«Οὐκ ἐπʼ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Δευτ. 8,3· Ματθ. 4,4· Λουκ. 4,4)
ΟΜΙΛΩ, ἀγαπητοί μου, πολὺ ἁπλᾶ. Καὶ αὐτό, γιατὶ θέλω νὰ μὲ καταλαβαίνῃ καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος. Ἀλλὰ σήμερα, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μιλήσω λίγο ὑψηλότερα, καὶ παρακαλῶ νὰ ἔχω τὴν προσοχή σας.
Ὁ λόγος εἶνε περὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς, ἔμψυχο ἄγαλμα, «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26) τοῦ Πλάστου.
Εἶνε σύνθετος· ὕλη ὁρατὴ καὶ πνεῦμα ἀόρατο. Ὕλη εἶνε τὸ σῶμα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα, ποὺ διαρκῶς φθείρονται κατὰ τὸ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (ἔ.ἀ. 3,19). Ἀλλὰ τί σοφία στὴν σύνθεσί τους! Ὅλα τὰ ὄργανα λειτουργοῦν μὲ θαυμαστὸ συντονισμό. Καὶ τὸ τελευταῖο κύτταρο, ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια ποὺ ἔχει τὸ σῶμα, εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο.
Θαυμαστὸ τὸ σῶμα. Ἀλλὰ πιὸ θαυμαστὸ εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους ὀνομάζεται ψυχή. Ἔχουμε ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει; Ὑπάρχουν ἐκδηλώσεις της. Ὅπως ὁ ἀέρας εἶνε ἀόρατος, ἀλλὰ γίνεται αἰσθητὸς ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά του, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της μὲ κάτι ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς σ’ αὐτήν· καὶ αὐτὸ εἶνε οἱ ἰδέες. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἰδέες· τὰ ζῷα εἶνε χωρὶς ἰδέες.
Ἰδέες ἀμέτρητες, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ψυχή, ἀπὸ τὶς κατώτερες ἕως τὶς ἀνώτερες. Ἡ ἰδέα λ.χ. τοῦ ἔρωτος, τοῦ ἁγνοῦ ἔρωτος, – ποιός μπορεῖ νὰ τὴν ἀγνοήσῃ; Ἡ ἰδέα τῆς οἰκογενείας – ποιός μπορεῖ νὰ τὴν ἀμφισβητήσῃ; Ἡ ἰδέα τῆς πατρίδος, καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὴ λέγεται Ἑλλάς. Ἡ ἰδέα τῆς ἀλληλεγγύης, ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης, ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης, ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἰδέα τῆς ἀληθείας, ἡ ἰδέα τῆς ἐλπίδος, ἡ ἰδέα τῆς ἀγάπης, ἡ ἰδέα τῆς ἁγιότητος, ἡ ἰδέα… Πλῆθος ἰδέες.
Προχωρώντας ποῦ φθάνουμε; Στὴν κορυφή.
Τὸ κέντρο καὶ ἡ πηγὴ τῶν ἰδεῶν, ὁ ἄξων πέριξ τοῦ ὁποίου στρέφονται ὅλα, εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἰδέα τῶν ἰδεῶν, τὸ ὄντως Ὄν. Αὐτὸς κρατάει τὸν κόσμο ὅλο, ὅπως ἡ κλωστὴ τὶς χάντρες στὸ κομπολόι. Ἔσπασες τὴν κλωστή; σκόρπισαν οἱ χάντρες. Κλωστὴ οὐράνιος, ποὺ συνέχει τὰ πάντα, εἶνε ὁ Θεός. Ἀφαίρεσες τὴν ἰδέα – τὴν πραγματικότητα αὐτή; ὅλα διαλύονται· μένουν μόνο ὡς ἰδέες, σκιές, πλάσματα φαντασίας. Δὲν εἶνε οἱ ἰδέες ποὺ ἐφύτευσε στὴν καρδιά μας ὁ Θεός.
Ἀλλὰ ποῦ βρέθηκε ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἰδέα ἔμφυτος, ὄχι ἐπίκτητος ὅπως λένε οἱ μαρξισταί. Σὲ ὁποιαδήποτε γωνία τῆς γῆς κι ἂν μεταβοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἰδέα θεοῦ – ἀσχέτως ἂν ἐκεῖνο ποὺ λατρεύεται εἶνε εἴδωλο (ξύλο, σίδερο, χαλκός, ἄγαλμα, θάλασσα, ποταμός…). Ἡ ἰδέα τῆς θεότητος ὑπάρχει, ἔστω καὶ ἀναμεμειγμένη μὲ εὐτελῆ στοιχεῖα, προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Εἶνε ὅπως ὁ χρυσός, ποὺ βρίσκεται ἀνακατεμένος μὲ εὐτελῆ ὑλικὰ καὶ πρέπει νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ καμίνι γιὰ νὰ γίνῃ καθαρός.
