Α. Οἱ δο­κι­μα­σί­ες του.

Πο­λύ γνω­στό τό ὄ­νο­μά του. Ἀλ­λά καί ἡ ἀ­ρε­τή του, καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ὑ­πο­μο­νή του. Φαι­νό­με­νο γιά τήν ἐ­πο­χή του. Πα­ροι­μι­ώ­δης ἔ­μει­νε. Ἰ­ώ­βεια ὀ­νο­μά­ζου­με τή με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὁ Ἰ­ώβ ἔ­δει­ξε θαυ­μα­στή καρ­τε­ρί­α καί ὑ­πο­μο­νή στίς πολ­λές καί ἰ­σχυ­ρές δο­κι­μα­σί­ες του. Μέ ὁ­δη­γό τό ὁ­μώ­νυ­μο βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἄς με­λε­τή­σου­με τή σπου­δαί­α αὐ­τή προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α δι­δά­σκει καί ἐμ­πνέ­ει.

Ἀ­πό πού κα­τα­γό­ταν καί ποῦ κα­τοι­κοῦ­σε ὁ Ἰ­ώβ; Στήν Αὐ­σί­τι­δα χώ­ρα, ση­μει­ώ­νε­ται στόν πρό­λο­γο τοῦ βι­βλί­ου του. Ποῦ βρι­σκό­ταν ἡ Αὐ­σί­τις; Στά ὅ­ρια τῆς Ἰ­δου­μαί­ας καί τῆς Ἀραβί­ας τήν το­πο­θε­τεῖ πά­λι τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο. Πό­τε ἔ­ζη­σε; Στά χρό­νια τῶν Πα­τρια­ρχῶν. Πέμ­πτος ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Πα­τρι­αρ­χι­κές πράγ­μα­τι εἶ­ναι ὅ­λες οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς του. Καί τό πνεῦ­μα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος καί τῆς ἀ­ρε­τῆς τῶν Πα­τρια­ρχῶν ἐ­πι­κρα­τεῖ στίς συ­νή­θει­ες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς του ζω­ῆς.

Ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ἰώβ; Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μᾶς τόν πα­ρου­σιά­ζει ὡς ὑ­πό­δειγ­μα ἀν­θρώ­που εὐ­σε­βοῦς πού εἶχε φόβο Θεοῦ. Ἀ­κό­μη καί ὡς ἄν­θρω­πο δί­και­ο καί εὐ­ερ­γε­τι­κό, τέ­λει­ο γιά τήν ἐπο­χή πού ζοῦ­σε. Ἦ­ταν, λέ­ει, ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος ἀ­λη­θι­νός, ἄ­μεμ­πτος, δί­και­ος, θε­ο­σε­βής, ἀ­πεῖ­χε ἀ­πό κά­θε πο­νη­ρό πράγ­μα. Πέν­τε γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἀ­ρε­τῆς του — πέν­τε πραγ­μα­τι­κά δι­α­μάν­τια. Γνω­ρί­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α συν­θέ­τουν τήν ἐ­ξαί­ρε­τη προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Ἡ φι­λα­λή­θειά του, ἡ ἄ­μεμ­πτη ζω­ή του, ἡ δι­και­ο­σύ­νη του ἀ­πέ­ναν­τι στούς ἄλ­λους ἀνθρώ­πους, ἡ πη­γαί­α του εὐ­σέ­βεια, ἡ ἀ­πο­χή ἀ­πό κά­θε πρά­ξη ἡ ὁ­ποί­α θά τόν ἐ­φερ­νε σέ ἀν­τί­θε­ση πρός τόν Θε­ό, συ­νι­στών­τας μί­α τε­λεί­α καί ἀ­λη­θι­νή μορ­φή, τήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι δυνα­τόν νά δι­ά­πλα­σει ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ.

Ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πί­ση­μος καί εὐ­γε­νής καί μέ φή­μη πο­λύ με­γά­λη. Βα­σι­λεῖς καί ἐ­πί­ση­μοι ἄν­θρω­ποι τοῦ και­ροῦ του ἦ­ταν γνω­στοί του καί φί­λοι του. Ἀλ­λά καί οἰ­κο­γε­νειά­ρχης ἐξαι­ρε­τι­κός. Πα­τρι­αρ­χι­κή ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του. Δέ­κα παι­διά. Ἑ­πτά γιοί καί τρεῖς κό­ρες. Καί ἡ πε­ρι­ου­σί­α του πο­λύ με­γά­λη.

«Ἦν τά κτή­νη αὐ­τοῦ, ση­μει­ώ­νει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, πρό­βα­τα ἐ­πτα­κι­σχί­λια, κά­μη­λοι τρι­σχί­λιαι, ζεύ­γη βο­ῶν πεν­τα­κό­σια, θή­λειαι ὄ­νοι νο­μά­δες πεν­τα­κό­σιαι, καί ὑ­πη­ρε­σί­α πολ­λή σφόδρα καί ἔρ­γα με­γά­λα ἦν αὐ­τῷ ἐ­πί τῆς γῆς». Πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­μως, ὅ­τι ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς τό­σο τε­ρά­στιας πε­ρι­ου­σί­ας καί μέ τό­σο με­γά­λες ἐ­πι­χει­ρή­σεις, ἔ­μει­νε τα­πει­νός, πιστός στόν Θε­ό καί γε­μά­τος ἀ­πό τό δι­κό του φό­βο. Γνή­σιος δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ, δέν πα­ρέ­λει­πε κα­θη­με­ρι­νά νά προ­σφέ­ρει στόν Θε­ό θυ­σί­ες γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί γιά τά παι­διά του καί νά τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά συγ­χω­ρή­σει ὅ­σες τυ­χόν ἁ­μαρ­τί­ες ἔκαναν.

