Ἡ ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα μίμηση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη χωρὶς πέρας, χωρὶς ὅρια. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει ἐπίσης νὰ καταστεῖ ἄπειρη καὶ ἀπεριόριστη. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἢ πρὸς ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένουμε ἀνταπόδοση. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ περιορίζεται στὴ δική μας οἰκογένεια, στοὺς δικούς μας φίλους καὶ γνωστούς, στὴ δική μας κοινωνικὴ ὁμάδα, στὸ δικό μας ἔθνος.
Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους χωρὶς καμιὰ διάκριση, πρὸς φίλους καὶ ἐχθρούς, πρὸς φτωχοὺς καὶ πλουσίους, πρὸς ἰσχυροὺς καὶ ἀδυνάτους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος νομοθετεῖ στὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του: “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς … ὅπως γένησθαι υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 44-45). Ὡς “καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως”, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες. Εἶναι ἀρκετὰ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ προσεύχονταν στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἀρχέκακο διάβολο, ἔστω κι ἂν γνώριζαν ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτικὸς σωτηρίας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη κενωτικὴ καὶ θυσιαστική. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ κάθε πάθος καὶ κάθε ἁμαρτία, ὥστε νὰ μείνει χῶρος μέσα μας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας χάριτος. Πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ τὸ ἴδιον θέλημα, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε πράξη στὴν ζωή μας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη σημαίνει πραγματικὴ κένωση, ἀλλὰ σημαίνει καὶ ἑτοιμότητα γιὰ θυσία. Θυσία τῆς καλοπέρασης καὶ τοῦ βολέματός μας, θυσία τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν μας, θυσία τῶν ἐγωϊσμοῦ μας καὶ τοῦ δικοῦ μας θελήματος, θυσία ἀκόμη καὶ τῆς ἰδίας μας τῆς ζωῆς, ἂν τοῦτο κάποια στιγμὴ μᾶς ζητηθεῖ. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἑτοιμότητα γιὰ θυσία, οὔτε τὸν συνάνθρωπό μας μποροῦμε ν᾿ἀγαπήσουμε ἀληθινά, οὔτε φυσικὰ καὶ τὸν Θεό. Γιατὶ ἡ ἀγάπη τότε “ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς”, εἶναι ἀγάπη ὄχι χριστιανική, ἀλλὰ ἀγάπη τοῦ κόσμου τούτου.
Σίγουρα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει κοσμικά, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀσύμφορη, γιατὶ ἀνατρέπει ὅλα τὰ δεδομένα μιᾶς βολεμένης καὶ εὐχάριστης ζωῆς. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅμως, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ βιολογικὸ θάνατο, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος “προσδοκεῖ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος”, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδός, ποὺ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴν αἰώνια ζωή.