Ἱερεμίας Φούντας (Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως)
Στὸ ταπεινὸ αὐτὸ κείμενο, θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ νοῦ. Γιὰ τὸ νοῦ μᾶς εἶπε ὁ Κύριός μας στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ εἶπε ὁ Κύριος τὸ νοῦ, «ὀφθαλμόν», μάτι τῆς ψυχῆς. Καὶ πραγματικὰ μὲ τὸ νοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸ Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ λέγεται «ὀφθαλμὸς» ἤ «ὄμμα», μάτι δηλαδὴ τῆς ψυχῆς. Ὁ λύχνος ποὺ δίνει τὸ φῶς στὸ σῶμα, μᾶς λέει ὁ Κύριος σήμερα, εἶναι τὸ μάτι• ἔτσι καὶ ὁ λύχνος ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς· ἂν λοιπόν, τὸ μάτι μας εἶναι γερό, τότε ἔχουμε φῶς. Ἔτσι, θὰ ἔχει φῶς ἡ ψυχή μας, ἂν ὁ νοῦς μας δὲν ἔχει τυφλωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος» — μᾶς εἶπε ὁ Κύριος — «ἐστὶν ὁ ὀφθαλμός. Ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾗ, ὅλον τὸ σῶμα σου φωτεινὸν ἔσται».
Καὶ ὅταν λέγομε «νοῦν», ἀδελφοί, δὲν νοοῦμε, ὅπως τὸ λέγουν οἱ φιλόσοφοι, τὴν ξηρὰ λογική του ἄνθρωπου, ἀλλὰ ὅλο τὸ ψυχικὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸ λέει καὶ «καρδιὰ» ἡ ἁγία Γραφή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας, «Μετανοεῖτε», εἶναι πολὺ βαθειὰ καὶ δὲν σημαίνει ἁπλὰ «ἀλλάξτε μυαλά», ἀλλὰ στραφεῖτε ὁλόκληροι πρὸς τὸ Θεό, μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, μὲ ὅλο τὸ ἐσωτερικό σας εἶναι.
Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἀκούσαμε, παρομοίασε τὸ νοῦ μὲ τὸ μάτι τοῦ σώματος. Ἔτσι ὁ νοῦς εἶναι τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ, τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτοῦ τῆς ψυχῆς, ἔχει μιὰ διαφορὰ μὲ τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ σώματος. Εἶναι αὐτὴ ἡ διαφορά: Τὸ μάτι τοῦ σώματος, ἐνῶ μπορεῖ νὰ δεῖ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ὁ νοῦς λειτουργεῖ μὲ τρεῖς κινήσεις: Μὲ τὴν «κατ’ εὐθείαν», τὴν «κυκλικὴ» καὶ τὴν «ἑλικοειδὴ» κίνηση.
Μὲ τὴν «κατ’ εὐθείαν» κίνηση τοῦ νοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει μόνο κατ’ εὐθείαν, ὅπως τὸ λέει καὶ ἡ ἔκφραση· δὲν ὑψώνεται καθόλου πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀσχολεῖται μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ μάταιά τοῦ κόσμου καὶ γίνεται νοῦς φιλήδονος καὶ σαρκικὸς καὶ φιλόδοξος, μὲ μία λέξη: δαιμονιώδης. Παράδειγμα: Μὲ τὴν «κατ’ εὐθείαν» κίνηση τοῦ νοῦ βλέπει ὁ ἄνθρωπος μία γυναίκα, ἕνα πρόσωπο· καὶ δὲν ὑψώνεται πρὸς τὸ Θεό, νὰ σκεφτεῖ ὅτι τὸ πρόσωπο αὐτὸ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ τὸ βλέπουμε θεϊκὰ καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε, ἀλλὰ τὸ βλέπει σαρκικὰ καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτό. Ἔτσι ὁ νοῦς αὐτὸς παραδίδεται καὶ ὑποτάσσεται καὶ ὑποδουλώνεται σ’ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἁρπάζεται ἡ αἰσθησή του.
Μὲ τὴν ἄλλη, τὴν «κυκλικὴ» κίνηση τοῦ νοῦ, ὁ ἄνθρωπος βλέπει μὲν τὰ γύρω, ἀλλὰ δὲν αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτά. Ἐπανέρχεται στὸν ἑαυτό του καὶ ἐκεῖ βρίσκει τὸ Θεό του, γιατί ὁ Κύριος εἶπε: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» («Λουκ. ιζ’, 21). Ἂς προσευχόμαστε, ἀδελφοί, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἔχουμε νοῦ μὲ «κυκλικὴ» κίνηση, ποὺ νὰ μὴ σκορπάει στὰ ἔξω πράγματα, ποὺ κατ’ ἀνάγκη βλέπουμε καὶ ἀντιμετωπίζουμε, ἀλλὰ νὰ συγκεντρώνεται πάλι στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ γεύεται τὸ Θεό του. Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ἔχει λεχθεῖ αὐτὸ τὸ ὡραῖο, ὅτι ζοῦσε «ἑαυτῷ καὶ Θεῷ συστρεφόμενος».