Ἔ­τσι περ­νοῦ­σε ἡ ζω­ή τοῦ Πα­τριά­ρχη. Ἤ­ρε­μη καί εἰ­ρη­νι­κή. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νος μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Μέ προ­σευ­χές καί θυ­σί­ες, μέ συμ­πα­ρα­στά­τη τόν Θε­ό. Ἀλ­λά τίς ἡ­μέ­ρες τῆς εὐ­τυ­χί­ας του ἦλ­θαν νά δι­α­δε­χθοῦν ἄλ­λες ἡ­μέ­ρες. Ἡ­μέ­ρες πό­νου καί δο­κι­μα­σί­ας. Θλί­ψε­ως βα­θύ­τα­της καί συμ­φο­ρῶν καί ἀ­τυ­χη­μά­των χω­ρίς τέ­λος. Ὁ ἐ­χθρός τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ δι­ά­βο­λος, ἀ­φοῦ πῆ­ρε τήν ἄ­δεια ἀ­πό τόν Θε­ό, τοῦ ἔ­βα­λε ἕ­να τρο­με­ρό πει­ρα­σμό μέ τρό­πο φο­βε­ρό. Δι­α­δο­χι­κά ἔρ­χον­ται τά θλι­βε­ρά μη­νύ­μα­τα νά γε­μί­σουν τήν καρ­διά τοῦ Πατριάρχη ἀ­πό πό­νο καί πέν­θος ἀ­πα­ρη­γό­ρη­το. Ἄς ἀ­κού­σου­με ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή τά φο­βε­ρά μη­νύ­μα­τα. Ὁ Ἰ­ώβ βρί­σκε­ται στό σπί­τι του. Τά παι­διά του ὅ­λα μα­ζί συγκεντρωμένα στό σπί­τι τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ δι­α­σκε­δά­ζουν. Τρέ­χον­τας φθά­νει ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Ἰώβ καί τοῦ λέ­ει: Ἐ­νῶ τά βό­δια σου ἀ­ρο­τρι­οῦ­σαν καί οἱ ὄ­νοι ἔ­βο­σκαν ἐ­κεῖ κον­τά, ἦλ­θαν ἐ­χθροί πού ἔ­χουν ἔρ­γο νά ἁρ­πά­ζουν καί νά αἰχ­μα­λω­τί­ζουν, καί τά πῆ­ραν ὅ­λα, ἀ­φοῦ σκό­τω­σαν τούς ὑ­πη­ρέ­τες. Μό­νος ἐ­γώ σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ με­τα­δώ­σω τήν θλι­βε­ρή εἴ­δη­ση. Δέν πρό­φθα­σε νά τε­λει­ώ­σει τό λό­γο του καί κα­τα­φθά­νει ἄλ­λος ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος καί λέ­ει στόν Ἰ­ώβ: Ἔ­πε­σε φω­τιά ἀ­π’ τόν οὐ­ρα­νό καί κατέκαψε τά πρό­βα­τά σου καί τούς ποι­μέ­νες. Μό­νος ἐ­γώ σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ ἀ­ναγ­γεί­λω τή συμ­φο­ρά. Ἀλ­λά καί τρί­τος ἔρ­χε­ται νά φέ­ρνει κι ἐ­κεῖ­νος μέ τή σει­ρά του θλι­βε­ρή πλη­ρο­φο­ρί­α. Ἔ­φιπ­ποι ἀ­πό δι­α­φό­ρες κα­τευ­θύν­σεις κα­τέ­φθα­σαν καί πε­ρι­κύ­κλω­σαν τίς κα­μῆ­λες καί τίς αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν καί σκό­τω­σαν τούς ὑ­πη­ρέ­τες, πού τίς φύ­λα­γαν. Κι ἐ­γώ μό­νος σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ με­τα­φέ­ρω τήν εἴ­δη­ση.

Κτυ­πή­μα­τα με­γά­λα. Ἀ­πό τή μί­α στιγ­μή, πού ἦ­ταν πάμ­πλου­τος, φθά­νει στήν ἄλ­λη, πού τόν βρί­σκει πτω­χό καί χω­ρίς πε­ρι­ου­σί­α. Ἀλ­λά δέν ἐ­πρό­κει­το οἱ δο­κι­μα­σί­ες νά σταματήσουν ἕ­ως ἐ­δῶ. Οἱ φο­βε­ρό­τε­ρες εἶ­ναι ἀ­κό­μη πί­σω. Αὐ­τές θά τοῦ κομ­μα­τιά­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν καρ­δί­α. Νά τό νέ­ο φο­βε­ρό μή­νυ­μα. Τό με­τα­φέ­ρει ἄλ­λος ὑ­πη­ρέ­της, ὁ ὁποῖ­ος κα­τα­φθά­νει βι­α­στι­κά. «Τῶν υἱ­ῶν σου καί τῶν θυ­γα­τέ­ρων σου ἐ­σθι­όν­των καί πι­νόν­των πα­ρά τῷ ἀ­δελ­φῷ αὐ­τῶν τῷ πρε­σβυ­τέ­ρῳ, ἐ­ξαίφ­νης πνεῦ­μα μέ­γα (πο­λύ ἰ­σχυ­ρός τυ­φώνας) ἐ­πῆλ­θεν ἐκ τῆς ἐ­ρή­μου καί ἥ­ψα­το τῶν τεσ­σά­ρων γω­νι­ῶν τῆς οἰ­κί­ας (συγ­κλό­νι­σε τό σπί­τι), καί ἔ­πε­σεν ἡ οἰ­κί­α ἐ­πί τά παι­δί­α σου καί ἐ­τε­λεύ­τη­σαν». Σώ­θη­κα ἐ­γώ μό­νος καί ἦλ­θα νά σοῦ τό ἀ­ναγ­γεί­λω. Τί τρο­με­ρή εἴ­δη­ση! Δέ­κα παι­διά νε­κρά! Ὁ πο­λύ­τε­κνος ἄ­τε­κνος. Ὁ εὐ­τυ­χισμενος ἀνάμεσα στά παιδιά του, τώ­ρα μό­νος καί ἔ­ρη­μος ἀ­πό παι­διά. Ἕνας ἄν­θρω­πος πε­θαί­νει σ’ ἕ­να σπί­τι καί γί­νε­ται θρῆ­νος καί κο­πε­τός. Δέ­κα παι­διά στή σει­ρά νε­κρά! Τί με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α! Τί πό­νος θε­ρι­στι­κός!

Καί σ’ ὅ­λες αὐ­τές τίς δο­κι­μα­σί­ες πῶς φέ­ρε­ται ὁ δί­και­ος καί ὑ­πο­μο­νετι­κός Πα­τριά­ρχης; Μέ­σα σέ λί­γες φρά­σεις μᾶς ἐκ­θέ­τει τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο τή δι­α­γω­γή τοῦ ὑ­πο­μο­νε­τι­κοῦ καί εὐ­σε­βοῦς Ἰ­ώβ. «Οὕ­τως ἀ­να­στάς Ἰ­ώβ ἔρ­ρη­ξε τά ἱ­μά­τια αὐ­τοῦ καί ἐ­κεί­ρα­το τήν κό­μην τῆς κε­φα­λῆς καί πε­σῶν χα­μαί προ­σε­κύ­νη­σε τῷ Κυ­ρί­ῳ καί εἶ­πε: αὐ­τός γυ­μνός ἐ­ξῆλ­θον ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου, γυ­μνός καί ἀ­πε­λεύ­σο­μαι ἐ­κεῖ· ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­κεν, ὁ Κύ­ριος ἀ­φεί­λα­το· ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἐ­δο­ξεν, οὕ­τω καί ἐ­γέ­νε­το· εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τούς αἰώ­νας». Κά­θε λέ­ξη καί φρά­ση, ἕ­νας θη­σαυ­ρός. Λό­για βα­θειά πνευ­μα­τι­κά. Λό­για γε­μά­τα πί­στη. Λό­για τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί ὑ­πο­μο­νῆς. Ἐκ­δή­λω­σε βε­βαί­ως τή βα­θεί­α του θλί­ψη καί τόν πό­νο τῆς ψυ­χῆς του. Ση­κώ­θη­κε· ἔ­σχι­σε τά ροῦ­χα του· ἔ­κο­ψε τά μαλ­λιά του, ὅ­πως συ­νή­θι­ζαν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἐ­πο­χῆς του νά ἐκ­δη­λώ­νουν τό πέν­θος τους, κι ἀ­φοῦ ἔπεσε στή γῆ προ­σκύ­νη­σε τόν Κύ­ριο καί εἶ­πε: Γυ­μνό μέ γέν­νη­σε ἡ μη­τέ­ρα μου. Γυ­μνός πά­λι θά φύ­γω ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή. Ὅ,τι στό με­τα­ξύ μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος, ἦ­ταν δῶ­ρα δι­κά του. Ἐ­κεῖ­νος τά ἔ­δω­σε, Ἐ­κεῖ­νος πά­λι τά πῆ­ρε. Ἔ­τσι φά­νη­κε κα­λό στόν Κύ­ριό μου. Ἄς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο καί δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά του αἰ­ω­νί­ως.

Δέν θαυ­μά­ζεις τήν ὑ­πο­μο­νή αὐ­τή τοῦ με­γά­λου προ­φή­τη καί Πα­τριά­ρχη; Δέν σοῦ κά­νει ἐν­τύ­πω­ση ἡ θαυ­μα­στή του ψυ­χι­κή ἀν­το­χή καί τό ὅ­τι τό­σο πρό­θυ­μα καί χω­ρίς νά πεῖ οὔ­τε μί­α λέ­ξη, οὔτε ἕνα παράπονο, ὑ­πο­τά­χθη­κε ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα στό ἅ­γιο θέ­λη­μά του; Ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα δο­κι­μά­ζεις καί σύ θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες. Πο­τέ δέν φθά­νουν βέ­βαι­α οἱ δο­κι­μα­σί­ες σου τίς δοκιμασίες τοῦ Ἰ­ώβ. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις ἄ­ρα­γε ἔ­πει­τα ἀ­πό κά­θε δο­κι­μα­σί­α σου τά λό­για του· «Ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἔδο­ξεν, οὕ­τω καί ἐ­γέ­νε­το· εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τούς αἰ­ώ­νας»;

Β. Ὁ βα­θύ­τε­ρος πό­νος.

Οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ ἐ­νώ­πιον τοῦ θρό­νου τοῦ Κυ­ρί­ου τους. «Πνεύ­μα­τα λει­τουρ­γι­κά εἰς δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να διά τούς μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν» ἀ­να­φέ­ρουν στόν Κύ­ριο τίς ἐ­νέρ­γειές τους γιά χά­ρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί πε­ρι­μέ­νουν ἐν­το­λές. Ἀλ­λά τί θέ­λει ὁ δι­ά­βο­λος ἀ­νά­με­σά τους; Πο­νη­ρός αὐ­τός, τί ζη­τᾶ μέ τούς ἀ­γα­θούς ἀγ­γέ­λους; Πο­νη­ρό εἶ­ναι τό σχέ­διό του. Ἀ­φοῦ εἶ­δε, ὅ­τι δέν μπό­ρε­σε νά κά­νει τόν Ἰώβ νά ἁ­μαρ­τή­σει μέ τίς δο­κι­μα­σί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες τοῦ ἐ­πέ­φε­ρε, ἔρ­χε­ται τώ­ρα γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά νά ζή­τη­σει ἄ­δει­α νά πει­ρά­ξει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν ἐ­κλε­κτό δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ. Ἀλλά ἄς ἀ­κού­σου­με τή στι­χο­μυ­θί­α του μέ τόν Κύ­ριο:

— Ἀ­πό ποῦ ἔρ­χε­σαι ἐ­σύ; τόν ρω­τᾶ ὁ Κύ­ριος.

— Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σα γρή­γο­ρα ὅ­λη τή γῆ καί τήν οἰ­κου­μέ­νη, εἶ­μαι πα­ρών, ἀ­παν­τᾶ ὁ δι­ά­βο­λος.

—Κα­τά­λα­βες, ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος ἄν­θρω­πος, πού νά μπο­ρεῖ νά φθά­σει σέ ἀ­ρε­τή τόν πι­στό δοῦ­λο μου Ἰ­ώβ; ρω­τᾶ καί πά­λι ὁ Θε­ός. Εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ἄ­κα­κος, ἀληθινός, ἄ­μεμ­πτος, θε­ο­σε­βής, ἀ­πέ­χει ἀ­πό κά­θε κα­κό. Ἐ­σύ νό­μι­σες ὅ­τι, ὅ­ταν τοῦ ἀ­φαι­ρέ­σεις τά ὑ­πάρ­χον­τά του, θά τόν κά­νεις νά ἁ­μαρ­τή­σει. Ἔ­δει­ξε ὅ­μως με­γά­λη ἀ­κα­κί­α.

—Ναι, ἁ­παν­τᾶ ὁ δι­ά­βο­λος. Τί ἀ­ξί­α ἔ­χουν τά ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα; Ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­χει ἀ­ξί­α εἶ­ναι ἡ ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τή εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό ὅ­λα. Ὅ­λα μπο­ρεῖ νά τά δώ­σει ὁ ἄνθρω­πος γιά νά τήν ἐ­ξα­γο­ρά­σει. Στεῖ­λε του μιά ἀ­σθέ­νεια. Κτύ­πη­σε τόν μ’ αὐ­τήν μέ­χρι τό κόκ­κα­λο, καί τό­τε θά δοῦ­με, ἄν δέν θά ἀ­νοί­ξει τό στό­μα του γιά νά σέ βλα­σφη­μή­σει. Δός μου τήν ἄ­δεια, λοι­πόν, νά τόν βα­σα­νί­σω μέ ἀ­σθέ­νεια φο­βε­ρή. Εἶ­μαι βέ­βαι­ος, τό­τε, ὅ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει.

—Την ἔ­χεις τήν ἄ­δεια, ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ριος. «Πα­ρα­δί­δω­μί σοι αὐ­τόν». Τόν πα­ρα­δί­δω σέ σε­να. Μό­νο τή ζω­ή του νά δι­α­φύ­λα­ξεις.

Γε­μά­τος σα­τα­νι­κή χα­ρά καί ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὁ πο­νη­ρός σπεύ­δει νά θέ­σει σέ ἐ­νέρ­γεια τό πρό­γραμ­μά του. Ὁ Ἰ­ώβ θά πει­ρα­σθεῖ ἀ­κό­μη σκλη­ρό­τε­ρα. Ὁ βα­θύς πό­νος θά ὀρ­γώ­σει τήν καρ­διά του. Θά πε­ρά­σει ἀ­πό κα­μί­νι βα­θύ­τε­ρης θλί­ψε­ως. Γιά νά ἀ­πο­δει­χθεῖ ὅ­μως κα­θα­ρό­τε­ρος κι ἀ­π’­ τό χρυ­σά­φι. Καί νά, ὁ σα­τα­νᾶς τόν χτυ­πᾶ μέ τρο­με­ρή ἀ­σθέ­νεια, μέ ἕλ­κος φο­βε­ρό ἀ­πό τό κε­φά­λι μέ­χρι τά πό­δια. Δη­λα­δή τό σῶ­μα του γέ­μι­σε ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­πό πλη­γές. Ἀ­πό τό κε­φά­λι μέ­χρι τά πό­δια. Κα­νέ­να μέ­ρος ὑ­γι­ές. Ἀ­σθέ­νεια φο­βε­ρή. Πυ­ορ­ρο­οῦν οἱ πλη­γές. Πο­νᾶ φο­βε­ρά ὁ δί­και­ος. Κά­θε­ται ἔ­ξω πά­νω στήν κο­πριά. Ἀ­νά­παυ­ση δέν βρί­σκει. Οὔ­τε ἡ­μέ­ρα, οὔ­τε νύ­κτα. Κρα­τᾶ στό χέ­ρι του ἕνα ὄ­στρα­κο καί μ’ αὐ­τό ξύ­νει τίς πλη­γές μέ τό πύ­ον. Κό­λα­ση ἡ ζω­ή του. Ἀ­νυ­πό­φο­ρη ἡ κα­τά­στα­σή του. Ποῦ ἦ­ταν καί ποῦ κα­τάν­τη­σε! Ἀ­πό τήν εὐ­τυ­χί­α στή δυ­στυ­χί­α. Ἀ­πό ἡ­γε­μόνας, πάμ­φτω­χος καί γυ­μνός καί ἄρρωστος, χω­ρίς παι­διά, χω­ρίς φί­λους, χω­ρίς πα­ρη­γο­ριά καμ­μί­α.

