Ὁ Καπετὰν Πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα κατέπλευσε καὶ ἄραξε, ἀνάμεσα στὸν Μέγαν Γιαλὸν κ᾿ εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Καράβια ἐγέμισεν ὁ τόπος ὁ ὑγρός, ἐμαύρισεν ὅλ᾿ ἡ θάλασσα. Ἄλλα ἔρριψαν ἄγκυραν ἀπὸ τὰ Λεχώνια, καὶ περὶ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη, κι ὣς τὰ νησιὰ τοῦ Καστριοῦ, τὰ λευκὰ καὶ πετρώδη πέραν, κι ἄλλα, τὰ μικρότερα σκάφη, ὡρμίσθησαν εἰς τὸν Ἁι-Σώστην, ἀκτήν, ὅπου ὁ τόπος ἦτο ἡμερώτερος, εἰς τὸ ἀπάγκειο, ὅπου ἦτο περισσοτέρα σκέπη καὶ νηνεμία· δὲν ἐφύσων μελτέμια τὰς ἡμέρας ἐκείνας, τέλη Ἰουνίου· ἦτο γαλήνη· ἀλλὰ καὶ ἂν ἔπαιρνε μελτέμι εἰς τὴν δυτικοβόρειον ἀκτὴν ἐκείνην, δὲν θὰ ἔπιανε καὶ πολύ. Ἦτο ὅλως ἀλίμενος, ὀνειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, τὸ κράτος τοῦ Βορρᾶ. Τὰ κύματα ἐδολιχοδρομοῦσαν, ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀπὸ ὄρθρου βαθέος μέχρι δειλινοῦ ― εἰς ὅλην τὴν βόρειον Ἄσπρην θάλασσαν, ἀνάμεσα στὰ Μπογάζια καὶ τὸν Ὄλυμπον, τὸν Ἄθωνα καὶ τὸ Γριπονήσι, καὶ κοντὰ τὸ βράδυ μόλις ἔφθαναν εἰς τὸ τέρμα διὰ νὰ ξεσπάσουν καὶ ἀναπαυθοῦν στὸ Κάστρο τοῦ Βοριᾶ. Κόσμος καὶ κόσμος, δηλ. οἱ χίλιοι τόσοι κάτοικοι τοῦ Καστριοῦ, γυναῖκες, γέροντες καὶ παιδιὰ ἐμαζώχθησαν κατὰ τὸ βράδυ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, στὸ ὑψηλότερον βόρειον μέρος τοῦ Καστριοῦ, κι ἀγνάντευαν, ἀγνάντευαν ἀπλήστως, τὸ τέρας ὁποὺ εἶχεν ἔλθει ―τόσα πελώρια σκάφη, τρικάταρτα, μὲ δύο καὶ τρεῖς κουβέρτες― κ᾿ εἶχεν ἀράξει, κατ᾿ εὐδοκίαν τοῦ ἀπίστου σκυλιοῦ-Σουλτάνου, τοῦ αὐθέντου μας, εἰς τὰ πετρώδη ·πετροκάβουρα‚ νησιὰ τοῦ Κουρούπη, ὅπου ἐκατοικοῦσαν τόσα δαιμόνια καὶ φαντάσματα.

Δύο τρεῖς βαρκοῦλες, ἐπειδὴ ἦσαν δύο τρία πτωχὰ μαγαζιὰ κάτω στὴν ὑγρὰν ἄμμον, ὁποὺ ἦτο μεταξὺ εἰς τοὺς βράχους τοὺς χερσαίους καὶ τοὺς θαλασσίους, ὅπου κατέβαιναν καλλικαντζοῦνες κ᾿ ἐφάνταζαν ὡς χῆραι γυναῖκες μοιρολογίστρες ἐπάνω στὰ γκρίφια* ― καὶ τὰ λαλαρίδια* τοῦ γιαλοῦ, κόκκινα, βυσσινιά, ρόδινα, γαλάζια, ·βιολετένια‚ ἐκυλίοντο λὶ λὶ λί, λὰ λὰ 〈λά〉, δῶρα τῆς θαλασσίας νεράιδας, ἀτίμητα, γλυκὰ ἀθύρματα τῶν παιδιῶν, στὴν ἄκραν τοῦ γιαλοῦ καὶ τῆς ἄμμου. ― Ἐκεῖθεν ἀπετόλμησαν δύο-τρεῖς βαρκοῦλες κ᾿ ἔπλευσαν μὲ τὰ κουπιὰ ἐπάνω ἕως τὰς πλευρὰς τοῦ θαλασσίου κήτους, καὶ περιέπλεον μακρόθεν τὸ λεῖον κῦμα. Κ᾿ οἱ ναῦται ἀπὸ τὴν κουβέρτα τοὺς ἔκραζαν ἑλληνιστί, ―Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε!― ἀλλὰ τὰ παιδιά, οἱ κωπηλάται δὲν ἐτολμοῦσαν (ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὰ νησιά, κι ἀντίκρυ στὸ Κάστρο, εἶχεν ἀράξει ἡ ναυαρχίς)· διότι τὸ ἓν πέμπτον περίπου ἐκ τοῦ πληρώματος, ὕστερ᾿ ἀπὸ Τούρκους, Αἰγυπτίους, Ἄραβας, Βαρβαρέζους, Τουνεζινοὺς καὶ Ἀλγερίνους, ἦσαν τὰ συνήθη ἀγήματα τῶν Χριστιανῶν ― Ὑδραῖοι περὶ τοὺς 150, καὶ ἄλλοι τόσοι ὁμοῦ Σπετσιῶται, Ψαριανοί, Κασιῶται, ἄλλοι Σποραδῖται, κι ὀλίγιστοι ἀπ᾿ ἄλλας νήσους. Καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἐπεσκέφθη ἐπισήμως τὸν Καπετὰν Πασὰν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος ἧτον ὁ πρῶτος προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ Κουμπὴς Νικολάου, παλαιὸς γνώριμός του.

Εἶχεν ὁ ναύαρχος Ἀχμέτης ἐπὶ τοῦ πλοίου γραμματικὸν Φαναριώτην, εἰς δυσμένειαν περιπεσόντα, ἐκ τῆς οἰκογενείας τοῦ Μ. Ὁ στόλαρχος τὸν εἶχεν ὑποχρεώσει ν᾿ ἀλλάξῃ τ᾿ ὄνομά του, καὶ τὸν προσέλαβε κρύβδην ὡς γραμματέα. Ὁ ἔξυπνος Γραικὸς ἦτο, ὡς εἰκός, πολὺ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν ἀφέντην του, ὅσον πᾶς τις εἰς τὴν θέσιν του ὀφείλει νὰ εἶναι.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ὁ Κουμπὴς Νικολάου, μαῦρος, ρωμαλέος, ἐπιβλητικὸς μὲ τὸ τσιμπούκι, μὲ τὰς κεντητὰς μακρὰς χειρῖδας, καὶ μὲ τὰ τσόχινα πανωβράκια* του, προήδρευε συνήθως εἰς τὸ Κιόσι, δίπλα στὴν Μεγάλην Στέρναν, κι ἀντικρὺ στὸ τζαμί· ἐκεῖ ἦτο εἷς Τοῦρκος τσαούσης, στὸ διπλανὸν κονάκι, διὰ τὸν τύπον ― ὅπου συνηθροίζοντο συνήθως οί προεστοί. Διελέγοντο, ἐσυμβουλεύοντο, κ᾿ ὑπερίσχυε συνήθως ἡ γνώμη τοῦ ζωηροτέρου, ὅστις εἶχεν ἑκάστοτε ἀρκετὸν σθένος, ὥστε νὰ πειθαναγκάζῃ τοὺς ἄλλους. Τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ εἶχεν εἰς μέγαν βαθμὸν ὁ Κουμπής. Μελαψός, στιβαρός, ἀπότομος, ἐνόει νὰ γίνεται ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Καὶ ἐγίνετο σχεδὸν πάντοτε. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἐδέχετο ὁ χαρακτήρ του τὴν κολακείαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἁπλοῦς καὶ εὐθύτατος, ·καὶ‚ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Ἀγάδες.