Τὸ καμίνι, ποὺ καθάρισε τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παρουσίασε γνησία, εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε· «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 17,3). Αὐτὸ δυστυχῶς λίγοι τὸ καταλαβαίνουν, πολλοὶ λίγοι. «Οἷς δέδοται» (Ματθ. 19,11).
* * *
Ἕνας ποὺ κατάλαβε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, τὸ αἰσθάνθηκε καὶ τὸ ἔζησε, εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Συνέλαβε τὴν ἰδέα αὐτή· ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος τῶν ὄντων εἶνε ὁ Θεός, ὁ Χριστὸς ὁ ἐλθὼν «ἐν σαρκὶ» εἰς τὸν κόσμον (Α΄ Ἰωάν. 4,2· Β΄ Ἰωάν. 7). Ἔζησε σὲ περιβάλλον εἰδωλολατρικὸ καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης. Καὶ πῶς ἔγινε Χριστιανός; Σ’ αὐτὸ συνετέλεσε ἡ ἁγία του μητέρα, ἡ ὁποία τὸν ἐπότισε μὲ τὸ γάλα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Μὰ πρὸ παντὸς συνετέλεσε κάτι ὑπερφυσικὸ ποὺ εἶδε – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους. Μέρα μεσημέρι εἶδε στὸν οὐρανὸ ἀστέρια νὰ συμπλέκωνται καὶ νὰ δημιουργοῦν φωτεινὸ σταυρὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ». Ἀπὸ τότε ὁ Κωνσταντῖνος πίστεψε καὶ ἄλλαξε. Ἀφαίρεσε ἀπὸ τὶς σημαῖες τῶν λεγεώνων του τὰ σύμβολα τῆς εἰδωλολατρίας· ἔβαλε στὴ σημαία του τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ σὲ μία γέφυρα τοῦ Τιβέρεως, ὁ μικρὸς στρατός του κατενίκησε τοὺς ἀντιπάλους. Ἐκεῖ, παρὰ τὴν Μουλβία γέφυρα, νίκησε ἡ ἰδέα· ἡ δὲ ἰδέα ἦταν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος.
Ἔτσι βγῆκε νικητής. Καὶ ἡ ἰδέα αὐτὴ ἐτέθη ὡς θεμέλιο τοῦ νέου βασιλείου. Μετέφερε τὴν ἕδρα του ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὕψωσε κολώνα, τὸ ὑψηλότερο κτίσμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ στὴν κορυφὴ ἔβαλε σταυρὸ ποὺ ἐφωταγωγεῖτο τὴ νύχτα καὶ τὸν ἔβλεπαν ὅλοι. Τέτοια ῥίζα εἶχε τὸ βασίλειό του, ποὺ ἔζησε χίλια χρόνια καὶ ὑπῆρξε παράγων ἐκπολιτισμοῦ, ὁ φάρος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, παρ᾽ ὅλες τὶς σκιὲς καὶ ἀτέλειές του, ὅπως κάθε ἐπίγειο βασίλειο.
Τέλος ἦρθε ἡ ἀποφρὰς ἡμέρα, ἡ 29η Μαΐου 1453. Οἱ ὀρδὲς τῶν Τούρκων ὥρμησαν, πολιόρκησαν τὴν Πόλι. Κι ὅταν τὴν κατέλαβαν, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν ἦταν νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας τὸν σταυρὸ καὶ νὰ στήσουν ἐκεῖ τὴν ἡμισέληνο. Ἀπὸ τότε ἄρχισε μακρὰ νύκτα δουλείας τεσσάρων αἰώνων.
Ποιός, ἐρωτῶ, ὡδηγοῦσε τὸ γένος μας κατὰ τὸ διάστημα αὐτό; ποιός ἦταν ὁ ἄσβηστος πολικὸς ἀστέρας του; Ἡ ἰδέα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰδέα τῆς πίστεως, ὅτι «πάλι μὲ χρόνια – μὲ καιροὺς, πάλι δικά μας θά ’νε». Ἑβδομήντα ἐπαναστάσεις ἔκαναν οἱ Ἕλληνες, γιὰ ν’ ἀποτινάξουν τὸ ζυγό. Ἕως ὅτου ἦρθε ἡ εὐλογημένη ἡμέρα τῆς 25ης Μαρτίου 1821 καὶ κατώρθωσαν ν’ ἀποτινάξουν τὰ δεσμὰ τῶν τυράννων.
Καὶ μετὰ τὸ ’21 πάλι ἡ ἰδέα ἐπικρατοῦσε. Ποιά ἰδέα, τὸ ψωμί; «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος…» (Δευτ. 8,3· Ματθ. 4,4· Λουκ. 4,4). Οἱ πατέρες μας ἠλεκτρίζοντο ἀπὸ τὴ λεγομένη «μεγάλη ἰδέα», νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ λειτουργήσουμε πάλι στὴν Ἁγια-Σοφιά. Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἠλεκτριζόμενοι ἀπὸ τὴν ἰδέα αὐτή, ἔφθασαν μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους μέχρι Σόφια, μέχρι Κωνσταντινούπολι, σχεδὸν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ διχόνοια, τὸ αἰώνιο ἐλάττωμα τῆς φυλῆς, ἔθαψε στὰ νερὰ τοῦ Σαγγαρίου τὴ «μεγάλη ἰδέα».
* * *
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε σήμερα κάποια ἰδέα νὰ μᾶς ἐμπνέῃ; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ―πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξι, τὸ ἐμπόριο, τὸν τουρισμό, τὴν εὐημερία, τὰ ὑλικὰ ἐν γένει (γεφύρια, λιμάνια, ἐργοστάσια, τεχνολογία)―, τί εἶν’ ἐκεῖνο ποὺ ἠλεκτρίζει σήμερα τὸν Ἑλληνικὸ λαό; Λυπηρὰ ἡ κατάστασις. Πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ ἔθνος ἰδανικό, τὸ ἄτομο νὰ ἔχῃ ἰδεώδη, ἡ οἰκογένεια νὰ ἔχῃ ἀρχές. Ἔθνη χωρὶς ἰδέες, ἔστω καὶ ἐσφαλμένες, ἀποθνῄσκουν. Ἡ ἰδέα τοῦ Μὰρξ εἶνε ἐσφαλμένη, ἀλλὰ συγκλονίζει. Ἡ Ἑλλὰς ποιά ἰδέα ἔχει; Νὰ σᾶς τὸ πῶ; «Φάγομεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α Κορ.15,32). Στόμαχος, κοιλιά, ἔντερα, ὕλη· πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη τί; Ἑλλάς, ποιό εἶνε τὸ ἰδανικό σου; Δὲ θ’ ἀπαντήσω ἐγώ· θ’ ἀπαντήσουν τρεῖς σπουδαῖοι ἄνδρες.
Πρῶτος ὁ Κοραῆς. Γέρος 90 ἐτῶν στὸ Παρίσι, ἔμαθε ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερώθηκε, καὶ μία ἀντιπροσωπία Ἑλλήνων πῆγε καὶ τὸν ρώτησε· ―Τώρα ποιό σύνταγμα νὰ υἱοθετήσουμε; τὸ γαλλικό, τὸ ἐγγλέζικο, τὸ ῥωσικό; Σηκώθηκε, πῆρε ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη του τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ λέει· ―Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ ἰδεῶδες σύνταγμα!
Ποιό τὸ ἰδανικό μας; Ἀπαντᾷ ὁ ῾Ρῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, προφήτης ὄχι μόνο τοῦ ῾Ρωσικοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Τί εἶπε· Ἡ Ὀρθοδοξία, εἶνε τὸ μεγάλο φῶς, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φωτίσῃ.
Καὶ τέλος ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν, ἡ φωνὴ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος μᾶς λέει· Ἐγὼ ἔδωσα σύμβολο στὸ κράτος μου τὸν σταυρό, καὶ χίλια χρόνια ἐφώτιζε· σεῖς θὰ τὸ ἐγκαταλείψετε;
Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ σταυρός πρέπει νὰ παραμείνουν τὸ ἰδανικὸ καὶ τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ λευτεριά, ἰσότης, δικαιοσύνη, ἀλήθεια, εἰρήνη, παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ σκλαβιά, ἀνισότης, ἀδικία, ψέμα, πόλεμος, κόλασις. Καὶ ὄντως κόλασι ζοῦμε σήμερα, γιατὶ ξεχάσαμε τὸ Χριστό. ῾Ρίπτω λοιπὸν τὸ σύνθημα· Χριστὸς στὴν οἰκογένεια, Χριστὸς στὸ σχολεῖο, Χριστὸς στὰ δικαστήρια, Χριστὸς στὸ στρατό, Χριστὸς στὴν ἀγορά, Χριστὸς στὴν πολιτική, Χριστὸς στὴ βουλή. Τότε θὰ γίνουμε τὸ πιὸ εὐλογημένο ἔθνος. Παντοῦ Χριστός! Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 21-5-1985)