Η στιγμή είχε κάτι το συγκλονιστικό μα κι αμήχανο. Αυτός ο άνδρας, που με τα λόγια του προ ολίγου είχε αφήσει το ακροατήριό του παγωμένο, στέκονταν ίσαμε τώρα θαρρετά ανάμεσά τους και τους κοιτούσε ακύμαντος, σοβαρός. Φαινόταν ότι όντως τα εννοούσε αυτά που μόλις ξεστόμισε. “Αλλά και πάλι, είναι δυνατόν να τα εννοεί;” Δείτε λοιπόν τι γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας για να καταλάβετε: “Τους είπε τότε ο Ιησούς· “ειλικρινώς και αληθώς σας λέγω, εάν δεν φάγετε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίετε το αίμα αυτού, δεν έχετε μέσα σας ζωή. Εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμά μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλη ημέρα της κρίσεως. Διότι η σάρκα μου είναι πράγματι τροφή και το αίμα μου είναι πράγματι ποτόν. Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζί μου ώστε αυτός να μένει μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν…. Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του γύρισαν στα σπίτια τους και στις εργασίες τους και δεν επήγαιναν πλέον μαζί του.Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρηση εκείνων, είπε στους δώδεκα· “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;” Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, σε ποίον άλλον να πάμε; Μένουμε πάντοτε μαζί σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωή αιώνια”. Αυτά τα έγραψε ο Ιωάννης. Ένας απ’ αυτούς που τελικά παρέμειναν μαζί Του, παρά τον απέραντο συγκλονισμό του απ’ τα παράδοξα αυτά λόγια. Και, καθώς φάνηκε, έμεινε έως τέλους αταλάντευτα πιστός σ’ αυτά.
Από τότε πέρασαν 2.000 χρόνια. Το κόσκινο της Ιστορίας ξεδιάλεξε κάμποσους. Εκατομμύρια, αρίφνητα εκατομμύρια ανθρώπων. Άλλους που πείστηκαν ολόψυχα, κι άλλους που ξεγλίστρισαν από κοντά Του και τράβηξαν στις δουλειές τους. Κι εδώ που τα λέμε, είναι τόσο φυσικό, τόσο αυτόνοητο να γυρίσεις την πλάτη σου σε όλες αυτές τις “ασυναρτησίες”. Εξάλλου, όπως και να το κάνουμε, ακούγονται όλα ετούτα τόσο… (πως να το πω;) τόσο αλλόκοτα! Τόσο αδιανόητα. Ωστόσο μες στους αιώνες, αυτό το αξεδιάλυτο πράγμα, έγινε κατά κάποιο τρόπο βίωμα, ειδικά μετά από κείνη την νύχτα που ο Ιησούς παρέδωσε σε αυτούς τους λίγους εναπομείναντες λίγο ψωμί και λίγο κρασί ως Σώμα Του κι Αίμα Του. Θα θυμάστε βέβαια. “Πάρτε και φάτε, αυτό είναι το σώμα μου….” Κι αργότερα, τι τους είχε πει; Αυτό το θυμάστε; ” Να το κάνετε κι εσείς, συχνά, στην ανάμνησή μου.” Μάλιστα τούτη την λεπτομέρεια μας την περιγράφουν επίμονα και κάποιοι άλλοι από τους μαθητές του που έγραψαν για αυτόν. Κι όντως, από τότε, δυό χιλιάδες χρόνια αργότερα, κι ενώ αυτή η “ανάμνηση” έγινε Ευχαριστία (αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι τι σημαίνει η λέξη: ευχαριστία. Ένα είδος σαν να λέμε, ευγνωμοσύνης και γιορτής) και η πράξη μετουσιώθηκε αίφνης σ’ ένα είδος κοινωνίας, σε μια τέλεια δηλαδή κοινωνία, έτσι που το σώμα των αγαπημένων αδελφών να την βιώνει ως Θεία Κοινωνία, ως ένα κορυφαίο μυστήριο όπου… “Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζί μου ώστε αυτός να μένει μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν”, φτάσαμε επιτέλους στην εποχή που κάποιοι στις μέρες μας επαναλαμβάνουν εκείνα τα λόγια του Ιωάννη: “…ποιός μπορεί να τον ακούει και να τον πιστεύει;”
Η Ελλάδα του Κορονοϊού, έφερε στην επιφάνεια μιαν αλήθεια που επιμελώς έκρυβε τόσον καιρό ο σύγχρονος Έλληνας κάτω από το χαλάκι κάποιων αβλαβών κι αθώων “πατροπαράδοτων εθίμων”. Την ατράνταχτή του πεποίθηση ότι όλα αυτά, όντως, ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να τ’ ακούει και να τα πιστεύει; Η λογική του είναι τόσο ισχυρή ώστε να υπερηφανεύεται για την ειλικρινή του καταφρόνια στην πίστη. Εξάλλου, “τι είναι πίστη; Πίστη, δηλαδή, σε τι;” Ο Έλληνας του Κορονοϊού αποκαλύπτει απροσδόκητα τον τύπου μιας νοησιαρχικής ηγεμονίας, δίχως σταγόνα μυστηριακής ζωής. Θεωρεί πλούτο κι ασφάλεια τον άκρατο ορθολογισμό του, εφόσον το διαρκώς σκεπτόμενο Εγώ του ανάγει τα υπαρξιακά του ερωτήματα μεταξύ κάποιας οικονομικής αποκατάστασης και μιας σχετικά άνευρης ηδονικής ζωής. Η χλιαρότητα και η υπακοή στο life style της εποχής εκφράζει κατά έναν τέλειο τρόπο το σύγχρονο: Μέτρον άριστον! Όλα τ’ άλλα είναι μπούρδες! Παραμύθια της Χαλιμάς. “Το ποτήρι του παπά είναι ένα συμβολικό παραμυθάκι…. τι δηλαδή; Δεν έχει μέσα ψωμάκι και κρασάκι; Όχι; Τι έχει; Σάρκα και αίμα του Θεανθρώπου; Έλεος! Έλεος… και σε νόμιζα για μορφωμένο άνθρωπο…..” Ο Έλληνας του Κορονοϊού δεν αστειεύεται. Είναι αυστηρός μ’ αυτά τα θέματα, ειδικά αν τίθεται θέμα δημόσιας υγείας. Τι πάει να πει, Θεία κοινωνία; Ο Έλληνας του Κορονοϊού δεν ξέρει πια απ’ αυτά τα πράγματα, δεν τον ενδιαφέρουν, διότι όπως έλεγε και ο Ιωάννης: “Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του γύρισαν στα σπίτια τους και στις εργασίες τους και δεν επήγαιναν πλέον μαζί Του.” Και φωνάζουν, το λένε δίχως κάποια συστολή: “Κλείστε τις εκκλησιές!” “Σταματήστε την Θεία Κοινωνία, επιτέλους!” Και τα λένε αυτά, ποιοί; Οι Έλληνες του σήμερα! Στην εποχή των 100 ή 200 ή ακόμα και 300 κρουσμάτων Κορονοϊού στα περίπου 11.000.000 Ελλήνων μόνιμων κατοίκων της επικράτειας.