Ἐντούτοις, κατ᾿ οἶκον εἶχε διαφόρους πειρασμοὺς ὁ Κουμπής. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην εἶχε κολλήσει στὸν νοῦν τοῦ Κουμπῆ, ὅτι ἔπρεπε νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκά του, ἐπειδὴ ὕστερ᾿ ἀπὸ 15 χρόνων συζυγίαν δὲν τοῦ εἶχε κάμει παιδί. Ὁ Κουμπὴς δὲν ἐνόει νὰ ἔχῃ παλλακίδα ― «πόρνους καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός». Αὐτὸ τὸ ρητὸν σχεδὸν μόνον ἀπ᾿ ὅλην τὴν Γραφὴν ἤξευρεν. Ἀλλὰ πῶς νὰ υἱοθετήσῃ ξένον γέννημα (ξένο κριὰς νὰ μὴ θρέψῃς, ἔλεγε χυδαία τις παροιμία); Διὰ νὰ τὸν βλασφημοῦν τ᾿ ἀνίψια μετὰ τὸν θάνατόν του, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ἀπεκλήρωνεν; Ἢ πῶς ν᾿ ἀφήσῃ τὸ βιό του σ᾿ ὅλους αὐτούς, ὁποὺ θὰ ἐμάλωναν μετὰ τὴν τελευτήν του, ποῖος νὰ πάρῃ τὰ πλειότερα, καὶ ἴσως θὰ ἀστοχοῦσαν νὰ τοῦ κάμουν τὰ ψυχικά* ― καὶ πάλιν αὐτὸ θὰ ἦτο κατάρα καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν του; Καλὰ εἶπεν ὁ Κύριος: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ διάδος πτωχοῖς». Ἀλλὰ κ᾿ οἱ καλόγεροι, δι᾿ οὓς φαίνεται νὰ τὸ εἶπε, κι αὐτοὶ περιμένουν πότε νὰ πωλήσῃ ἄλλος τὰ ὑπάρχοντά του, ἢ καὶ νὰ τοὺς τὰ χαρίσῃ διὰ νὰ ἔχουν νὰ τρῶνε, ἀλλὰ καὶ διεκδικοῦν λυσσωδῶς «τὰ κτήματα τῆς Μονῆς», διὰ νὰ τρώῃ ὀρφοὺς καὶ γουρουνόπουλα ὁ Δεσπότης, ὁ Πίτροπος, ὁ Βοΐβοντας, ὁ γραμματικὸς καὶ τόσοι ἄλλοι.

Ἀνάγκη πᾶσα νὰ τραβήξῃ τις τὸ σκοινί του ― νὰ βαστάσῃ τὸν ζυγόν του, νὰ μεταφέρῃ τὸ φορτίον του. Ὁ κὺρ Κουμπής, ἐνῷ κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο τόσον αὐστηρὸς ἄνθρωπος, εἶχε κι αὐτὸς μίαν ἀδυναμίαν· ἐπόθει νὰ ἔχῃ μικρὸν νινί, χαριτωμένον, ἀγγελικὸν πλάσμα, διὰ νὰ τὸ χορεύῃ στὰ γόνατά του. Ἡ Σεραϊνὼ ἦτο σαράντα χρόνων, καὶ μετὰ τόσα χρόνια, 15 περίπου, δὲν ἐγέννησε τίποτε. «Οὔτε παιδί, οὔτε κουτάβι, οὔτε ᾽κλοῦθο*». Αὐτὸς ἦτο πεντηκοντούτης ὡς ἔγγιστα. Ἡ Λελούδα ἡ ἀντικρινή του ἦτο μόλις τριάντα χρόνων ἴσως ― ὡραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄμεμπτος, ἀπροστάτευτη καὶ πεντάρφανη. Ἕνα μόνον θεῖον εἶχε, κ᾿ ἐκεῖνος δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν προστατεύσῃ.

Ἐσκέφθη νὰ τὴν ἀπαγάγῃ, καὶ νὰ δωροφορήσῃ ἕνα παπάν, ἢ καὶ νὰ τὸν βιάσῃ μὲ φοβέραν ―ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸν ὅτι τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Τούρκους― νὰ τοὺς στεφανώσῃ. Καὶ τὸ πρῶτον στεφάνι τί θὰ ἐγίνετο; Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀτιμάσει τὸ στεφάνι, οὔτε ἡ συμβία του. «Πόρνους καὶ μοιχούς…» Θὰ τὸ ἔκαμνε μόνον διὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, κληρονόμον. Ὅταν, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, συνέβη νὰ καταπλεύσῃ ὁ Πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα, ὁ Κουμπὴς τὸ ἀπεφάσισε.

Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν ναυαρχίδα συνωμίλησε μίαν ὥραν μετὰ τοῦ Ἀχμέτη Πασᾶ. Τί τοῦ εἶπε; Φαίνεται ὁ Κουμπὴς τοῦ ἐζήτησεν ἐκδούλευσιν, καὶ ὁ Τοῦρκος ναύαρχος τοῦ ὑπεσχέθη.

Τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωσεν, ὁ Κουμπὴς εἶχεν ἀρματώσει μίαν σκαμπαβίαν μὲ ἓξ κωπία. Τοὺς δύο ἐκ τῶν κωπηλατῶν, ψαράδες τοῦ γιαλοῦ, ὁποὺ ἦσαν ἄνθρωποί του καὶ λίαν ἀφωσιωμένοι εἰς αυτόν, τοὺς ἔπεισε ν᾿ ἀνέλθωσι τὸν ἀνήφορον ― ὑψηλόν, ἀπότομον, πετρώδη, ὁποὺ ἔφερεν ἀπὸ τὸν Γιαλὸν εἰς τὸ Κάστρον, ὑποκάτω στὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, ἀπὸ ἄσχιστον ἀγριόξυλον, παρὰ τὸ χάσμα, ὅπου ἔχαινεν ἄβυσσος καὶ κρημνός, ὅπου ἔπιανε πάντα ἄνθρωπον ἴλιγγος καὶ σκοτοδίνη. Τὴν γυναῖκά του τὴν Σεραϊνὼ τὴν εἶχε κράξει τὸ πρωί, καθὼς κατέβαινεν ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν σοφάν*, ὅπου εἶχε κοιμηθῆ, κ᾿ ἐφόρεσε τὰ πανωβράκια, μὲ τὰς κεντητὰς βρακοζώνας καὶ τὰ πλατέα μανίκια, κ᾿ ἔπινε τὸ πρωινὸν σερμπέτι του. Διότι μόλις εἶχεν εἰσαχθῆ τότε εἰς τὸν τόπον ὁ καφές. Τὸν εἶχε φέρει πρῶτος ὁ κὺρ Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, ἄλλος προεστὼς κι αὐτός, ἐμπορευόμενος ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχίαν, κι ὁ κὺρ Κουμπής, ἐπειδὴ δὲν ἦτο εὔκολος νεωτεριστὴς εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ―μόνον εἰς τὸν γάμον ἤθελεν, ὄχι νὰ νεωτερίσῃ, ἀλλὰ νὰ πραξικοπήσῃ καὶ δώσῃ κακὸν παράδειγμα― δὲν τὸν εἶχε συνηθίσει ἀκόμη. Ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:

