Ὁ Ἀδὰμ ὑπέκυψε στὴν πίεση τῆς δαιμονικῆς βίας καὶ κράτησε τὰ πόδια του κολλημένα στὸ χῶρο τῆς ἀμετανοησίας.
Μιὰ προϋπόθεση γιὰ μιὰ τέτοια ἐμμονὴ ἦταν βέβαια καὶ ἡ βίαιη, μέσα σὲ μία μόνο στιγμή, ἀλλαγὴ τῆς ὑπαρξιακῆς του προοπτικῆς.
Μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἄμεσης κατακτήσεως τῆς αὐτοθεΐας καὶ ἰσοθεΐας (“Καὶ ἔσεσθε ὡς Θεοί”), ποὺ τοῦ ὑπαγόρευσε ἡ δαιμονικὴ παρέμβαση, λαχτάρησε ὁ ἀδαμικὸς ἄνθρωπος μία πραγματικὰ ἰσόθεη ἀνύψωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχανε, μὲ τὴν πράξη τῆς παραβάσεως, ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῆς συνειδήσεώς του, τὴν “εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν”, τοῦ Θεοῦ, προσδοκοῦσε καὶ ἀνέμενε, μὲ σίγουρη αἰσιοδοξία, νὰ γεμίζει τὸ ὀπτικό του αὐτὸ πεδίο μὲ τὴν “ὑπερμεγέθη”, “θεοποιημένη” εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του.
Καὶ πραγματικὰ ἔτσι ἔγινε! Τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, στὴν προπτωτικὴ ἀδαμικὴ συνείδηση, κατέλαβε ἡ προσωπικὴ εἰκόνα τοῦ αὐτουργοῦ, τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.
Ναί! Ὁ ἄνθρωπος “μεταποιήθηκε”, μὲ τὴ συνεργία τῆς δαιμονικῆς βίας σὲ “Θεό”! Ὁ ὄφις εἶχε, ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη “δίκιο”. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε “Θεός”!
Ἢ μᾶλλον ἡ εἰκόνα, ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου γέμισε μὲ τὴ δική του, “θεϊκῆς” πλέον ποιότητος, εἰκόνα!
Ἀλλὰ ἐπρόκειτο φυσικὰ γιὰ τὴν ψευδαίσθηση ἐκείνη, ποὺ ἡ δαιμονικὴ βία γέννησε μέσα στὸ κέντρο, τὸν ὀμφαλὸ τῆς αὐτοσυνειδησίας του, γιὰ νὰ ἐμποδίσει ἀποτελεσματικὰ κάθε προσπάθεια ἐξόδου τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ δίοδο διαφυγῆς, ἀπὸ τὸ πέρασμα τῆς μετανοίας.
Ἔτσι ἐγκλωβισμένος ὁ Ἀδὰμ σ’ ἕνα ἐγωκεντρικὸ καὶ σὲ μία “ταυτοποίηση” τοῦ ἑαυτοῦ του, δαιμονικῆς ποιότητας καί… τεχνολογίας, ἔμεινε καρφωμένος στὴ θέση καὶ τὴν κατάσταση τῆς ἀμετανοησίας.
Εἶχε διαλέξει πλέον τὸ δρόμο του! Ἦταν ὁ δρόμος τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καὶ τῆς αὐτολατρείας, τῆς ναρκισσιστικῆς του θωπείας. Ἡ δαιμονικὴ βία εἶχε κερδίσει καὶ τὸ τελευταῖο της χαρτί. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἔπεισαν νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ βία στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς πάντως, σεβόμενος τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑπομένως τὶς προσωπικές του ἐπιλογές, δὲν ἔμενε νὰ κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ “κατευοδώσει” τὸν παραβάτη ἀδαμικὸ ἄνθρωπο στὴ νέα ὑπαρξιακή του πορεία, ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο, στὴν πορεία τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καὶ τῆς αὐτοθεΐας!
Ναί! Ὁ Θεὸς κατευόδωσε, τὸν ἀποστάτη τῆς ἀγάπης του καὶ τοῦ ἐλέους του, ἀδαμικὸ ἄνθρωπο, στὴν πορεία τῆς ἀμετανοησίας του.
Δὲν τὸν ἄφησε νὰ φύγει ἐντελῶς ἀνίδεος καὶ ἀπαρηγόρητος, χωρὶς μία ἐλπίδα καὶ μία δυνατότητα προσδοκίας ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὴν ἀμετανοησία του, δηλ. ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τὸ δουλωμένο στὴ δαιμονικὴ βία ἑαυτό του.
Τοῦ παρέδωσε, ὡς φυλακτὸ καὶ ἰδιαίτερη εὐλογία, τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας του, τὸ “πρωτευαγγέλιο” μιᾶς ἐλπίδας καὶ μιᾶς προσδοκίας καινούργιας, λυτρωτικῆς ὑπαρξιακῆς προοπτικῆς.
Συγχρόνως ὅμως τὸν ἐνημέρωσε, ὡς πρὸς τὶς δυσκολίες ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζε στὴν πορεία τῆς ἀποστασίας του καὶ τῆς ἐμμονῆς του στὴν ἀμετανοησία του. Τοῦ ξεκαθάρισε, ὅτι τὸ κυριαρχικὸ στοιχεῖο, στὴ νέα ποιότητα ζωῆς ποὺ διάλεξε, θὰ εἶναι πάντοτε ἡ ἐξουθενωτικὴ γι’ αὐτὸν καὶ ἀνελέητη καταπίεση τῆς δαιμονικῆς βίας.
Ὄχι! Ὁ Θεὸς δὲν τιμώρησε τὸν παραβάτη τῆς ἐντολῆς του ἀδαμικὸ ἄνθρωπο. Τοῦ διευκρίνισε ἁπλῶς τὸ εἶδος καὶ τὸν τρόπο τῆς νέας ζωῆς του. Τοῦ ἐξήγησε τὸ εἶδος καὶ τὸν τρόπο τῆς συμπεριφορᾶς πρὸς αὐτὸν τῆς δαιμονικῆς βίας, πού, ὁ ἴδιος αὐτὸς ἄνθρωπος, ἀποδέχθηκε ὡς σύμβουλο καὶ ὁδηγό του, κατὰ τὴν προσπάθεια τῆς συλλογιστικῆς “ἐπεξεργασίας” τοῦ ὑπαρξιακοῦ του διλλήματος νὰ ἐπιλέξει τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ὑποβολὴ τοῦ διαβόλου.
«Πρὸς δὲ τὸν Ἀδὰμ εἶπε (ὁ Θεός): ἐπειδὴ ὑπάκουσες στὸ λόγο τῆς γυναίκας σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τί δένδρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μόνο σὲ διέταξα νὰ μὴ φᾶς, καταραμένη νὰ εἶναι ἡ γῆ ἐξαιτίας σου· μὲ κόπο νὰ τρῶς τοὺς καρποὺς της σ’ ὅλη σου τὴ ζωή· ἀγκάθια καὶ τριβόλια νὰ σοῦ βλαστήσει καὶ νὰ τρῶς χορτάρι τοῦ ἀγροῦ· μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου νὰ τρῶς τὸ ψωμί σου, μέχρις ὅτου νὰ ἐπιστρέψεις στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάστηκες, γιατί χῶμα εἶσαι καὶ στὸ χῶμα θὰ ἐπιστρέψεις»
Ἡ μαρτυρικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, στὸ χῶρο τῆς ἀμετανοησίας του, προδιαγράφεται στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀντιδικία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ βία!
Ἀλλὰ βέβαια ἡ ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ δὲν τύφλωσε τελείως, σὲ βαθμὸ δηλ. ὁριστικῆς νεκρώσεως, τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν καὶ βυθίστηκε ὁ νοῦς του στὸ σκότος τῆς δαιμονικῆς γοητείας καὶ ἂν καὶ ἀλλοιώθηκε, πρὸς “ὄφελος” αὐτῆς τῆς γοητείας, ἡ πνευματικὴ δυναμική του θεογενοῦς ἀξιολογικοῦ του κριτηρίου, ἔμεινε σὲ λειτουργία, στοιχειώδους ἱκανότητας διακρίσεως, ἕνα ἐλάχιστο δυναμικό τῆς συνειδήσεως αὐτῆς, ὥστε νὰ ἀποδεικνύεται ἀληθινὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο, ἡ γεύση τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου, θὰ κατέλειπε στὴ συνείδηση τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου τὴ στοιχειώδη ἱκανότητα τοῦ “γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν”.
Ὁ ἀδαμικὸς ἄνθρωπος, πρὶν ἀπὸ τὴ πτώση του, εἶχε γεύση καὶ πεῖρα τοῦ ἀγαθοῦ, ἀφοῦ τὸ “κατ’ εἰκόνα”, ἡ πνευματική του δηλαδὴ ὑπόσταση καὶ προίκα, ἦταν θεοκτίστη καὶ θεογενῆς. Κατὰ τὴν πτώση του ὅμως αὐτὸς ἔλαβε πλέον καὶ πεῖρα τοῦ πονηροῦ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ μποροῦσε νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἐξουσιαστική, πάνω σ’ αὐτήν, “πονηρὴ” κυριαρχία τῆς βίας ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀρνητικὸ στοιχεῖο τῆς ταλαίπωρης καὶ μαρτυρικῆς του ζωῆς.
Ἔτσι ἐξ ἀρχῆς τῆς πορείας του, ἀντιλήφθηκε, ὅτι αὐτὸ ποὺ καταστάλαξε, σὰν βασικός του ὑπαρξιακὸς προβληματισμὸς ἦταν πλέον ἡ ἀντιδικία του μὲ τὴ βία.
Ναί, κάθε πρόβλημα τῆς νέας του ζωῆς, μικρὸ ἢ μεγάλο, κάθε ἀντιξοότητα καὶ δυσκολία, στὴν προσπάθεια τῆς ἐπιβιώσεώς του, ἀλλὰ καὶ κάθε πόνος καὶ ὀδύνη, κάθε ἀπογοήτευση καὶ ἀπελπισία, στὸ συνολικὸ τρόπο ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ στὶς λεπτομέρειες τῆς καθημερινότητας, ἐπρόκειτο νὰ βιώνεται στὸ ἑξῆς ὡς καταπιεστικὴ καὶ ἐξουθενωτικὴ παρουσία βίας καὶ ἀλύτρωτου καὶ ἀναπόφευκτου ἀναγκασμοῦ.
Καί, πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὁ θάνατος. Πολὺ ἐνωρὶς κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ἡ ἀντιδικία του μὲ τὴ βία τελείωνε μ’ ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός· μὲ τὸ θάνατο.
Αὐτὸ σήμαινε πλέον γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ἡ βία ἐγκαινίαζε τὴν εἴσοδό του στὴ ζωὴ (“Καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε… ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα”) ἀλλὰ καὶ ἔκλεινε τελεσίδικα τὴν αὐλαία τῆς ὑπάρξεως “ἔσχατος γὰρ ἐχθρὸς ὁ θάνατος”!
Ἡ ἐπιλογὴ ἑπομένως τῆς ἀμετανοησίας καὶ ἡ ἀντίσταση τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου στὴ μετάνοια, στὴν ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῆς προσωπικῆς του εὐθύνης καὶ ἐνοχῆς γιὰ τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως, τὸν παγίδευσε ἀμετάκλητα στὸ ἰσόβιο τυραννικὸ καθεστὼς τῆς δαιμονικῆς βίας.
Βέβαια, τὸ ἀναμφισβήτητο δικαίωμα τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἐπιλογὴ (ὅποια κι ἂν ἦταν αὐτὴ) φαίνεται νὰ βρίσκεται σὲ κάποια ἀντίφαση μὲ τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως καὶ τὴν ἀμετάκλητη δουλεία του στὴν τυραννία τῆς δαιμονικῆς βίας. Ἀλλ’ ἐὰν τὸ ἀποτέλεσμα, κάθε ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἦταν μόνο θετικὸ γι’ αὐτὸν “ἐκ προδιαγραφῆς” (δηλ. “ἐκ κατασκευῆς”), στὴν οὐσία δὲν θὰ εἶχε δυνατότητα ἐπιλογῆς καὶ ἄρα δικαίωμα ἐπιλογῆς.
Δηλαδὴ δὲν θὰ ἦταν πλασμένος πραγματικὰ ἐλεύθερος! Θὰ ἦταν ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη (καὶ ἑπομένως δεσμευτικὴ γι’ αὐτὸν) δεσποτεία τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ θετικοῦ, χωρὶς καμία δυνατότητα ἐλεύθερης, προσωπικῆς ἐπιλογῆς μεταξὺ ἀντιθέτων. Μεταξύ τοῦ θετικοῦ καὶ τοῦ ἀρνητικοῦ, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ.
Σὲ μία τέτοια περίπτωση δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τοῦ καταλογισθεῖ ὁποιαδήποτε εὐθύνη γιὰ καλὴ ἢ πονηρὴ ἐπιλογή. Δὲν θὰ ἦταν ἔνοχος καὶ ὑπεύθυνος γιὰ μία ἀρνητική, γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἐπιλογὴ οὔτε ἀξιέπαινος γιὰ μία ἐλεύθερη, χωρὶς καμία πίεση ἢ ἀναγκασμό, προτίμησή του, ἀφοῦ δὲν θὰ εἶχε μία τέτοια δυνατότητα.
Ἡ ἐπιλογὴ ὅμως τοῦ ναὶ ἢ τοῦ ὄχι, στὸν ἀπαγορευμένο καρπό, ἀποτελεῖ ὡς δυνατότητα ἀλλὰ καὶ δικαίωμα ἀξιολογικῆς διακρίσεως, τὴ «λυδία λίθο» τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς προίκισε τὸ τελειότερο δημιούργημά του.
Ἔτσι στὸ καθεστὼς τῆς τυραννίας καὶ τῆς δουλείας τῆς δαιμονικῆς βίας εἰσῆλθε ὁ ἄνθρωπος κάνοντας χρήση τοῦ ὕψιστου καὶ θεοειδοῦς (“κατ’ εἰκόνα”) δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο γεγονὸς δείχνει, ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀμετανοησία (τὸ καθεστὼς τῆς δαιμονικῆς βίας) στὴ μετάνοια (στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ) πρέπει νὰ γίνει μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο· ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς δικῆς του προσωπικῆς καὶ ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
Μὲ τὴ χρήση τῆς δικῆς του ἐλευθερίας μπῆκε ὁ ἄνθρωπος στὴν παγίδα τῆς δαιμονικῆς βίας. Μὲ τὴν χρήση τῆς δικῆς του ἐλευθερίας πρέπει πάλι νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν παγίδα αὐτή.
Μιὰ τέτοια δεοντολογία διασώζει ὄχι μόνο τὴν πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς ὑπαρξιακῆς του ποιότητας, ἡ ὁποία, ἔστω καὶ μεταπτωτικὴ (ὑποβαθμισμένη ἀξιολογικὰ) φέρνει μέσα της τὸ σπέρμα τῆς θεϊκῆς της προελεύσεως καὶ καταγωγῆς.
Μόνο ποὺ μία τέτοια, ἐλεύθερη καὶ ἀξιοπρεπής, ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ βία, πρέπει νὰ γίνει ἢ μπορεῖ μόνο νὰ γίνει, διά τῆς… βίας.