Μέ σύν­τρο­φο τήν κα­θη­με­ρι­νή του ὀ­δύ­νη, ἀλ­λά μέ λό­για εὐ­λο­γί­ας πρός τόν Θε­ό στά χεί­λη του περ­νᾶ μέ κό­πο τίς μέ­ρες του. Ἀλλά νά, καί νέ­α δο­κι­μα­σί­α ἔρ­χε­ται νά ἐ­πι­τεί­νει τόν πό­νο του. Ἀ­πό ποῦ προ­έρ­χε­ται αὐ­τή; Προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γυ­ναί­κα του. Καί εἶ­ναι σκλη­ρή, πο­λύ σκλη­ρή ἡ δο­κι­μα­σί­α του αὐ­τή. Σκλη­ρή, δι­ό­τι προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό πρό­σω­πο ἐ­κεῖ­νο, πού ἔ­πρε­πε νά μα­λα­κώ­νει τόν πό­νο του. Ἀλ­λά καί δι­ό­τι τοῦ ζη­τᾶ νά δι­α­κό­ψει τόν σύν­δε­σμό του μέ Ἐ­κεῖ­νον, πού εἶ­χε ὡς μο­να­δι­κό του πλέ­ον κα­τα­φύ­γιο, δη­λα­δή μέ τόν Θε­ό. Τί λοι­πόν τοῦ ζη­τᾶ ἡ γυ­ναί­κα του; Ἀλ­λά καί τί δέν τοῦ ζη­τᾶ; Τά λό­για της εἶ­ναι ἕ­να ξέ­σπα­σμα ἀ­γα­να­κτή­σε­ως καί πα­ρα­πό­νου καί ὀρ­γῆς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἕ­νας χεί­μαρ­ρος ὁρμη­τι­κός, πού ζη­τᾶ νά πα­ρα­σύ­ρει τόν Ἰ­ώβ νά ἁ­μαρ­τή­σει. Μέ­χρι πό­τε καρ­τε­ρι­κά θά πε­ρι­μέ­νεις νά θε­ρα­πευ­θεῖς καί θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις: θά πε­ρι­μέ­νω ἀ­κό­μη λί­γο, δι­ό­τι ἔ­χω ἐλπί­δα, ὅ­τι θά θε­ρα­πευ­θῶ καί θά σω­θῶ ἀ­πό τή δυ­στυ­χί­α, στήν ὁ­ποί­α βρί­σκο­μαι; Δέν βλέ­πεις; Ἔ­χει πλέ­ον ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ τό ὀ­νο­μά σου ἀ­πό τή γῆ. Κα­νείς πλέ­ον δέν σέ θυ­μᾶ­ται. Χά­θη­καν τά παι­διά μας. Ποῦ εἶ­ναι οἱ γιοί μου; Ποῦ εἶ­ναι οἱ κό­ρες μου; Τά γέν­νη­σα μέ ὠ­δί­νες καί πό­νους καί τώ­ρα χά­θη­καν. Ποῦ εἶ­ναι οἱ κό­ποι μου; Χω­ρίς λό­γο κο­πί­α­σα. Καί σύ κά­θε­σαι στό ὕ­παι­θρο καί δι­α­νυ­κτε­ρεύ­εις μέ σύν­τρο­φο τό σα­πι­σμέ­νο σῶ­μα σου, πού εἶ­ναι γε­μά­το σκου­λή­κια. Καί ἐ­γώ ἡ δυ­στυ­χι­σμέ­νη γυ­ρί­ζω ἀ­πό δῶ κι ἀ­πό κεῖ χω­ρίς μό­νι­μη κα­τοι­κί­α, ὑ­πη­ρέ­τρια καί δού­λη ἀ­πό τό ἕ­να σπί­τι στό ἄλ­λο καί πε­ρι­μέ­νω πό­τε θά δύ­σει ὁ ἥ­λιος γιά νά ἀ­να­παυ­θῶ ἀ­πό τούς κό­πους τῆς ἡ­μέ­ρας καί ἀ­πό τούς πό­νους, πού μέ ταλαι­πω­ροῦν καί εἶ­ναι μό­νι­μος σύν­τρο­φος τῆς ζω­ῆς μου. Ἀλ­λά πές ἕ­να λό­γο βλά­σφη­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ καί πέ­θα­νε. Τί ἀ­ξί­ζει πλέ­ον ἡ ζω­ή σου;

Μέ βα­θύ ψυ­χι­κό πό­νο ἄ­κου­σε ὁ Πα­τριά­ρχης τά λό­για τῆς γυ­ναί­κας του. Τί τοῦ εἶ­πε; Νά βλα­σφη­μή­σει τόν Θε­ό; Ὤ! πῶς βγῆ­κε ὁ λό­γος αὐ­τός ἀ­πό τά χεί­λη της; Ἀλ­λά ἄς ἀκούσου­με τήν ἀ­πάν­τη­σή του. Εἶ­ναι τό­σο δι­δα­κτι­κή. «Ὁ δέ ἐμ­βλέ­ψας εἶ­πεν αὐ­τῇ· ἵ­να τί ὥ­σπερ μί­α τῶν ἀ­φρό­νων γυ­ναι­κῶν ἐ­λά­λη­σας οὕ­τως; εἰ τά ἀ­γα­θά ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρός Κυ­ρί­ου, τά κα­κά οὐχ ὑ­ποί­σο­μεν»; Ἀ­φοῦ τῆς ἔ­ρι­ξε μί­α μα­τιά γε­μά­τη ἀ­πο­ρί­α καί ἔ­λεγ­χο, τῆς εἶ­πε: Για­τί μί­λη­σες ἔ­τσι; Τά λό­για σου εἶ­ναι λό­για γυ­ναί­κας ὄ­χι συ­νε­τῆς, ἀλ­λά γε­μά­της ἀ­πό ἀ­νο­η­σί­α. Τά εἶ­πες χω­ρίς νά τά σκε­φθεῖς. Ἐ­άν τά ἀ­γα­θά τά δε­χθή­κα­με μέ εὐ­χά­ρι­στη­ση ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἀ­γα­θοῦ Θε­οῦ, τά κα­κά, πού μᾶς βρῆ­καν, δέν θά τά ὑ­πο­φέ­ρου­με; Καί συμ­πλη­ρώ­νει τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο μέ μί­α φρά­ση τήν ψυ­χι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τοῦ Ἰ­ώβ. Ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα μέ­σα σέ μί­α κό­λα­ση πό­νου καί ὀ­δυ­νη­ρῆς θλί­ψε­ως. Ἐ­νῶ πολ­λά καί βα­ριά βά­σα­να καί θλί­ψεις με­γά­λες βρῆ­καν τόν Ἰ­ώβ, αὐ­τός σέ τί­πο­τε, οὔ­τε στό πα­ρα­μι­κρό δέν ἁ­μάρ­τη­σε ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Κα­νέ­νας λό­γος πα­ρα­πό­νου καί γογ­γυ­σμοῦ δέν βγῆ­κε ἀ­πό τά χεί­λη του. Πό­σο με­γά­λος πράγ­μα­τι εἶ­ναι! Πό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή του!

Ἀλ­λά ἐ­μεῖς πῶς φε­ρό­μα­στε; Μή­πως λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἀ­γα­θοῦ Θε­οῦ προ­έρ­χον­ται καί τά κα­λά πού ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με, ἀλ­λά καί οἱ δο­κι­μα­σί­ες πού μᾶς βρί­σκουν; Παι­διά τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός μας εἴ­μα­στε. Καί Ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στήν ἄ­πει­ρή του ἀ­γά­πη θέ­λει νά μᾶς κα­ταρ­τί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο νά μᾶς κά­νει κα­θα­ρούς σάν τό χρυ­σά­φι, νά μᾶς ἀναδεί­ξει τε­λεί­ως δι­κούς του. Καί γνω­ρί­ζει ὅ­τι μέ τή δο­κι­μα­σί­α, μέ τή θλί­ψη, μέ τήν ἀ­σθέ­νεια, μέ τήν κα­κο­πά­θεια, ἀ­πό ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν προ­έρ­χον­ται, τόν πλη­σι­ά­ζου­με περισσότε­ρο, τόν γνω­ρί­ζου­με κα­λύ­τε­ρα, τόν αἰ­σθα­νό­μα­στε βα­θύ­τε­ρα. Ὅ­ταν, λοι­πόν, ἡ θλί­ψη μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καί ὁ πό­νος κά­νει τήν ἐμ­φά­νι­σή του, ἄς πι­στεύ­ου­με ὅ­τι πο­τέ δέν ἔρ­χον­ται ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ καί δέν γί­νον­ται, ἄν δέν ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Θε­ός, καί ἄς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Εἰ τά ἀ­γα­θά ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρός Κυ­ρί­ου, τά κα­κά οὐχ ὑ­ποί­σο­μεν»; Ὑ­πάρ­χει τό­τε ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι θά εἶ­ναι με­γά­λο τό κέρ­δος ἀ­πό τή θλί­ψη;

Γ. Τό δρά­μα καί ἡ λύ­ση του.

«Δυ­να­τοί δυ­να­τῶς ἐ­τα­σθή­σον­ται», ση­μει­ώ­νει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή. Καί ὁ Ἰ­ώβ ἦ­ταν δυ­να­τός. Γι’ αὐ­τό καί νέ­ες θλί­ψεις προ­στί­θεν­ται τώ­ρα σέ ὅ­σες εἶ­χε δο­κι­μά­σει. Ἄλ­λου εἴ­δους εἶ­ναι αὐτές. Εἶ­ναι θλί­ψεις ἐ­σω­τε­ρι­κές, ψυ­χι­κές. Καί προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τρεῖς φί­λους του. Πῆ­γαν νά τόν ἐ­πι­σκε­φθοῦν, νά τόν πα­ρη­γο­ρή­σουν, νά ση­κώ­σουν μι­κρό βά­ρος ἀ­πό τήν ὀ­δύ­νη του. Ἀλ­λά ἀν­τί νά τόν πα­ρη­γο­ρή­σουν, τοῦ βυ­θί­ζουν τό μα­χαί­ρι τοῦ πό­νου ἀ­κό­μη βα­θύ­τε­ρα στήν καρ­διά του. Πλού­σιοι βα­σι­λεῖς καί με­γι­στά­νες εἶ­ναι οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες του. Ἀλ­λά ἄνθρω­ποι, πού ζη­τοῦν νά πεί­σουν τόν πο­νε­μέ­νο ὅ­τι τό κα­τάν­τη­μά του προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες του. Ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τίς συ­ζη­τή­σεις τους, ἀλ­λά καί τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α θά δώ­σει τήν ὀρ­θή ἀ­πάν­τη­ση.

Ἀρ­χι­κά οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες τοῦ Ἰ­ώβ μέ­νουν κα­τά­πλη­κτοι ἀ­πό τό μέ­γε­θος τῆς συμ­φο­ρᾶς, ἡ ὁ­ποί­α χτύ­πη­σε τόν Ἰ­ώβ. Ὅ­ταν τόν εἶ­δαν, λέ­ει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό μα­κριά, δέν τόν γνώρισαν. Πῶς νά τόν γνω­ρί­σουν, ἀ­φοῦ ἡ ἀ­παι­σί­α ἀ­σθέ­νεια τό­σο τόν εἶ­χε πα­ρα­μορ­φώ­σει; Ἀλ­λά ἄ­φη­σαν φω­νές ἰ­σχυ­ρές ἀ­πό τά χεί­λη τους καί ἔ­κλα­ψαν πο­λύ δυ­να­τά καί ἔσχισαν τά ροῦ­χα τους σέ ἔν­δει­ξη με­γά­λου πέν­θους. Καί κά­θι­σαν κά­που κον­τά του, καί ἔ­ρι­ξαν χῶ­μα ἐ­πά­νω τους καί ἐ­πί ἑ­πτά με­ρό­νυ­κτα ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί καί βου­βοί χω­ρίς νά ποῦν οὔ­τε μί­α λέ­ξη οὔ­τε πρός τόν Ἰ­ώβ οὔ­τε με­τα­ξύ τους. Δι­ό­τι ἔ­βλε­παν ὅ­τι ἡ δο­κι­μα­σί­α του ἦ­ταν φο­βε­ρή καί πά­ρα πο­λύ με­γά­λη.

Με­τά ἀ­πό τίς ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες ἀ­νοί­γει πρῶ­τος ὁ Ἰ­ώβ τό στό­μα του καί μι­λᾶ. Λό­για πα­ραπονεμένα λέ­ει. Λό­για πο­νε­μέ­να καί γε­μά­τα ἀ­πό ψυ­χι­κή ἀ­θυ­μί­α. Λό­για πού φα­νε­ρώ­νουν, ὅ­τι γιά μιά στιγ­μή κάμ­φθη­κε ὁ δί­και­ος. Ἀλ­λά τώ­ρα πε­ρι­μέ­νει νά ἀ­κού­σει ἀ­πό τούς φί­λους του λό­για ἐ­νι­σχυ­τι­κά. Ὄ­χι ὅ­μως. Λό­για πι­κρά θά ἀ­κού­σει καί ἀ­πό τό δι­κό τους στό­μα. Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με λε­πτο­με­ρῶς τό κα­τη­γο­ρη­τή­ριο, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­στη­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ δι­καί­ου. Τά ὅ­σα εἶ­παν καί τά ὅ­σα ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἰ­ώβ κα­τα­λαμ­βά­νουν 32 ὁλόκλη­ρα κε­φά­λαι­α τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου βι­βλί­ου. Ποι­ό εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν λό­γων τῶν τρι­ῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν; Ἔ­χεις ἁ­μαρ­τή­σει, τοῦ λέ­νε. Καί γι’ αὐ­τό σέ τι­μω­ρεῖ ὁ Θε­ός. Θυ­μή­σου, ποι­ός ἄν­θρω­πος, ἐ­νῶ εἶ­ναι κα­θα­ρός, χά­θη­κε, ἤ πό­τε ἄν­θρω­ποι τῆς ἀ­λη­θεί­ας ξε­ρι­ζώ­θη­καν καί κα­τα­στρά­φη­καν; Ἐ­άν στά λό­για σου ὑ­πῆρ­χε ἀ­λή­θεια, τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα σέ βρῆ­καν δέν θά σ’ ἔ­βρι­σκε. Μή­πως ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἄ­δι­κος στίς κρί­σεις του καί τίς ἐ­νέρ­γει­ές του; Ἤ μή­πως ὁ πάν­σο­φος Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­μι­ούρ­γη­σε τά πάν­τα, δέν θά σε­βα­σθεῖ καί δέν θά δώ­σει τό δί­και­ο σ’ ὅ­ποι­ον τοῦ ἀ­νή­κει; Τά παι­διά σου ἁ­μάρ­τη­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ καί γι’ αὐ­τό τά τι­μώ­ρη­σε. Ἔ­τσι γί­νε­ται μέ τόν κα­θέ­να πού λη­σμο­νεῖ τόν Θε­ό. Τά στερ­νά του εἶ­ναι μαῦ­ρα καί ἄ­θλια. Πε­θαί­νεις χω­ρίς καμ­μί­α ἐλ­πί­δα. Μή λές καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις, ὅ­τι εἶ­μαι κα­θα­ρός στά ἔρ­γα καί ἄ­μεμ­πτος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­χεις με­γά­λη ἰ­δέ­α γιά τόν ἑ­αυ­τό σου. Λί­γο τι­μω­ρή­θη­κες σχε­τι­κά μέ τίς πολλές ἁμαρτίες πού ἔκανες. Λές λό­για ὑ­πε­ρή­φα­να καί γε­μά­τα με­γα­λαυ­χί­α.

Καί ὁ ἔ­λεγ­χος στή συ­νέ­χεια γί­νε­ται δρι­μύ­τε­ρος. Καί πιό κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κοί οἱ κα­τή­γο­ροί του. Ἡ κα­κί­α σου εἶ­ναι πολ­λή, καί ἀ­να­ρίθ­μη­τες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Ἀ­δί­κη­σες καί ἐκμεταλλεύθη­κες τούς ἀ­δελ­φούς σου, ἐ­πει­δή ἤ­σουν πλού­σιος. Ἔ­γδυ­σες τούς πτω­χούς καί τούς ἀ­φαί­ρε­σες τά λί­γα ροῦ­χα πού φο­ροῦ­σαν. Δέν ἔ­δω­σες ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό σ’ ὅ­σους δι­ψοῦ­σαν. Σστέ­ρη­σες τό ψω­μί ἀ­π’ αὐ­τούς πού πει­νοῦ­σαν. Φέρ­θη­κες μέ δου­λο­πρέ­πεια ἀ­πέ­ναν­τι στούς με­γά­λους καί ἰ­σχυ­ρούς. Δέν ἔ­δω­σες καμ­μί­α βο­ή­θεια στίς χῆ­ρες, κακοποί­η­σες ὀρ­φα­νούς. Γι’ αὐ­τό σέ κύ­κλω­σαν οἱ πα­γί­δες καί βρί­σκε­σαι σέ φο­βε­ρό πό­λε­μο. Γι’ αὐ­τό τό φῶς σου με­τε­βλή­θη σέ σκοτάδι. Γι’ αὐ­τό τό­σο φο­βε­ρά τα­λαι­πω­ρεῖ­σαι… Ἀλ­λά με­τα­νό­η­σε. Ἐ­άν με­τα­νο­ή­σεις καί ἐ­πι­στρέ­ψεις στόν Κύ­ριο καί τα­πει­νω­θεῖς ἀ­πέ­ναν­τί του, θά σέ κά­νει καί πά­λι σάν τό κα­θα­ρό χρυ­σά­φι. Θά ἔ­χεις παρ­ρη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τί του. Θά βλέ­πεις μέ μά­τι ἱ­λα­ρό τόν οὐ­ρα­νό. Θά πα­ρα­κα­λεῖς τόν Θε­ό κι Ἐ­κεῖ­νος θά σ’ ἀ­κού­ει. Θά σέ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει στήν προ­η­γού­με­νή σου κα­τά­στα­ση. Τέ­τοι­α καί ἀλ­λά πολ­λά καί μέ πολλά λό­για εἶ­παν οἱ τρεῖς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­ώβ.

Σ’ αὐ­τά ὁ δί­και­ος τί ἀ­πάν­τη­σε; Γε­μά­τη εἰ­λι­κρί­νεια καί πί­στη καί τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­σή του. «Πει­ρα­τή­ριον ἐ­στιν ὁ βί­ος τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­πί τῆς γῆς». Δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο. Καί δι­α­μέ­σου τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν τόν κα­ταρ­τί­ζει. Ποι­ός λέ­ει ὅ­τι δέν ἔ­χω κι ἐ­γώ τίς ἁ­μαρ­τί­ες μου; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν ἄν­θρω­πος θνη­τός νά εἶ­ναι δί­και­ος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ; Ὅ­μως δέν ἔ­χω συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι ἔ­κα­να κά­ποι­α ἁ­μαρ­τί­α τό­σο με­γά­λη, γιά τήν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος μέ τι­μω­ρεῖ. Πό­σες φο­ρές ἄλ­λω­στε συμ­βαί­νει κά­ποι­ος δί­και­ος ἄν­δρας καί ἄ­μεμ­πτος νά γί­νει χλεύ­α­σμα; Δι­έ­σω­σα πτω­χό ἀ­πό τό χέ­ρι ἐ­κεί­νου πού τόν κα­τε­δυ­νά­στευ­ε. Βο­ή­θη­σα τό ὀρ­φα­νό πού ἦ­ταν ἀ­βο­ή­θη­το. Ἔ­δει­ξα δι­και­ο­σύ­νη πρός ὅ­λες τίς κα­τευ­θύν­σεις. Ἔγινα ὀ­φθαλ­μός τῶν τυ­φλῶν· πό­δι τῶν χω­λῶν, πα­τέ­ρας τῶν ἀ­δυ­νά­των. Ἅρ­πα­ξα ἀ­πό τά χέ­ρια τῶν ἄ­δι­κων τά θύ­μα­τά τους. Ἀλ­λά ἐ­σεῖς εἶ­στε κρι­τές ἄ­δι­κοι. Εἶ­στε ὅ­λοι παρακλήτο­ρες κα­κῶν. Ἀν­τι­λη­φθεῖ­τε, ὅ­τι «ὁ Κύ­ριος ἐ­ποί­η­σε μοί οὕ­τως». Μοῦ ἐ­πι­τί­θε­σθε χω­ρίς ἐ­πι­εί­κεια καί ντρο­πή. Ζεῖ ὅ­μως ὁ Θε­ός ὁ Παν­το­κρά­τωρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­βγα­λε γιά μέ­να αὐ­τή τήν κρί­ση καί μοῦ πί­κρα­νε τή ζω­ή. Καί θά ἔλ­θει και­ρός, πού ὁ Θε­ός θά ἀ­πο­κά­λυ­ψει τό δί­κη­ό μου, καί θά μέ δι­καί­ω­σει.

Καί πράγ­μα­τι ἡ ὥ­ρα τοῦ Θε­οῦ ἦλ­θε. Μι­λᾶ ὁ Θε­ός. Σι­ω­ποῦν ὅ­λοι καί μι­λᾶ Ἐ­κεῖ­νος. Καί τί λέ­ει ὁ πάν­σο­φος Θε­ός; Ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρῶ­τα στόν Ἰ­ώβ καί μέ λό­για ἄ­φθα­στης ὀμορφιᾶς καί με­γα­λεί­ου καί ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τος, μέ λό­για πού δη­μι­ουρ­γοῦν τρό­μο, τόν βε­βαι­ώ­νει, ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι γνω­στά σ’ Ἐ­κεῖ­νον, ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἄ­πει­ρος καί θαυ­μα­στός καί παν­το­δύ­να­μος καί πάν­σο­φος Θε­ός, τοῦ ὁ­ποί­ου τά ἔρ­γα εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτα καί κα­νείς ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά τά ἐ­ξι­χνί­α­σει. Αὐ­τός θά κρί­νει ὄ­χι σάν τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά μέ τά δι­κά Του μέ­τρα. Σ’ Ἐ­κεῖ­νον κα­λεῖ τόν Ἰ­ώβ νά ἔ­χει πλή­ρη καί τέ­λεια ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Μι­λᾶ ὅ­μως καί στούς τρεῖς ἐ­πι­κρι­τές τοῦ Ἰ­ώβ. Καί τί τούς λέ­ει; Ἁ­μαρ­τή­σα­τε ἁ­μαρ­τί­α με­γά­λη. Δέν εἴ­πα­τε λό­για ἀλή­θειας ἐ­νώ­πιόν μου. Ἀ­δι­κή­σα­τε τόν Ἰ­ώβ. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νός καί γνή­σιος δοῦ­λος μου. Λοι­πόν τί πε­ρι­μέ­νε­τε; Ἔ­χε­τε ἀ­νάγ­κη συγ­χω­ρή­σε­ως. Πάρ­τε ἑ­πτά μο­σχά­ρια καί ἑ­πτά κριά­ρια καί πη­γαί­νε­τε στόν Ἰ­ώβ νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­α γιά σᾶς, γιά νά συγ­χω­ρη­θεῖ­τε. Εἶ­στε ἄ­ξιοι με­γά­λης τι­μω­ρί­ας. Ἀλ­λά δέν θά σᾶς τι­μω­ρή­σω γιά χά­ρη τοῦ Ἰ­ώβ. Δέν εἴ­πα­τε λόγια ἀ­λη­θι­νά γιά τόν ὑ­πη­ρέ­τη μου Ἰ­ώβ.

Οἱ θυ­σί­ες προ­σφέ­ρον­ται καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α συγ­χω­ρεῖ­ται. Τό δρά­μα προ­χω­ρεῖ πρός τή λύ­ση του. Ὁ δί­και­ος Ἰ­ώβ ἀ­πο­κα­θί­στα­ται. Τόν θε­ρα­πεύ­ει ὁ Θε­ός ἀ­π’ τήν πλη­γή. Τοῦ δί­νει διπλά­σια ἀ­π’ ὅ­σα εἶ­χε προ­τύ­τε­ρα. Τοῦ χα­ρί­ζει καί δέ­κα παι­διά, ἑ­πτά γιούς καί τρεῖς κό­ρες, τά ὁ­ποί­α γε­μί­ζουν τήν κορ­διά του ἀ­πό ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρά. Ἡ μα­κρο­χρό­νια ζω­ή του μετά τή δο­κι­μα­σί­α εἶ­ναι ζω­ή εὐ­τυ­χι­σμέ­νη· «ἔ­ζη­σε δέ Ἰ­ώβ με­τά τήν πλη­γή ἔ­τη ἑ­κα­τόν ἑ­βδο­μή­κον­τα». Καί σέ ἡ­λι­κί­α δι­α­κο­σί­ων σα­ράν­τα ἐ­τῶν φεύ­γει ἀ­π’ τή ζω­ή αὐ­τή γιά νά προστε­θεῖ στούς πα­τέ­ρες του. Ἔ­φυ­γε, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε πα­ρά­δειγ­μα θαυ­μα­στῆς ὑ­πο­μο­νῆς καί με­γά­λης ἀ­ρε­τῆς. Πα­ρά­δειγ­μα πού ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες. Καί μᾶς κα­λεῖ νά τό μι­μη­θοῦ­με. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι πράγ­μα­τι ὅ­σοι τόν μι­μοῦν­ται.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

 

ΠΗΓΗ: https://www.osotir.org