― Τ᾿ ἀκοῦς, Κουμπίνα; Τὸ βράδυ, σὰν σουρουπώσῃ, νὰ πᾷς ν᾿ ἀνάψῃς τὰ καντήλια τ᾿ Ἁι-Προκοπίου, κάτω στὸ ρέμα. Τὸ ἔχω τάξιμο ἀπὸ καιρό. Μεθαύριο εἶναι ἡ μνήμη του, κι αὔριο δὲν θὰ πάρῃς εὔκολα ἀράδα, θὰ κουβαλήσουν χίλια λαδικά. Πάρε μαζί σου καὶ τὴν φτωχὴ γειτόνισσά μας τὴν Λελούδα, ἐπειδὴ καὶ εἶναι κι αὐτὴ ἀνέβγαλτη καὶ δὲν ἔχει ἄλλη παρηγοριὰ ἀπὸ σένα, ποὺ θὰ εἶναι μοναξιά, νὰ πᾶτε ν᾿ ἀνάψετε τὰ καντήλια, νὰ σεργιανήσετε κιόλας.

―Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, νά ᾽χω καὶ τὸ συμπάθειο, Κουμπή, ἀπήντησε τὸ Σεραϊνώ. Ἡ Λελούδα εἶναι, ὅπως εἶπες, ἀνέβγαλτη, καὶ τώρα εἶν᾿ ἐδῶ ἡ ἀρμάδα. Ποιὸς ξέρει ἂν δὲν θὰ βγοῦν οἱ Τουρκαλάδες ὄξω στὴ στεριά, νὰ πάρουν ἀράδα τὶς ἀβραγιὲς καὶ τὰ χωράφια. Ἡ Λελούδα θὰ φοβᾶται νὰ ᾽ρθῇ μαζί μου.

―Ἀκοῦς τί σ᾿ λέω, Κουμπίνα; Ἐσὺ νὰ τὴν καταφέρῃς νὰ ᾽ρθῇ μαζί σου. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σᾶς πειράξῃ, χριστιανὸς ἢ Τοῦρκος ἢ ἄλλος, ἂς εἶναι καὶ διάβολος μὲ τὰ κέρατα; Δὲν ξέρεις ὅτι τά ᾽χω καλὰ μὲ τς ἀγάδες; Ἔχουν ἄλλον ἀπὸ μένα ἐδῶ στὸ χωριὸ κόνσολα* κι ἀποκούμπι; Ἐγὼ εἶμ᾿ ἐδῶ. Ποιὸς θ᾿ ἀποκοτήσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ;
 

*
* *
Ἡ Κουμπίνα, ἂν καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καταδαμάσῃ τὴν ἀλλόκοτον ὑποψίαν ποὺ τῆς ἦλθε στὸν λογισμόν, συνεμορφώθη μὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ συζύγου της. Ἦτο ἁπλῆ καὶ δὲν ἐπονηρεύετο. «Ἡ δὲ γυνὴ ἕνα φοβεῖται, τὸν ἄνδρα». Τῆς γίδας τὰ κέρατα εἶναι κυρτά, εἰς σημεῖον ὑποταγῆς, φαίνεται, εἰς τὸν ὑψικέρατον τράγον. Τῆς κόττας ἡ λοφιὰ εἶναι ἀμαυρὰ καὶ ταπεινή, καὶ τοῦ πετεινοῦ εἶναι κόκκινη, ὑψηλὴ καὶ ἐξηρμένη, καὶ ὅλον τὸ σῶμά του μὲ ὑψηλὰ σκέλη ἀνωρθωμένον. Παντοῦ ἡ ὑποταγὴ τῆς θηλείας εἰς τὸν ἄρρενα.

Ἡ φτωχὴ Λελούδα, ἅμα εἶδε τὴν πρώτην ἀρχόντισσαν τοῦ χωριοῦ καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ μαζί της εἰς βραχεῖαν ἐκδρομὴν ἔξω τοῦ Κάστρου, ἐπειδὴ ᾐσθάνετο κι αὐτὴ ὑπολανθάνουσάν τινα ἀνάγκην ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, ὕστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς μῆνας ὁποὺ δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ταπεινὸν καλύβι της, ἐπείσθη. Ἡ Κουμπίνα τῆς εἶπεν, ὅτι δὲν εἶχον νὰ φοβηθοῦν τοὺς Τούρκους, καθότι μέσα στὰ καράβια ἦσαν καὶ πολλοὶ ναῦται χριστιανοί, Ὑδραῖοι καὶ ἄλλοι, κι ἂν θὰ ἔβγαιναν καὶ Τοῦρκοι, ὁποὺ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ ἔβγουν, διότι ἅμα θὰ ἐφυσοῦσε καιρός, στὸ ἀμπαγιέρι*, εὐθὺς ἡ ἀρμάδα θὰ ἔφευγε. Ἀλλὰ κι ἂν ἐξακολουθοῦσεν ἀκόμη μπονάτσα, κι ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ὁ Κουμπὴς ἔκοβε τὸ σπαθί του, καὶ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς ἀγάδες, «γιὰ τὸ καλὸ τῆς χριστιανοσύνης», καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ πειράξουν ἄνθρωπον. Ἡ Λελούδα ἐφόρεσε ἕνα πουκάμισο 〈κρεμίζι*〉 κόκκινο κεντητὸν μὲ μετάξι, ἕνα ὡραῖο φουστάνι «μόρικο» ποὺ ἔκανε νερὰ-νερά (δὲν ἐτόλμα ποτέ της νὰ ἐλπίσῃ ὅτι θὰ ἐγίνετο νύφη, ἂν καὶ εἶχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια* καὶ ἀργυρᾶ τσαπράκια* χρυσοποίκιλτα στὴν κασσέλα της), ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, ἔβαλε τὸ λαδικὸ μέσα, καὶ τρία κηριά, κι ὀλίγο λιβάνι στὸ χαρτί ― ἀκόμη καὶ μικρὸ προσφάγι, ψωμὶ κ᾿ ἐλιές, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, καὶ ἀκολούθησε τὴν Κουμπίναν.

Ὁ Κουμπὴς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ὑπάγει πρὸς συνάντησιν τοῦ παπα-Σταμέλου, ἐνορίτου του, ἐφημερεύοντος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ εἶπε:

― Τὸ βράδυ-βράδυ, νὰ πάρῃς τὸ πετραχήλι σου, καὶ τὸ ἁγιασματάρι· θὰ πᾶμε μαζί, γιὰ νὰ ψάλῃς ἁγιασμὸ στὴ φεργάδα.

Ὁ παπὰς τὸν εκοίταξε μὲ ἀπορίαν.

― Μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο. Εἶναι τόσοι Χριστιανοὶ μὲς στὰ καράβια. Ὁ γραμματικὸς τοῦ Καπετὰν Πασᾶ εἶναι Χριστιανός, ὁμοεθνής μας, ὁ λοστρόμος Χριστιανός, σ᾿ ὅλα τὰ καράβια εἶναι ἀσκέρι Χριστιανοί. Στὴ φεργάδα εἶναι τὸ ἕνα τρίτο. Ὁ ἴδιος ὁ Πασὰς σέβεται τὰ θεῖα, κ᾿ ἐπικαλεῖται τὸν Ἁι-Γεώργη, τὸν Ἁι-Δημήτρη, καὶ τὴν Μεριὲμ-Ἀνὰ (τὴν Παναγίαν). Πάρε κ᾿ ἕνα τετραβάγγελο μαζί σου, γιατὶ θὰ χρειασθῇ, θαρρῶ, νὰ διαβάσῃς ὀλίγα κεφάλαια στὸ λοστρόμο, ποὺ εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ μελαγχολία, καὶ δὲν ξέρει τί ἔχει.

Ὁ ἱερεὺς τὸν ἤκουε σύννους. Ὁ Κουμπὴς ἐξηκολούθησεν:

―Ἂν θέλῃς, παπά μου. Σ᾿ ἐπροτίμησα ὡς ἐνορίτη μου. Ἂν δὲν θέλῃς, θὰ προσκαλέσω τὸν παπα-Φραγκούλη, τὸν σύντροφόν σου στὸν Χριστό, ἢ τὸν παπα-Διανέλο ἀπ᾿ τὸν Ἁι-Νικόλα. Μὴ φοβᾶσαι τίποτε, παπά μου· ἔχω ὁρισμὸν ἀπ᾿ τὸν Ἀχμὲτ Πασά. Θὰ πάρῃς γιὰ τὸν κόπον σου ἕνα σελήμι (τάλληρον), καὶ παραπάνω. Ἀλλιῶς, θὰ θυμώσῃ ὁ Πασὰς μ᾿ ἐμένα, καὶ μὲ σᾶς τοὺς παπάδες, πὼς δὲν τοῦ ἔκαμα τὸν λόγον του.

Τὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἡ Κουμπίνα κ᾿ ἡ Λελούδα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Προκόπιον, ὅπου εἶχον ἀνάψει τὰ κανδήλια, εἶχε σουρουπώσει πλέον, καὶ σκότος ἤρχισε ν᾿ ἁπλώνεται εἰς ὅλην τὴν κρημνάδα αὐτήν. Μακράν, πρὸς δυσμάς, ἐφαίνοντο φῶτα εἰς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ὅπου θὰ εἶχεν ἀρχίσει ὡς ἔγγιστα ἡ ἀγρυπνία. Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐπισκεφθῆ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τὸ παρεκκλήσι ·ἐκεῖνο‚, καὶ κατόπιν εἶχον μεταβῆ εἰς τὸν Ἅγιον Προκόπιον. Τὸ μονοπάτι ἐκατηφόριζεν ἀποτόμως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, καθὼς ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου, κ᾿ ἔβαινεν ἐγγύτατα εἰς τὸν αἰγιαλόν. Εἶτα ἀνήρχετο πάλιν, κι ἀνηφόριζε πλαγινὰ βαθμηδὸν βαῖνον πρὸς τὴν εἴσοδον τοῦ Καστριοῦ, εἰς τὴν γέφυραν. Ἐκεῖ ποὺ ἐπατοῦσαν αἱ δύο γυναῖκες, εἰς τὸ παρδαλὸν σκότος, ἦτο ἄκρα μοναξιά, δὲν ἐφαίνετο ψυχὴ ζῶσα.

Ὤ, καλύτερον νὰ μὴν ἦτο ψυχὴ ζῶσα τὴν ὥραν ἐκείνην, διὰ τὴν Κουμπίναν, καὶ διὰ τὴν Λελούδαν ―τὴν τρομάρα ποὺ πῆραν αἱ δύο γυναῖκες!― εἰς τὸ μέρος αὐτό. Δύο ἄνθρωποι, κρυμμένοι ὄπισθεν βράχου, εἰς τὸν ὄχθον τοῦ δρόμου, ὡμίλησαν ἑλληνιστί:

― Σταθῆτε! μὴ φοβᾶσθε…

―Ὤχ! τί εἶναι; Ἄχ! Θέ μου, Ἁι-Προκόπη μου.

―Ἄχ! Παναγία μου!

Πρὶν ἀρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος ἐξόπισθεν τοῦ βράχου προέκυψεν, ὁ Κουμπής.

― Μὴ φοβᾶσαι, ἀθῴα Λελούδα! Κουμπίνα, νὰ πᾷς στὸ σπίτι σου. Ἔλα μαζί μας, Λελούδα.

― Νὰ ᾽ρθῇ; ποῦ νὰ ᾽ρθῇ; Σὲ καλό σου, Κουμπή, ἐτόλμησε νὰ ψελλίσῃ ἡ Κουμπίνα.

― Σῦρε στὸ σπίτι σου, Κουμπίνα, ἐπανέλαβεν ὁ σύζυγός της. Λελούδα, ἔλα, θὰ πᾶμε στὴν φεργάδα.

― Στὴ φεργάδα! ἐπανέλαβεν ὡς ἠχὼ ἡ Κουμπίνα.

 

*
* *

Ὁ Κουμπής, διὰ νὰ μὴ τρομάξουν παρὰ πολὺ αἱ δύο γυναῖκες, εἶχε σκεφθῆ ὅτι προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ λάβῃ αὐτὸς μέρος εἰς τὴν σκηνὴν τῆς ἀπαγωγῆς. Ἡ Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρῆμα τί ἔμελλε νὰ συμβῇ, ταπεινὴ καὶ ἐγκαρτεροῦσα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἔπεσε γονυπετὴς πρὸ τῶν εἰκόνων καὶ προσηυχήθη. Εἰς μίαν γειτόνισσαν ἀδιάκριτον, ἥτις εἶχεν ἀναβῆ καὶ τὴν ἠρώτα ἐν ἀπορίᾳ τί ἔγινεν ἡ Λελούδα καὶ διατί δὲν ἐπέστρεψε μαζί της ἀπ᾿ τὸ ξωκκλήσι, ἀπελογήθη ·ἀπηλογήθη‚.

―Ἔμεινε στὴν Ἁγία-Κυριακή. Ἔχει ἀγρυπνία ὁ παπα-Φραγκούλης, κ᾿ εἶναι κόσμος ἐκεῖ. Ἂν μποροῦσα κ᾿ ἐγὼ θὰ ἔμενα. Μὰ δὲν εἶχα τὴν ἄδεια ἀπ᾿ τὸν Κουμπή.
 

*
* *
Μεγάλη βάρκα, μὲ ἓξ κουπιά, ἐπερίμενεν εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εἰς ἕνα χαμηλὸν καὶ τριμμένον, πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικὴν ἀποβάθραν. Ὁ παπα-Σταμέλος, τυλιγμένος ὣς τὸν λαιμὸν εἰς τὸ ράσον του, μὲ τὸ κωνοειδὲς καλυμμαύχι του, κατεβασμένον ὣς τὰ φρύδια καὶ τὰ πτερύγια τῶν ὤτων, ἐκστατικός, φοβισμένος, ἐπερίμενε καθήμενος παρὰ τὴν πρύμναν. Οἱ ἓξ κωπηλάται, ὅλοι Γραικοὶ ἐκ τῶν ἀγημάτων, ὕψωσαν τὰς κώπας. Ἡ Λελούδα, ὠχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος καὶ σχεδὸν νεκρά, καὶ ζῶσα ὡς ἐν ὀνείρῳ, ἐπεβιβάσθη, ὑποβασταζομένη ἀπὸ τὸν Κουμπήν. Οἱ δυὸ νομάτοι, οἵτινες ἦσαν συνεργοὶ τῆς ἁρπαγῆς, ἠκολούθησαν μετ᾿ αὐτούς. Ὁ εἷς ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς πρῴρας, καὶ ὁ ἕτερος ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὴν πρύμναν, εἰς τὸ πηδάλιον.

