«καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει»

     (Ἰωάννου 21, 23)

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ ἔχων ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου ὡς αἰώνιος βασιλέας δέν ὑποσχέθηκε σέ ἄνθρωπο ὅτι δέν θά πεθάνει. Ὅλοι ἀποθνήσκουν καί ἐκπληρώνουν τό κοινό αὐτό χρέος τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὅλοι ἔχουμε κεκοιμημένους. Ὅλους αὐτούς τούς κεκοιμημένους τούς σκεπτόμαστε ἰδιαίτερα τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, πού θεσπίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς ἡμέρα μνήμης καί προσευχῆς γιά τούς κεκοιμημένους. Ἡμέρα θλιβερῶν ἀναμνήσεων καί σπαραγμῶν. Ἡμέρα δακρύων. Ἡμέρα, ὅπου οἱ ζωντανοί συναντῶνται μέ τούς κεκοιμημένους γιά νά δηλώσουν, ὅτι ὁ θάνατος δέν σπάζει τούς δεσμούς τοῦ αἵματος καί τῆς ἀγάπης.



Οἱ καμπάνες μέ τούς βαρεῖς ἤχους τους ἀναγγέλλουν τήν πένθιμη αὐτή ἡμέρα. Οἱ μονότονοι καί ἀραιοί κτύποι τους γεμίζουν τίς καρδιές κατήφεια. Μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων πηγαίνει νά ἐπισκεφθεῖ τούς τάφους τῶν προσφιλῶν του. Ἡ σκέψη ὅλων στρέφεται σέ πρόσωπα οἰκεῖα καί ἀγαπητά πού ἀναχώρησαν ἀπό τήν παρούσα ζωή. Οἱ πιστοί συρρέουν στά Κοιμητήρια. Οἱ ζωντανοί ἐπισκέπτονται τούς κεκοιμημένους. Ὅσοι βρίσκονται στό δρόμο πηγαίνουν νά ἐπισκεφθοῦν κείνους πού ἔφθασαν. Αἰδέσιμος καί συγκινητική εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων! Ἐμπνέει  σεβασμό καί ἱερότητα πού δέν περιγράφεται. Οἱ κεκοιμημένοι ἑλκύουν τούς ζωντανούς. Οἱ εὐσεβεῖς τιμοῦν τούς κεκοιμημένους. Πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων μαυροφορεμένοι μέ τά λουλούδια στά χέρια πᾶνε νά γονατίσουν στούς τάφους τῶν προσφιλῶν τους καί νά τούς ἀνάψουν ἕνα κανδήλι, σύμβολο πίστεως καί ἀγάπης. Ἡ ἡμέρα τῶν ψυχῶν συγκινεῖ καί διδάσκει: α) Γιά τή βαθειά ἔννοια, πού ἐγκλείει καί β) Γιά τά ὅσα μᾶς διδάσκει.



1. Ἡ βαθειά ἔννοια τῆς ἡμέρας τῶν κεκοιμημένων.

Πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων. Πρίν ἀπό τή ἔλευση τῆς ἐξαγιαστικῆς ἐνέργειας τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔρχεται τό Ψυχοσάββατο, ἡ ἡμέρα τῶν ψυχῶν. Πρίν ἀκόμα ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων. Πρίν ἀπό τούς ὕμνους καί τίς μελωδίες χαρᾶς γιά τούς ἁγίους, πού ἔνδοξα βασιλεύουν στούς οὐρανούς[1] ἔρχονται οἱ ὕμνοι καί οἱ μελωδίες λύπης γιά κείνους πού ἔφυγαν ἀπό τόν παρόντα κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, μητέρα ὅλων τῶν λυτρωμένων ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ[2] σκέπτεται ὅλα τά παιδιά της καί κεῖνα πού βρίσκονται στόν οὐρανό καί κεῖνα, πού ἀγωνίζονται στή γῆ. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσκαλεῖ νά σκεφθοῦμε ὅλους ἐκείνους, πού  προηγήθηκαν ἀπό μᾶς στό ταξίδι τῆς αἰωνιότητας. Νά σκεφθοῦμε ὄχι μόνο τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους ἀλλά ὅλους χωρίς διάκριση. Ὄχι μονάχα τούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας καί τούς ἥρωες τῆς Πατρίδας ὄχι μόνο κείνους πού ἔλαμψαν μέ τή σοφία τους καί τά εὐγενικά αἰσθήματά τους, ἀλλά ὅλους γενικά, γιατί ὅλοι εἶναι ἀδελφοί μας. Νά τούς σκεφθοῦμε γιά νά τούς τιμήσουμε. Νά τούς τιμήσουμε ὄχι μόνο μέ μία ἁπλή ἐπίσκεψη, ὅπως κάνουμε σέ ἕνα μουσεῖο ἤ μία πινακοθήκη, ὄχι μόνο γιά νά ἀφήσουμε στόν τάφο τους λίγα λουλούδια ἤ νά τούς ἀνάψουμε ἕνα κεράκι, ἀλλά γιά νά τούς ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη μας μέ τίς προσευχές μας καί νά τούς τιμήσουμε μέ τά καλά μας ἔργα ἐλεημοσύνης καί φιλαλληλίας.

Ἡ τιμή, πού θά ἀποδώσουμε στούς κεκοιμημένους μας ἔχει βαθειά ἔννοια κι αὐτή θέλει ἡ Ἐκκλησία νά ἐξάρει. Ὁ σεβασμός μας στούς κεκοιμημένους εἶναι μία π ρ ά ξ η  π ί σ τ ε ω ς. Τιμώντας τούς κεκοιμημένους διακηρύττουμε ὅτι πιστεύουμε στή μέλλουσα ζωή. Εἶναι    π ρ ά ξ η  ἐ λ π ί δ α ς. Ἐλπίζουμε στήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας δέν χάθηκαν μέ τόν θάνατο, δέν ἐπέστρεψαν στήν ἀνυπαρξία, μᾶς ἀναμένουν καί μία ἡμέρα θά συναντηθοῦμε μέ τούς προσφιλεῖς γνωστούς μας. Εἶναι π ρ ά ξ η  ἀ γ ά     π η ς, καθώς ἐκδηλώνουμε τά αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μας, βοηθώντας μέ ἐλεημοσύνες κείνους πού ὑποφέρουν.

Μ’ αὐτές τίς ἀρετές θέλει ἡ μητέρα Ἐκκλησία μας νά καλλιεργήσει τήν ψυχή μας, παροτρύνοντάς μας νά τιμοῦμε τούς κεκοιμημένους.

«Νά πιστεύετε, μᾶς λέγει, στήν ἄλλη ζωή, νά ἐλπίζετε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, νά ἐξασκεῖτε τήν ἀγάπη καί πρός τούς κεκοιμημένους καί προσέξτε, γιατί ἡ λήθη τοποθετεῖ πολύ γρήγορα τήν πιό βαρειά ταφόπετρα ἐπάνω στούς κεκοιμημένους».

* * * * *

2. Τά ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ ἡμέρα

Πηγαίνοντας στό Κοιμητήριο πηγαίνουμε σέ ἕνα μεγάλο καί καλό σχολεῖο. Ἐκεῖ τό κάθε τί μᾶς κηρύττει, τό κάθε τί μᾶς ὑπενθυμίζει κάτι.



α΄. Ὁ  τ ά φ ο ς μέ τά ἄσπρα καί κρύα μάρμαρά του πού σκεπάζει τά σώματα τῶν προσφιλῶν μας προσώπων, μᾶς διδάσκει τή ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ὅλα τά ἐπίγεια, μάταια, πρόσκαιρα καί φθαρτά τελειώνουν στόν τάφο· ἡ δόξα, τά πλούτη, ἡ ὀμορφιά, ἡ νεότητα, τό γῆρας, ἡ πτωχεία, ἡ ἀσθένεια, οἱ σχέσεις, τά ἀξιώματα, τά ὄνειρα, τά ἰδανικά, «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος πάντα ταῦτα ἐξηφάνισται»[3]. Σκόνη εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου «γῆ καί σποδός» (δηλαδή χῶμα καί στάχτη) εἶπε ὁ Προφήτης[4]. Σκόνη κι ὅ,τι ἔφτιαξε μέ πόνους καί μόχθους. Ποῦ εἶναι, φωνάζει ὁ κρύος τάφος, τά μεγαλεῖα σου, ὦ θνητέ, ποῦ ἡ δόξα σου καί τά πλούτη σου; «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Ἡ ζωή εἶναι σύντομη, ἐργάσου γιά τό καλό, γιά κεῖνο πού μένει ἀθάνατο καί αἰώνιο, τήν ψυχή.

β΄. Τ ό  μ ν ῆ μ α θυμίζει ἐκεῖνον πού ἔζησε στόν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο καί τώρα ζεῖ μέ ἕνα διαφορετικό τρόπο, μιά ἄλλη περίοδο τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Διέρχεται διαδοχικά ἀπό τίς ἑξῆς περιόδους : Πρώτη περίοδος αὐτή πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή, ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα. Δεύτερη περίοδο ὅταν χωρίζεται μέ τόν θάνατο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἐπιστρέφει «ἔνθα καί τό εἶναι προσελάβετο», τό δέ σῶμα παραδίδεται στήν φθορά τοῦ τάφου νά ἀποσυντεθεῖ στά ἐξ ὧν συνετέθη. Σ’ αὐτή τή περίοδο βρίσκονται ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι. Τρίτη περίοδος ἀπό τήν κοινή ἀνάσταση, ὅταν ἡ ψυχή θά ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά ζήσει στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτή τήν ἀλήθεια θυμίζει τό μνῆμα πού ἡ Ἐκκλησία τήν συμπεριέλαβε στήν φράση τοῦ Πιστεύω: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν».



γ΄. Κάθε μνῆμα ἔχει κι  ἕ ν α  σ τ α υ ρ ό, σύμβολο ἐλπίδας κι ἀναστάσεως. Ἐπάνω σ’ αὐτόν εἶναι γραμμένο τό ὄνομα τοῦ νεκροῦ καί καμμιά φορά ἡ ἡμερομηνία τῆς γεννήσεώς του καί τοῦ θανάτου του. Σέ κάθε μνῆμα κι ὁ σταυρός εἶναι διαφορετικός καί τά γράμματα μέ ἄλλο τρόπο γραμμένα καί τοποθετημένα. Σύμβολο κι αὐτό, ὅτι ὁ καθένας εἶχε ἕνα ἰδιαίτερο σταυρό νά σηκώνει στή ζωή καί σύμφωνα μέ τόν τρόπο καί τήν προθυμία πού τόν σήκωσε, τώρα ἔχει ν’ ἀπολαύσει τόν κόπο τῶν μόχθων του.

Ὁ σταυρός τοποθετεῖται ἐπάνω στόν τάφο γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τή δική μας ἀνάσταση. Ἄν ἐμεῖς σταυρωθήκαμε στή ζωή μέ τόν Χριστό, πεθάναμε ὡς πρός τήν ἁμαρτία μαζί Του, θά συναναστηθοῦμε μία ἡμέρα μαζί Του στήν ζωή πού ὁ δεύτερος θάνατος δέν θά ἔχει ἐξουσία, ὅπως τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης[5]. Ὁ σταυρός δέν χωρίζεται ἀπό τήν ἀνάσταση.



δ΄. Τά κ υ π α ρ ί σ σ ι α, πού στολίζουν σχεδόν ὅλα τά Κοιμητήρια, ἔχουν κι αὐτά τό συμβολισμό τους. Μέ τά πυκνά καί μουντά φυλλώματά τους ἀνεβαίνουν ψηλά, σάν νά ἤθελαν νά ἀγγίξουν τόν οὐρανό γιά νά μᾶς ποῦν ὅτι δέν πρέπει ν’ ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά λυγίζει στίς θλίψεις, ἀλλά ἀκατάπαυστα ν’ ἀτενίζουμε ψηλά, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ παντοτεινή κατοικία καί οὐράνια πατρίδα μας κατά τό ἀποστολικό: «Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική»[6].



ε΄.Τ ό κ α ν δ ή λ ι ἀναμμένο θυμίζει τίς ὡραῖες ψυχές πού ἀγαπήσαμε καί μᾶς ἀγάπησαν, τίς ψυχές πού μᾶς εὐεργέτησαν ἀλλά καί μᾶς στενοχώρησαν, τίς ψυχές πού πόνεσαν καί ἀγωνίσθηκαν γιά μᾶς, τίς ψυχές πού ἔλλαμψαν μέ τήν πίστη καί τίς ἀρετές τους, τίς ψυχές πού ἔγιναν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.



στ΄. Ἡ θ λ ί ψ η  εἶναι κάτι τό ἀνθρώπινο. Ἡ ἔκφραση τρυφερῶν αἰσθημάτων καί συμπόνοιας εἶναι προτέρημα τῆς καρδιᾶς καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἔκλαυσε στόν τάφο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Παναγία θρήνησε τό νεκρό Υἱό Της. Ὁ πόνος ὅμως καί ἡ θλίψη δέν πρέπει νά μᾶς καταβάλλουν, ἀλλά νά μᾶς βοηθοῦν νά στραφοῦμε στό μόνο Παρηγορητή καί Λυτρωτή τοῦ δικοῦ μας καί τοῦ ξένου πόνου. Μαζί μέ τά δάκρυα νά βγαίνει καί πιό θερμή ἡ προσευχή μας γιά τήν αἰώνια ζωή καί ἀνάπαυση τῶν προσφιλῶν μας.



Ἄς προσευχηθοῦμε αὐτή τήν ἱερή ἡμέρα μνήμης τῶν κεκοιμημένων στόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, λέγοντας:

Ἰησοῦ, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων, πρωτότοκε τῶν νεκρῶν, εὐλαβικά στέκομαι μπρός στούς τάφους τῶν γνωστῶν μου κι ἀγνώστων γιά νά ἐκδηλώσω τήν πίστη μου στήν αἰώνια ζωή, τήν ἐλπίδα στή μελλοντική ἀνάσταση καί τήν ἀγάπη γιά ὅλους ἐκείνους πού προηγήθηκαν ἐμοῦ στό ταξίδι τῆς ζωῆς. Δέ θά ἀφήνω νά μέ καταβάλλει ἡ θλίψη καί ἡ ἀπογοήτευση μπρός στό θάνατο, ἀλλά μέ ἐλπίδα ἀτενίζοντας τό σταυρό, πού ἐπισκιάζει τά μνήματα, θά κηρύττω ὅτι Σύ εἶσαι ἡ ἀνάσταση κι ἡ ζωή κι ὅποιος πιστεύει σέ Σένα κι ἄν ἀποθάνει θά ζήσει.

Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ

[1] Ἀποκαλύψεως α΄, 10 καί κ΄ 6

[2] Ἀποκαλύψεως α΄, 6

[3] Εὐλογητάριο τοῦ γ΄ ἤχου τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

[4] Γενέσεως ιη΄, 27

[5] Ἀποκαλύψεως κ΄, 14

[6] «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 14