ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Αύριο εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Τυροφάγου. Ἀπό μεθαύριο ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προετοιμασία πνευματική, γιά τήν ἑορτή τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως καί εὐκαιρία γιά νά καθαρίσει κανείς τόν ἑαυτό του ἀπό τόν ρύπο τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὅπως φροντίζομε νά καθαρίζομε τό σῶμα μας καί τά ροῦχα μας μέ τό πλύσιμο, ἔτσι πρέπει νά φροντίζομε νά καθαρίζομε καί τήν ψυχή μας, μέ ἕνα πνευματικό λούσιμο, ἀπό τόν ὁποιοδήποτε ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ περασμένη Κυριακή καί ἡ αυριανή, εἶναι Κυριακές πού ἔχομε ἀπόκριες. Ἀπόκριες βέβαια στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει ὅτι τρῶμε γιά τελευταία φορά καταλύσιμα φαγητά καί εἰδικά γιά σήμερα, ψάρια καί τυριά. Ἀπό αὔριο ἔχομε τήν νηστεία καί τήν περισσότερη προσευχή.
Ἐμεῖς ὅμως τίς Ἀπόκριες κάνομε καί κάτι ἄλλα. Φορᾶμε διάφορες μάσκες, ντυνόμαστε καί διαφορετικά καί ἔτσι ἀστειευόμαστε μεταξύ μας. Πειράζομε καί κοροϊδεύομε τόν κόσμο, κάνομε ἀστεῖα σοβαρότερα ἤ σαχλότερα καλυπτόμενοι κάτω ἀπό τό προσωπεῖο πού φορᾶμε. Καί ὁ ἄλλος ψάχνει νά δεῖ ποιός ἦταν αὐτός πού τόν κορόιδευσε καί δέν μπορεῖ νά τό βρεῖ εὔκολα, ὅταν μάλιστα ὁ μεταμφιεσμένος παραποιεῖ ἔξυπνα τήν φωνή του.
Εἶναι ἔθιμο, νά γίνονται τέτοιου εἴδους μασκαρέματα τίς ἡμέρες αὐτές. Ἀλλά τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι, ἔχουν μασκαρέματα καί ἀπόκριες ὅλο τόν χρόνο.
Πῶς γίνεται αὐτό ἀδελφοί μου; Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα. Τό πιό συνηθισμένο. Μερικές γυναῖκες βάφονται. Βάφουν τά χείλη. Βάφουν τά μάτια τους, βάφουν τά φρύδια γύρω-γύρω ἐδῶ. Ἐκεῖνες βέβαια πού τά κάνουν. Δέν τά κάνουν ὅλες. Γιατί εἶναι πολλές καί νεαρές κοπέλες ἅγιες γυναῖκες.
Ἄλλες βάφουν τά μαλλιά τους. Εἶναι ὀγδόντα χρονῶν καί δέν ἔχουν ἄσπρη τρίχα. Ὄχι γιατί δέν ἔγινε καμία τρίχα ἄσπρη. Ἀλλά γιατί δέν τήν ἄφησε ποτέ νά ἀσπρίσει, βάφοντας καί ξαναβάφοντας συνεχῶς τά μαλλιά τους.
Λέγει ἕνας σοφός ἄνθρωπος: «Μᾶς ἀρέσουν τά ψέματα. Καί γι’ αὐτό μᾶς τά λέγουν». Μᾶς ἀρέσει νά μᾶς λένε οἱ ἄνθρωποι εὐχάριστα λόγια, κολακεῖες. Καί γι’ αὐτό μᾶς τίς λένε. Μᾶς ἀρέσει νά μᾶς κοροϊδεύουνε καί γι’ αὐτό μᾶς κοροϊδεύουν· καί καμιά φορά μέ ἄσχημες κοροϊδίες.
Ἕνας ἄλλος λέει: «Ξέρετε τί κακό πάθαμε; Μᾶς ἀρέσει, μᾶς ἀρέσει ν’ ἀκοῦμε ψεύτικα λόγια. Καί τά συνηθίσαμε τόσο πολύ, ὥστε τήν μάσκα πού φοροῦμε, ἀκούγοντας ψεύτικα λόγια, τήν θεωροῦμε πραγματικό μας πρόσωπο. Καί δέν μποροῦμε πιά νά ξεχωρίσουμε, οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας καί ποιό εἶναι τό μασκάρεμά μας μέ ἕνα προσωπεῖο, πού τό «ντυνόμαστε» καί προσπαθοῦμε νά φερνόμαστε σύμφωνα μέ τά λόγια πού μᾶς ἀρέσει νά ἀκοῦμε. Καί πού ὅταν μᾶς τά λένε, τρίβομε τό στῆθος μας καί λέμε, τί ὡραῖα, τί καλά».
2. Οἱ πνευματικές μάσκες
Τό σωστό εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά προσπαθεῖ καί νά θέλει νά εἶναι ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα, σωστός καί εἰλικρινής. Νά ἀγαπάει γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀλήθεια καί νά θέλει νά ξέρει γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀλήθεια. Καί τό δεύτερο εἶναι, νά θέλει νά ἀκούει καί ἀπό τούς ἄλλους τήν ἀλήθεια. Ὄχι ψεύτικα λόγια.
Γιατί ἀδελφοί μου;
Ὅταν ἀκοῦμε τήν ἀλήθεια ἔχομε πρῶτα ἀπ’ ὅλα σωστή εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας. Δέν ἔχομε μάσκα, προσωπεῖο. Καί δεύτερο. Ἄν εἶναι ἡ ἀλήθεια λιγάκι δυσάρεστη, νά φροντίσομε νά διορθωθοῦμε καί νά γίνομε καλύτεροι.
Ξέρετε πιό εἶναι τό πιό εὐχάριστο πράγμα στόν ἄνθρωπο; Εἶναι ὁ καθρέφτης. Εἴτε εἴμαστε μικρά παιδιά, εἴτε εἴμαστε, πολύ περισσότερο, νέοι καί κοπέλες. Εἴτε ἔχομε μεγαλώσει ἀκόμα, ὁ καθρέφτης μᾶς ἀρέσει. Θέλομε νά κοιτάζομε τόν ἑαυτό μας καί νά βλέπομε τό πρόσωπό μας. Μᾶς ἀρέσει νά βλέπομε τό πρόσωπό μας, τόν ἑαυτό μας, ὡραῖο. Καί προπαντός, ἀκόμη περισσότερο, μᾶς ἀρέσει νά βλέπομε τό πρόσωπό μας νά ἔχει κάποια καλωσύνη. Κάποια γλύκα. Τά μάτια μας νά εἶναι καθαρά. Γιατί μᾶς ἀρέσει νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας καλός. Περισσότερο ἀπό ὄμορφος ἐξωτερικά, μᾶς ἀρέσει νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας καλός.
Καί γι’ αὐτό, εὐχαριστιόμαστε ὅταν μᾶς ποῦνε, ὀμοφρόπαιδα καί ὀμορφοκοπέλες. Ἀλλά ὅταν ἀκούσομε τή λέξη «καλός», εὐχαριστιόμαστε πολύ περισσότερο. Γιατί ἔτσι μᾶς ἔχει φτειάξει ὁ Θεός. Ἡ μέσα καλωσύνη, νά μᾶς εἶναι πιό εὐχάριστη καί πολύ πιό ποθητή ἀπό τήν ἔξω καλωσύνη, τήν ὀμορφιά καί τήν λεβεντιά.
Τί κρίμα ὅμως! Ἐπειδή μᾶς εἶναι πολύ δυσάρεστο νά βλέπομε τόν ἑαυτό μας ἄσχημο ἐσωτερικά, καταντᾶμε νά φορᾶμε ἕνα πνευματικό προσωπεῖο καί νά ὑποκρινόμαστε. Νά παρουσιάζομε τόν ἑαυτό μας διαφορετικό. Ἐπί παραδείγματι:
Κάνω ἐνῶ σωρό ἁμαρτίες. Ἀλλά ὅταν μέ ρωτήσουν τίποτε ἀπαντῶ, «Ἐγώ δέν ξέρω τίποτε. Ἄ, μπᾶ. Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα πού κάνει ἐκεῖνος ἐκεῖ. Αὐτά εἶναι ἀπαράδεκτα». Μά τά ἴδια κάνεις!
Φοράω λοιπόν τό προσωπεῖο, τῆς ἀρετῆς. Πηγαίνω καί ἐγώ στήν Ἐκκλησία καί στέκομαι -ὅπως πρέπει νά γίνεται- μέ εὐλάβεια. Θά πεῖς «κακό εἶναι;» Ἀντιθέτως εἶναι πολύ καλό! Ὅπως καί πολύ καλό εἶναι νά στιγματίζομε τό κακό. Ἀλλά ὄχι μέ τή σκέψη ὅτι θά τό συνεχίσω. Ἀλλά μέ τήν σκέψη ὅτι ἀπό τώρα καί πέρα τό διορθώνω. Γιατί ὅταν φορῶ τό προσωπεῖο γιά νά σκεπάσω τήν ἁμαρτία μου, τό κακό μου, καί νά τό συνεχίσω, τότε εἶμαι, μέ τό συμπάθειο, μασκαράς.
Ἀλλά οἱ μάσκες κάποια ὥρα θά πέσουν.
3. Κάποτε θά πέσουν
Τί ἀκούσαμε τήν περασμένη Κυριακή; Θά ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καί «θά καθήσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ». Καί θά μαζευτοῦν ἔμπροσθέν του ὅλα τά ἔθνη. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι καί τήν δευτέρα Παρουσία. Καί τότε θά ξεχωρίσει καλούς καί κακούς, μέ τήν εὐκολία πού ξεχωρίζει ὁ τσοπάνης τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Δηλαδή τί σημαίνει αὐτό;
Δέν θά μπορέσομε νά τοῦ παραστήσομε τόν καλό. Δέν θά γελαστεῖ ἀπό τό τί θά ποῦμε γιά τόν ἑαυτό μας.
Ὅταν στίς συναλλαγές μας, μιλᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας ἰσχύει:
-Τί εἶσαι στό ρωμέικο;
-Ὁ καθένας ὅτι δηλώσει εἶναι.
Τότε, δέν θά ἰσχύει αὐτό πού θά δηλώσεις. Θά πέσουν οἱ μάσκες.
Καί τί θά γίνει;
Κάποια φορά ἦταν ἕνας πλανόδιος, ἀπό ἐκείνους πού τούς λέμε ἀρκουδιάρηδες. Αὐτός εἶχε μία μαϊμοῦ, πού τήν εἶχε ἐκπαιδεύσει καί τήν ἔντυνε σάν μία ὡραία κοπέλα. Τῆς ἔβαζε καί μία μάσκα καί κείνη χόρευε. Ἔκανε ὡραῖα τσαλιμάκια, γελοῦσε ὁ κόσμος καί ὁ πλανόδιος μάζευε λεφτά.
Ἐνῶ λοιπόν εἶχε βάλει τήν μαϊμοῦ σέ μία ἐξέδρα καί ἐχόρευε ὁ κόσμος εἶχε μπερδευτεῖ. Τήν νόμιζαν γιά κοπέλα καί ὄχι γιά μαϊμοῦ. «Εἶναι ποτέ δυνατόν μαϊμοῦ νά χορεύει τόσο ὡραῖα;» Τόσο πολύ τούς γοήτευε. Ὁπότε ἕνας τί ἔκανε; Πέταξε κοντά της μερικά καρύδια. Ἡ μαϊμοῦ τρελλαίνεται γιά καρύδια. Γι’ αὐτό ὅταν τά εἶδε, ξέχασε τόν χορό, ὅρμησε καί τά ἅρπαξε.
Ἀλλά μέ τή μάσκα πού φοροῦσε καί φαινόταν ὀμορφοκόριτσο, πῶς νά τά φάει; Τῆς δίνει λοιπόν ἕνα τράβηγμα καί τήν πέταξε. Καί φάνηκε ποιά εἶναι.
Γέλασε ὁ κόσμος μέ τήν καρδιά του.
Ἔτσι θά γελάσουν μέ τήν καρδιά τους οἱ ἄνθρωποι καί οἱ ἄγγελοι γιά μερικούς, πού θά πέσει ἡ μάσκα τους τήν ἡμέρα τήν φοβερά τῆς δευτέρας Παρουσίας. Ἀλλά καί τώρα πέφτει μερικές φορές ἡ μάσκα, ὅταν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο, νά τρελλαίνεται ἀπό κάποιο πάθος καί νά μήν συγκρατιέται μέ τίποτε. Ποῦ νά μπορέσει νά συγκρατηθεῖ τό ταλαίπωρο τό παιδί ἤ ὁ ταλαίπωρος ὁ γέρος, ἀπό ἐκεῖνα πού λαχταράει καί τά εἶδε μπροστά του καί χάνει τόν ἑαυτό του. Τότε, πέφτει ἡ μάσκα.
Ὁ σκοπός εἶναι, νά μήν πέσει ἡ μάσκα μέ ἐξευτελισμό δικό μας, καί μάλιστα ἐνώπιον τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων καί τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καί σταυρώθηκε γιά μᾶς. Γιά ἕνα καί μοναδικό σκοπό: Νά μᾶς φρονηματίσει. Νά μᾶς συνετίσει. Νά μᾶς καλέσει σέ μετάνοια. Νά μᾶς φωτίσει νά διορθωθοῦμε ἀπό μόνοι μας. Γιά νά γίνει ἡ διόρθωσή μας, τό ξεμασκάρεμά μας, ὄχι ἐξευτελισμός, ἀλλά τιμή καί δόξα.
Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμή καί δόξα γιά ἕναν ἄνθρωπο, νά κουβεντιάζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί νά λένε: «Εἶχε μερικά ἐλαττώματα κι αὐτός, ὅπως ὅλοι μας. Ἀλλά, ὑπάρχει ἕνα «ἀλλά».
Τί «ἀλλά» εἶναι αὐτό;
«Διορθώθηκε. Καί πῶς διορθώθηκε. Δέν μπορεῖς νά φανταστεῖς, τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός. Ἔκανε ἀγώνα παιδάκι μου, πολύ ἀγώνα. Νήστευσε, προσευχήθηκε, πάλαιψε. Ὅτι καί νά τοὔλεγες, πίσω δέν ἔκανε. Λεβεντιά πνευματική εἶναι. Γενναιότητα, φρόνημα. Σταθερότητα παιδί μου. Θέληση».
Ἔτσι μιλᾶνε οἱ πεπειραμένοι ἄνθρωποι, γιά νά περιγράψουν τήν καλωσύνη καί τήν ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγωνίστηκε καί νίκησε τό ὁποιοδήποτε λάθος καί τό ὁποιοδήποτε πάθος.
Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο.
4. Ἡ δεκτή νηστεία
Μᾶς εἶπε ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο πού διαβάσαμε:
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, πρέπει νά συγχωρᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὅποιος συγχωρέσει ἐκεῖνον πού τοὔκανε κακό, θά τόν συγχωρήσει καί ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος. Καί μετά;
Προσέξετε λέει. Εἶναι Σαρακοστή; Νά νηστεύετε. Ἀλλά νά μήν νηστεύετε ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτές. Γιά νά φανοῦν στούς ἄλλους ὅτι εἶναι καλοί καί ὅτι νηστεύουν. Ἐσεῖς νά μήν νηστεύετε γιά νά σᾶς δοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά νά νηστεύετε, γιά νά σᾶς δεῖ ὁ Πατέρας σας ὁ ἐπουράνιος. Καί αὐτός, ὁ Πατέρας σας ὁ ἐπουράνιος, καί μέσα στό σπίτι νά νηστεύετε, κρυφά, σᾶς βλέπει. Δέν χρειάζεται ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων. Τό ζητούμενο εἶναι νά ἔχομε τόν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
Μή τολμήσετε νά ἐπιτρέψετε ποτέ στόν ἑαυτό σας, ἔξω στούς ἀνθρώπους νά προσποιηθεῖτε εὐσέβεια, ὅτι νηστεύετε, καί στό σπίτι σας κρυφά νά τρῶτε.
Γιά τόν Θεό νά νηστεύετε, ὄχι γιά τούς ἀνθρώπους, ὄχι γιά τό τί θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά γιά τό τί θά πεῖ ὁ Πατέρας σας ὁ ἐπουράνιος.
Εἶπε ἀκόμη ὁ Χριστός: «Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά σας». Προσέξτε! Μή κάνετε θησαυρό, τήν γνώμη καί τήν κρίση τοῦ κόσμου. Τήν ἐπίγεια ἐπιτυχία.
Νά κάνετε θησαυρό σας, τήν ἐπουράνια ἐπιτυχία. Γιατί;
Τί σημασία ἔχει νά πᾶς κάπου καί νά σέ περάσουν γιά σπουδαῖο, νά σοῦ κάνουν μιά ὑπόκλιση, νά σοῦ ποῦν, «τά σέβη μας», ἀλλά ἐσύ νά εἶσαι ἕνα ταλαίπωρο πλασματάκι; Πού δέν θά κερδίσεις ἀπολύτως τίποτε; Φτωχός ἤσουνα καί φτωχότερος θά μείνεις. Τί σημασία ἔχει; Σημασία ἔχει μόνο ἡ ἀλήθεια.
5. Ὁ βασιλιάς πού ἔγινε μασκαράς
Κάποια φορά, πῆγε στόν ἅγιο Βενέδικτο, μεγάλο ἅγιο, θαυματουργό καί ἀσκητή, ἕνας ἄνθρωπος, ντυμένος μεγαλοπρεπῶς, μέ μεγάλη συνοδεία.
Ὅταν τόν εἶδε μπροστά του ὁ ἅγιος Βενέδικτος καί τοῦ λέει: «Βρέ παιδάκι μου, πῶς μοῦ ἦλθες ἔτσι; Ἄι παιδί μου, πέταξέ τα ἀπό πάνω τά ροῦχα πού δέν σοῦ ἀνήκουν, καί ἔλα νά σέ δῶ, ὅπως εἶσαι».
Τί εἶχε συμβεῖ;
Ἕνας βασιλιάς εἶχε βάλει ἕνα ἕνα γελοῖο ὑποκείμενο, νά ντυθεῖ βασιλικά, τοῦ ἔδωσε καί ἕνα ἀπόσπασμα ἀξιωματικούς καί ἐπισήμους καί πῆγαν νά κοροϊδέψουν τόν ἅγιο. Πού ὁ κόσμος τόν εἶχε θαυματουργός καί προφήτη.
-Ἐδῶ θά τό δοῦμε τί «βλέπει». Εἶπε ὁ βασιλιάς.
Καί περίμενε ὁ βασιλιάς ὅτι ὁ ἅγιος βλέποντας τόν ἁπλό ἀνθρωπάκο, μέ τήν βασιλική στολή καί τήν συνοδεία θά τόν προσκυνοῦσε. Καί θά ἐξευτελιζόταν. Ἀλλά ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «Πέταξέ τα ἀπό πάνω σου παιδάκι μου αὐτά τά ροῦχα πού δέν σοῦ ταιριάζουν».
Ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά, ἔπεσε στά πόδια τοῦ ἁγίου, καί τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Μετά γύρισε στό βασιλιά καί τοῦ λέει:
-Βασιλιά μου, ἐκεῖνον πήγαμε νά κοροϊδέψομε, εἰς βάρος σου βγῆκε. Ἐσύ εἶσαι μασκαράς. Ἐμένα μ’ ἔκανες μασκαρά, ἐσύ ἀποδείχθηκες μασκαράς. Ἐκεῖνος καθαρός καί ἅγιος ἦταν καί καθαρός καί ἅγιος ἔμεινε.
6. Μάνα μεῖνε ὅπως σέ ἤξερα
Ἄλλο παράδειγμα. Ἕνας νέος, χωριατόπαιδο, ἔγινε καλόγηρος. Ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του, πῆγε στό Μοναστήρι, καί ἔζησε ἐκεῖ, ἀγωνιζόμενος μέ νηστεῖες καί μέ προσευχές. Ἔπειτα ἔγινε καί καλός κληρικός. Ὅταν πέθανε ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ τόπου, τόν ἐκλέξανε διάδοχό του γιά τίς ἀρετές του. Καί ἀκούστηκε ὅτι τό παιδί αὐτό ἔγινε δεσπότης, καί τήν τάδε ἡμέρα ἐνθρονίζεται στό μητροπολιτικό ναό.
Τὄμαθε καί ἡ μητέρα του, πού εἶχε νά τό δεῖ ἀπ’ ὅταν ἔφυγε καί εἶπε: «Πάω καί ἐγώ νά καμαρώσω τό παιδί μου. Ἀλλά πῶς νά πάω μέ αὐτά τά παλιόρουχα, ἡ φτωχή;»
Πῆγε λοιπόν σέ κάτι φιλενάδες της, πλούσιες γυναῖκες, καί τίς παρακάλεσε νά τῆς δώσουν κανά ρουχαλάκι νά βάλει ἐπάνω της. Ἐκεῖνες τῆς ἔδωσαν τά καλύτερα πού εἶχαν καί ντύθηκε σάν ἀρχόντισσα. Πῆγε στήν τελετή, καί ὅταν ὁ Δεσπότης βρισκόταν στό θρόνο του, πῆγε νά τόν προσκυνήσει.
Ἐκεῖνος τήν γνώρισε, καί τῆς λέει:
-Ποιά εἶσαι;
Τοῦ ἀπάντησε μέ λαχτάρα:
-Ἡ μητέρα σου παιδάκι μου. Ἡ μητέρα σου.
-Ἡ μητέρα μου, τῆς λέει, ἦταν μιά φτωχή γυναῖκα. Καί δουλεύει μέρα-νύχτα νά βγάλει λίγα χρηματάκια. Καί ἐγώ βλέποντας τήν ἀρετή, τήν καλωσύνη, καί τήν θυσία της, ἔγινα καλόγηρος, γιά νά ὑπηρετήσω καί ἐγώ μέ τόν ἴδιο τόπο τόν Θεό. Ὅπως ὑπηρετοῦσε ἐκείνη τό σπίτι της καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐσύ ποιά εἶσαι; Ποῦ τά βρῆκες αὐτά τά ροῦχα;
-Μοῦ τά ἔδωσαν παιδάκι μου, γιά νά φανῶ καί ἐγώ ἐπίσημα, σέ μιά τέτοια τελετή.
-Πέταξέ τα ἀπό πάνω σου μητέρα μου, τῆς λέει, νά σέ δῶ ὅπως σέ ἤξερα. Νά σέ καμαρώσω, ὅπως σέ καμάρωνα σέ ὅλη μου τή ζωή. Γιά νά θαυμάσω γιά μιά ἀκόμη φορά τήν καλωσύνη σου καί τήν ταπείνωσή σου, πού μέ δίδαξες νά ἀγαπάω τόν Θεό.
Τά πέταξε ἀπό ἐπάνω της ἐκείνη καί τότε κατέβηκε ἀπό τόν θρόνο ὁ δεσπότης, τήν ἀγκάλιασε τήν φίλησε καί ἐφίλησε καί τό χέρι της λέγοντας: «Ἐσύ μέ ἔκανες αὐτό πού εἶμαι. Ἐσύ μέ τά ἔμπρακτα διδάγματά σου, ταπείνωσης, ἀγάπης, εὐσέβειας καί καλωσύνης. Σέ ὅλη σου τή ζωή ἤσουνα ἐκεῖνο πού φαινόσουνα καί κάτι περισσότερο καί κάτι βαθύτερο. Δέν ἤθελα μαννούλα μου νά σέ ἰδῶ ποτέ μασκαρεμένη».
Καί ὁ Χριστός ἔτσι μᾶς θέλει. Ἁπλούς καί ταπεινούς. Διαφανεῖς. Νά βλέπει τήν καρδιά μας. Νά τοῦ τήν δείχνομε τήν καρδιά μας, μέ τήν προσευχή μας, πού τόν ἐπικαλούμαστε καί λέμε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό. Ἐγώ τά ξέρω τά ἁμαρτήματά μου. Ἐσύ τά ξέρεις. Σοῦ τά ὁμολογῶ καί σέ ἐπικαλοῦμαι. Λυπήσου με». Καί μετά, εἶναι ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή τήν ἁγία περίοδο πού λέγεται Σαρακοστή, πᾶμε καί ἐξομολογούμεθα, γιά νά βγάλομε τήν μάσκα μας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Βγάζομε τήν μάσκα ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Λέμε τά ἁμαρτήματά μας στόν πνευματικό. Ζητοῦμε συγχώρηση. Μετά νηστεύομε μέ ταπείνωση. Προσευχόμαστε μέ ταπείνωση. Καί πᾶμε νά συναντήσομε τόν Χριστό, στή Θεία Κοινωνία. Παίρνοντας τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἰδιαίτερα αὐτή τήν ἁγία περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.
Τί λέμε ὅταν πᾶμε νά κοινωνήσομε; «Ἔρχομαι Χριστέ μου καί ἐγώ ὅπως ἦλθε ἡ πόρνη, ὅπως ἦλθε ὁ ληστής. Ὅπως ἦλθε σέ σένα ὁ τελώνης. Δέξου με, σάν τήν πόρνη, σάν τόν ληστή, σάν τόν τελώνη. Δέν αἰσθάνομαι καλά, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός. Ἀλλά πᾶρε με ἐσύ κοντά σου, καί δέξου τήν μετάνοιά μου καί δυνάμωσέ με νά διορθωθῶ καί νά γίνω ἄνθρωπος δικός σου, δοῦλος σου ἀληθινός».
Ἄν κάνομε ἔτσι, ὅταν θά ρθεῖ ἡ ἡμέρα τῆς ἁγίας ἀναστάσεως, πού κρατώντας τήν λαμπάδα στό χέρι μας, θά λέμε «Χριστός ἀνέστη», ὁ Χριστός δέν θά εἶναι ἀναστημένος μόνο ἀπό τόν τάφο του, ἀλλά θά εἶναι καί ἀναστημένος μέσα μας. Θά ἔχομε καί μεῖς ἀναστηθεῖ γιά τόν Χριστό.
Καί ὅταν ψάλλομε: «θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», θά λέμε: «Καί ἐγώ ἤμουνα μέσ’ στό μνῆμα». Ποιό μνῆμα; Τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. «Ἀλλά ἀναστήθηκα. Καί πῆρα καί θά πάρω ζωή ἀπό σένα Χριστέ μου. Μέ τήν διόρθωση, μέ τή δύναμη σου, μέ τή χάρη σου καί προπαντός μέ τήν Θεία Κοινωνία.
Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, νά πετάξομε τήν ἁμαρτία ἀπό πάνω μας.
Νά μήν μείνομε γιά ὅλη μας τή ζωή μασκαράδες. Νά μή χρειαστεῖ νά μᾶς βγάλει τήν μάσκα ὁ Χριστός τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας. Νά τήν βγάλομε τώρα ἐμεῖς. Καί νά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιόν του ὅπως εἴμαστε. Γιά νά μᾶς δώσει στολή δόξης, ὀμορφιά δόξης, τήν χάρη του, τήν ἀγάπη του, τήν εὐλογία του. Εἴθε τά λόγια αὐτά νά βροῦν ἀπήχηση στίς καρδιές ὅλων. Καί μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά βαδίσομε τήν ἁγία Σαρακοστή καί νά φτάσομε στήν ἁγία Ἀνάσταση. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στήν Ἄνω Ράχη στίς 9/3/1997