―Ἄφσε, κυβερνῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Κουμπής.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πρῷραν. Ὁ νησιώτης προεστὼς ἔλαβε τοὺς οἴακας, αἱ κῶπαι ἔπληξαν τὰ κύματα, καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἡ βάρκα ἔφθασε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς ναυαρχίδος.

Ὁ ναύαρχος Ἀχμὲτ Πασὰς δὲν ἐφάνη οὔτε ἐπὶ τοῦ σκάφους, οὔτε εἰς τὸν θάλαμον αὐτοῦ, ὅπου κατῆλθον οἱ ἐπισκέπται. Ὁ Κουμπὴς ἔλειψεν ἐπὶ τρία λεπτά, πρὶν κατέλθωσι κάτω, ὁ δὲ παπὰς καὶ ἡ Λελούδα ἐκοίταζον ἀλλήλους, ἐκοίταζον τοὺς ναύτας μὲ τὰ τουρκόφεσα, ἐκοίταζον τὰ ὑψηλὰ κατάρτια καὶ τὰ πολυσύνθετα ἄρμενα, ὑπὸ τὸ φῶς δύο μεγάλων φαναρίων κρεμαμένων πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ τοῦ πρυμναίου ἰστοῦ.

Ὁ Κουμπὴς ἐφάνη μετ᾿ οὐ πολύ. Φαίνεται ὅτι εἶχεν ὑπάγει νὰ κάμῃ τὸν συνήθη τεμενὰν εἰς τὸν Τοῦρκον ναύαρχον, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ λόγον περὶ τοῦ βαθμοῦ ὅπου εἶχε φθάσει ἡ ὑπόθεσις, δι᾿ ἣν εἶχε ζητήσει τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προστασίαν του. Ὁ Καπετὰν
Πασὰς ἐπένευσε καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν Ἕλληνα γραμματέα του νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσῃ.

Ὁ Φαναριώτης ἐφάνη καὶ ὡδήγησε τοὺς ἐπισκέπτας κάτω εἰς τὸν ἴδιόν του θάλαμον. Ἐκεῖ τὸ πρῶτον ὁποὺ εἶδεν ἡ Λελούδα, ἅμα ἤρχισε νὰ συνέρχεται βαθμηδὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις της, ἦτο μία εἰκὼν φέρουσα τὴν Παναγίαν μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος, καὶ ὑποκάτω τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ἱεράρχην μὲ πολιὰ στρογγύλα γένεια, κρατοῦντα Εὐαγγέλιον κ᾿ εὐλογοῦντα.

Μετὰ τὸ λουκούμι καὶ τὴν μαστίχαν τὰ προσενεχθέντα εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ἐξ ὧν ἡ Λελούδα δὲν ἠμπόρεσε νὰ γευθῇ τι, ὁ Φαναριώτης ἔβηξε, κ᾿ ἔλαβε τὸν λόγον:

― Λοιπόν, παπά μου, ἂν ἀγαπᾷς τώρα, φόρεσε τὸ πετραχήλι, κι ἄνοιξε τὸ βιβλίο σου.

Ὁ ἱερεὺς ὑπήκουσε μηχανικῶς. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατῆλθε τὴν σκάλαν τῆς καμπίνας εἷς ναύτης, ὅστις ἦτο ἐκ τῶν κωπηλατῶν τῆς βάρκας. Ἐνεχείρισεν εἰς τὸν Κουμπὴν ἓν μικρὸν δέμα, ἐντὸς μεταξωτοῦ προσοψίου, ἐπίπεδον, κυκλοτερές.

― Αὐτὸ τὸ ηὗρα μὲς στὴ βάρκα, εἶπεν.

―Ἄ! κ᾿ εγὼ τὰ ξέχασα, εἶπεν ὁ Κουμπής.

Ἦσαν στέφανα τοῦ γάμου, τὰ ὁποῖα ὁ Κουμπὴς εἶχε κατασκευάσει, φαίνεται, λάθρᾳ, καὶ ἰδιοχείρως τὴν ὥραν ποὺ ἡ Κουμπίνα εἶχε κινήσει νὰ ὑπάγῃ στὸν Ἁι-Προκόπην μαζὶ μὲ τὴν Λελούδαν. Εἶχε λάβει δύο κληματίδας λεπτὰς ἀπὸ τὴν πλουσίαν ἀναδενδράδα τῆς αὐλῆς του, τὰς εἶχε τυλίξει μὲ βαμβάκι, κ᾿ ἐκόλλησεν ἐπάνω ὀλίγον χρυσόχαρτον, τὸ ὁποῖον εὗρε εἰς τὰ συρτάρια τῶν ἐργοχείρων τῆς γυναικός του, περίσσευμα ἀπὸ στέφανα ἄλλων γάμων, ἐπειδὴ ἡ Χατζίνα ἠγάπα τὰ τοιαῦτα κοινωνικὰ χρέη, καὶ συχνὰ ἐγίνετο συντέκνισσα* εἰς ἀνδρόγυνα, καὶ νοννὰ εἰς βρέφη ― ἀκούουσα ἑκάστοτε τὴν συνήθη ἐγκάρδιον εὐχήν: «Ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδι, νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα, συντέκνισσα»· δηλ. νὰ ζήσῃ νὰ στεφανώσῃ τὰ νεοφώτιστα, ὅσα εἶχεν ἀναδεχθῆ.

Ὁ Κουμπὴς ἀπέθεσε τὰ στέφανα ἐπὶ τῆς τραπέζης, κάτω τῆς Ἁγίας εἰκόνος, ἔκαμεν ἕνα σταυρόν, κ᾿ ἔδωκε τὴν χεῖρα εἰς τὴν Λελούδαν.

―Ἔλα, ἀγάπη μου.

Η κόρη ἐσηκώθη μηχανικῶς. Οὔτε ἤθελεν, οὔτε ἠδύνατο ν᾿ ἀντισταθῇ.

Ἐστάθη ἐκεῖνος δεξιά, καὶ αὕτη ἀριστερά, ἀντικρὺ τῆς εἰκόνος.

― Τώρα θὰ μᾶς κάμῃς πατριαρχικὸν γάμον, δέσποτα, ὅπως συνηθίζουμ᾿ ἐμεῖς στὸ Φανάρι. Ἐρώτα τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν ἀμοιβαίως.

Ὁ παπὰς ἔντρομος, ἔμεινεν ἀδρανής.

―Ἄκουσες, παπά; ἐπανέλαβεν ὁ γραμματεὺς τοῦ ναυάρχου.

―Ἐγὼ δι᾿ ἁγιασμὸν ἦρθα, ἐψέλλισεν ὁ ἱερεύς. Δὲν ἤξερα πὼς ἦτον γάμος, νὰ πάρω τὸ Βαγγέλιο καὶ τὸ θυμιατό, νὰ πάρω καὶ τὸ φαιλόνι μου.

― Θυμιατὸ ἔχουμ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Κ᾿ ἕνα τετραβάγγελο μοῦ βρίσκεται.

― Δὲν ἐπῆρες τὸ τετραβάγγελο, παπά, ποὺ σοῦ εἶπα; ἠρώτησεν ὁ Κουμπής.

Ὁ παπὰς ἔμεινεν ἄφωνος. Ὁ γραμματεὺς ἐπανέλαβε:

― Δὲν πειράζει. Ἔχω τετραβάγγελο.

Ἤναψαν κηρία, εὑρισκόμενα ἐκεῖ ὑπὸ τὸ εἰκονοστάσιον. Ὁ Φαναριώτης ἐστάθη ὄπισθεν τοῦ ζεύγους.

Ὁ παπὰς ἤνοιξε μηχανικῶς τὸ μικρὸν εὐχολόγιον, ἢ ἁγιασματάριον, ποὺ ἐκράτει, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον φωνὴν τὰς εὐχὰς τῆς ἀνομβρίας.

Πρὶν συμπληρώσῃ τὴν πρώτην εὐχήν, ὁ Φαναριώτης ἐνόησε καλά, κ᾿ ἐπεμβῆκε.

― Δὲν εἴχομεν ἀνομβρίαν, δόξα τῷ Θεῷ, φέτος, παπά μου, ἔκαμε τόσες βροχές. Λάθος ἔκαμες. Εὑρὲ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ γάμου.

Ὁ ἱερεὺς ἔστρεψεν ὀλίγα φύλλα τοῦ βιβλίου, ἐδίστασεν, ἔβηξε καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ μορμυρίζῃ μὲ ταπεινοτέραν ἀκόμη φωνήν. Ἀνεγίνωσκεν αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν Ἀκολουθίαν εἰς ψυχορραγοῦντας.

― Σοῦ εἶπα, δέσποτα, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Ξέχασες νὰ ἐρωτήσῃς τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν.

Ὁ παπὰς ἐστράφη πρὸς τὸ ζεῦγος καὶ ἠρώτησε μηχανικῶς:

― Θέλεις, Κουμπή, διὰ γυναῖκά σου τὴν Λελούδαν;

― Τὴν θέλω.

― Θέλεις, Λελούδα, τὸν Κουμπήν;…

Ἡ Λελούδα δὲν ἔσεισε τὴν κεφαλήν. Ἔμεινεν ἀκίνητος, κάτω νεύουσα, μὲ ἁπλῆν καὶ περισσὴν σεμνότητα. Ὁ σύντεκνος* ὄπισθεν τοῦ ζεύγους ὤθησε τὴν κεφαλὴν τῆς νύφης. Εἶχε τὸ «καμάρι»* τῆς νύφης καὶ συνάμα καὶ περισσότερον εἶχε τὴν ἀφωνίαν τοῦ θύματος, τοῦ ἀγομένου εἰς σφαγήν.

― Διάβασε, παπά, τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ ἀρραβῶνος καὶ κατόπιν τοῦ στεφανώματος.

Ὁ ἱερεὺς εἶπεν:

―Ἂς εἶναι, θὰ διαβάσω τὸν Δίγαμον.

Ὁ Φαναριώτης ἔμεινε σύννους, εἶτα εἶπε:

― Πῶς τὸν Δίγαμον;… Ἡ νύφη εἶναι παρθένος, κ᾿ ἔρχεται εἰς πρῶτον γάμον. Τὸν ἀρραβῶνα θὰ διαβάσῃς καὶ τὸ στεφάνωμα.

― Δὲν ξέρω τί γίνεται στὸ Φανάρι. Τὸν Δίγαμον θὰ διαβάσω, ἐπέμενεν ὁ ἱερεύς.

Ὁ γραμματεὺς τοῦ Πασᾶ ὑπεχώρησεν. (Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι ἠπείλησε νὰ κρεμάσῃ τὸν παπὰν εἰς τὴν κεραίαν τοῦ ἱστοῦ· ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπόθεσις. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ὁ Φαναριώτης ὑπεχώρησεν ἐν καιρῷ.)

―Ἂς εἶναι. Διάβασε τὸν Δίγαμον.

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἤρχισεν. Ἀντήλλαξε τὰ δακτυλίδια.

Ὁ Κουμπὴς εἶχε τέσσαρα ἢ πέντε, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, εἰς τοὺς δακτύλους του. Ἐχρειάσθησαν ἐξ αὐτῶν δύο, ἓν ἐκ τῶν δύο ποὺ εἶχεν εἰς τὸν παράμεσον καὶ ἓν εἰς τὸν μικρὸν δάκτυλον. Μετέβη εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ στεφάνου, χωρὶς νὰ εἴπῃ: Εὐλογημένη ἡ βασιλεία. Ἤρχισε νὰ διαβάζῃ τὴν πρώτην εὐχὴν κατανυκτικά, ὅπου γίνεται λόγος περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ περὶ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Εἶτα εὐλόγησε τὰ στέφανα καὶ ὑπέδειξεν εἰς τὸν σύντεκνον πῶς θὰ τ᾿ ἀνταλλάξῃ [τὰ στέφανα].

Εἶτα ἐκέρασε τοὺς νεονύμφους τὸ κοινὸν ποτήριον, τέλος ἐχόρευσε μαζί τους τὸν χορὸν τοῦ Ἠσαΐα, κ᾿ ἔκαμεν ἀπόλυσιν. Τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Φαναριώτης ἤλλαζε τὰ στέφανα ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν νεονύμφων, τρεῖς μεγάλες κανονιὲς ἐβρόντησαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα, ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου. Ὅλον τὸ πέλαγος ἐσείσθη καὶ τὸ Κάστρον ἀντικρὺ ἐπῆγε καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν κρότον καὶ τὸν κλόνον.

Ὁ νυκτοφύλαξ ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τοῦ Κάστρου, εἶδε τὴν λάμψιν, εἶδε τὸν καπνὸν ὑπὸ τὴν πυκνὴν ἀστροφεγγιάν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν μόλις εἶχε δύσει ἡ σελήνη (ἦτο ὣς ἑπτὰ ἡμερῶν καὶ ἐκόντευε μεσάνυχτα), κ᾿ ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ εἶπεν:

― Πῶς ρίχνουν κανονιὲς μεσάνυχτα, οἱ ἀγάδες; Μὴν ἔχουν ραμαζάνι;

Δύο γυναῖκες γειτόνισσαι, ποὺ δὲν εἶχον ὕπνον κ᾿ ἐλαγοκοιμοῦντο, πλαγιασμέναι ἡ μία εἰς ἓν ὑπερῷον, πλησίον ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἡ ἄλλη εἰς ἓν κτῆμα, ὀλίγον παρακάτω, ἀνεσκίρτησαν. Ἡ πρώτη ἐσηκώθη, ἔρριψε βλέμμα ἔξω, κ᾿ ἠρώτησε τὸν νυκτοφύλακα, τί τρέχει.

― Οἱ ἀγάδες ἔχουν ραμαζάνι, ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος.

― Καὶ τί θὰ πῇ ραμαζάνι;

― Ποιὸς ξέρει! (Νηστεία τῆς ἡμέρας, καὶ γλέντι τῆς νυκτός.)

