Ὁ ὕπνος ποὺ χαλαρώνει καὶ ὁ ὕπνος τῆς ἁμαρτίας
γράφει γιὰ τὴν « ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
. Ἡ μετάνοια εἶναι θεῖο δῶρο στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποκτᾶται μόνο μὲ διάθερμη, καρδιακὴ προσευχή. “Τὸ σφάλλεσθαι ἀνθρώπινον, τὸ δὲ μετανοεῖν θεῖον δῶρον”, μᾶς λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Μόνον ὅταν ἡ Θεία Χάρις φωτίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ δεῖ τὴ θεία ὡραιότητα καὶ τὴ δική του ἀσχήμια, μόνο τότε εἶναι δυνατὴ ἡ μετάνοια, ἡ ἀλλαγὴ τοῦ φρονήματος καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς. Τότε ὁ νοῦς ἀφήνει τὰ χαμερπῆ, τὰ ὑλικά, τὰ μάταια, τὰ νεκροποιὰ καὶ ἁρπάζεται στὰ οὐράνια, στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα.
. Xωρὶς τὴ Θεία Χάρη, τὴν ὁποίαν ἕλκει ἡ ταπείνωση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀπροκάλυπτη παραδοχὴ τῆς ἀναξιότητάς της νὰ εἰσέλθει εἰς τὸν Νυμφῶνα, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σωτηρία.
. Ὁ Μέγας Κανὼν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Ἐπισκόπου Κρήτης κεντρικὴ ἰδέα ἔχει τὴ Μετάνοια. Σὲ αὐτὸν ὁ Ποιητὴς ἀνατρέχει σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης προβάλλοντας τόσο τὶς καλὲς πράξεις τῶν δικαίων πρὸς μίμηση ὅσο καὶ τὶς κακὲς τῶν ἀδίκων πρὸς ἀποφυγή. Τὴ μετάνοια θεωρεῖ ὁ Ποιητὴς θύρα τοῦ Παραδείσου, γι᾽ αὐτὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ τροπάριά του μᾶς παιδαγωγεῖ παροτρύνοντας μας ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἔχουμε καρποὺς μετανοίας, νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὴ συντετριμμένη καρδιά μας ἀναγνωρίζοντας τὴν πνευματική μας πτωχεία. Ὁλόκληρο τὸ πένθιμο καὶ κατανυκτικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀριστουργήματος αὐτοῦ συνοψίζεται στὸ Τροπάριο:
Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;
Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός, ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
. Δηλαδή, Ψυχή μου, γιατὶ κοιμᾶσαι; Ξύπνα, πλησιάζει τὸ τέλος σου καὶ θὰ θορυβηθεῖς ὅταν αὐτὸ ἔλθει. Σύνελθε, λοιπόν, γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Χριστός, Αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ γεμίζει τὴν Πλάση μὲ τὴν παρουσία Του.
. Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι στὴ ζωή μας. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσιολογικὸς ὕπνος, ὁ ὕπνος ποὺ μᾶς χαλαρώνει ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς ἡμέρας καὶ ὅλοι μας τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἄγρυπνος μένει μόνον ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς Ἁγίους Του Ἀγγέλους, καὶ αὐτοὺς πάντοτε ξάγρυπνους, νύχτα καὶ ἡμέρα ἐποπτεύουν τὰ σύμπαντα. Ἀγρυπνεῖ ἐπίσης καὶ ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν μετανοεῖ γιὰ τὸν ἑωσφορικό του ἐγωϊσμὸ καὶ παραμένει πνεῦμα τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ περιγραφει καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό, στὸ ὁποῖο ὀ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι δὲν κοιμᾶται :
. Κάποιος Ἐρημίτης εἶχε τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μιὰ φορὰ συνομιλώντας μαζί τους ζήτησε νὰ μάθει τί φοβοῦνται περισσότερο καὶ ἀναγκάζονται νὰ φύγουν, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ´ 21).
–Μήπως τὴ νηστεία; Ρώτησε κάποιο ἀπὸ αὐτά.
–Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνουμε ποτέ.
–Μήπως τὴν ἀγρυπνία;
–Ἐμεῖς δὲν κοιμώμαστε καθόλου.
–Μήπως τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά.
–Σπουδαῖο πράγμα τάχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
–Σὲ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσεις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάσει, ἐπέμενε ὁ Γέροντας Ἐρημίτης.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμη βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει:
–Ἡ ταπείνωση, ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια.
. Κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου. Ἀκόμη καὶ ὁ Χριστός μας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶναι ἀναγκαῖος καὶ ἀποτελεῖ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τονώνει καὶ μᾶς ξεκουράζει. Χωρὶς αὐτὸν δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τοὐναντίον ἡ ἀϋπνία εἶναι μαρτύριο καί, δυστυχῶς, ἀποτελεῖ τὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι τοῦ ἄγχους καὶ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν χωρὶς τὴ Θεία συνέργεια δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν, παίρνουν χάπια, πίνουν ποτά, καταφεύγουν σὲ ἐξαρτησιογόνες οὐσίες. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο ποὺ μᾶς δίνει, «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶναι αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε τὸν Κυριό μας στὸ Ἀπόδειπνο: «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶναι ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
. Ἂν παρατηρήσουμε, θὰ δοῦμε ὄτι ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν κοιμόμαστε δὲν ἔχουμε αἴσθηση τί γίνεται γύρω μας. Μπορεῖ κάποιοι νὰ συνομιλοῦν, μπορεῖ νὰ μποῦν κλέφτες στὸ σπίτι, μπορεῖ αὐτὸ νὰ πάρει φωτιὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ καεῖ ζωντανὸς ζαλισμένος μέσα στοὺς καπνούς καὶ τὶς ἀνθυμιάσεις. Ὅταν ἐπίσης καθεύδουμε στὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ἠθικὲς ἀνατάσεις καὶ βρισκόμαστε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ξάγρυπνου πάντοτε διαβόλου, ποὺ κλέβει τὸν πολύτιμο μαργαρίτη τῆς ψυχῆς μας μὲ λογισμοὺς καὶ σκέψεις καὶ μὲ φαντασιώσεις ποὺ καταλήγουν σὲ ἐφάμαρτες πράξεις.
. Στὸν ὕπνο μας πάλι βλέπουμε ὄνειρα, φανταστικὰ ποὺ πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Οἱ πεινασμένοι καρβέλια ὀνειρεύονται, οἱ γυμνοὶ ροῦχα, οἱ νεαρὲς κοπέλλες καὶ οἱ νέοι τὴν ὥρα τοῦ γάμου τους καὶ οἱ ἡλικιωμένοι τὰ νεανικά τους παιχνίδια. Ὅλα, ὅμως, εἶναι ὄνειρα ἀπατηλά, ὅπως ὄνειρο εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωή μας, ἡ ὁποία διαρκεῖ ὅσο ἕνα ὄνειρο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ὅτι εἶναι «πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα».
. Ἐμεῖς κοιμόμαστε, ἀλλὰ ὁ κίνδυνος ἐλλοχεύει. Ἡ ἐγρήγορση μᾶς τὸν ἀπομακρύνει καὶ μᾶς σώζει ἀπὸ πτώσεις καὶ ἀνεπιθύμητες καταστάσεις σωματικὲς καὶ πνευματικές.
. Κάποτε ὡς νέος ἀποφάσισα νὰ πάω ἕνα ταξίδι ἔχοντας στὸ αὐτοκίνητο ἕνα ἀντίσκηνο. Ἔφθασα σὲ κάποιο ἄγνωστο μέρος γύρω στὰ μεσάνυκτα καὶ ἔνοιωθα κουρασμένος. Σταμάτησα σὲ μία ἄκρη καὶ ἔστησα τὸ ἀντίσκηνο μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς φακοῦ. Ἀμέσως ξάπλωσα καὶ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ ἀκούω κορνάρισμα συνοδευόμενο ἀπὸ φῶτα, ποὺ φώτιζαν τὸ ἀντίσκηνο. Ξύπνησα ἀμέσως καὶ βγαίνοντας ἔξω βλέπω ἕνα τρακτὲρ μποροστά μου καὶ τὸν ὁδηγό του νὰ μοῦ φωνάζει:
-Καλὰ δὲν ἔβλεπες ὅτι ἔστησες τὴ σκηνή σου μέσα στὸ δρόμο. Ἂν δὲν ἤμουν προσεκτικὸς τώρα θὰ ἤσουν μακαρίτης.
. Μέσα στὴ νύχτα εἶχα ἀπρόσεχτα στήσει τὸ ἀντίσκηνο στὴ μέση ἑνὸς ἀγροτικοῦ δρόμου καὶ κινδύνευα νὰ σκοτωθῶ προκαλώντας ἀτύχημα καὶ σὲ ἄλλους.
. Κοιμόμαστε ὅλοι μας, δυστυχῶς, σὲ ἐπικίνδυνα μονοπάτια καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἐγγύς. Δὲν τὸ νοιώθουμε, γιατὶ ὁ ὕπνος μας εἶναι βαθύς. Ποιός καὶ πῶς θὰ μᾶς ξυπνήσει; «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;» Μᾶς ξυπνάει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸν Πέτρο ξύπνησε τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὅπως τὸν Παῦλο, ποὺ ἀπὸ διώκτης ἔγινε Ἀπόστολος, ὅπως τὸν Δαβὶδ, ποὺ ἀπὸ μοιχὸς καὶ φονιὰς ἔγινε ἱερὸς Ψαλμωδός, ὅπως τὸν Ἅγιο Αὐγουστῖνο, ποὺ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγινε κορυφαῖος Πατέρας, ὅπως τὴν Ἁγία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ ἀπὸ πόρνη ἔγινε ἀσκήτρια.
. Ἂς ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μᾶς λέει ὅτι: «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. ιγ´ 12). Ἂς μετανοήσουμε, ἂς ἐγκαταλείψουμε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἂς ξυπνήσουμε, ὅπως ξυπνάει κάποιος μετὰ ἀπὸ ἀναισθησία στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου οἱ γιατροὶ τοῦ δίνουν καὶ δύο χαστούκια, γιὰ νὰ συνέλθει. Μήπως καὶ ἐμᾶς μᾶς περιμένουν τὰ χαστούκια τοῦ Θεοῦ, τοῦ παιδαγωγοῦ πατέρα μας, γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσουν ἀπὸ τὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας; Καὶ τὰ χαστούκια αὐτὰ εἶναι οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις; Πόσο εὐεργετημένοι πρέπει τότε νὰ αἰσθανόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό μας, τὸν ὁποῖο μόνο στὶς θλίψεις ἐνθυμούμαστε! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἡσ. Κϛ´[26] 16).
. Ἂς φωνάξουμε στοὺς ἑαυτούς μας: Ξυπνᾶτε! Ἂς φωνάξουμε σὲ ὅλους γύρω μας: Ἱερεῖς, Καθηγητές, Δικαστικοί, Πολιτικοί, Ὑπάλλλοι, Ἀγρότες, Ἐργάτες, ξυπνᾶτε! Ξυπνᾶτε, γιατὶ τὸ τέλος ἐγγίζει. Ποιός ξέρει γιὰ πόσο χρόνο ἀκόμη θὰ ζήσουμε; Ἴσως διανύουμε τὸν τελευταῖο χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς φωνάξουμε καὶ στὴν πατρίδα μας. Ἑλλάδα μου, ξύπνα, γιατὶ κοιμᾶσαι μέσα στὴν ἁμαρτία, στὴν ὑποκρισία, στὴν ἐκζήτηση περιττῶν πραγμάτων, στὴν διχόνοια, στὴν κακομοιριά. Ξύπνα, γιατὶ οἱ ἐξελίξεις εἶναι ραγδαῖες καὶ τὸ ποτήρι τῶν ἀνομιῶν σου ξεχείλισε, ὥστε νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μας. Ξύπνα καὶ φώναξε μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Κύριε, φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ΙΒ´ [12] 4).
. Τὸ τέλος γιὰ ὅλους μας ἐγγίζει. Μὴν καθυστεροῦμε καὶ μὴν ἀναβάλλουμε γιὰ αὔριο, ὅτι μποροῦμε νὰ πράξουμε σήμερα. «Ὕπνον ἀπώθου»! Τὸ φωνάζω στὸν κοιμώμενο ἑαυτό μου, γιὰ νὰ συνέλθει καὶ νὰ μὴν χαθεῖ στὴν ἀξημέρωτη νύχτα τοῦ θανάτου. Καὶ σύ, ἀδελφέ μου, ὄχι μόνον «ἀνάστα», ἀλλὰ καὶ «ἀνάνηψον». Νὰ γίνει μέσα σου τὸ ξύπνημα. Νὰ ἀκουσθεῖ καλὰ τὸ σάλπισμα τῆς μετανοίας καὶ νὰ ἀφανισθεῖ ἡ ραθυμία καὶ ἡ ραστώνη, «ἵνα φείσηταί σου Χριστός, ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας