Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας μας πού πάσχουν τά Θεῖα – μᾶς διδάσκουν πώς στό δρόμο τῆς σωτηρίας ὁ ἄνθρωπος πειράζεται ἀπό τό διάβολο μέ ὀκτώ τρόπους: (1) ἐκ τῶν ὄπισθεν, (2) ἐκ τῶν ἔμπροσθεν, (3) ἐξ ἀριστερῶν, (4) ἐκ δεξιῶν, (5) ἐκ τῶν κάτω, (6)ἐκ τῶν ἄνω, (7) ἐκ τῶν ἔσω καί (8) ἐκ τῶν ἔξω.
(1) Ἐκ τῶν ὄπισθεν πειράζει τόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέχεια θυμᾶται τίς προηγούμενες ἁμαρτίες πού ἔχει διαπράξει καί τά κακά του ἔργα καί τά ἀναμασᾶ στή μνήμη του καί ἀσχολεῖται μέ αὐτά εἴτε μέ ἀπόγνωση γι’ αὐτά εἴτε μέ ἐνήδονη ἀναπόληση. Ἔτσι ἡ ἀνάμνηση αὐτῶν πού κάναμε στό παρελθόν γίνεται πειρασμός τοῦ διαβόλου.
(2) Ἐκ τῶν ἔμπροσθεν πειράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό φόβο στή σκέψη τοῦ μέλλοντος. Διερωτᾶται• Τί θά γίνει μέ τόν ἑαυτό μου; Ἤ μέ τόν κόσμο; Πόσο ἀκόμα θά ζήσω; Θά εἶμαι ὑγιής ἤ θ’ ἀρρωστήσω; Θά ἔχω νά φάω; Ἄρα γε θά γίνει πόλεμος; Ἤ κάποιο σπουδαῖο ἤ φοβερό γεγονός; Γενικά διάφορες εἰκασίες, προοράσεις, προρρήσεις, φαντασίες καί κάθε τί πού γεννᾶ μέσα μας φόβο γιά τό μέλλον. Αὐτός εἶναι ἕνας πονηρός πόλεμος τοῦ διαβόλου, πού φέρνει ταραχή στή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
(3) Ἐξ ἀριστερῶν πειράζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὁ διάβολος τόν ἐρεθίζει σέ ἀπ’ εὐθείας ἁμαρτίες. Σ’ αὐτές τίς ἐνέργειες καί τά ἔργα, γιά τά ὁποῖα εἶναι γνωστό ὅτι εἶναι ἁμαρτίες καί κακά, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι τά κάνουν. Αὐτός εἶναι ὁ πειρασμός σέ ἀνοιχτή πρόκληση στήν ἁμαρτία. Νά ἁμαρτάνει κανείς κατ’ εὐθείαν ἤ ἀπό προθέση.
(4) Ἐκ δεξιῶν γίνεται ὁ πειρασμός τοῦ διαβόλου κατά δύο τρόπους, α) ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει καλά ἔργα καί καλές πράξεις, ἀλλά τά κάνει μέ κακό σκοπό καί ὄχι μέ ἀγαθή πρόθεση. Π.χ. ὅταν ἐργάζεται τό καλό, ἀλλά ἀπό φιλοδοξία• γιά νά κερδίσει δηλαδή ἐπαίνους, ἤ κάποια θέση, ἤ φήμη, ἤ δόξα γιά τόν ἑαυτό του. Τέλος, ὅταν κάνει τό καλό ἀπό κενοδοξία, φιλοκερδία καί πλεονεξία. Μία τέτοια ἐργασία, καλῶν μέν ἔργων ἀλλά ἀπό κακή πρόθεση, εἶναι ἁμαρτωλή καί ἐπιζήμια. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τήν παρομοιάζουν μέ σῶμα χωρίς ψυχή. Γιατί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο γίνεται κάποιο ἔργο, εἶναι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ἐνῶ αὐτό τό ἴδιο τό ἔργο εἶναι τό σῶμα. «Ὁ σκοπός ὅμως δέν ἁγιάζει τά μέσα». Γι’ αὐτό καί ἡ ἐργασία καλῶν ἔργων μέ σκοπό πού δέν εἶναι κατά Θεό, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας πειρασμός γιά τόν ἄνθρωπο, πού τόν προσβάλλει ἐκ δεξιῶν, δηλ. μέ τή μορφή τοῦ καλοῦ.
β) Ἄλλος πειρασμός ἐκ δεξιῶν γίνεται ἀπό τό διάβολο μέσῳ διαφόρων προοράσεων καί ὁράσεων, ὅταν δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνει τήν ἐμφάνιση τοῦ διαβόλου γιά ὅραμα τοῦ Θεοῦ ἤ ἀγγέλου φωτός. Τό νά δίνει κανείς ἐμπιστοσύνη στίς ἐμφανίσεις τοῦ διαβόλου ἤ τό νά ἀποδέχεται τά δαιμονικά ὁράματα ὡς ἀγγελικά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ὀνομάζουν πλάνη!… Γι’ αὐτό καί ἀπορρίπτουν κάθε ὀπτασία. Αὐτοί πού ἀρχίζουν τήν πνευματική τους ζωή παρασύρονται εὔκολα στίς ἀγκάλες τοῦ δαίμονα. Ἔτσι λοιπόν πιό φρόνιμο εἶναι «ἡ ἄρνηση κάθε φαντασίας».
(5) Ἐκ τῶν κάτω ὁ ἄνθρωπος πειράζεται ἀπό τό διάβολο, ὅταν μπορεῖ νά κάνει καλά ἔργα, νά αὐξάνει σέ ἅγιες ἀρετές, ἀλλά δέν τό κάνει ἀπό τή ραθυμία του δηλ. τήν πνευματική τεμπελιά. Ὅταν γνωρίζει καί μπορεῖ νά ἐντείνει περισσότερο τόν ἀγώνα του, γιά τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί τά καλά ἔργα, πρός τόν κάθε μας πλησίον καί ὅμως δέν τό κάνει, γιατί ραθυμεῖ ἤ βρίσκει δικαιολογίες («προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»). Ἔτσι στήν πραγματικότητα ἀποτυγχάνει πνευματικά. Ἐπιτυγχάνει πολύ λιγότερα πράγματα ἀπό ὅσα πραγματικά θά μποροῦσε νά κάνει. Καθότι μένει «ἀνενέργητος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ».
(6) Ὁ πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τῶν ἄνω.
Αὐτός ὁ πειρασμός συμβαίνει καί πάλι κατά δύο τρόπους. α) Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει (χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του) νά κάνει ἀσκήσεις μεγαλύτερες ἀπό τίς ἀτομικές του δυνάμεις, καί ἔτσι χωρίς νόημα παιδεύεται διπλά. Αὐτό συμβαίνει π.χ. ὅταν κάποιος εἶναι ἀσθενής καί παρ’ ὅλα αὐτά ἀναλαμβάνει νηστεία, ἐνῶ αὐτή ἡ νηστεία δέν εἶναι τῶν δυνάμεών του. (ἐδῶ πάλι πρέπει νά ἔχουμε τήν εὐλογία τῶν Πνευματικῶν μας γιά νά καταλύσουμε τή νηστεία ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ μας). Πολλοί ἄνθρωποι, δυστυχῶς, εἴτε ἀπό ἐπιπολαιότητα καί πολύ ἐλαφρά σκεπτόμενοι ἤ πειραζόμενοι ἀπό τό σατανᾶ, δέχονται καί προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες: «Εἴμαστε ἄρρωστοι», «εἴμαστε ἄνθρωποι ἀδύναμοι», «δέν εἴμαστε ἅγιοι», «αὐτά ὅλα εἶναι γιά τούς Μοναχούς, γιά τούς Ἀσκητές», «δέν εἶναι γιά μᾶς πού εἴμαστε στό κόσμο καί ἔχουμε οἰκογένεια καί παιδιά μέ χίλια δυό προβλήματα καί σκοτοῦρες……». Ἔτσι ὅμως ἀρνοῦνται τή θυσία, τήν ἄσκηση, τό Σταυρό καί τή θεώση……
Γενικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ὑπερήφανα καί ἀλαζονικά, τότε πέφτει σέ ἀκραῖες ὑπερβολές ἤ ἐλλείψεις. Μία τέτοια προσπάθεια στερεῖται ταπείνωσης καί Χάρης, διότι ὁ Θεός ἀποστρέφεται τούς ὑπερήφανους καί δίνει τή χάρη του στούς ταπεινούς σύμφωνα μέ τή Γραφή.
β) Δεύτερος πειρασμός ἐκ τῶν ἄνω συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μέ τό νά ἐρευνᾶ τά μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς (καί γενικά τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ) καί τό κάνει ὄχι ἀνάλογα πρός τήν πνευματική του ἀνάπτυξη. Δηλαδή ὅταν θέλει ὁ ἴδιος νά ἐμβαθύνει καί νά ἑρμηνεύει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή (ἤ στούς Ἁγίους καί γενικά στόν κόσμο καί τή ζωή), καί ὕστερα μέ αὐτά τά μυστήρια νά διδάσκει τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά παριστάνει τόν σοφό καί τόν πολύξερο, ἐνῶ ὁ ἴδιος, δέν ἔχει φθάσει στήν ἀνάλογη πνευματική κατάσταση. Ἡ πείρα ὅμως τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός θέλει νά «μασᾶ κόκαλα, ἐνῶ τά δόντια του εἶναι βρεφικά ἀκόμη», δηλαδή μόνο γιά γάλα. Γι’ αὐτό τό θέμα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στό θαυμάσιο ἔργο του «ὁ βίος τοῦ Μωϋσέως» μᾶς λέει ὅτι, «ὁ Θεός ὅρισε στούς Ἰσραηλίτες νά τρώγουν ἀπό τόν πασχάλιο ἀμνό μόνο τό κρέας, ἐπειδή ἦσαν ἀκόμη ἀτελεῖς, καί αὐτό ἀκόμα νά τό τρώγουν μέ πικρά χόρτα. Τά δέ ὀστᾶ τοῦ Ἀμνοῦ νά μήν τά σπάζουν, οὔτε νά τά τρώγουν, ἀλλά νά τά καῖνε στή φωτιά…». Αὐτό σημαίνει ὅτι καί μεῖς πρέπει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (καί γενικά στήν πρός τό Θεό πίστη μας) νά ἑρμηνεύουμε, ὄχι ὀρθολογιστικά καί μέ μόνο γνώμονα τό μυαλό μας, ἀλλά μέ στάση προσευχομένου – μόνο ἐκεῖνα τά μυστήρια πού εἶναι ἀνάλογα μέ τήν πνευματική μας κατάρτιση καί «αὔξησιν ἐν Χριστῷ» καί αὐτά νά «τά τρώγουμε» (δηλ. νά τά ἀφομοιώνουμε) μέ τά πικρά χόρτα δηλ. τά βάσανα καί τίς πικρίες πού μᾶς κερνᾶ ἡ ζωή. Τά βαθειά μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Θεολογίας, τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα εἶναι σάν σκληρό κόκαλο, δέν τρώγονται μέ βρεφικά δόντια• αὐτά μόνο καίγονται στή φωτιά, γνωρίζονται κοινωνούμενα, γίνονται δηλ. κατανοητά μόνο μέ τή χαρισματική καί πνευματική ὡριμότητα σέ ψυχές «εὐπρεπισμένες καί δοκιμασμένες» στό πῦρ τῆς Θείας Χάριτος.
(7) Ἐκ τῶν ἔσω, πάλι, πειράζεται ὁ ἄνθρωπος μέ ὅσα ἔχει στή καρδιά του καί μέ ὅσα, προερχόμενα ἀπό τήν ἴδια του τήν καρδία, τόν πειράζουν. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μας τό λέει καθαρά, ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται διαλογισμοί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι……» (Ματθ.15,19),μέ τά ὁποῖα πειράζει τόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Ἐντούτοις τόν ἄνθρωπο δέν τόν πειράζει μόνο ὁ σατανᾶς, ἀλλά, καί οἱ δικές του ἀνθρώπινες κακές προθέσεις καί ἁμαρτωλές συνήθειες, πλεονεξίες, κακές ἐπιθυμίες, ἡ ἐσωτερική ἀνθρώπινη φιλαμαρτησία, πού προέρχονται ἀπό τή ἀκάθαρτη καρδιά του.
(8) Τέλος, τό ὄγδοο εἶδος τοῦ πειρασμοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἔρχεται ἐκ τῶν ἔξω, μέσω ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὑποθέσεων, προσβολῶν καί ἐρεθισμάτων. Δηλαδή διαμέσου ὅλων ὅσα συλλαμβάνει, ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ἔξω, μέ τίς αἰσθήσεις του, οἱ ὁποῖες εἶναι σάν παράθυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτά, τά ἐξωτερικά πράγματα, δέν εἶναι κακά καθ’ αὑτά, ἀλλά, μέσω αὐτῶν, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πειρασθεῖ στίς αἰσθήσεις καί νά ὁδηγηθεῖ στήν ἁμαρτία καί στήν ἀποξένωσή του ἀπό τό Θεό.
Αὐτοί εἶναι συνοπτικά, οἱ ὀχτώ τρόποι μέ τούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος πειράζεται, ἀνεξάρτητα ἄν βρίσκεται στόν κόσμο, ἄν εἶναι ἔγγαμος, ἤ στό Μοναστήρι ἀναχωρητής.
Ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν πειρασμῶν: ἐκ τῶν ὄπισθεν, ἐκ τῶν ἔμπροσθεν, ἐκ δεξιῶν, ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ τῶν κάτω, ἐκ τῶν ἄνω, ἐκ τῶν ἔσω καί ἐκ τῶν ἔξω, πρέπει νά πολεμοῦμε μέ νήψη, δηλ. μέ προσευχή, προσοχή, καθαρότητα, ἑτοιμότητα καί ἐγρήγορση τοῦ πνεύματος, μέ ζωντάνια καί ἀγωνιστικότητα, μέ προσοχή τῶν λογισμῶν, τῶν αἰσθήσεων καί τῶν πράξεων. Μέ μία λέξη μέ διάκριση. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μέ τακτική καί ἀμετάπτωτη «λειτουργικομυστηριακή» ζωή, μνήμη τοῦ Θεοῦ, μνήμη τοῦ θανάτου, εὐγνώμονα καρδιά γιά τά ὅσα ὁ Κύριος ἔκανε γιά μᾶς• μέ δάκρυα κατανύξεως, ἕνωση καί ἀναδοχή τῆς ὅλης Δημιουργίας• συνεχῆ προσευχητική ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλ. μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί πόθο ἐσχατολογικό: «Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ…».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν, ὅτι ὁ πόλεμος ἐναντίον ὅλων τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν συνίσταται στό ἑξῆς: Στή φυλακή (δηλ. τήν προσοχή) τοῦ νοῦ καί ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας ἀπό τούς πειρασμούς, Χριστοποιώντας τα καί Χαριτώνοντάς τα, μή ἀφήνοντας καθόλου τόπο γιά νά εἰσχωρήσει ὁ Σατανᾶς μέ τά πλοκάμια του. Αὐτή εἶναι ἡ ἐργασία καί ὁ ἰσόβιος ἀγώνας μας, ἀπό τή δική μας, τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Καί ἀπ’ τήν ἄλλη, τή Θεία πλευρά, πρέπει ἀδιάλειπτα μέ προσευχή νά ἐπικαλούμαστε μέ Θεῖο ἔρωτα τόν Παντοδύναμο Κύριο καί Νυμφίο τῆς ψυχῆς μας: «Ὦ Κύριε, εὐδόκησον δή! Ὦ Κύριε, ἐλέησον δή! Ὦ Κύριε, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν!… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό!».
Χριστοδούλου A.
Πηγή:Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου