Ὅταν ἕνας Ὀρθόδοξος σκέφτεται γιὰ προσευχὴ ἔχει κυρίως ὑπ’ ὄψιν του τὴν κοινὴ λειτουργικὴ προσευχή. Ἡ κοινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολὺ μεγαλύτερο μέρος στὴν θρησκευτική του ἐμπειρία παρὰ σ’ αὐτὴν τοῦ μέσου δυτικοῦ Χριστιανοῦ. Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν προσεύχονται παρὰ μόνο ὅταν βρίσκονται στὴν ἐκκλησία. Ἀντίθετα ὑπάρχουν εἰδικὰ προσευχητάρια μὲ τὶς καθημερινὲς προσευχὲς γιὰ νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθόδοξους, πρωὶ καὶ βράδυ μπροστὰ στὶς εἰκόνες στὸ σπίτι τους. Οἱ προσευχὲς σ’ αὐτὰ τὰ βιβλία εἶναι κατὰ μεγάλο ποσοστὸ παρμένες ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιον ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν κοινὴ Λατρεία, καὶ ἔτσι ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι του ὁ Ὀρθόδοξος προσεύχεται «μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκόμη καὶ στὸ σπίτι του συναδελφώνεται μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ προσεύχονται μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅπως κι αὐτός. Ἡ προσωπικὴ προσευχὴ εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα στὰ πλαίσια τῆς κοινότητας. Κανένας δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ μόνο σὰν μέλος τοῦ Σώματος. Ἀκόμη καὶ σὲ ἀπομόνωση «στὸ ταμεῖον» ὁ Χριστιανὸς προσεύχεται σὰν μέλος τῆς λυτρωμένης κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ μαθαίνει πῶς νὰ λατρεύει» (1).
Στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ὅπως δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ Λειτουργίας καὶ προσωπικῆς λατρείας, ἔτσι δὲν ὑπάρχει διαχωρισμὸς μεταξὺ μοναχῶν καὶ ὅσων ζοῦν στὸν κόσμο. Οἱ προσευχὲς στὰ προσευχητάρια ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ λαϊκοί, εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καθημερινὰ στὰ μοναστήρια σὰν μέρος τῆς Θείας Λατρείας. Τὰ ἀνδρόγυνα ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο Χριστιανικὸ δρόμο ὅπως οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς κι ἔτσι ὅλοι παρόμοια χρησιμοποιοῦν τὶς ἴδιες προσευχές. Φυσικὰ τὰ προσευχητάρια αὐτὰ στοχεύουν μόνο σὰν ὁδηγοί, σὰν πλαίσια προσευχῆς, καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖ ὅπως τὸ νοιώθει μὲ δικά του λόγια.
Οἱ ὁδηγίες στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν πρωϊνῶν προσευχῶν δίνουν ἔμφαση στὴν ἀνάγκη περισυλλογῆς γιὰ μιὰ «ζωντανὴ» προσευχὴ στὸν «Ζῶντα » Θεό. Στὴν ἀρχὴ λέγουν: «Μόλις ξυπνήσεις προτοῦ ξεκινήσεις τὴ μέρα στάσου μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὸν Παντεπόπτη Θεό. Κάμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πές: Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν. Προσφωνώντας ἔτσι τὴν Ἁγία Τριάδα μεῖνε γιὰ λίγο σιωπηλὸς ὥστε οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά σου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ κοσμικὲς ἔγνοιες. Μετὰ ἀπάγγειλε τὶς ἀκόλουθες προσευχὲς χωρὶς βιασύνη καὶ μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά».
Στὸ τέλος τῶν πρωινῶν προσευχῶν σημειώνεται: «Ἂν ἡ ὥρα στὴ διάθεσή σου εἶναι λίγη καὶ ἡ ἀνάγκη ν’ ἀρχίσεις δουλειὰ εἶναι πιεστική, εἶναι καλύτερα νὰ πεῖς μερικὲς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ποὺ εἰσηγοῦνται, μὲ προσοχὴ καὶ ἀφιέρωση, παρὰ νὰ τὶς ἀπαγγείλεις ὅλες βιαστικὰ καὶ χωρὶς αὐτοσυγκέντρωση».
Ὑπάρχει ἐπίσης μία σημείωση στὶς πρωινὲς προσευχὲς γιὰ ὅλους, ποὺ τοὺς ἐνθαρρύνει νὰ διαβάσουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας.
Γιὰ παράδειγμα, ἂς πάρουμε δύο προσευχὲς ἀπὸ τοὺς «Ὁδηγοὺς» ἡ πρώτη γιὰ τὸ ξεκίνημα τῆς ἡμέρας γραμμένη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Κύριε κάνε ὥστε νὰ συναντήσω τὴν ἐρχόμενη μέρα εἰρηνικά. Βοήθα με σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ στηρίζομαι πάνω στὸ θεῖο Σου θέλημα. Σὲ κάθε ὥρα τῆς ἡμέρας ἀποκάλυψε τὸ θέλημά Σου σὲ μένα. Εὐλόγησε τὶς συναλλαγὲς μ’ ὅλους ὅσους μὲ περιτριγυρίζουν. Δίδαξέ με νὰ μεταχειρίζομαι τὸ κάθε τί ποὺ συναντῶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς μέρας μὲ ψυχικὴ γαλήνη καὶ μὲ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι ἡ θέλησή Σου τὰ κυβερνᾶ ὅλα. Σ’ ὅλα μου τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια κυβέρνησε τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μου. Σὲ ἀπρόβλεπτα γεγονότα μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ξεχάσω ὅτι ὅλα στέλλονται ἀπὸ Σένα. Δίδαξὲ με νὰ ἐνεργῶ σταθερὰ καὶ σοφά, χωρὶς νὰ πικραίνω καὶ νὰ στενοχωρῶ τοὺς ἄλλους. Δός μου δύναμη νὰ ἀντέξω τὴν κόπωση τῆς μέρας ποὺ ἔρχεται μὲ ὅλα ὅσα θὰ φέρει. Καθοδήγησε τὴν θέλησή μου, δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι· προσεύχου ὁ ἴδιος σὲ μένα. Ἀμήν».
Αὐτὲς εἶναι μερικὲς φράσεις ποὺ κλείνουν τὴν βραδυνὴ προσευχή: «Τοῖς μισοῦσιν καὶ ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε. Τοῖς ἀγαθοποιοῦσιν ἀγαθοποίησον, τοῖς ἀδελφοις καὶ οἰκείοις ἡμῶν χάρισαι τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ ἐπίσκεψαι καὶ ἴασιν δώρησαι, τοὺς ἐν θαλάσσῃ κυβέρνησον, τοῖς ἐν ὁδοιπορίαις συνόδευσον… Τοὺς ἐντειλαμένους ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν ἐλέησον κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. Μνήσθητι Κύριε τῶν προκοιμηθέντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ ἀνάπαυσον αὐτούς, ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου….»
Ὑπάρχει ἕνα εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται πλατειὰ στὴ Δύση ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀποτελέσει ποτὲ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ὁ τυπικὸς «Διαλογισμός», σύμφωνα μὲ μιὰ μέθοδο, τὴν Ἰγνατιανή, τὴν Σαλπικιακή, τὴν Σαλεσιανή, ἤ κάποια ἄλλη. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐνθαρρύνονται νὰ διαβάζουν τὴν Βίβλο ἤ τοὺς Πατέρες ἀργὰ καὶ σὲ βάθος. Ἀλλὰ τέτοια ἄσκηση ἐνῶ εἶναι ἐξαιρετικὴ στὸ σύνολό της δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ προσευχή, οὔτε ἔχει συστηματοποιηθεῖ καὶ περιορισθεῖ σὲ καμμιὰ μέθοδο. Κάθε ἕνας προτρέπεται νὰ διαβάζει ὅπως τὸν ἀναπαύει.
Μὰ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀσκοῦν τυπικὸ Διαλογισμὸ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο εἶδος προσωπικῆς προσευχῆς ποὺ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἔχει παίξει ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ, Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Μιὰ καὶ κάποτε λέγεται ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δίνουν ἀρκετὴ σημασία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Χριστοῦ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ κλασσικὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες προσευχὲς εἶναι βασικὰ Χριστοκεντρικὴ• ἀπευθύνεται καὶ συγκεντρώνεται στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ὅσοι ἔχουν μεγαλώσει μέσα στὴν παράδοση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν μποροῦν οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ξεχάσουν τὸν Ἐνσαρκωμένο Χριστό.
Σὰν βοήθημα στὴν ἀπαγγελία αὐτῆς τῆς προσευχῆς πολλοὶ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν κομβοσχοίνι ποὺ διαφέρει κάπως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦν στὴν Δύση. Τὸ Ὀρθόδοξο κομβοσχοίνι εἶναι καμωμένο ἀπὸ μαλλὶ ἔτσι δὲν κάνει θόρυβο ὅπως ἕνας σπόγγος μὲ χάντρες.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι προσευχὴ θαυμαστῆς εὐελιξίας, εἶναι προσευχὴ γιὰ ἀρχάριους μὰ συνάμα, προσευχὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὰ βαθύτερα μυστήρια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ὁποτεδήποτε, ὀπουδήποτε• περιμένοντας στὴ σειρά, περπατώντας, ταξιδεύοντας, σὲ λεωφορεῖο ἤ στὸ τραῖνο, δουλεύοντας, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ κοιμηθεῖς τὸ βράδυ σὲ ὧρες σοβαρῆς ἀνησυχίας, ὅταν ἀδυνατεις νὰ συγκεντρωθεῖς σὲ ἄλλες προσευχές. Μὰ ἂν βέβαια κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ λέγει τὴν «εὐχὴ» σὲ σκόρπιες περιστάσεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, εἶναι διαφορετικὸ θέμα νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνεις λίγο – πολὺ συνεχῶς καὶ νὰ χρησιμοποιεῖς τὶς φυσικὲς ἀσκήσεις ποὺ ἔχουν συνδεθεῖ μαζί της. Ὀρθόδοξοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἐπιμένουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονται συστηματικὰ στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει, ὅπου εἶναι δυνατόν, νὰ μποῦν κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση πεπειραμένου διδασκάλου καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτα ἀπὸ μόνοι τους.
Γιὰ μερικοὺς ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ «εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ» ὥστε δὲν ἐπαναλαμβάνεται κατόπιν συνειδητῆς προσπάθειας ἀλλὰ ἀπαγγέλεται ἀπὸ μόνη της, συνεχίζοντας ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ ἤ γράφει, στὰ ὄνειρά του, ξυπνώντας τὸν τὸ πρωί.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ προσεύχεται ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα θὰ προσεύχεται συνεχῶς μέσα του. Τότε, οὔτε ὅταν κοιμᾶται οὔτε ὅταν εἶναι ξύπνιος θὰ ἀποκοπεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του• μὰ ὅταν τρώγει κι ὅταν πίνει, ὅταν ξαπλώνει ἤ ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται βαθειὰ ἡ εὐωδία τῆς προσευχῆς θὰ εἰσπνέεται μέσα στὴν καρδιά του ἀπὸ μόνη της.»
Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἔτσι ὥστε ἡ ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ θείου ὀνόματος ἐνεργεῖ σὰν ἕνα ἀποτελεσματικὸ σημάδι τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα εἶδος μυστηρίου» (2). «Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν βρίσκεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, συνδέει τὴν καρδιὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς θέωσης… Λάμποντας μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὸ φῶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, φωτίζει ὅλον τὸ Σύμπαν» (3)
Σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς ὅπως καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν σὲ μερικὲς στιγμές, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀποδεικνύεται μεγάλη πηγὴ διαβεβαίωσης καὶ χαρᾶς.
«Νὰ πῶς προχωρῶ τώρα καὶ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ πολύτιμο καὶ γλυκὺ πράγμα στὸν κόσμο. Κάποτε περπατῶ 43 ἡ 44 μίλια τὴν μέρα καὶ νοιώθω ὅτι δὲν περπατῶ καθόλου. Ἔχω μόνο τὴν συναίσθηση ὅτι λέγω τὴν «εὐχή». Ὅταν μὲ διαπερνᾶ τὸ τσουχτερὸ κρύο ἀρχίζω καὶ λέγω τὴν εὐχὴ μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο καὶ σύντομα ζεσταίνομαι ὅλος. Ὅταν ἡ πείνα μὲ καταβάλλει καλῶ πιὸ συχνὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ξεχνάω τὴν ἐπιθυμία μου γιὰ φαγητό. Ὅταν πέσω ἄρρωστος μὲ ρευματισμοὺς στὴν ράχη καὶ στὰ πόδια συγκεντρώνω τὶς σκέψεις μου στὴν «εὐχὴ» καὶ δὲν νοιώθω τὸν πόνο. Ἂν κάποιος μοῦ κάνει κακό, τὸ μόνο ποὺ ἔχω εἶναι νὰ σκεφτῶ πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸ τραῦμα κι ὁ θυμὸς περνοῦν μακρυὰ καὶ τὰ ξεχνάω ὅλα… Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ μπορῶ καὶ καταλαβαίνω τώρα τὸ νόημα τῆς περικοπῆς τοῦ Ἀποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α’ Θεσσαλονικεῖς ε’ 17).» (4)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Γ. Φλωρόφσκυ — Prayer private and Corporate ( Ologos publications, Saint Louis), p. 3.
2) In Moine de l’ Eglise d’ Orient. – La Priere Jesus, Chevetogne, 1952, p. 87.
3) S. Bulgakov – The Orthodox Church, p. 170-1
4) Οἱ περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ, σ. 26-8
Μετάφραση: Θεοφάνη Τομάζου