Είναι πολύ νωρίς για να γίνει η εδώ συζήτηση, εξ ου και είναι άκαιρη: είναι αδύνατον να γίνουν σοβαρές συζητήσεις πάνω στην ακμή του παροξυσμού. Κάτι όμως πρέπει να λεχθεί για το γεγονός πως εδώ και δυο-τρεις εβδομάδες, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αφιερώνεται κατά το ήμισυ στην εκκλησία και στον κόσμο της, στο τι κάνει και τι δεν κάνει (σήμερα, Τετάρτη 18 Μαρτίου, ξεφύλλισα σειρά εφημερίδων και δεν υπήρχε ούτε μία που να μην αφιερώνει τουλάχιστον δύο-τρεις αναφορές/άρθρα στο θέμα — χώρια τα social media, φυσικά). Σε ανησυχητικό πλήθος συμπολιτών μας, και με τον καθαγιασμό και την άφεση του ότι το ζήτημα αφορά με επείγοντα τρόπο στη δημόσια υγεία, στη ζωή και στο θάνατο, αυτή η συζήτηση παίρνει τη μορφή της καταδίκης του εξιλαστήριου θύματος: με αναφορά και στους πιστούς, όχι απλώς σε μια εκκλησιαστική ιεραρχία, ακούμε και διαβάζουμε: «δολοφόνοι», «ζώα», «φονιάδες», «αυτούς θα έπρεπε να κλείσουμε στις Μόριες». «Επικίνδυνοι για εμάς», μιάσματα που θα φέρουν τη μόλυνση στην κοινότητα ημών των υπολοίπων. Ας αρχίσουμε με μια επισκόπηση των γεγονότων πριν επιχειρηθεί ένα βλέμμα στο παραπάνω.
- Ξεκινάμε με το προφανές: προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί το σύστημα υγείας στην επόμενη φάση εξάπλωσης του κορωνοϊού, οι πάντες ομολογούν ότι είναι υψίστης σημασίας να επιβραδυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η διάδοσή του (τα μέτρα δεν λαμβάνονται για να μην αρρωστήσουμε, αλλά για να αρρωστήσουμε όσο το δυνατόν πιο αργόσυρτα — το περίφημο flatten the curve), κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με την μέγιστη αποφυγή συναθροίσεων. Άρα, όλοι οι χώροι συνάθροισης —μπαρ, εκκλησίες, σχολεία, καφετέριες, μαγαζιά πλην της τροφοδοσίας— κλείνουν.
2. Από τις 25 Φεβρουαρίου έχει βγει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η οποία προβλέπει τη δυνατότητα «προσωρινής παύσης της λειτουργίας … χώρων θρησκευτικής λατρείας» με κυβερνητική πρωτοβουλία. Τα ξεχωριστά μέτρα της ΠΝΠ ενεργοποιούνταν κλιμακωτά το τελευταίο διάστημα, και συνεχώς προκύπτουν νέα. Όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε στον Αλέξη Τσίπρα σύμφωνα με δημοσίευμα, ο χρόνος από τις 25 Φεβρουαρίου μέχρι τις 16 Μαρτίου, που έκλεισε κάθε τόπο λατρείας με ένα tweet και ένα ΦΕΚ, παρήλθε «με την ελπίδα να το αποφασίσουν μόνοι τους». Αυτό όμως το μπαλάκι δεν μπορεί να πεταχτεί στην Εκκλησία, «να αναλάβει την ευθύνη της», για σειρά λόγων, και είναι κωμικό λάθος να παίζουμε κι εμείς οι ίδιοι αυτό το παιχνίδι. Όχι μόνο διότι… τα μπαρ και τις καφετέριες δεν τις ρωτήσαμε πρώτα εάν θέλουν να κλείσουν και να «αναλάβουν την ευθύνη τους». Αλλά πρωτίστως διότι η Εκκλησία δεν έχει τον μηχανισμό να επιβάλει στον εαυτό της την καθολική εφαρμογή οποιουδήποτε τέτοιου μέτρου. Όταν κυβερνητική απόφαση κλείνει τα εστιατόρια, εκείνος που θα ανοίξει το δικό του (κάτι το οποίο συνέβη πολλάκις) θα λάβει μια φιλική επίσκεψη από το κράτος και ένα αρκετά λιγότερο φιλικό πρόστιμο. Εάν η σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος λάμβανε μόνη της, χωρίς νομική υποχρέωση, μια απόφαση για «λουκέτο» του ενός ή του άλλου είδους, ποιός θα διασφάλιζε την εφαρμογή της στο μέρος της επικράτειας που εμπίπτει στην Εκκλησία της Ελλάδος (που είναι ένα μόνο μέρος της χώρας, σημειωτέον, με άλλες τέσσερις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες επί του εδάφους της); Τα εκκλησιαστικά ΚΝΑΤ, που δεν υπάρχουν; Βλέποντας πολλές ταινίες για το Βατικανό, οι πολλοί και οι έξωθεν νομίζουν ότι η εκκλησία στην Ελλάδα είναι ένας χώρος άτεγκτης, ιησουιτικής, πυραμιδωτής πειθαρχίας και ιεραρχικής κλίμακας, όχι ένας οργανωτικά προβληματικός χώρος που παράγει πολύ περισσότερα αντάρτικα από αυτά που μπορεί να καταναλώσει. Αν θέλεις, ή αν χρειάζεται, να μπει «λουκέτο» του ενός ή του άλλου είδους στις εκκλησίες, αυτό μπορεί να είναι μόνο απόφαση του κράτους. Αυτό ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος το γνώριζε και το γνωρίζει (δημοσίευμα: («Ιερώνυμος προς Τσίπρα: ευθύνη της πολιτείας το κλείσιμο των εκκλησιών»), ο δε πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μάλλον προσευχόταν στο βδέλυγμα της ερημώσεως εστώς εν τόπω αγίω, τον Υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη που σκηνοθετούσε από τηλεοράσεως, ενώ ο κόσμος καιγόταν, το έργο «οι δεξιοί πιστοί και οι αριστεροί άθεοι». Εν τέλει, η ευθύνη είναι του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης, και του κράτους, και όλη η περί εκκλησίας συζήτηση ουσιαστικά παρέλκει — εάν οποιοσδήποτε άλλος από τους χώρους που έκλεισαν με κυβερνητική πρωτοβουλία παρέμενε ανοιχτός (είτε ελλείψει εσωτερικής απόφασης, είτε κατά παράβαση της εσωτερικής απόφασης) γιατί «καλό θα ήταν να τους κλείσουν μόνοι τους», χωρίς πρόνοια για επιβολή της εκτέλεσης του μέτρου που θα αποφάσιζαν «μόνοι τους», θα ήταν καταγέλαστο να ενεργοποιούσαμε τον ίδιο κοινωνικό αυτοματισμό ενάντια στους ιδιοκτήτες μπαρ, καφετεριών κλπ. και να τους αποκαλούμε «δολοφόνους» (δεν αναφέρω τα δημόσια σχολεία κ.ο.κ., καθ’ ότι εκείνα υπάγονται απ’ ευθείας στον κρατικό έλεγχο). Σύνοψη θέσης: η περί εκκλησιαστικής ευθύνης συζήτηση (και όχι περί κυβερνητικής ευθύνης) δεν έχει καμμία σχέση με τα μέτρα, διότι αυτά μπορούν ούτως ή άλλως να παρθούν μόνο με κυβερνητική ευθύνη, αν είναι να εφαρμοστούν.
3. Ακόμα κι αν δεν ήταν η δουλειά της το να λάβει εκείνη τις αποφάσεις, την εφαρμογή των οποίων μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί, η εκκλησιαστική ιεραρχία αντέδρασε με εξαιρετικά προβληματικό τρόπο στην κρίση. Στην αρχή πολλοί δεν πήραν χαμπάρι την έκταση του κινδύνου και δεν ανέλαβαν την ευθύνη τους ως άνθρωποι με θεσμική θέση και απήχηση. Ως είθισται, διάφορες περιθωριακές μέσα στη ζωή της εκκλησίας φιγούρες, όπως πρώην μητροπολίτες που ούτως ή άλλως έχουν αποχωρήσει και #μένουν_σπίτι κ.ο.κ. —τις οποίες φιγούρες έφερε στο κέντρο της σκηνής από το περιθώριο ο δημόσιος λόγος που βλέπει στην εκκλησία την ενσάρκωση του κακού— είπαν άρρητα ρήματα. Η συζήτηση περιστράφηκε ένθεν κι ένθεν γύρω από το αν μπορεί να καταστεί ο άρτος και ο οίνος της μετάληψης φορέας ιών, θέμα το οποίο είναι beside the point: με ή χωρίς «μολυσματική μεταλαβιά» (η χριστιανική γραμματεία δεν υπόσχεται τα όσα ισχυρίστηκαν πάμπολλοι κληρικοί), με ή χωρίς θαύμα, εκκλησιασμός σημαίνει συνάθροιση με χρονική διάρκεια, σε μικρή απόσταση και κλειστό χώρο, άρα ούτως ή άλλως τίθεται θέμα κορωνοϊού. Από ‘κει και πέρα, εσωτερικό της εκκλησίας θέμα είναι ότι ο θεολογικός λόγος που διατυπώθηκε τυγχάνει αρκούντως αθεολόγητος: αφ’ ενός, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, δυο χιλιάδες χρόνια πριν, βεβαιώνει ότι αρκετοί από αυτούς που κοινωνούν αρρωσταίνουν και πεθαίνουν (Α΄Κορ 11: 29-30), κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το «κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα με την μετάληψη» αρκετών κληρικών. Μα, εδώ λέει το αντίθετο ο Απόστολος Παύλος στην Καινή Διαθήκη… (Βέβαια, ο Απόστολος Παύλος σημειώνει πως αρρώσταιναν και πέθαιναν όσοι ήταν ανεπαρκείς στην πίστη — αλλά χρήσιμο θα ήταν και αυτό το disclaimer απο πλευράς κληρικών, όχι δηλαδή ότι «δε θα πάθεις τίποτα», αλλά μπορεί κάλλιστα και να πάθεις, και να διαγνωστείς ως εκ τούτου εκ των υστέρων ως ελλιπής στην πίστη…). Επίσης, στο Ευαγγέλιο ο Χριστός στην έρημο εκπειράζεται (ανεπιτυχώς) από τον διάβολο να θαυματουργήσει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του: όσοι ιεράρχες απαίτησαν το θαύμα της ανοσίας ως αναγκαστό, αυτονόητο και αυτόματο, με ποιόν συντάσσονται σε αυτόν τον παραλληλισμό; Τέλος, η τελευταία σύνοδος θα μπορούσε φυσικά να λάβει μια απόφαση όπως αυτή που έλαβε η εκκλησία της Κρήτης, για θείες λειτουργίες «κεκλεισμένων των θυρών», χωρίς πιστούς, κάτι που θα έλυνε το ζήτημα — όμως αποφάσισε να μην το πράξει, όπως άλλωστε δεν μπήκε και στη συζήτηση για ιστορικά δοκιμασμένες εναλλακτικές μορφές μετάληψης, έστω για να διατυπώσει αντίρρηση. Αυτά με την προβληματική και κάποτε απαράδεκτη αντίδραση μεγάλου μέρους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας — η οποία δεν μπορεί παρά να καθρεφτίζει τα αδιέξοδα και τις παθογένειες της κοινωνίας η οποία την γέννησε και του κράτος με το οποίο είναι συνηρτημένη.
Από ‘κει και πέρα, πρέπει να λεχθεί ότι, σε αντίθεση με την εικόνα που έδωσε η εξ αντιθέτων δημόσια υπερμεγέθυνση γραφικών και επικίνδυνων μορφών οι οποίες συναντούν ιδιαίτερα αξιωσημείωτη αντίσταση και μέσα στον κόσμο της εκκλησίας, οι εκκλησίες είχαν ήδη αδειάσει από κόσμο και πριν το πρωθυπουργικό tweet, το ΦΕΚ του και την ΚΥΑ του. Και αυτό έλαβε χώρα ακριβώς σε ανταπόκριση στο προηγούμενο κάλεσμα της συνόδου (9 Μαρτίου και 11 Μαρτίου) αλλά και σειράς μεμονωμένων μητροπολιτών ξεχωριστά να μην πηγαίνει ο κόσμος στις εκκλησίες, ιδιαίτερα δε οι ευπαθείς ομάδες, αλλά να παραμείνουν σπίτια τους. Όπερ και εγένετο, σε εντυπωσιακό βαθμό, μαζί με διάφορες άλλες πρόνοιες, όπως το να μην ασπάζονται οι χριστιανοί τις εικόνες, να ακυρωθεί σωρεία λατρευτικών ακολουθιών (προηγιασμένες κ.ο.κ.) και κάθε εξω-λατρευτική εκδήλωση (κατηχητικά, εκδηλώσεις, ομιλίες, κ.ο.κ.) — ουσιαστικά. είχε ήδη ακυρωθεί και κλείσει ήδη από πριν το 95% της ευρύτερης εκκλησιαστικής δραστηριότητας. Φυσικά, οι έκτακτες συνθήκες μοιάζει να απαιτούσαν και να απαιτούν ακόμα πιο έκτακτα μέτρα, η ευθύνη των οποίων δεν μπορεί να αφαιρεθεί από το κράτος όπως άλλωστε αυτό έπραξε και σε όλους τους άλλους τομείς, αλλά σε κάθε περίπτωση έτσι έχουν τα πράγματα.
4. Πάμε τώρα στην μονοπώληση του δημοσίου λόγου, από τη δημοσιογραφία μέχρι τα social media, με το θέμα της εκκλησίας. Ποιές ήταν οι βάσεις/επιχειρήματα πάνω στα οποία στηρίχτηκαν (με αυτήν την ένταση, κυρίως στα social media, όπου γράφονται ρητώς όσα η δημοσιογραφία εννοεί πλαγίως) οι φωνές (και για τους χριστιανούς, όχι μόνο για τους ταγούς) «δολοφόνοι», «ζώα», «φονιάδες», μιάσματα, δεδομένου του κινδύνου για τη δημόσια υγεία που συνιστούν οι μαζικές λατρευτικές συνάξεις σε καιρούς κορωνοϊού; (Η κατάδειξη αντιφάσεων στη βάση αυτών των αφηγημάτων δεν συνεπάγεται ότι οι λατρευτικές συνάξεις θα έπρεπε να συνεχίζουν σα να μην τρέχει τίποτα: είναι αυτό που είναι — κατάδειξ αντιφάσεων.)
(α) Ότι μόνο η μεσαιωνική ορθόδοξη εκκλησία στην Ελλάδα συνεχίζει το business as usual, την ώρα που παγκοσμίως οι εκκλησίες και θρησκείες κάθε δόγματος σε κάθε χώρα, από το Βατικανό μέχρι το Ιράν, έχουν βάλει λουκέτο αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους σε αυτήν την παγκόσμια κρίση υγείας. Δεν είναι της παρούσης μια εξαντλητική έκθεση των τεκμηρίων, αλλά αυτό είναι απλώς λάθος: ως ελάχιστο παράδειγμα, αναφέρουμε ότι η ίδια η καθολική εκκλησία στην Ελλάδα συνέχιζε κανονικά τις λειτουργίες και ακολουθίες της μέχρι «ο μη γένοιτο, η Πολιτεία αποφασίσει την αναστολή των θρησκευτικών συνάξεων στους ναούς και για όσο καιρό κριθεί απαραίτητο», δηλαδή μέχρι το πρωθυπουργικό ΦΕΚ απαγόρευσης λατρείας (16 Μαρτίου). Για να προξενηθεί η εικόνα ότι «παντού όλα κλείνουν σε κάθε θρησκεία, μπαίνει καθολικό λουκέτο, αλλά μόνο οι ορθόδοξοι στην Ελλάδα» κλπ. κλπ. σταχυολογούνται συγκεκριμένα παραδείγματα, τα οποία είναι μεμονωμένα ακόμα και εντός των θρησκειών και των χωρών τους, κοινώς ο ορισμός του out of context. Αξίζει να δει κανείς και κομμάτια της διεθνούς δημόσιας συζήτησης για το θέμα. Όλα αυτά βέβαια εξελίσσονται μαζί με την κρίση, επί παραδείγματι η αγγλικανική εκκλησία ανέστειλε τις ακολουθίες στην Αγγλία μόλις σήμερα, Τετάρτη 18 Μαρτίου, δύο ημέρες μετά το μητσοτακικό tweet της «τελευταίας χώρας του κόσμου όπου τελείτο ακόμα λατρεία».
(β) Ότι η σκοταδιστική εκκλησία στην Ελλάδα συνεχίζει τις ακολουθίες και λειτουργίες της σε αντίθεση με το παράδειγμα ορθοδόξων εκκλησιών του εξωτερικού, όπως της ανακοίνωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου. Ενώ υπάρχουν σημαντικές λεκτικές διαφορές στη διατύπωση των παλαιότερων αποφάσεων της ελληνικής συνόδου, του Πατριαρχείου και του Αρχ. Αμερικής, διαφορές γλώσσας που απασχολούν τους εντός της εκκλησίας, στην πράξη το νόημα ήταν ακριβώς το ίδιο και στις τρεις περιπτώσεις: (i) καθόμαστε σπίτια μας, ειδικά οι ευπαθείς, δεν ερχόμαστε στις ακολουθίες, (ii) ακούμε την ιατρική, (iii) λαμβάνουμε σειρά μέτρων και περιστολή δραστηριότητας, αλλά (iv) οι λειτουργίες συνεχίζονται κανονικά. Σήμερα βέβαια δεν τελούνται λειτουργίες ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Αμερική ούτε στις λοιπές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όμως όταν γινόταν η παραπάνω συζήτηση («κοίτα το Πατριαρχείο και τον Αμερικής, ενώ εμείς εδώ…») αυτή ήταν απλώς πραγματολογικά λανθασμένη.
(γ) Ότι η εκκλησία βρίσκεται υπεράνω του νόμου λόγω της εξουσίας της και λόγω των στενών σχέσεων εκκλησίας κράτους: παίζει την κυβέρνηση στα δάχτυλα. Βέβαια, στην πράξη αρκούσε ένα πρωθυπουργικό tweet και ένα ΦΕΚ λίγα λεπτά μετά για να παύσει αυτοστιγμεί κάθε εκκλησιαστική λατρεία. Είναι η πραγματικότητα που απέδειξε άτοπη αυτήν τη λογική.
(γ) Μετά μπαίνει η μητσοτακική γραμμή: «να κάτσουν σπίτια τους να προσευχηθούν ατομικά στο Θεό τους, τι τη θέλουν τη λειτουργία»; Εδώ έχουμε μια ολική άγνοια του φαινομένου για το οποίο όλοι δογματίζουν. Οι πολλοί και οι έξωθεν νομίζουν ότι η εκκλησία είναι ένας ιδεολογικός σύνδεσμος προσευχομένων, που απευθύνονται πρωτίστως ατομικά στο Θεό τους και τυχαίνει να συνάζονται ενίοτε για κάποιες κοινές «δράσεις». Καλώς ή κακώς όμως, η εκκλησία είναι πρωτίστως μια κοινότητα (και δη τοπική κοινότητα: κάθε ενορίας), μια σύναξη επί το αυτό, και η λειτουργία συγκροτεί και φανερώνει την εκκλησία ως τέτοια: η παύση της λειτουργίας ισοδυναμεί με πραγματική αυτοακύρωση της εκκλησίας. Αυτό το τελευταίο, αν μη τι άλλο, αποτελεί επαρκή λόγο για το ότι εάν πρέπει να σταματήσει η κοινή λατρεία, αυτό είναι μια απόφαση που ανήκει στο κράτος (όπως έγινε και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις), όχι στην εκκλησία. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα περί «ατομικής προσευχής» είναι ιδιωτικές προτεσταντικής κοπής θεολογίες του υπερηφάνως πιστού κ. Μητσοτάκη με το «κεράκι» του και δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί πρέπει να μπουν σε μια όλως άλλη συζήτηση, η οποία αφορά το τι θα κάνει το κράτος με τις συναθροίσεις προσώπων σε συνθήκες κορονοϊού, είτε αυτές αφορούν εστιατόρια είτε εκκλησίες. Αφού δεν το αποφάσισε η σύνοδος, θα μπορούσε το κράτος να είχε αποφασίσει την αποκλειστικά «κεκλεισμένων των θυρών» λειτουργία με tweet, ΦΕΚ και ΚΥΑ (ή σε μια επίδειξη ΚΔΟΑ το γενικό λουκέτο στις εκκλησίες), αλλά για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο έπρεπε να εισέλθει στο πολιτικό γεγονός η προσωπική θεολογία του κ. Μητσοτάκη με την «ατομική προσευχή» του με τις ανοιχτές εκκλησίες όπου δεν τελείται ποτέ λατρεία.
(δ) Ότι οι εκκλησίες είναι ασφυκτικά γεμάτες με ανθρώπους, οι οποίοι μεταλαμβάνουν όλοι από το ίδιο κουταλάκι, και άρα δημιουργείται υγειονομική βόμβα. Μεγαλώσαμε μια ζωή ακούγοντας από παντού ότι «ένα 2%-3% του κόσμου max πηγαίνει στην εκκλησία». Και όταν εμφανίζονται ξένες έρευνες που μιλάνε για άλλους αριθμούς (Pew Research Institute), καταγγέλλονται ως ψευδείς. Ξαφνικά, το κεντρικό θέμα συζήτησης κυριολεκτικά είναι ο κίνδυνος που συνιστούν τα μιλιούνια των εκκλησιαζομένων. Αυτό δεν είναι church attendance, αυτό είναι η γάτα του Schrödinger: η μετατόπιση αυτή ως προς το τι θεωρείται αυτονόητο στη δημόσια σφαίρα θα απασχολήσει στο μέλλον όσους ασχολούνται ερευνητικά με τις σχέσεις εκκλησίας-κράτους.
(ε) Ότι το ζήτημα με τους εκκλησιαζομένους δεν είναι ότι διακινδυνεύουν τη δική τους ζωή και υγεία, αλλά ότι διακινδυνεύουν να μολύνουν και άλλους εκτός εκκλησίας, να τους πάρουν στο λαιμό τους. Ανέκαθεν και μέχρι προ δύο εβδομάδων οι τακτικά εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί ήταν «κάποιοι λίγοι» που εκκλησιάζονται «επειδή φοβούνται με δειλία το θάνατο». Ξαφνικά είναι «αυτά τα στίφη, θα μας κολλήσουν όλους, που πάνε συνωστισμένοι σε γεμάτες εκκλησίες, μεταλαμβάνουν αδιαλείπτως και αψηφούν με κοινωνική ανευθυνότητα το ενδεχόμενο του θανάτου — επειδή εκείνοι είναι βλάκες εμείς τι φταίμε». Κι άλλη γάτα του Schrödinger.
(στ) Αρκετοί είπαν, σαν αυτονόητο, ότι ο λόγος που η ιεραρχία δεν βάζει «λουκέτο» είναι προφανώς τα διαφυγόντα κέρδη, το λουκέτο στο παγκάρι — follow the money, λοιπόν. Τελικά από το παγκάρι των πενηνταλέπτων προκύπτουν οι εκκλησιαστικοί πόροι ή από την εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας των απιθανικομμυρίων; Αυτό δεν είναι εκκλησιαστικά έσοδα, αυτό είναι τρίτη γάτα του Schrödinger. Τα θέματα εκκλησίας-κράτους είναι τα μόνα θέματα στα οποία μπορεί ο καθένας να πει πραγματικά ό,τι του κατέβει, εγκαλώντας παράλληλα όποιον διαπιστώσει το κενό ανταπόκρισης στα πραγματικά δεδομένα ως προκατειλημμένο και έχοντα ατζέντα. Οι κυρίως εκκλησιαστικοί πόροι που φτάνουν μέχρι την ιεραρχία βέβαια μόνο από το παγκάρι δεν προκύπτουν: σε μια μέσου μεγέθους ενορία, το παγκάρι καλύπτει κυρίως τους υψηλούς λογαριασμούς ΔΕΚΟ (έχετε προσπαθήσει ποτέ να θερμάνετε ή να ψυχράνετε το εμβαδόν μιας εκκλησίας;), το κόστος των υλικών, και χρηματοδοτεί —ή δεν χρηματοδοτεί— τυχόν δραστηριότητες και δράσεις της ενορίας. Το παγκάρι ελέγχεται από επιτροπή λαϊκών μαζί με τον κληρικό, και εάν κάποιοι κληρικοί αυξάνουν το εισόδημά τους (πάντοτε μέχρι το τέλος των αιώνων θα υπάρχουν κάποιοι εωσφορικά φιλοχρήματοι κληρικοί, που μάλιστα θα επιτυγχάνουν και στο σπορ — όπως άλλωστε και υδραυλικοί, δικηγόροι, πολιτικοί, μαγαζάτορες, γιατροί με φακελάκια), αυτό προκύπτει από άλλες δραστηριότητες, όπως τα τυχερά των γάμων και βαπτίσεων και η πιεστική απαίτησή τους. Όποιος ισχυρίζεται πως πίσω από την απροθυμία της ιεραρχίας να βάλει «λουκέτο» κρύβεται μια λογική follow the money από το… παγκάρι, απλώς δεν γνωρίζει τα στοιχειώδη για τις πραγματολογικές διαστάσεις του θέματος, τα facta ως προς το τι πάει πού. Δεν έχω πρόβλημα με την ασχετοσύνη, έχω και φίλους άσχετους, αρκεί να μην προκαλούν.
(ζ) Εδώ υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα. Οι πολλοί και οι έξωθεν φαντάζονται πως οι χριστιανοί (που αποτελούν ένα ανομοιογενές σύνολο από πανεπιστημιακούς καθηγητές, αμόρφωτους εργαζομένους, πυρηνικούς φυσικούς, χειρώνακτες, γιατρούς, και ό,τι υπάρχει ενδιαμέσως) θέλουν να εκκλησιάζονται επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, επειδή είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα πάθουν τίποτα λόγω μιας μαγικής υπόσχεσης πλήρους διαφύλαξης της σωματικής τους υγείας (η οποία υπόσχεση δεν υπάρχει πουθενά στη χριστιανική παράδοση παρά μόνο ως ευχή). Κοινώς, επειδή είναι βλάκες: επειδή κάποιος εκκλησιαστικός βάκιλος, κάποια θρησκευτική μηνιγγίτιδα προσβάλλει τον εγκέφαλό τους και, ακυρώνοντας ό,τι λέει η επιστήμη, εκείνοι πιστεύουν ότι δεν θα πάθουν τίποτα και ως mindless drones σπεύδουν να μολυνθούν. Όμως, χωρίς αυτό να ακυρώνει την ευθύνη των εκκλησιαζομένων χριστιανών για την υγεία των συνανθρώπων τους, όχι μόνο των ιδίων, διαλανθάνει των πολλών και των έξωθεν το ενδεχόμενο να πρόκειται για πολύ σαφή, ορθολογική και νηφάλια ιεράρχηση προτεραιοτήτων: ναι, οι πιστοί ιεραρχούν τη συμμετοχή τους στην εκκλησιαστική κοινότητα και στη θεία λειτουργία που τη συγκροτεί ως