Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια μὲ πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής. Μὲ πολλὴ διστακτικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.
Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό. Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε νὰ μοιρασθεῖ μαζὶ μου τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.
“Δυστυχῶς ὄχι”, μοῦ ἀπαντᾷ, “εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς”.
“Κρῖμα, διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη” εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.
Ἔνιωσε ἀμήχανα καὶ κάπως σιώπησε γιὰ λίγο.
“Κοίταξε”, τοῦ λέω, “συγνώμη ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ τὸν πίστευαν. Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ἔχεις συναντήσει ποτὲ κανένα ἀσκητή;”
“Ὄχι πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά! Ἄν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο. Ξέρετε κανένα μορφωμένο νὰ πάω νὰ συναντήσω;”
“Τί προτιμᾶς; Μορφωμένο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει ἤ ἅγιο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;”
“Προτιμῶ τὸν μορφωμένο. Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους”
“Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Γιὰ δοκίμασε μὲ κανένα ἅγιο. Πῶς σὲ λένε;” ρωτῶ.
“Γαβριήλ”, μοῦ ἀπαντᾷ.
Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο πρόσβασης καί τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε καὶ ἕνα σχεδιάγραμμα.
“Θὰ πᾷς”, τοῦ εἶπα, “καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα: Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς, καὶ θέλω νὰ πιστεύσω. Θέλω μιὰ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ”
“Φοβᾶμαι, νρέπομαι”, μοῦ ἀπαντᾷ.
“Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα;”, ρωτῶ. “Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζήτα τὸ ἴδιο πρᾶγμα”.
Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του. Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σὲ κάτι κούτσουρα. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ βρῆκε δειλὰ τὴ θέση του. Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.
“Τί γίνεστε, παιδιά;” ρωτάει. “Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;”
“Εὐχαριστοῦμε, γέροντα”, ἀπήντησαν μὲ συγκαταβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.
“Ἔλα ἐδῶ”, λέγει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριὴλ καὶ ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. “Θὰ φέρω ἐγὼ νερό, πᾶρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια. Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό: Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος, ἀλλὰ νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου καὶ νὰ εἶναι ἄθεος; Αὐτὸ πρώτη φορὰ μᾶς συμβαίνει”.
Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του; Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του; Τί τελικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;
“Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο;”, μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελλίσει.
“Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πᾶρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστῆρι νὰ διανυκτερεύσεις”
“Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;”
“Τί νὰ ποῦμε ρὲ παλικάρι; γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;”
“Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνιωσα ἀμέσως νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου”, ἀφηγεῖται, “ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη, ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται, οἱ ἀπορίες μου νὰ λύνονται χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα, δίχως καμιὰ συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης.
Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τὰ ἄν, τὰ γιατί, τὰ μήπως καὶ ἔμεινε μόνο τὸ πῶς καὶ τὸ τί ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς”
Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τετάρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί. Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾷς. Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά. Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη, χωρὶς νὰ σοῦ
κουράσουν τὸ μυαλό…
Του Μητροπολίτη Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς π. Νικόλαου Χατζηνικολάου