Αυτή η δυσκολία να δούμε τον Θεό στον Χριστό, είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα των ανθρώπων. Είναι ο Χριστός Θεός; Θυμάμαι όταν ήμουν εκτός εκκλησίας δεν είχα πρόβλημα να δέχομαι τον Χριστό σαν ένα διδάσκαλο, εντάξει, που είπε μερικά πράγματα, βέβαια το παράκανε λίγο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η φαντασίωση περί του εαυτού του ήταν μεγαλύτερη από τις δυνάμεις του προφανώς. Αλλά πάντως τον δεχόμουν έτσι, δίπλα στον Βούδα, στον Μωάμεθ, έ, βάλτον και αυτόν.
Και κάποια στιγμή που άρχισα να ενδιαφέρομαι έτσι για τον χριστιανισμό περισσότερο, θυμάμαι είχα συζήτηση με έναν πολύ μεγάλο άνθρωπο του Θεού, ήταν μαθητής του πατρός Πορφυρίου, και του λέω:
«Κοίταξε, εγώ δεν έχω πρόβλημα για τον Χριστό, εντάξει μπορώ να διαβάσω Καινή Διαθήκη, να τα βάλω αυτά μέσα σε ό,τι λέει ο Πλάτωνας», και μου λέει αυτό, -και θυμάμαι τότε πόση εντύπωση μου έκανε αυτό-:
«Όχι, (μου λέει), δεν είναι εκεί το θέμα, το θέμα είναι ότι ο Χριστός είναι ο Θεός» μου λέει. Εκεί, κατάλαβα ότι δεν πίστευα!
Του λέω: «Αυτό είναι ο χριστιανισμός;»
Μου λέει; «Αυτό είναι, ο χριστιανισμός αρχίζει από την στιγμή που ο Χριστός είναι ο Θεός. Τα άλλα όλα δεν λέγονται χριστιανισμός».
Και όντως, διαβάστε Καινή Διαθήκη όσο θέλετε. Βγάλτε την πίστη στον Χριστό ως Θεό, πέστε ότι η Ανάσταση είναι μια παρεξήγηση των μαθητών από την αγάπη τους, πέστε ότι τα θαύματα είναι μια υπερβολή… Τελείωσε! δεν είσαι πια χριστιανός.
Την Καινή Διαθήκη μπορεί να την διαβάζεις. Έτσι μας έλεγαν και οι μουσουλμάνοι σήμερα; «Τον ανεχόμαστε τον Χριστό ως προφήτη» Δεν έχουν κανένα πρόβλημα. «Μη μας λέτε ότι είναι κι ο Θεός όμως. Ο Θεός δεν έχει γιο, δεν στέλνει… στέλνει προφήτες κτλ, δε μπαίνει ο Θεός στην ανθρώπινη συνθήκη». Λοιπόν ο χριστιανισμός αρχίζει από την στιγμή που ο Χριστός είναι ο Θεός. Από την στιγμή που αντικρίζω την θεότητα του Χριστού μες την ανθρωπότητά του, από εκείνη την στιγμή και μόνο τότε, αρχίζει ο Χριστιανισμός να είναι η εκκλησία του Χριστού.
Η εκκλησία η οποία κάνει ο Χριστός όχι ως ένας εκ των προφητών, αλλά ως Θεός ο οποίος εκκλησιάζει, αυτό το πράγμα σημαίνει, συνάζει δηλαδή όλη την κτίση. Και την εκκλησιάζει εν τω σώματί του, ακριβώς διότι είναι ο Θεός, αυτός έχει δικαίωμα να το κάνει. Δε μπορούμε να κάνουμε εμείς εκκλησίες έτσι δεν είναι; Να κάνουμε δύο τρεις οπαδούς εκεί. Θα φύγουμε και εμείς, θα φύγουνε και οι οπαδοί. Εκκλησία σημαίνει ότι αυτός ο οποίος έπλασε τον κόσμο, τον συνάζει τον κόσμο, ότι τον κάνει δηλαδή, σώμα, τον βάζει μες την αγκαλιά του.
Λοιπόν δε βλέπουμε στον Χριστό τον Υιόν του Θεού, αλλά βλέπουμε έναν δάσκαλο, γι’ αυτό και ο κόσμος σταυρώνει τον Χριστό. Δεν βλέπει μάλιστα, (και εδώ είναι πιο λεπτό το σημείο ακόμα), δε βλέπει ότι ο Θεός μόνον έτσι θα μπορούσε να είναι Θεός. Μόνο για αυτόν τον λόγο θα μπορούσε να είναι Θεός, γιατί έχει τέτοιου είδους αγάπη, τέτοιου είδους συμπεριφορά, αυτό είναι που δεν βλέπει.
Είναι μία συκοφαντία του Θεού εδώ από πίσω, ότι ο Θεός πρέπει να είναι δυνάστης πρέπει να είναι εντολεύς, πρέπει να είναι δικαστής. Όχι εκείνος που μπαίνει μες την συνθήκη του παραλογισμού μου και του θανάτου μου.
«Δεν μπορεί ο Θεός να ξεπεράσει την ανωτερότητά του και να γίνει ένας σαν και μένα. Δεν είναι ο Θεός ελεύθερος τόσο, ούτως ώστε να ελευθερωθεί και από την ανωτερότητά του, και να μπει λόγω της αγάπης του, μέσα στα δικά μου πράγματα. Δεν δέχομαι ένα τέτοιο Θεό, ένας τέτοιος Θεός με φέρνει σε αμηχανία», καταλάβατε; Έχετε δοκιμάσει ποτέ έναν πολύ περήφανο άνθρωπο να τον αγαπήσετε και να ταπεινωθείτε μπροστά του; Θα νοιώθει μια αμηχανία, δεν το καταλαβαίνει αυτό. Επειδή είμαστε πολύ περήφανοι, έναν τέτοιο ταπεινό Θεό, δεν μπορούμε να τον δεχθούμε εύκολα. Καταλαβαίνετε τι λέω; Περιμένουμε έναν Θεό ο οποίος μας μαστιγώνει όπως εμείς μαστιγώνουμε αυτούς που είναι κατώτεροί μας.
Καταλαβαίνουμε έναν τέτοιο Θεό πολύ καλύτερα γι’ αυτό λέμε πολλές φορές ότι το ισλάμ είναι πολύ πιο φυσιολογική θρησκεία, πολύ πιο κοντά στον πεσμένο άνθρωπο και θα έχει μεγάλο μέλλον στην Ευρώπη το ισλάμ. Θα έχει πολύ μέλλον στην Ευρώπη γιατί είναι πολύ όμορφη θρησκεία. Σου λέει ότι είσαι ένα χαμένο κορμί, σου λέει ότι έχεις ένα κισμέτ από το οποίο δε μπορείς να βγεις, και υπάρχει ένας ουράνιος δυνάστης που δίνει εντολές, εάν τις ακούς φροντίζει να περνάς καλά.
Σου δίνει τέσσερις πέντε γυναίκες, σου δίνει εξουσία πάνω στους άλλους, σου επιτρέπει να κάνεις ιερό πόλεμο, έτσι; Μέσα σου μην μπεις μονάχα, μέσα μη δουλέψεις. Καταλάβατε; Μέσα μη δουλέψεις, η πίστη είναι καθαρή εξωστρέφεια εδώ. Καταλαβαίνετε; Και σε περιμένει και ένας παράδεισος στο τέλος, όμοιος με αυτόν που θέλεις με τα ουρί, με τα πιλάφια και με όλα αυτά. Περίεργα πράγματα και όμως είναι πολύ κοντά στον πεσμένο άνθρωπο όλα αυτά.
Αυτά εδώ είναι δύσκολα όμως, γι’ αυτό είναι του Θεού όμως. Δεν είναι ανθρώπινα εφευρήματα. Ο Θεός του Μωάμεθ μοιάζει με τον Θεό του Πλάτωνα, μοιάζει με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, μοιάζει με τον Θεό των ανατολικών θρησκειών αν υπάρχει, μοιάζει, είναι ένα ανθρώπινο εφεύρημα, είναι ο Θεός κατ’ εικόνα της δικής μου έπαρσης, της δικής μου εξοντωτικής πτώσης. Είναι ο Θεός που μου μοιάζει.
Η ταπείνωση του Θεού που είναι η αγάπη Του, είναι κάτι ακατανόητο σε εμένα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να καταλάβω σε βάθος γιατί χρειάζεται να γίνει ενσάρκωση και πώς.
Με φέρνει σε αμηχανία το γεγονός της ενσαρκώσεως. Καταλαβαίνετε τι λέω; Όπως ακριβώς έναν πολύ υπερήφανο άνθρωπο θα του έφερνε αμηχανία να πηγαίνατε να τον διακονήσετε. Να του πείτε «σε διακονώ τώρα εδώ, δωρεάν». Θα έλεγε; «-Τώρα τι θες από αυτό;» «-Τίποτα». «-Όχι, κάτι θες».
Και αν δεν κατάφερνε να βρεί την αιτία για την οποία τον υπηρετείτε, θα έκανε τον ψυχαναλυτή και θα σας έλεγε ότι: “Αυτό το πράγμα που έχεις τώρα, είναι κρυφός ερωτικός πόθος για μένα, δεν μπορείς όμως να τον εκδηλώσεις για α’ β’ λόγους κοινωνικούς ή άλλους και τον κάνεις διακονία υπηρεσία, τον μεταμφιέζεις». Σα να πρέπει εξάπαντος να βρείς μια ιδιοτέλεια – δε μπορούσε να δεχθεί ανιδιοτελή διακονία και αγάπη.
Έτσι εμείς δε μπορούμε να δεχθούμε την ενσάρκωση διότι δεν ανήκει στον ορίζοντά μας. Δε μπορούμε εμείς να ενσαρκωθούμε για τα σκυλιά που αγαπάμε, για τις κατσαρίδες, για τα κουνούπια, να γίνουμε και εμείς κουνούπια, κουνουπάνθρωποι και κατσαριδάνθρωποι όσο κι αν αγαπάμε. Ξέρετε τι φοβερό είναι αυτό, συγκρούεται με την λογική μου βαθιά μέσα μου, κι όταν το παραδεχθώ συντρίβομαι.
Για αυτό οι άγιοι είναι συντετριμμένοι. Όλοι οι άγιοι είναι συντετριμμένοι. Γιατί είναι συντετριμμένοι; Γιατί η ενσάρκωση γι αυτούς είναι πραγματικότητα, γιατί έχουν δει τον Χριστό ως Θεό και ως άνθρωπο, και αν το δεις αυτό, τελειώνει μετά το παραμύθι. «Α! (λες), εδώ είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα. Πολύ αλλιώτικα από ό,τι τα φανταζόμουν. Όπως μου έλεγε ένας φίλος μου έξω: «Κατάλαβα, (λέει) δεν είναι ανέκδοτο αυτό το πράγμα». Στην αρχή το παίρνει κανείς σαν ένα ωραίο ανέκδοτο ή μύθο. Μετά όταν το δει όμως, (σας είπα), βλέπει την δύναμη του Θεού και την σοφία και την αγάπη του Θεού, και δε βλέπει τίποτα λιγότερο από αυτό.
«Ο Εμέ μισών λοιπόν, και τον Πατέρα μου μισεί» παρά ταύτα σας λέω άλλη μία θεολογική, είναι τόσο πυκνό θεολογικά αυτό το κείμενο. Αυτός που με μισεί λέει, όμως εμένα, στην ουσία μισεί και τον πατέρα μου τέτοιος που είναι. Γιατί ο Πατέρας μου είναι αυτός που εγώ σας παρουσιάζω, είναι ο Πατήρ ενός τέτοιου Υιού. Και ευδοκεί σε μία τέτοιου είδους φανέρωση. Λοιπόν αυτός που μισεί όμως Εμένα, μισεί και τον Πατέρα μου, γιατί δεν τον ξέρει ποιος είναι. Τον νομίζει ότι είναι ο άγιος δυνάστης, ο χωροφύλακας, ο δικαστής, ο ουράνιος δικτάτορας.
Και τον Πατέρα μου λοιπόν, τον συκοφαντεί έτσι: «Ει τα έργα μη εποίησα εν αυτοίς α ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ουκ είχον· νυν δε και εωράκασι και μεμισήκασι και Εμέ και τον Πατέρα μου» (Ιωάννης 5/ε: 24). «Αν δεν είχα κάνει τίποτα όμως (λέει) εγώ, θα είχαν δίκαιο να το πιστεύουν αυτό, είναι ανθρώπινο. Έκανα τα έργα αυτά τα οποία έκανα, τα είδαν και μίσησαν αυτόν τον τρόπο της Θεοφανείας. Μίσησαν αυτό το είδος Θεού».
π. Νικόλαος Λουδοβίκος