τῆς Μαρίας Κορνάρου
Πολὺ συχνά, αὐτὰ ποὺ θέλουμε νὰ κάνουμε στὴ ζωὴ βρίσκουν πρόσκομμα στὴν ἀνταπόδοση ποὺ περιμένουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὲν γελιόμαστε ὅτι ζοῦμε σὲ κάποιον εἰρηνικὸ κόσμο, ἀδελφοσύνης καὶ ἑνότητος. Ἀντιθέτως, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία βρίσκουμε διχασμούς, ὑποκρισίες, διπροσωπία. Καὶ μὲ τὸν κοντινότερο ἀδερφό μας μπορεῖ νὰ ἔχουμε ἀνάμεσά μας διχόνοια καὶ φθόνο ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Ἀφοῦ ζοῦμε στὸν κόσμο, δὲν ἔχουμε οὔτε τὴν παρηγοριὰ ποὺ δίνει ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, που προτείνουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Παΐσιος συμβούλευε τὶς μοναχές του, καὶ τὸν ἕνα λογισμὸ κατακρίσεως ποὺ θὰ ἔχουν γιὰ τὴν ἄλλη, νὰ τῆς τὸ ἐξομολογοῦνται καὶ νὰ τῆς ζητοῦν συγγνώμη. Ἔτσι ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους ἡ ἀληθινὴ συμφιλίωση, ποὺ δὲν τὴν ἐμπόδιζε οὔτε μισὴ σκέψη διαφορετικὴ καὶ ἐχθρική, μπορούσαν νὰ ὑπάρχουν πραγματικὰ «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ». Στὸν κόσμο, αὐτὲς οἱ πνευματικὲς ἀλήθειες δὲν μποροῦν νὰ βροῦν πρόσφορο ἔδαφος, παρὰ ἴσως ἀνάμεσα σὲ συζύγους, ἢ σὲ φιλίες πολὺ κοντινές, μὲ χριστιανικὴ βάση. Ζοῦμε σὲ μία διαρκῆ ἐπαγρύπνηση καὶ ἀνησυχία γιὰ τὸ πῶς θὰ φανοῦμε, πῶς θὰ μᾶς ἀξιολογήσουν, τὶ σκέφτεται γιὰ ἑμᾶς ὁ ἀδερφός μας καὶ δὲ μᾶς τὸ λέει, κι ἔτσι ψυχραίνει ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν. Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὸν λόγο «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», λοιπόν, παρὰ βαδίζοντας ἕνα μονοπάτι θυσιαστικῆς ἀνιδιοτέλειας, ἐπιλέγοντας νὰ ἔχουμε μιὰ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ἐκείνοι μᾶς τὴν ἀρνοῦνται καὶ ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς τὴν ἀνταποδώσουν;
Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο, καὶ γνώριζε σὲ ποιὸν ἀπευθύνεται ὅταν μᾶς παρέδωσε τὸ νόμο Του. Μᾶς παρήγγειλε τὸ «ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Δὲν νόμιζε ὁ Θεὸς ὅτι ἀπευθύνεται σὲ ἁγιασμένα ὄντα ποὺ κοιτοῦν μόνο νὰ βοηθήσουν τὸν ἄλλο. Ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγωιστής, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ μέτρο τοῦ ἀπευθύνθηκε γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει πῶς πρέπει νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ἄλλους. Ὅλοι γνωρίζουμε τὴν ἀγάπη στὸν ἐαυτό μας, κάθε ἄνθρωπος ἀνεξαιρέτως, ἄρα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ προσεγγίσει τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Γινόμενος θυσία γιὰ ἑμᾶς, ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπάλλαξε πιὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ προσβλέπουμε στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἰκανοποιήσουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ ἀγαπηθοῦμε. Μᾶς γέμισε μὲ μία ἀγάπη πλήρη καὶ τελεία, ἄπειρη καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ περιστάσεις καὶ προσδοκίες, τέτοια ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν προσφέρει. Τέτοια ἀγάπη πλατιά, ποὺ ὅταν βλέπουμε τὸ ἀντιφέγγισμά της μόνο νὰ γίνεται ἐμφανὲς στὸν κόσμο μας μέσα ἀπ’τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁγίου, θαμπωνόμαστε. Πόσο μᾶλλον ἐὰν βλέπαμε τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔχει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Καὶ ἔρχεται αὐτὴ ἡ εὐκαιρία μας, ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ποὺ ἐκθέτει μπροστά μας τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλη της τὴ μεγαλοπρέπεια, ποὺ μᾶς μεταφέρει νοερῶς στὸ Γολγοθὰ καὶ μᾶς βάζει στὴ συντροφιὰ τῶν Μυροφόρων ποὺ περίμεναν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Κυρίου. Ἂν θελήσουμε νὰ πλησιάσουμε μὲ τὸ νού μας, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν, τὴν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἂν θυμηθοῦμε τὸν πόνο ποὺ πέρασε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γιὰ ἑμᾶς, τοὺς δούλους Του, μπορεῖ νὰ ἀρχίσουμε νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ἤδη ἔχουμε ἀγαπηθεῖ. Ἔχουμε λάβει περισσότερα ἀπ’ὅσα θὰ μπορούσαμε ποτὲ νὰ ζητήσουμε. Ὁ Χριστὸς μᾶς περιμένει κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, πάντοτε ἐπάνω στὸ σταυρό, στὸ ἱερὸ βήμα. Μᾶς θυμίζει τὴ θυσία ποὺ προσέφερε μόνο γιὰ νὰ μᾶς σώσει, γιὰ νὰ γίνουμε ἀδελφοί Του. Τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ θέση του πίσω ἀπ’τὸ τέμπλο καὶ θὰ στηθεῖ ἐμπρός μας. Θὰ τὸν περιφέρουν οἱ ἱερεῖς τὴν ἐσπέρα τῆς Μ. Τετάρτης μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο ἐπάνω. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ ἐφόδιο τὴν τελεία ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σὲ ἑμᾶς, ἂς ἐργαστοῦμε καὶ ἑμεῖς μέσα μας τὴν ἀγάπη στοὺς ἀδελφούς μας.