τέτοια υψηλότερα απ’ ότι ιεραρχούν την προσωπική τους σωματική υγεία, με ξηρή συνταγματική γλώσσα θα λέγαμε πως ιεραρχούν την ελευθερία του θρησκεύεσθαι πιο πάνω από την υγεία τους και ενδεχομένως τη βιολογική ζωή τους (χωρίς αυτό να ακυρώνει κλπ. κλπ.). Ακριβώς επειδή υφίσταται το ζήτημα της διασφάλισης της υγείας των άλλων, και όχι μόνο των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, είναι δουλειά της πολιτείας να αποφασίσει τυχόν δραστικές περιστολές, και όχι μια απόφαση που πρέπει να αναμένεται από αυτά τα μέλη αυτού του σώματος. Σημειωτέον πάντως ότι όλοι μας λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας χωρίς να έχουμε πάντοτε διαυγή εποπτεία των διεργασιών που μας οδηγούν σε αυτές: όταν λοιπόν η μεσόκοπη κυρία πει στο μαρκούτσι του δημοσιογράφου τοπικού σταθμού της επαρχίας ότι «δεν παθαίνω τίποτα», για να τον ξεκόψει και να τελειώνουμε, είναι λάθος φρικτά επιφανειακής προσέγγισης το να την αναγορεύσουμε σε σκοταδιστικό mindless drone, ως εάν να μην έχει προβεί στην εσωτερική ιεράρχηση προτεραιοτήτων της, να μην έχει σκεφτεί σοβαρά τον κίνδυνο υγείας για τον οποίο της φωνάζει όλη η κοινωνία, ή ως εάν να γνωρίζει την Α΄Κορ. 11: 29-30 του Παύλου ή τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο πολύ λιγότερο απ’ ό,τι τους γνωρίζουν οι έξωθεν της εκκλησίας διαδικτυακοί σχολιαστές. Σε κάθε περίπτωση, η καρικατουρογραφία των πιστών ως αυτονόητα ηλιθίων με flat τρόπο σκέψης ενίοτε δείχνει πως δεν πρέπει πάντοτε να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια.
Άνθρωποι που έδωσαν χρόνια απ’ τη ζωή τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο να μην στοχοποιούνται άνθρωποι ως αποδιοπομπαίοι τράγοι έχουν αποδυθεί αυτές τις μέρες σε μια άνευ προηγουμένου στοχοποίηση των χριστιανών —και όχι μόνο των ταγών τους— ως μιασμάτων, ως φονιάδων, ως μολυσματικών εστιών που θα φέρουν το κακό μέσα στην κοινότητά τους. Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται κατόπιν εορτής, ενώ κάθε λατρευτική σύναξη έχει ήδη ακυρωθεί με πρωθυπουργικό tweet, διότι «το κακό έχει ήδη γίνει»: είναι έτοιμοι να αποδώσουν κάθε μελλοντική απώλεια από την πανδημία στις κάποτε ήδη ολιγομελέστατες λατρευτικές συνάξεις. Η ανθρωποφαγική αυτή εικόνα δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν — και δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα.
Πάντως αξίζει να λεχθεί ότι η συζήτηση για τις ανοιχτές εκκλησίες γινόταν και όταν ήταν ακόμα ανοιχτά όλα τα υπόλοιπα, όπως μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες. Εν τω μεταξύ, κατ’ εξοχήν τα μπαρ κι αν είναι υγειονομική βόμβα σε τέτοιες συνθήκες: εκεί, όπου μεταλαμβάνοντας παλλαϊκώς αγγιζόμενα ξηροκάρπια φτύνουμε σε απόσταση επτά εκατοστών το πρόσωπο του συνομιλητή μας για δύο ώρες, διότι πώς αλλιώς να συζητήσουμε με την ένταση της μουσικής. Δεν έχω τη θέση «γιατί να κλείσει το μεν και να μην κλείσει το δε», στις συνθήκες που βιώνουμε ας κλείσουν αμφότερα, αλλά δεν μπορώ να παρατηρήσω την κωμική αλλά και τραγική υφή του να μαζευόμαστε στα μπαρ για να συζητήσουμε το πόσο επικίνδυνες υγειονομικά είναι οι εκκλησίες (περιστατικό του οποίου προσωπικά ήμουν μάρτυρας όχι μία, δύο και τρεις φορές). Σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι που γνωρίζουν τον υγειονομικό κίνδυνο, για τους ίδιους αλλά και για τους άλλους, του να βρεθούν σε μπαρ πήγαιναν όσο αυτά ήταν ακόμη ανοιχτά επί κορωνοϊού επειδή είχαν κάνει μια (ηθικά καλή ή ηθικά κακή) συγκεκριμένη ιεράρχηση προτεραιοτήτων: σε πολλούς όμως έμοιαζε πραγματικά αδιανόητο το να έχουν κάνει την ίδια ιεράρχηση προτεραιοτήτων κάποιοι άλλοι άνθρωποι, όχι όμως για τη βραδινή τους διασκέδαση αλλά για τη συμμετοχή στην κατ’ εξοχήν κοινότητα της ζωής τους.
Πλάγιο σχόλιο: ενδεχομένως αξίζει να δούμε τα όσα γράφει ο Giorgio Agamben για την τρέχουσα πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο Quodlibet (μτφρ. Γ. Πινακούλας): «Το πρώτο πράγμα που δείχνει με σαφήνεια το κύμα πανικού που έχει παραλύσει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πια σε τίποτε άλλο παρά μόνο στη γυμνή ζωή. Είναι σαφές ότι οι Ιταλοί είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν σχεδόν τα πάντα, τις φυσιολογικές συνθήκες του βίου, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τις φιλίες, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, μπροστά στον κίνδυνο ν’ αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή —και ο φόβος μήπως τη χάσουμε— δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. […] O πλησίον μας έχει εξαφανιστεί και είναι παράδοξο που η Εκκλησία σωπαίνει σχετικά με αυτό. […] τι είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση; […] Υπήρξαν στο παρελθόν χειρότερες επιδημίες, αλλά κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως η παρούσα, που μας απαγορεύει ακόμα και τη μετακίνηση. […] Μια κοινωνία που ζει σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι ελεύθερη κοινωνία.»
Υστερόγραφο διπλής ανάγνωσης: People go to churches to meet their Maker. Stopping on this occasion would seem counterproductive to me.
5. Γιατί μόνο στην Ελλάδα κυριάρχησε τόσο πολύ το ζήτημα της εκκλησίας στο δημόσιο λόγο περί κορωνοϊού;
Επειδή «μόνο στην Ελλάδα» δρα έτσι η ορθόδοξη εκκλησία — κάτι το οποίο είναι αντικειμενικά ψευδές, όπως σημειώθηκε παραπάνω;
Ή επειδή «μόνο στην Ελλάδα» έχει τόση εξουσία η εκκλησία — εξουσία που σβήνει, σκορπάει και εξαφανίζεται αυτοστιγμεί με ένα κυβερνητικό tweet πρωθυπουργού που «ανάβει κεριά»;
Από μια άλλη οπτική σε σύγκριση με την εδώ κατατιθέμενη, ο Αντώνης Λιάκος σημείωσε σχετικά στις 15 Μαρτίου (facebook): «Προσπαθώ να το καταλάβω ψυχολογικά, μήπως τελικά η θρησκεία είναι το σκοτεινό και ανομολόγητο αντικείμενο του πόθου και από τους πιο εκκοσμικευμένους; Μήπως τελικά η κριτική στην εκκλησία δείχνει πόσο αδύναμη είναι η εκκοσμίκευση μέσα μας;». Αυτό το σχόλιο έχει ψωμί…
6. Η λέξεις που κυριάρχησαν: «σκοταδισμός» και «Μεσαίωνας». Το θέμα που κυριάρχησε: «Επιστήμη vs θρησκεία», ως αλληλοαποκλειόμενες έννοιες (την ώρα που ο καθηγητής Τσιόδρας τυγχάνει… ψάλτης).
Δεδομένης της τριγύρω ολούθε αναφοράς του «Μεσαίωνα», αξίζει ίσως να αναφέρουμε για το γούστο του πράγματος ότι τα μόνα μέσα που μέχρι στιγμής μας δίνει η ιατρική επιστήμη για την αποφυγή της ταχύτερης διασποράς του κορωνοϊού είναι, κυριολεκτικά, μεσαιωνικά. Δηλαδή η καραντίνα (και το συναφές με αυτήν social distancing, κοινώς ανθρωποδιώκτης). Τι μας λένε οι γιατροί και η επιστήμη; Αφ’ ενός «δεν μπορούμε να σας θεραπεύσουμε μέχρι στιγμής», αφ’ ετέρου «προτείνουμε καραντίνα ως μέθοδο πρόληψης». Η «καραντίνα» (40 ημέρες, quaranta giorni, μετεξέλιξη του τριακονθήμερου a trentine) είναι, κυριολεκτικά, μεσαιωνικός όρος από τον 14ο και 15ο αιώνα, και η μέθοδος που προτεινόταν τότε για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης της πανώλους. Η ιατρική επιστήμη μας λέει μέχρι στιγμής, μέχρι το κάποτε εμβόλιο, όχι πολλά παραπάνω απ’ ότι μας έλεγε πεντέξι αιώνες (!) πριν: δεν μπορώ να τον θεραπεύσω και συστήνω καραντίνα. Ακριβώς τα ίδια με το Μεσαίωνα. Το παραπάνω δεν δηλώνει τίποτα περισσότερο από την ενδιαφέρουσα τροπή που παίρνει έτσι όλη η συζήτηση περί Μεσαίωνα, που αντιπαραβάλλεται στην επιστημονική, ορθολογική και αποτελεσματική νεωτερικότητα.
Στη χώρα μας κάνουμε κυρίως εισαγωγές ιδεών, επί τη βάσει των οποίων μαλώνουν και οι δύο πλευρές του εκάστοτε ελλαδικού στρατοπέδου, θεωρώντας τες ως αυταπόδεικτα αληθείς. Επειδή παίρνουμε τις ιδέες από δεύτερο χέρι, από τα μεταχειρισμένα, τις εισάγουμε κατ’ εξοχήν όταν έχουν μπαγιατέψει έξω. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ιστορικά προβληματικό (όπως ξέρουμε πλέον σήμερα) δόγμα «θρησκεία versus επιστήμη», ανεβάστηκε ως αυτονόητο στη χώρα μας σε social media, ενημερωτικά site, δημοσιογραφικές γνώμες αλλά και σε κείμενα κάποιων κληρικών, απ’ την ανάποδη, γιατί τόσα ξέρουν (καθώς και στη φρικτής ασχετοσύνης πρωθυπουργική φράση «η πίστη αρχίζει εκεί που τελειώνει η επιστήμη»), δόγμα το οποίο έξω έχει πεθάνει σε κάθε σοβαρή πανεπιστημιακή σπουδή (καίτοι επιβιώνει στην popular culture) αλλά εδώ ζει και βασιλεύει ως αυταπόδεικτο. Ο οξυμένος δημόσιος διάλογος γίνεται επειδή και οι δύο πλευρές αναμασούν τα πολυκαιρισμένα και τα στερούμενα πραγματολογικής βάσης, δεν είναι ότι οι μεν έχουν άδικο αλλά οι άλλοι δίκιο. Ο σοβαρός αναγνώστης, αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι στη χώρα, μπορεί να μελετήσει το βιβλίο του καθηγητή της Οξφόρδης Peter Harrison “The Territories of Science and Religion” (Chicago Univ. Press 2015) για το ιστορικό κομμάτι και το βιβλίο του καθηγητή της Οξφόρδης Alister McGrath “The Territories of Human Reason” (Oxford Univ. Press 2019) για το σύγχρονο κομμάτι. Αμφότερα τα βιβλία υπάρχουν δωρεάν στο Library Genesis. Ζούμε σε μια πολύ ωραία χώρα, με ασύγκριτη καθημερινή ποιότητα ζωής, αλλά οι φωνασκίες, η αναξιοκρατία, ο ρηχός δογματισμός κάθε προέλευσης και η ημιμάθειά της ενίοτε την καθιστούν αρκετά λιγότερο ελκυστική.
7. Προσωπικό σχόλιο, που δεν πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, αλλά ανεξάρτητα:
Στην αρχή όλοι (όσοι τουλάχιστον δεν είχαμε δοθεί full time στο να ρίχνουμε τις ευθύνες στους συμπολίτες μας και να τους βρίζουμε χυδαία ως δολοφόνους) δοθήκαμε στο ότι πρέπει να παρθούν από το κράτος όλα τα εφικτά μέτρα, να αναλάβουμε προσωπική ευθύνη, να δράσουμε συλλογικά στην ακραία αυτή κατάσταση κλπ. Προσωπικά έχω αρχίσει να αναπτύσσω έναν έντονο αν και ασχημάτιστο σκεπτικισμό: η ιδιωτική μου αίσθηση είναι ότι, with the privilege of hindsight, η ιστορία σε λίγα χρόνια δε θα μετρήσει αυτές τις μέρες με τα μέτρα που τις μετράμε εμείς. Λόγω έκτακτης ανάγκης (πόσοι και πόσοι πέταξαν στα σκουπίδια σχοινοτενέστατα διαβάσματά τους περί «έκτακτης ανάγκης» σε ελάχιστες μόνο ώρες) περιεστάλησαν με μια ΠΝΠ και μια ΚΥΑ τεράστιες, πραγματικά τεράστιες ελευθερίες (κίνησης, εμπορίου, θρησκευτικές, κοινωνικότητας), πράγματα αυτονόητα για εκατονταετίες, αυγαταίνουν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, καθολικεύθηκε μια ακραία στρατιωτική γλώσσα με αυτονόητη την αποδοχή της, είμαστε μόλις στην αρχή και έχουμε εύλογα προεξοφλήσει μια κτηνώδη διεθνή οικονομική κρίση —μετά— το πέρας της πανδημίας. Εξυπακούεται πως όλα αυτά γίνονται για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές, ζωές πραγματικών και δικών μας ανθρώπων, εξ ου και τα στηρίζουμε. Προσωπικά όμως, με έναν κρυφό σκεπτικισμό και μια ασχημάτιστη επιφυλακτικότητα όμως που όλο και ξεμυτίζει. Με τρομάζει ιδιαίτερα το πόσο αυτονόητα έγιναν όλα αυτά, με τον κόσμο (κι εμένα μαζί) να τα ζητάει πιεστικά. Μας δίνουν ακραία, πρωτόγνωρη περιστολή με λάφυρο την ίδια τη βιολογική μας ζωή και εμείς απλώς ζητάμε περισσότερη περιστολή, εγκαλώντας τους όταν δεν τη βλέπουμε να υλοποιείται. Ας μην παραβιασθούν ανοιχτές θύρες με τη φράση «το κάνουμε για να σώσουμε ανθρώπινες ζωές» — χαίρω πολύ, ειδάλλως δεν θα το κάναμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε ιδέα πώς και πού θα είμαστε μετά από όλο αυτό (αναφέρομαι στις αλλαγές των ζωών μας και όχι στην ίδια την πανδημία), δεν ξέρουμε ποιοι θα είμαστε μετά από όλο αυτό, σε τι είδους κράτη θα ξυπνήσουμε, και έχω μια έντονη αίσθηση πως η ιστορία δε θα γράψει απλώς ότι «τα κράτη και οι λαοί έδρασαν υπεύθυνα για να σωθούν ανθρώπινες ζωές». Η επιφυλακτικότητά μου —ενώ παράλληλα συναινώ σε αυτό που γίνεται— είναι κρυφή, διακριτική, in pectore, και δε χωρά σχοινοτενή ανάλυση. Πάντοτε ας θυμόμαστε πως είμαστε μόλις στην αρχή, δεν έχουμε δει τίποτα ακόμη.
Τέλος, πολλοί θριαμβολογούν ότι «στην παρούσα κρίση de facto ομολογήθηκε από όλους η χρεωκοπία συγκεκριμένων μοντέλων και συνταγών», και μέχρι στιγμής όντως έτσι μοιάζει να είναι. Ξεχνούν όμως κάτι, που ενισχύεται έτι περαιτέρω από το γεγονός πως είμαστε κυριολεκτικά μόλις στην αρχή: ξεχνούν την βαθύτατη σοφία της παροιμίας «στην αναπουμπούλα ο λύκος χαίρεται». Παγκοσμίως, οι έχοντες το πάνω χέρι θα επιλέξουν το timing για να διατυπώσουν το νέο Νόμο τους.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.