶ εἶναι ἅγιος ἐξ ὑπαρχῆς, ἐπειδή ἦτο καί Θεός, φανερώνει στόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ὄχι στόν ἁμαρτωλό. Αὐτός ἦτο ἅγιος. Καί τί σημαίνει ἦτο ἅγιος; Σημαίνει, στήν περίπτωσι αὐτή, ὅτι μπορεῖ νά συμπαθήση ἐμένα τόν ἁμαρτωλό, παρότι Αὐτός δέν εἶναι ἁμαρτωλός. 


Ἐάν μάθω κι ἐγώ αὐτή τήν σοφία, ὁμοιάζω μέ τόν Θεό. Ἐάν ὄχι, μέ ἀφήνει ὁ Θεός, ὅπως τόν ἄσωτο γυιό νά πέσω στήν ἁμαρτία καί νά μάθω διά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ πόνου, τί σημαίνει νά εἶναι κάποιος ἁμαρτωλός γιά νά ἠμπορῶ ἔτσι νά συμπαθήσω τόν πλησίον μου. Καί τότε ἔζησα τήν θλῖψι, ἀλλά ἔκαμα καί τήν ἁμαρτία καί τό πάθος σάν ἕνα εἶδος ἰδικής μου δόξης καί πλούτου. 


Ἐπειδή ἐπλούτισα μέ τήν γνῶσι τῆς ζωῆς τοῦ πλησίον μου, ὁπότε πλησίον δέν εἶσαι μόνο ἐσύ, πού τώρα σέ βλέπω, ἀλλά ὁ Ἀδάμ, τόν ὁποῖον δέν ἐγνώρισα καί τούς ἀνθρώπους ὅλων ἀπό τότε τῶν αἰώνων καί τίς ψυχές πού ἦλθαν μέχρι τώρα καί οἱ ἄλλες πού θά ἔλθουν μετά ἀπό μένα. Καί ἑνούμεθα σ᾿ αὐτή τήν συμπάθεια καί τήν προσευχή ὁ κάθε ἄνθρωπος καί γινόμεθα ἱερεῖς, ἐργαζόμεθα αὐτή τήν ἱερωσύνη, τήν ὁποία ἐλάβαμε διά τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος.


Συνεπῶς, ὅλες οἱ δοκιμασίες εἶναι δυνατόν νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν σωτηρία, ἐάν κι ἐμεῖς ζοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἐάν δηλαδή ἐπιστρέ¬φουμε πρός τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί πρός τόν πλησίον μας διά τῆς κατανοήσεως τῶν συμφορῶν καί δοκιμασιῶν του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτόν σου. Ὄχι μέ αὐτή τήν σκανδαλώδη λογική: Ὅσο μ᾿ ἀγαπᾶ κάποιος τόν ἀγαπῶ καί ἐγώ. 


Ὁ Σωτήρ μᾶς εἶπε νά μισοῦμε τόν ἑαυτό μας. Τότε δέν ἀγαπῶ τόν πλησίον σάν τόν ἑαυτό μου, ἀλλά τόν ἀγαπῶ σάν ἕνα ἄλλο ἐγώ, ζῶ σ᾿ αὐτόν αὐτό πού ἔζησα στόν ἑαυτό μου, δηλαδή ἀνοίγω τήν ψυχή μου καί ζῶ μέσα μου μέ τόν πλησίον μου, διότι τόν αἰσθάνομαι ἔτσι. 


Ζῶ κι ἐγώ σ᾿ αὐτόν, ἀνοίγοντας τήν καρδιά μου πρός αὐτόν τό μυστικό μου (πολλές φορές δέν πρέπει νά τό μαρτυροῦμε) καί ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού τόν πλησίαζω καί τόν βλέπω ἀνάλογα τόν κερδίζω, διότι αὐτός ζῆ στήν καρδιά μου καί ἐγώ ζῶ στήν καρδιά του. Καί ἡ καρδιά του καταλαβαίνει, ἔστω κι ἄν ἐγώ δέν τοῦ εἶπα τίποτε.


Θά ἤθελα νά τελειώσω τήν παράγραφο αὐτή μέ μία διαπίστωσι: Παρετηρήσατε ὅτι ἀπό τούς πλουσίους δέν πλουτίζετε (ἐγώ περετήρησα αὐτό τό πρᾶγμα πολλές φορές). Τό μοναστήρι δεχόταν πάντοτε βοήθειες ἀπό τούς πτωχούς καί ὄχι ἀπό τούς πλουσίους. 
Πλούσιοι καί πτωχοί δέν γνωρίζουν νά ἀλληλοσυμπαθοῦνται· οἱ πτωχοί ὅμως δίδουν μέσα ἀπό τήν πτωχεία τους, ὅπως ἔδωσε καί ἡ χήρα τό δίλεπτο. Εἴδατε πῶς τό λέγει ἐκεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἐκύτταζε ὅλους αὐτούς πού ἔρριχναν χρήματα στό ταμεῖο τοῦ ἱεροῦ.


Ὁ Εὐαγγελιστής λέγει ὅτι μερικοί ἔρριχναν πολλά χρήματα, ἐπειδή ἦσαν πλούσιοι, ἀλλά αὐτή ἡ πρᾶξις τους δέν τόν ἐντυπωσίασε καθόλου, ἀλλά ἡ χήρα, ἡ πτωχή, ἡ ὁποία ἔριξε δύο λεπτά, τά ὁποῖα δέν εἶχαν σχεδόν καμμία ἀξία (Λουκ.21,1-4). Καί ὁ Κύριος σταμάτησε γιά νά ὁμιλήση μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν προσφορά της, ἐπειδή τό δίλεπτο αὐτό οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.


Ἡ Ἐκκλησία δέν κτίζεται μέ κεραμίδες, πέτρα καί τσιμέντο, ἀλλά μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ γυναῖκα αὐτή ἦτο μία κεραμίδα· αὐτή εἶναι τό τσιμέντο τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καί σάν κι αὐτή μπορῶ νά γίνω, ἄν θέλω, κι ἐγώ. Καί ὅταν λέγω ἐγώ ἐννοῶ καί σένα καί τόν κάθε πιστό Χριστιανό.


***


Γέροντος Ραφαήλ Νόικα
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία 
καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό

Μετάφρασις – ἐπιμέλεια ὑπό ἀδελφῶν 
Ἱερᾶς Μονῆς Ὅσιου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους 
2005