Καὶ μία ἄλλη κίνηση τοῦ νοῦ νὰ προσπαθήσουμε, νὰ προσευχηθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε: Εἶναι ἡ «ἑλικοειδὴς» κίνηση. Νὰ ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος αὐτὸς τοῦ νοῦ: Βλέπουμε τὰ κτίσματα γύρω μας, μὲ τὴν κατ’ «εὐθεῖαν» κίνηση τοῦ νοῦ, ἀλλὰ δὲν στεκόμαστε σ’ αὐτὰ· ἀπὸ αὐτὰ ἀναγόμαστε στὸ Θεό, ποὺ τὰ ἔπλασε. Καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴ θέα καὶ τὴ συναναστροφὴ τῶν γύρω μας προσώπων καὶ πραγμάτων δοξάζουμε τὸ Θεό. Καθένας καὶ κάθε τί γύρω μας γίνεται αἰτία δόξης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πολὺ ὡραία καὶ γλυκεία αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ νοῦ, ἡ «ἑλικοειδὴς» κίνηση. Αὐτὴ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Τὰ πουλάκια ποὺ ἄκουγε νὰ κελαϊδουν, τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς τους ποὺ ἔβλεπε, ἡ συναναστροφὴ μὲ τὴν Εὔα, ὅλα τοῦ ἦταν ἀφορμὲς νὰ ἀπολαμβάνει καὶ νὰ δοξάζει τὸ Θεό του.
Δὲν σταματοῦσε, δηλαδή, σ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, δὲν αἰχμαλωτιζόταν ἀπ’ αὐτὸ -ὄχι! Αὐτὸ εἶναι ἡ «κατ’ εὐθεῖαν» κίνηση τοῦ νοῦ ἀλλὰ ἀπ’ αὐτὸ ἀναγόταν στὸ Θεό του. Ὁ πειρασμὸς ὅμως τοῦ ἔστησε παγίδα: μία μέρα, καταραμένη μέρα, ὁ Ἀδὰμ στάθηκε σ’ ἕνα δέντρο, μαγεύτηκε ἀπ’ αὐτό, ἀπορροφήθηκε ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίστεψε ὅτι, ἂν τὸ ἀπολαύσει θὰ γίνει θεός, ξέχωρα ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸ λέγεται «προπατορικὸ» ἁμάρτημα καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ «κατ’ εὐθείαν» κίνηση γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε.
Ἂς προσέχουμε τὸ νοῦ. Αὐτὸς τὰ φταίει ὅλα! Ρωτοῦσαν ἕνα μικρὸ παιδάκι, «ποιὸ τὰ φταίει;»- καὶ τὸ παιδάκι σήκωνε τὸ χεράκι του καὶ ἔδειχνε τὸ κεφαλάκι του! Αὐτὸ τὸ φταίει! Ἂς προσέχουμε τὸ νοῦ. Τὸν εἶπαν κυβερνήτη καὶ ὅταν ὁ κυβερνήτης εἶναι μεθυσμένος δὲν μπορεῖ νὰ πάει τὸ καράβι στὸ λιμάνι. Κι ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἡδονές, ὅταν φαντάζεται ἁμαρτωλὰ καὶ ὑπερήφανα, πῶς νὰ πετύχουμε τὴ σωτηρία μας; Ἂς τὸ παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχουμε χαλασμένο νοῦ, τραυματισμένο νοῦ καὶ ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ θεραπεία του. Θυμᾶστε, ἐκείνη τὴν ὡραία παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, ποὺ μιλάει γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ περπατώντας στὸ δρόμο τοῦ ἐπιτέθηκαν οἱ ληστὲς καὶ τὸν τραυμάτισαν; Ὁ νοῦς μας εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς, ποὺ σταματᾶ στὴ μέση του δρόμου «ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ἱεριχώ» καὶ περιπίπτει στοὺς ληστές, οἱ ὁποῖοι τὸν γυμνώνουν, τὸν πληγώνουν καὶ τὸν ἀφήνουν ἡμιθανή, ὅπως λέει ἡ παραβολή.
Ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ νοῦ μας. Καὶ ἡ θεραπεία μας γίνεται στὸ «πανδοχεῖο», ὅπως λέει ἡ ἴδια παραβολή, στὴν Ἐκκλησία δηλαδή. Τὸ θεῖο αὐτὸ «πανδοχεῖο» ἔχει «ἔλαιο καὶ οἶνο», τὴ θεία Κοινωνία δηλαδή, ποὺ θὰ γευθοῦμε στὴ θεία λειτουργία. Ἡ θεία Κοινωνία, ὅπως λέει κάποια εὐχή, «θεοῖ καὶ τρέφει, θεοῖ τὸ πνεῦμα, τὸν δὲ νοῦν τρέφει ξένως».
Εἴδατε, τὸν ἱερομόναχο, πὼς φοράει ἕνα κουκούλι, ἕνα μαῦρο πανὶ πάνω ἀπὸ τὸ καλυμαύχι του, τὸ «ἐπανωκαλύμαυχο», ὅπως λέγεται; Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὸ παριστάνει τὴ φυλακὴ τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς νὰ βλέπει ὀρθά, «ἁπλᾶ», ὅπως εἶπε ὁ Κύριός μας σήμερα, γιὰ νὰ εἶναι ὑγιεινὴ ἡ ψυχή μας. Προσοχὴ στὸ νοῦ μας, ἀδελφοί, στοὺς λογισμοὺς μας· νὰ καθαρθεῖ ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ γίνουμε νοῦς «ὁρῶν τὸν Θεόν», γιατί ὁ Κύριος εἶπε «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».