Τῆς ἄλλης τὸ βρέφος ἐξύπνησεν εἰς τὰς ἀγκάλας, κ᾿ ἤρχισε τὰ κλάματα, καὶ δὲν ἤθελε νὰ μερώσῃ, μὲ ὅλα τὰ νανουρίσματα καὶ τὰ τραγούδια, ποὺ τοῦ ἔλεγεν ἡ μάννα του. Οἱ κανονιὲς εἶχον ἀντηχήσει πολύ, κ᾿ ἐβόησεν ὅλη ἡ Ἠχώ, ἡ Ἀναγκιὰ τοῦ Κάστρου ἀντικρὺ στὰ δύο κάτασπρα νησιά, στοὺς βράχους καὶ στὰ ἄντρα.

Κάτω στὸ Κιόσι, στὸν ἀρχοντομαχαλάν, κοντὰ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σεραϊνώ, ὁποὺ ἠγρύπνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ Κουμπῆ, ἤκουσε τοὺς κανονοβολισμούς, καὶ μόνη αὐτὴ τοὺς ἐξήγησεν εἰς τὴν ἀληθῆ σημασίαν των.

― Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, ἐψιθύρισε, σχεδὸν ἄνευ πικρίας. Μὲ γυιούς, Κουμπή.
 

*
* *
Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Σεραϊνὼ ὑπελόγιζε μετὰ βεβαιότητος ὅτι, ἐντὸς δύο ὡρῶν τὸ πολύ, τὸ ζεῦγος ἔμελλε νὰ φθάσῃ στὸ Κάστρον. Διότι δὲν θὰ ἦτο πιθανὸν νὰ πιστεύσῃ τις ὅτι θὰ ἐξημέρωναν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος. Ἐσκέφθη ὅτι ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ τῆς Λελούδας τὸ κλειδί, νὰ ὑπάγῃ νὰ διέλθῃ αὐτὴ τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς ἀντικρύ, εἰς τὸ μικρὸν σπιτάκι ἐκείνης. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι τὸ κλειδὶ τὸ εἶχεν ἀφήσει ἡ Λελούδα εἰς τῆς Κουμπίνας, ἀκριβῶς εἰς τὸν ἀνατολικὸν θάλαμον, ὅπου εὑρίσκετο τώρα αὐτή. Τὸ εἶχε κρεμάσει εἰς καρφί, ὑποκάτω στὰ εἰκονίσματα. Ἡ Σεραϊνὼ ἀνέβλεψε καὶ τὸ εἶδεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου.

Ἔκαμεν ἀκουσίαν χειρονομίαν νὰ τὸ λάβῃ. Εἶτα ἐκρατήθη, κ᾿ εἶπε: «Καλύτερα, ἂς ἔλθῃ, νὰ τῆς τὸ ζητήσω».

Τέλος περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔφθασεν ἤρεμα καὶ ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ τὸ ζεῦγος τῶν νεονύμφων. Ὁ Κουμπής, ἔχων τόσην ἐπιρροὴν πάντοτε, ἀλλὰ πολλαπλασιαζομένην τώρα ὡς ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ Τουρκικοῦ στόλου, εἶχε προδιαθέσει τοὺς προεστοὺς καὶ τὴν πολιτοφυλακήν, λέγων ὅτι εἶχε σπουδαίαν ὑπόθεσιν ἐπάνω στὴν φεργάδα, καὶ ὅτι θὰ ἔφθανε πολὺ ἀργὰ τὴν νύκτα. Ὅθεν ἦτο ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν τὴν γέφυραν καὶ ν᾿ ἀνοίξουν τὰς πύλας τοῦ φρουρίου.

*
* *
Ἡ Σεραϊνὼ ἤνοιξε τὴν θύραν εἰς τὸ πρῶτον κροῦσμα, ἐστάθη σταθερά, ὑπομειδιῶσα καὶ τοὺς εὐχήθη:

― Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! μὲ γυιούς, Κουμπή…

― Πῶς ξέρεις;

―Ἦρθ᾿ ἕνα πουλάκι καὶ μοῦ ᾽πε.

Ἐστράφη πρὸς τὴν Λελούδαν.

― Νὰ πάρω τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ ἀπόψε;

Ἡ Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Εἶτα ἐπρόφερε:

― Νὰ μὲ σχωρέσῃς!

― Σχωρεμένη καὶ βλοημένη νά ᾽σαι, εἶπεν ἐν ἐγκαρτερήσει ἡ πρῴην Κουμπίνα.

Τὴν ἐπαύριον πρωὶ ὁ Κουμπής, καθὼς ἐξῆλθε, διερχόμενος πρὸ τῆς θύρας τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου, ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:

― Σεραΐνα (ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ὀνομάζῃ Κουμπίνα), πάρε τὰ ροῦχά σου, τὰ εἴδη σου, τ᾿ ἀτομικά σου, πάρε καὶ καμπόσα δικά μου, ὅσα θέλεις καὶ σῦρε νὰ καθίσῃς στὸ σπίτι τὸ δικό σου, ἐκεῖ στὸ Πρεγάδι. Θὰ στείλω μαστόρους νὰ τὸ μερεμετίσουν, ὅ,τι χρειάζεται, σήμερα. Καὶ σὲ περικαλῶ, ὅσο μπορεῖς, νὰ τά ᾽χῃς καλὰ μὲ τὴν Κουμπίνα.

―Ἐγὼ θὰ τά ᾽χω καλὰ μὲ τὴν νέαν Κουμπίνα, ὅπως τὰ εἶχα καὶ μὲ τὴν Λελούδα, ἀπήντησεν ἡ ἁπλῆ ψυχή. Καὶ σὲ περικαλῶ, Κουμπή, νὰ μ᾿ ἀφήσῃς νὰ καθίσω στὸ σπίτι σου, νὰ σοῦ ἀνατρέφω τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ κάμῃς.

― Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός, τὴν συγκίνησίν του.
 

*
* *
Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς Νικολάου ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Τούρκου ναυάρχου, κ᾿ οἱ ἀπόγονοί του ὀνομάζονται μέχρι σήμερον Καραχμεταῖοι. Διότι ἔτεκεν ἡ Λελούδα, καὶ ἡ Σεραΐνα ἀνέθρεψε, τὸν Κονόμον (Ἀλέξανδρον), τὸν Μόσκοβον, τὸν Γεώργιον, τὸν Θωμᾶν καὶ ἄλλας τόσας θυγατέρας.

Ὀλίγους μῆνας μετὰ τὸν γάμον, ἡ Λελούδα ἔκαμεν ἓν φοβερὸν λάθος, λίαν ἐπικίνδυνον. Ἦτο μεγάλη ἑορτή, τῶν Βαΐων, κι ὁ Κουμπὴς ἐξύπνησε λίαν πρωί, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Χριστόν, νὰ λειτουργηθῇ. Ἡ νέα Κουμπίνα τοῦ εἶχε παραθέσει ἐπὶ τοῦ καναπὲ τὰ φορέματά του, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ, ἀλλ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν βίαν καὶ τὸν σαστισμόν της, ἐπειδὴ ἐπτοεῖτο καὶ τὰ ἔχανεν εἰς τὰς φωνὰς καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Κουμπῆ, ἀντὶ νὰ βάλῃ ὑποκάμισον τοῦ Κουμπῆ, τὸ ὁποῖον ἦτο μεταξωτὸν καὶ μὲ πλατείας κεντητὰς χειρῖδας, ὅπως ἐσυνήθιζον τότε οἱ πρόκριτοι ·οἱ δημογέροντες‚, ἔβαλεν ὑποκάμισον χρυσοκέντητον ἰδικόν της. Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸ θαμπερὸν τῆς αὐγῆς καὶ εἰς τὸ τρέμον φῶς τοῦ κανδηλίου, (μὲ ὑπναλέα ἀκόμη ὄμματα), ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι, τὸ λαχουρὶ* ζωνάρι καὶ τὴν βελουδένιαν τζάκαν* του, καὶ ἐξῆλθεν.

Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, οἱ προεστοὶ γύρω, στὸν χορόν, εἶδον τὸ λάθος. Ἐκοίταξαν τὸ γυναικεῖον ὑποκάμισον τοῦ Κουμπῆ, καί τινες ὑπεψιθύρισαν, κ᾿ ἐδάγκασαν τὰ χείλη των, διὰ νὰ μὴ μειδιάσουν.

Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐστοχάσθη. Ἐκοίταξε καλά, τὸ ἴδιον στῆθος καὶ τὸν κορμὸν καὶ τὰς χεῖράς του, καὶ τὸ ἀνεκάλυψεν.
Ἐξῆλθε δρομαίως. Ἐφρύαξε κ᾿ ἔτρεξε μὲ σκοπὸν καὶ ἀπόφασιν νὰ σκοτώσῃ τὴν Λελούδα.

Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐνδυθῆ. Ἐφόρεσαν ἡ παλαιὰ Κουμπίνα τὰ σεμνὰ καὶ ταπεινά της, κ᾿ ἡ νέα τὰ νυφιάτικα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε φορέσει στὸν γάμον της, κ᾿ ἦσαν ἕτοιμαι νὰ ἐξέλθωσι, διὰ τὴν ἐκκλησίαν.

Μὲ ἓν βλέμμα ἡ Σεραΐνα ἐνόησεν ἅμα εἶδε τὸν Κουμπήν. Οὗτος ἐσήκωσεν ἤδη τὴν χονδρὴν καὶ σιδηροκέφαλον ράβδον του ἐναντίον τῆς Λελούδας.

― Παλιοβρώμα!…

Ἡ Σεραΐνα ἔπεσεν ἐπάνω στὴν ράβδον, εἰς τὰ γόνατά του, εἰς τοὺς πόδας του.

―Ἔλεος, Κουμπή, ἔλεος! Δὲν τὸ ἤθελεν ἡ καημένη. Λάθος ἔκαμε, ἐπάνω στὴ βία της, στὴ σαστιμάρα της. Δὲν ἐπῆρε ἀκόμα τὰ χούια σου, τὰ συστήματά σου, Κουμπή. Σχώρεσέ την γιὰ πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Ἔλεος, Κουμπή μου, ἔλεος!
Ὁ Κουμπὴς ἐκάμφθη.
 

*
* *
Ἡ Σεραΐνα ἐπέζησε δέκα ἢ δώδεκα ἔτη, ὅσα ἤρκουν διὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ τέκνα τοῦ Κουμπῆ. Ἀνεπαύθη κ᾿ ἐτάφη ἔξωθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, σιμὰ εἰς τὴν πελωρίαν κοκκινομορέαν καὶ παρακάτω ἀπὸ τὸν τεράστιον σχοῖνον, κυρτὸν ἐν εἴδει καλύβης καὶ ἀποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν ὡραίαν καὶ τόσον ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ἐπὶ τοῦ ἀνωφλίου τοῦ ναοῦ.

Ὅταν ἐπῆγαν μετὰ τρία ἔτη νὰ σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων της, λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ρόδου ἅμα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταμένων γυναικῶν.

Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει.

(1914)

Σ.τ.ἐ.: Παρατίθεται ἡ πρώτη γραφὴ τῆς ἀρχῆς τοῦ διηγήματος:

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἶχε καταπλεύσει ὁ Καπετὰν Πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα του εἰς τὸν Μέγαν Γιαλόν, κάτω ἀπὸ τὸ Παλαιὸν Κάστρον τοῦ Βοριᾶ, ὅπου ἐξέσπων τ᾿ ἄγρια κύματα, φθάνοντα ὡς μετὰ μακρὸν δόλιχον εἰς τὸ τέρμα. Ἀλίμενον, θεσπέσιον πέλαγος, ·τὸ κράτος τοῦ Βορρᾶ‚. Ἦτο γαλήνη καὶ καύσων σφοδρός, τὰ μελτέμια εἶχον παύσει νὰ φυσοῦν περὶ τὰ τέλη Ἰουνίου, καὶ οὕτω ἠμπόρεσαν τὰ μεγάλα σκάφη νὰ σταθοῦν σχεδὸν ἐπὶ τριάκοντα ἓξ ὥρας εἰς τὸν ἄνορμον ἐκεῖνον κόλπον. Ἐπάνω στὰ πλοῖα, τὸ ἥμισυ τοῦ πληρώματος ἦσαν Τοῦρκοι, Μαυροθαλασσῖται, Μικρασιᾶται καὶ ἄλλοι· τὸ ἄλλο ἦσαν Αἰγύπτιοι καὶ Ἄραβες, Βαρβαρέζοι, Τουνεζινοὶ ·Ἀλγερῖνοι‚· καὶ τὸ τέταρτον περίπου ἦσαν τὰ συνήθη ἀγήματα τῶν Χριστιανῶν ναυτῶν, ἑκατὸν πενῆντα ὡς ἔγγιστα Ὑδραῖοι καὶ ἄλλοι τόσοι ὁμοῦ Σπετσιῶται, καὶ ὀλίγοι ἐκ τῶν λοιπῶν νήσων.

Ὁ γραμματεὺς τοῦ Καπετὰν Πασᾶ ἦτο καὶ αὐτὸς Φαναριώτης, περιπεσὼν εἰς δυσμένειαν, ἐκ τῆς οἰκογενείας τοῦ Μ. Ὁ ναύαρχος Ἀχμέτης ἦτο εὔνους πρὸς αὐτόν, τὸν ὑπεχρέωσε ν᾿ ἀλλάξῃ ὄνομα, καὶ τὸν ἔλαβεν ὡς γραμματέα του ἐπὶ τῆς φεργάδας. Ὁ Γραικὸς ἦτο ἀφωσιωμένος εἰς τὸν ἀφέντην του, ὡς εἰκός. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, καθὼς ἔρριψεν ἀγκύρας ὁ στόλος παρὰ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη, ἕως τὰ νησιὰ τοῦ Καστριοῦ καὶ τὰ Λεχώνια ―ἀνάμεσα εἰς τὸν Μέγαν Γιαλὸν καὶ τὸν Μικρὸν Γιαλόν―… καὶ τὰ πλέον μικρὰ πλοῖα ἠγκυροβόλησαν παρὰ τὸν Ἅγιον Σώστην εἰς τὴν δυτικοβόρειον ἀκτήν, ὅπου ἦτο περισσοτέρα σκέπη, καὶ ἂν ἐφύσα μελτέμι δὲν ἔπιανε καὶ τόσον, ὁ πρῶτος ἐξ ὅλης τῆς νήσου, ὅστις ἐπεσκέφθη εἰς τὴν ναυαρχίδα τὸν Καπετὰν Πασάν, ἦτο ὁ ἐκ τῶν πρώτων προεστῶν τοῦ χωρίου, ὁ Κουμπὴς Νικολάου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .