(Διάλεξις δοθεῖσα ἐντός τοῦ Πανεπιστημιακοῦ χώρου εἰς φοιτητικὴν εὐκαιρίαν, Ἀπρίλιος 1978)
Ἀγαπητοί μου φίλοι,
Εἶναι πραγματικὰ ἕνα μεγάλο προνόμιο τὸ ὅτι δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ συναντηθοῦμε σ΄ ἕνα ἀμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, ὄχι μ΄ ἐκεῖνο τὸ στεγνὸ καὶ στενό, ἂν καὶ ἀπαραίτητο περιεχόμενο τῆς μεταδόσεως ὁρισμένων ἐπιστημονικῶν γνώσεων, ἀλλὰ σ΄ ἐκείνη τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ ἐπίπεδο τῆς στενῆς καὶ χωρὶς περιορισμούς, ὡς πρὸς τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος της γνωριμίας, σὲ ἐπίπεδο ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ψυχικὴ ζωὴ τόσον τῶν ταγμένων γιὰ νὰ σᾶς διδάσκουν μερικὲς γνώσεις ὅσον καὶ τῶν φοιτητῶν ποὺ ἔρχονται ἐδῶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν, γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὸν ψυχικό τους κόσμο καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ δώσω καὶ στὴν ἀνώνυμη αὐτὴ ὁμάδα τῶν συναδέλφων σας, ποὺ σκέφθηκαν νὰ πάρουν αὐτὴν τὴν πρωτοβουλία, ὅσο καὶ σ΄ ὅλους ἐσᾶς ποὺ εἴχατε τὴν καλοσύνη νὰ ἔλθετε ἀπόψε, νὰ δώσω τὴν ἔκφραση τῆς μεγάλης μου εὐχαριστίας ποὺ σκέφθηκαν καὶ μένα καὶ μὲ κάλεσαν ἐδῶ γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω.
Θὰ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ὅ,τι θὰ ἀκούσετε ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ προσωπικά μου βιώματα. δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σὲ ὧρες, εἴτε ποὺ ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ σήμερα, εἴτε καὶ πρόσφατες παίδεψαν τὴν ψυχή μου, πράγματα ποὺ ἀποτελοῦν τὸ τέρμα πορείας πνευματικῆς, πράγματα ποὺ μπορῶ νὰ βεβαιώσω γι’ αὐτὰ μὲ τὴν σφραγίδα τῆς ἀπολύτου ἐσωτερικῆς πληροφορίας, μὲ τὴν σφραγίδα ὅτι ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴν βίωση καὶ ἀπ’ τὴν παρατήρηση ἀρκετῶν δεκαετιῶν ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐπέστρεψα στὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ νομίζω ὅτι εἶναι ἐπίκαιρη ἡ ἐκλογὴ τοῦ θέματος ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ὄχι μονάχα γιατί εὐρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ ἔχει τάξει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὶς ψυχὲς ὅλων τῶν Χριστιανῶν νὰ στρέφονται καὶ νὰ προετοιμάζονται καὶ νὰ συμμετέχουν στὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀκριβῶς ἡ Σταύρωση καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι τὸ ἐπίκεντρο, εἶναι ὁ πυρήνας τῆς καταφάσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἀντιλόγου εἰς τὸν Χριστιανισμό.
Γιατί ἂν ἡ Σταύρωση καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἀλήθεια, τότε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πιστεύαμε, ὅλα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἔχουμε προσκολληθεῖ, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦμε καὶ ποὺ εἶναι ξένα ἢ ἀντίθετα πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ πρὸς τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι εἴδωλα ποὺ πρέπει νὰ γκρεμισθοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τόση μανία καὶ μὲ τέτοιο πεῖσμα ἔχουν ἐγερθεῖ τόσες πολλὲς ἀντιρρήσεις, ἔχουν παρουσιασθεῖ τόσο πολλὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ πείσουν τὸν καθένα ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγινε. Γιατί ἂν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε, τότε ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, τότε ὅλα ὅσα λέει ὁ Χριστός, ὅλα ὅσα λέει τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀλήθεια καὶ θὰ πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ ὅλα ὅσα ἔχουμε ζήσει ποὺ εἶναι ἀντίθετα καὶ ξένα πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ξαναζήσουμε μία νέα ζωὴ σύμφωνη μὲ ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ πρεσβεύει καὶ νὰ βιώνει ἡ Ἐκκλησία.
Τὰ ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα ὑψώνονται γιὰ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὰ κατατάξουμε σὲ τρεῖς μεγάλες κατηγορίες:
– Ἡ μιὰ εἶναι ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀπέθανε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ συνεπῶς ἀφοῦ δὲν ἀπέθανε καὶ δὲν ἀνεστήθη.
– Ἡ δεύτερη κατηγορία ἐπιχειρημάτων κατὰ τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση γιὰ τὶς ἐμφανίσεις ποὺ ρητὰ περιγράφουν τὰ Εὐαγγέλια ὅτι συνέβησαν μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
– Καὶ ἡ τρίτη, περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εὑρέθηκε κενὸς ὁ Τάφος Του.
Τὸ ἐὰν ὁ Χριστὸς ἀπέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ ἀσφαλῶς εἶναι θέμα ποὺ ἔχει ἀπόλυτη συνάφεια μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ἰατρικῆς γιατί αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία μελετάει τὴ φύση καὶ τὶς συνέπειες ὅλων τῶν σωματικῶν κακώσεων καὶ ἡ ὁποία μελετάει ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις οἱ ὁποῖες σχετίζονται μὲ τὴν βαθμιαία κατάρρευση τῶν ζωτικῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος καὶ μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι οἱ συνθῆκες πλέον γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ὀργανισμοῦ εἶναι ἐξαντλημένες καὶ ὅτι ὁ θάνατος ἔχει ἐπέλθει. Ἀξίζει λοιπὸν τὴν προσοχή μας ὅτι αὐτὴ ἡ ἀμφισβήτηση – ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ – δὲν παρουσιάσθηκε ποτὲ κατὰ τὸ διάστημα τῆς γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν ὅταν συνέβη ἡ Σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ, δὲν παρουσιάσθηκε οὔτε καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, δὲν παρουσιάσθηκε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ἀμφισβήτησαν καὶ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, δὲν παρουσιάσθηκε παρὰ μόνον στὸν 17ον αἰώνα. Αὐτὸ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ γιατί ἁπλούστατα τότε μονάχα εἶχαν τελείως ἐκλείψει οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἴτε οἱ ἴδιοι εἶχαν παρακολουθήσει, εἴτε εἶχε φθάσει μέχρις αὐτοὺς μιὰ ζωντανὴ περιγραφὴ τοῦ μαρτυρίου τῆς Σταυρώσεως. Ἐὰν καὶ σήμερα εἴχαμε ἀνθρώπους, καὶ εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔχουμε, ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει τὴν Σταύρωση δὲν θὰ εἶχε – ὅπως θὰ δοῦμε σὲ λίγο – παρουσιασθεῖ μιὰ τέτοια ἀμφισβήτηση μὲ ἀξιώσεις λογικῆς ἰσορροπίας.
Εἶναι βέβαιο τὸ ἐρώτημα αὐτό, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ἐπάνω στὸν Σταυρό, συνυφασμένο μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν σταυρώνεται. Μιὰ κοινὴ διαδεδομένη ἀντίληψη εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἐπάνω στὸν Σταυρὸ παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν αἱμορραγία ποὺ δημιουργοῦν τὰ καρφιὰ ποὺ ἔχουν τρυπήσει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ ἐσταυρωμένου.
Ὅπως θὰ δοῦμε, αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἁπλῶς ἕνα μικρὸ συμπλήρωμα πολὺ βασανιστικό, ὅπως θὰ ἀναπτύξουμε, ἀλλὰ ὄχι μὲ πρωτεύοντα ρόλο στὴν πρόκληση τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος τοῦ Σταυροῦ, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸν Σταυρό, βεβαίως εἶχε καὶ αὐτὸ καὶ πολλὰ ἄλλα προδιαθετικὰ αἴτια. Ἀνάμεσα σ΄ αὐτὰ θὰ ἀναφέρουμε τὰ κτυπήματα ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριός μας, τὸν ὁποῖον «ἐράπιζον, ἐκολάφιζον, ἔτυπτον, ἔδερον», λέει τὸ Εὐαγγέλιο οἱ βάρβαροι στρατιῶται τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ ὅλη τὴν δύναμη ἡ ὁποία τοὺς χαρακτήριζε καὶ τὴν τραχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἦταν συνηθισμένοι νὰ κάνουν τὰ μαρτύριά τους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἀλλὰ βεβαίως, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα στὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀπροστάτευτου ἀνθρώπου ἀπὸ ἕναν τραχὺ στρατιώτη μπορεῖ πραγματικὰ νὰ τὸν φέρει σὲ κατάσταση ἀφασίας ἢ λιποθυμίας, αὐτὸ θὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε.
Θὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε γιὰ νὰ φθάσουμε σὲ μία φράση ποὺ ἴσως χωρὶς πολλὴ προσοχὴ τὴν ἀκοῦμε διότι σὰν μετοχὴ ἁπλῶς τοῦ ἀορίστου ἀναφέρεται μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι «φραγγελώσας παρέδωσεν αὐτόν…» (Μαρκ. ιε΄ 15).
Τί ἦταν τὸ φραγγέλιο; Ἴσως νομίζουμε ὅτι τὸ φραγγέλιο ἦταν μία ἁπλὴ μαστίγωσις· δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι. Αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τὸ φραγγέλιο τὸν ἔδεναν σὲ μιὰ κολώνα καὶ ὁ εἰδικὸς δήμιος ποὺ ἐκτελοῦσε τὴν φραγγέλωση ἔπαιρνε ἕνα μαστίγιο βαρὺ τὸ ὁποῖο εἶχε πολλὲς λουρίδες στὴν ἄκρη του, πάνω στὶς λουρίδες ἦταν δεμένες σφαῖρες ἀπὸ μολύβι ἢ μικρὰ ὀστάρια, κότσια ἀπὸ ἀρνὶ καὶ τὶς ἔφερνε μὲ ὅση δύναμη εἶχε πάνω στὴν ράχη δεμένου ἀνθρώπου. Πολὺ σύντομα, ἀπ΄ τὰ πρῶτα κτυπήματα ἐξεσχίζετο τὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐδέχετο τὴν φραγγέλωση καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὰ κτυπήματα ἀκόμη ἔφευγαν καὶ κατεξεσχίζοντο τελείως οἱ σάρκες του καὶ ἀπεγυμνώνοντο τὰ κόκαλα τῆς ράχης. Ἀναφέρονται στὴν ἱστορία ἀρκετὲς περιπτώσεις ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἀπέθαναν τὴν ὥρα τῆς φραγγελώσεως. Σ΄ αὐτὴν τώρα τὴν καταξεσχισμένη, καταματωμένη καὶ καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ὁ Χριστός μας τὸν Σταυρό του, ποὺ ἦταν ξύλο βαρύτατο, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἐπάνω του τὸ βάρος ἑνὸς ἀνθρώπου χωρὶς νὰ λυγίσει. Καὶ εἶναι γνωστὸ ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ φυσικὸ νὰ τὸ περιμένει κανεὶς ὅτι λύγισε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ, ἤδη ἐξαντλημένος καὶ μὲ αἱμορραγία ποὺ τοῦ εἶχε στοιχίσει ἀπώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ καὶ ἔπεσε, ὅπως λένε οἱ παραδόσεις, μὲ τὸ πρόσωπο πάνω στὴ γῆ, μὲ τὸ πρόσωπο, χωρὶς κἄν νὰ μπορεῖ νὰ προστατεύσει τὸ σῶμα του ἀπ΄ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως χάρις στὸ Σταυρό, τὸν ὁποῖο ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κρατάει καὶ ποὺ ἔπεσε σὰν βάρος ἀπὸ πάνω του. Καὶ ξέρουμε ὅτι γιὰ νὰ μὴν πεθάνει πρὶν φθάσει κἄν στὸ ὕψος τοῦ Γολγοθᾶ, ἀνέθεσαν στὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο νὰ κουβαλήσει αὐτὸς γιὰ τὸν ὑπόλοιπο δρόμο τὸν Σταυρό. Ἂς προσθέσουμε ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἀγκάθια ποὺ εἶχε ὁ στέφανος ἐκεῖνος ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα εἶχε τρυπήσει τὸ κεφάλι Του καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν μιὰ πείρα ἀπὸ θάλαμο ἀτυχημάτων τοῦ Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ἰδιαίτερη τάση ἔχουν νὰ αἱμορραγοῦν τὰ τραύματα στὸ τριχωτό τῆς κεφαλῆς. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔξαιμο σῶμα, τὸ καταπονημένο σῶμα, καρφώθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρό.
Ἂς δοῦμε τώρα γιὰ τὸ θέμα τοῦ καρφώματος ἀκριβῶς τῶν ἄκρων πάνω στὸν Σταυρό. Ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ ἀπὸ τὴν κοινὴ ἐντύπωση πιστεύουμε ὅτι τὰ καρφιὰ πέρασαν τὶς παλάμες.
Ὅμως ἀπὸ πειράματα ποὺ ἔκανε ἕνας Γάλλος χειρουργὸς ὁ Barbet ἐπάνω σὲ πτώματα, εἶδε ὅτι εἶναι ἀδύνατον ἕνα καρφὶ ποὺ περνάει ἀνάμεσα στὰ κόκαλα τῆς παλάμης νὰ συγκρατήσει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ στηρίζεται μὲ καρφιὰ ἀπὸ τὰ πόδια. Κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτό, ἐὰν περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ καρφιά, τὰ καρφιὰ θὰ ἔσχιζαν τὸ δέρμα ποὺ εἶναι στὴν πρόσθια καὶ στὴν ὀπίσθια ἐπιφάνεια τῆς παλάμης πέρα γιὰ πέρα ἀνάμεσα στὰ δάκτυλα καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ ἔπεφτε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἐνῶ θὰ τὸν συγκρατοῦσαν μονάχα τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καρφωμένα τὰ πόδια του. Ὁ ἴδιος χειρουργὸς ἔδειξε ὅτι τὸ μόνο σημεῖο στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπορεῖ νὰ στηρίξει τὸ σῶμα, ἂν περάσει ἕνα καρφὶ ἀπ΄ αὐτό, εἶναι ὁ καρπός, καὶ σὲ ἐπανειλημμένα πειράματα ποὺ ἔκανε ἔδειξε ὅτι σὲ ὅποιο σημεῖο τοῦ καρποῦ καὶ ἂν βάλουμε ἕνα καρφί, αὐτὸ ὁδηγούμενο ἀπὸ τὰ ὀστᾶ καὶ τοὺς συνδέσμους ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, θὰ περάσει ἀπὸ ἕναν ἀνατομικὸν χῶρον, γνωστὸ στοὺς γιατρούς, ποὺ λέγεται ὁ χῶρος τοῦ destot, ἀνάμεσα σὲ δύο ὀστάρια τοῦ καρποῦ. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ ἀπὸ μιὰ σειρὰ 12 παρομοίων πειραμάτων ποὺ ἔκανε ὁ χειρουργὸς αὐτὸς εἶναι δύο παρατηρήσεις του, ὅτι καὶ στὰ 12 χέρια κανένα κόκκαλο δὲν τραυματίσθηκε ἢ δὲν ἔσπασε ἀπὸ τὴν ἥλωση τοῦ χεριοῦ, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ αὐτὸ ποὺ λέει καὶ μὲ ἄλλη μιὰ εὐκαιρία, ὅπως θυμάστε, τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν θὰ συντριβὴ κανένα κόκκαλο.
Καὶ δεύτερον ὅτι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν χῶρο αὐτὸ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ καρφὶ βρίσκεται ἕνα μεγάλο νεῦρο τοῦ χεριοῦ, τὸ μέσο νεῦρο, τὸ ὁποῖο σὲ ὅλες τὶς κακώσεις ποὺ θὰ ὑποστεῖ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ τὸ χέρι τοῦ Ἐσταυρωμένου θὰ βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπη ἐπαφὴ καὶ τριβὴ καὶ τραυματισμὸ ἀπὸ τὸ καρφί. Τώρα τὸ τί σημαίνει νὰ δέχεται καὶ ἕνα ἁπλό, ἐλαφρὸ ἐρέθισμα ἕνα νεῦρο, τὸ ἔχουμε ὅλοι δοκιμάσει, ὅταν δεχθοῦμε σ΄ ἕνα σημεῖο ἐδῶ στὸν ἀγκώνα μας, ἕνα κτύπημα. Ἐκεῖνο τὸ ἀφόρητο αἴσθημα τῆς ἠλεκτρικῆς ἐκκενώσεως καὶ τῆς παραλύσεως ποὺ δοκιμάζουμε καὶ ποὺ πραγματικὰ ἐπαναστατεῖ ὅλο τὸ εἶναι μας ἀπὸ τὸ ἐλαφρὸ κίνημα. Ἂς σκεφθοῦμε λοιπὸν ὅτι ὅλη τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως ἕνα πολλαπλάσιο ἐρέθισμα πόνου συνόδευε τὸ μαρτύριο τῆς Σταυρώσεως. Ἐπίσης γιὰ τὸ καρφὶ ποὺ θὰ περάσει ἀπὸ τὰ πόδια εὑρέθηκε ὅτι κι αὐτὸ πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ ἕνα σημεῖο τῶν ποδιῶν καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βρεῖ διέξοδο ἐκεῖ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνάμεσα στὸ δεύτερο καὶ στὸ τρίτο μετατάρσιο.
Ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα προανάκρουσμα, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μικρὴ ἀρχὴ τοῦ μαρτυρίου τῆς σταυρώσεως καὶ ἀκόμη δὲν μπήκαμε στὸ αἴτιο ποὺ φέρνει τὸν θάνατο. Καὶ αὐτὸ τὸ αἴτιο ποὺ φέρνει τὸν θάνατο ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν συζήτησή μας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὁ Σταυρωμένος Χριστὸς ἀπέθανε ἐπάνω στὸν Σταυρό.
Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν μηχανισμὸ τοῦ θανάτου θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε μερικὰ πράγματα. σὲ μερικὲς εἰκόνες παρουσιάζεται ὅτι οἱ δύο λησταὶ δὲν εἶχαν καρφωθεῖ ἐπάνω στὸν Σταυρό, ἀλλὰ εἶχαν δεθεῖ τὰ χέρια τους μὲ σχοινί. Καμία παράδοση δὲν ὑποστηρίζει κάτι τέτοιο ὅτι συνέβη στοὺς δύο ληστὲς ποὺ σταυρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ τὸ ὅτι αὐτὸ ἀπεικονίζεται, μαρτυρεῖ κάτι ποὺ καὶ πολλοὶ ἱστορικοὶ περιγράφουν: ὅτι δηλαδὴ μπορεῖ νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος, ἂν ἔχει ἐξαρτηθεῖ ἐπάνω στὸν σταυρό, ὄχι μὲ καρφιά, ἀλλὰ ἁπλῶς ἂν ἔχουν δεθεῖ τὰ χέρια του ἐπάνω στὸν Σταυρό. Γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξουμε αὐτὸ ἀκόμη καλύτερα δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀνατρέξουμε σὲ μιὰ πειθαρχικὴ ποινὴ ποὺ συνήθιζαν νὰ ἐφαρμόζουν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Πρώτου Παγκ. Πολέμου στὸν Γερμανικὸ Στρατό. Αὐτὴ ἡ ποινὴ ὀνομάζεται Aufbinden καὶ συνίσταται στὸ ὅτι ἔδεναν αὐτὸν ποὺ εἶχε τιμωρηθεῖ, ἔδεναν τὰ χέρια του ψηλὰ ἀπὸ ἕναν πάσσαλο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀκουμποῦν τὰ πόδια του στὴ γῆ. Σύντομα τὸ ἄτομο αὐτὸ παρουσίαζε φαινόμενα ἀσφυξίας. Οἱ ἀναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν ἐξαιρετικὰ δύσκολες καὶ ἐργώδεις. τὸ αἷμα του συγκεντρωνόταν μὲ μεγάλη πίεση στὸ κεφάλι του, οἱ φλέβες του πρίζονταν, τὸ κεφάλι του γινόταν ὅλο ὑπεραιμικὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος σύντομα ἔφθανε σὲ λιποθυμία καὶ ἂν δὲν ἔκοβαν, δὲν προλάβαιναν νὰ κόψουν τὸ σχοινί, μποροῦσε καὶ νὰ πεθάνει.
Ἂς σημειώσουμε καὶ τὸ τραγικότατο ὅτι καθὼς ἀναφέρεται ἀπὸ τὸ ἱστορικό τοῦ Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε καὶ ἐκεῖ οἱ Γερμανοὶ αὐτὸ τὸ μαρτύριο καὶ ἀναφέρονται ἀρκετὲς περιπτώσεις φρικιαστικές, ὅπου ἄνθρωποι ἀπέθαναν καὶ θανατώθηκαν μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ Aufbinden. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι κρεμοῦσαν καὶ ἕνα μικρὸ βάρος στὰ πόδια ὅταν ἤθελαν νὰ συντομεύσουν τὸ μαρτύριο αὐτό, ποὺ τὸ περιέγραφαν κατάδικοι ποὺ βρισκόντουσαν δίπλα τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ, ποὺ ὅταν φθάσει μέχρι τὰ τελικά του στάδια εἶναι ἀποτρόπαιο. Τὸ πρόσωπο του ἀνθρώπου πραγματικὰ παραμορφώνεται ὅπως τοῦ κρεμασμένου, ὁ θώρακάς του διατείνεται σὲ ἀφάνταστο βαθμό, τὸ κοιλιακὸ τοίχωμα δημιουργεῖ μιὰ βαθιὰ κοιλότητα, ὁ ἄνθρωπος περιβρέχεται ἀπὸ ἱδρώτα τόσο, ποὺ ὅπως λένε οἱ μάρτυρες ποὺ ἦταν μπροστά, ἐδημιουργεῖτο μιὰ λίμνη μεγάλη ἀπὸ ἱδρώτα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ καταδίκου. Ἀποδεικνύεται λοιπὸν ὅτι ὁ σταυρὸς φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ μεγάλη ἕλξη χάρις στὸ βάρος τοῦ σώματος ποὺ τραβάει τὸ κορμὶ πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τὰ χέρια, μιὰ μεγάλη ἕλξη τῶν χεριῶν, τῶν μυῶν, τῶν βραχιόνων, τῆς ὠμικῆς ζώνης καὶ τοῦ θωρακικοῦ τοιχώματος. Αὐτὴ ἡ ἕλξις βαστάει τὸν θώρακα σὲ μία συνεχῆ ἀναγκαστικὴ θέση εἰσπνοῆς καίτοι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκτελέσει ἐκπνευστικὲς κινήσεις.
Καὶ ξέρουμε ὅτι οἱ ἐκπνευστικὲς κινήσεις γίνονται παθητικὰ ἀπὸ τὸν θώρακά μας, ἀκριβῶς χωρὶς καμία δύναμη, σὰν μιὰ αὐτόματη ἐπάνοδο τοῦ μεταμορφωμένου ἀπὸ τὴν εἰσπνοὴ θώρακος μὲ τὴν ὁποία γεμίζει ὁ θώρακας μὲ ἀέρα καὶ ἔτσι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνανεώνει τὸν ἀέρα στὶς κυψελίδες του καὶ ὀξυγονώνει τὸ αἷμα του καὶ μπορεῖ νὰ συνεχίζει καὶ ἐπιβιώνει. Στὴν κατάσταση τῆς ἐξαρτήσεως καὶ ἀπὸ τὰ χέρια, στὴν κατάσταση τῆς Σταυρώσεως, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σ΄ ἕνα μεγάλο, πολὺ μεγάλο περιορισμὸ τῆς ἀναπνοῆς του σὰν καὶ ἐκεῖνο ποῦ θὰ βρισκόταν ἐὰν εἶχε δεθεῖ μὲ ἕνα πολὺ σφικτὸ θώρακα ἢ ἐὰν εἶχε πλακώσει τὸν θώρακά του μὲ ἕνα πολὺ μεγάλο βάρος. Δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει πάλι ἀέρα, ὥστε ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν σταύρωση ὀφείλεται κυρίως σὲ ἀσφυξία. Κατὰ δεύτερο λόγο, ἐπειδὴ δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ μεγάλη πίεση μέσα στὸν θώρακα εἶναι ἀδύνατο νὰ παροχετευθῆ, νὰ κατέβει πρὸς τὴν καρδιά, τὸ αἷμα ποὺ βρίσκεται στὸ κεφάλι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μεγάλη συμφόρηση αἵματος στὸ κεφάλι τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, τῶν σταυρωμένων. Ἐὰν δὲν εἶχε κάποια ἄλλη διέξοδο, ἐὰν δὲν εὕρισκε κάποια ἄλλη διέξοδο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀπαλλάξει τὸ κεφάλι του ἀπὸ αὐτὴν τὴν πληθώρα αἵματος θὰ πέθαινε πάρα πολὺ σύντομα πάνω στὸν σταυρό. Ὅμως ὁ σταυρωμένος βρίσκει μιὰ διέξοδο.
Καὶ αὐτὴ εἶναι νὰ στηρίξει τὸ κορμὶ του πιέζοντας τὰ πόδια του πάνω στὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι καρφωμένα. Ἔτσι ἀνυψώνεται λίγο ὁ θώρακας, σταματάει ἡ ἐξάρτηση τοῦ βάρους ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἀπὸ τοὺς ὤμους, ἀνακουφίζεται τὸ θωρακικὸ τοίχωμα, μπορεῖ καὶ ἀναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι τὸ αἷμα ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται. Ὅμως ἡ κούραση, τὴν ὁποία ἔχει δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ καταβάλλει αὐτὴν τὴν μυϊκὴ προσπάθεια, ὥστε νὰ στηρίζει ὅλο τὸ βάρος τοῦ σώματός του ἀπὸ τὸ καρφὶ τὸ ὁποῖο ἔχει περάσει ἀπὸ τὰ πόδια του. Ἔτσι ἐξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στὴν πρώτη θέση, γιὰ νὰ ξαναρχίσει πάλι ἡ ἀσφυξία μέχρις ὅτου μετὰ ἀπὸ μιὰ διαδοχικὴ σειρὰ ἀπὸ τέτοιες προσπάθειες ἐξαντληθεῖ, μείνει στὴν στάση τῆς ἐξαρτήσεως καὶ πεθάνει ἀπὸ ἀσφυξία.
Πραγματικὰ εἶναι ἕνα σατανικὸ σχέδιο θανατώσεως ὁ σταυρὸς καὶ γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ρωμαῖοι τόσο πολὺ ἰκανοποιοῦντο, μέσα σὲ κείνη τὴν βάρβαρη ἐπιθυμία τους νὰ βλέπουν τὸν ἄνθρωπο νὰ βασανίζεται, ἀπὸ τὴν θέα τῶν σταυρωμένων ἀνθρώπων. Καὶ γι’ αὐτό, ἐπειδὴ ἦταν τόσο ἄθλιος ὁ θάνατος, στὴν Ρωμαϊκὴ νομοθεσία αὐτὸς ὁ θάνατος, ὁρίζεται νὰ χρησιμοποιεῖται μονάχα στοὺς δούλους καὶ στοὺς προδότες.
Ὁ Κικέρων, ποὺ εἶχε παρακολουθήσει θάνατο ἐπάνω στὸν σταυρό, τὸν ὀνομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. τὸ πλέον φρικτὸ βασανιστήριο τὸ ὁποῖο εἶχε ποτὲ παρακολουθήσει. Τώρα σὲ περιπτώσεις ὅπου γιὰ κάποιο λόγο ἤθελε ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος νὰ συντομεύσει τὴν ἐπέλευση τοῦ θανάτου, Τί ἔκανε; μὲ ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα, διέταζε νὰ σπάσουν οἱ κνῆμες τοῦ σταυρωμένου καὶ ἔτσι, ἀφοῦ πιὰ βρισκόταν ὁ σταυρωμένος σὲ ἀδυναμία νὰ στηρίξει τὸ βάρος τοῦ σώματός του στὰ πόδια του καὶ νὰ ἀνακουφίσει τὸν θώρακά του καὶ νὰ μπορέσει νὰ ἀναπνεύσει, ἀναγκαζόταν πλέον νὰ ἑξαρτήσει ὅλο τὸ βάρος, ὅπως εἴπαμε, τοῦ κορμιοῦ του ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ νὰ πεθάνει μέσα στὴν ἀσφυξία. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ εἰδικὴ χαριστικὴ βολὴ τὴν ὁποίαν ἐπεφύλασσαν οἱ ἔμπειροι ρωμαῖοι ἐκτελεσταὶ στοὺς καταδικασμένους σὲ σταύρωση. Καὶ γι’ αὐτὸ εἴδατε ὅτι τοὺς δύο ληστὰς ποὺ ζοῦσαν ἀκόμη τοὺς ἐξετέλεσαν μὲ τὴν χαριστικὴ βολὴ αὐτή, τοὺς ἔσπασαν τὰ πόδια. Ὅταν, λέει, ἐπῆγαν στὸν Χριστό, εἶδαν πὼς εἶχε ἤδη ἀποθάνει. Τώρα ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε πολύ. Εἶναι δυνατὸν ἕνας ἀξιωματικὸς ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, ποὺ ἀσφαλῶς εἶχε δεῖ πολλὲς θανατώσεις μὲ σταύρωση, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπατηθεῖ; Εἶναι δυνατὸν ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ βρίσκεται σὲ νεκροφάνεια τὸ ἄτομο; Εἶναι πασίγνωστο ὅτι οἱ νεκροφάνειες δὲν συνοδεύονται ἀπὸ ἄπνοια ἀλλὰ μονάχα ἀπὸ φαινομενικὴ ἄπνοια.
Ἐὰν πραγματικὰ δὲν γίνονται ἀναπνευστικὲς κινήσεις εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ 3-6 λεπτά, ἐφ΄ ὅσον τὸ αἷμα δὲν ὀξυγονώνεται στοὺς πνεύμονες. Εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ γίνονται ἀνεπαίσθητες ἀναπνευστικὲς κινήσεις στὸν σταυρό, τὴν ὥρα ποὺ γιὰ νὰ ἀναπνεύσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ κάνη μιὰ ἐργώδη προσπάθεια γιὰ νὰ κινήσει λίγα ἑκατοστὰ ἀέρος μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τοὺς πνεύμονές του; Εἶναι δυνατὸν ἐκείνη τὴν ἐργώδη προσπάθεια νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ πλήρωνε μὲ τὴν ζωή του, ἐὰν ἕνας κατάδικος παρουσιαζόταν ὅτι δὲν εἶχε πράγματι πεθάνει, ἐνῶ ἦταν καταδικασμένος σὲ θάνατο; Ἀλλὰ ἴσως ἐδῶ ἔμενε σὲ κάποιο πνεῦμα, ποῦ πεισματικὰ στέκει στὴν ἀμφιβολία, μία πεισματώδης ἄρνησις.
Εἶναι δυνατόν;. Ὁ Κεντυρίων, ὁ ἑκατόνταρχος δὲν ἀρκέσθηκε σ΄ αὐτὴν τὴν πειστικὴ γι’ αὐτὸν ἀπόδειξη, ἀλλὰ ἐξετέλεσε πάνω στὸ σταυρωμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν ἄλλη, τὴν κλασσικὴ μορφὴ τῆς χαριστικῆς βολῆς, ποὺ εἶχαν οἱ Ρωμαῖοι γιὰ ὅλους τοὺς καταδίκους σὲ θάνατο, ἀσχέτως μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐξετελεῖτο ἡ θανάτωσις, δηλ. τὴν λόγχηση τῆς πλευρᾶς. Αὐτὸ πραγματικὰ εἶναι ἕνα θανάσιμο κτύπημα μὲ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἕνας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεῖ νὰ κτυπήσει σχεδὸν ἐξ ἐπαφῆς μὲ τὴν λόγχη ποὺ ἦτο εἰς τὴν ἄκρη τοῦ δόρατός του, τὴν κοφτερὴ ἐκείνη λόγχη, νὰ κτυπήσει ἕνα σῶμα. Ὁ Ρωμαῖος στρατιώτης ἔβαλε βαθιὰ στὸν θώρακα τοῦ Χριστοῦ μας τὴν λόγχη του. Καὶ δὲν ἔβαλε ἁπλῶς τὴν λόγχη ἀλλὰ εὐθέως ἔρευσε ὕδωρ καὶ αἷμα. Τώρα ποιὰ εἶναι ἡ μεγάλη δογματικὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ αἵματος δὲν θὰ τὸ συζητήσουμε ἐδῶ. Καὶ δὲν εἶναι θέμα ποὺ ἁρμόζει σὲ μένα, ἕνα γιατρό, σὰν ἕνα ἐπιστήμονα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀναλύσω. Ὅμως πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ νὰ τρέξει αἷμα θὰ πρέπει ἀσφαλῶς νὰ τρύπησε αὐτὴ ἡ λόγχη ἢ τὴν καρδιὰ ἢ ἕνα μεγάλο ἀγγεῖο.
Καὶ νὰ ποῦμε ἀκόμη ὅτι ἐὰν ὁ Χριστὸς μας ζοῦσε, ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προήρχετο αὐτὸ τὸ αἷμα, θὰ ἤτανε μιὰ συνεχὴς ροή, ροὴ μὲ σφύξεις, ἡ ὁποία θὰ μαρτυροῦσε τὴν παρουσία τῆς ζωῆς. Ὅμως μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴ ροὴ ὕδατος καὶ αἵματος δὲν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε ἄλλο καὶ ἰδίως ἕνα τόσο μεγάλο τραῦμα δὲν προκάλεσε καμία ἀντίδραση. Ἀντιθέτως ἐπεβεβαίωσε ἡ ἔλλειψις αὐτὴ τῆς ἀντιδράσεως στὸν Κεντιρίωνα τὴν ἤδη ὑπάρχουσα βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε. Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὴ αὐτὴ ἡ νεκροφάνεια πάνω στὸν σταυρό, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ νεκροφάνεια μπροστὰ σ΄ ἕνα τόσο μεγάλο τραῦμα, κατὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ εἴσοδος μιᾶς λόγχης μέσα στὸν θώρακα, δὲν προκάλεσε μονάχα τὴν τρώση μεγάλων ὀργάνων τῆς κυκλοφορίας, ὅπως τὴν καρδιὰ καὶ τῶν μεγάλων ἀγγείων, ἀλλὰ ἐξάπαντος προκάλεσε μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν γνωρίζουν ὅσοι ἔχουν κάποια σχέση μὲ τὴν Ἰατρική, τὸν πνευμοθώρακα, δηλ. τὴν εἴσοδο ἀέρος ἀτμοσφαιρικοῦ ἔξω ἀπὸ τοὺς πνεύμονες, ἕνα φαινόμενο ποὺ ὅπως γνωρίζουμε εἶναι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ἐπιβίωση. Ἕνας ἀνοικτὸς πνευμοθώρακας δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀναπνοή, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν στὸ κρεβάτι του. Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος ἐπιβαρυντικὸς παράγων γιὰ τὴν ἀναπνοὴ του – ὅπως εἴδαμε ἦταν πλέον ἀνύπαρκτη ἡ ἀναπνοὴ του – ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο, ἕνα τέτοιο μεγάλο τραῦμα στὸν θώρακα θὰ εἶχε καταργήσει τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀναπνευστικοῦ συστήματος νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἔργο του καὶ θὰ εἶχε θανατώσει μέσα σὲ λίγα λεπτὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτό. Ἂς ποῦμε ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο, ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸν Κεντιρίωνα δὲν κατέβασαν ἀμέσως τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν Σταυρό. Κατεβαίνει ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἀπὸ τὸν Γολγοθὰ ποὺ ἦταν παρών, μέχρι τὸ πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τὸν Πιλάτο καὶ τοῦ ζητεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Πιλάτος ἐθαύμασε «εἰ ἤδη ἀπέθανε» γιὰ νὰ μᾶς ἔχει καὶ μᾶς πληροφορημένους ἀπόλυτα ὅτι ὅταν ἀπέθανε καὶ ἐκάλεσε τὸν Κεντιρίωνα, ὁ ὁποῖος πλέον αὐτὴν τὴν πεποίθησή του, δὲν τὴν ἐπισφραγίζει μονάχα μὲ τὸ ὅτι ἔφυγε ἀφήνοντας τὸν Χριστὸ πεθαμένο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι διαβεβαίωσε τὸν ἡγεμόνα, ὅτι πράγματι ἀπέθανε. Καὶ ἀφοῦ λέει τὸ διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρῶτος τοῦ Ἰωσὴφ πρὸς τὸν Πιλάτο, δεύτερος τοῦ ἀγγελιοφόρου πρὸς τὸν Κεντιρίωνα, τοῦ Κεντιρίωνα πρὸς τὸν Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξαναανεβαίνει ὁ Ἰωσὴφ φέρνοντας μαζί του καὶ τὴν σινδόνη καὶ τότε μονάχα γίνεται αὐτὴ ἡ ἀποκαθήλωση, πράγμα ποὺ δίνει ἄνετο καιρὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ θανάτου καὶ ἐὰν ἀκόμη, πράγμα λογικῶς ἀδύνατον, θετικῶς ἀπαράδεκτον, καὶ ἐὰν ἀκόμη αὐτοὶ οἱ μηχανισμοὶ δὲν εἶχαν προκαλέσει τὸν θάνατο, νὰ τὸν προκαλέσουν στὸ διάστημα αὐτό. Καὶ τώρα ἀρχίζει ἡ διαδικασία τῆς ταφῆς, ἡ ὁποία μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν Νικόδημο καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, καθὼς ἦταν ἔθος στοὺς Ἰουδαίους.
Βρίσκουμε μέσα στὸ «ταλμοὺδ» ὅλη τὴ διαδικασία τῆς ταφῆς, ἡ ὁποία γιὰ νὰ ἀποτρέψει προφανῶς τὸ ἐνδεχόμενο τῆς νεκροφανείας περιεῖχε καὶ τὸ νὰ βάλουν ἐπὶ 15΄ ἕνα φτερὸ μπροστὰ στὰ ρουθούνια τοῦ πεθαμένου γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι δὲν κουνάει ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τὸ φτερό. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἑτοίμασαν, ἔβαλαν γύρω του τὴν σινδόνη ἢ τὰ ὀθόνια καὶ τὸν ἐκάλυψαν ἀπὸ πάνω καθὼς ἦταν τὸ ἔθιμο ἀκριβῶς στοὺς Ἰουδαίους καὶ πάνω σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ἔρριψαν 32 κιλὰ – 100 λίτ. – ἀπὸ μεῖγμα τῆς σμύρνας καὶ τῆς ἀλόης, δύο ἀρωματικῶν οὐσιῶν, ποὺ καθὼς ἀνακατεύονται παίρνουν ἕνα παχύρρευστο κολλῶδες σχῆμα μὲ τὸ ὁποῖο διαποτίζουν κατὰ ἕνα τρόπο τελείως ἀεροστεγῆ – ὅταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλὰ – ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὸ πτῶμα ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ τὰ ὑφάσματα. Ὥστε ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι ἕνα ὑγιέστατο ἄτομο εἶχε περιτυλιχθεῖ μὲ τὸ σεντόνι ἀπὸ παντοῦ καὶ μὲ τὰ ὀθόνια καὶ εἶχε περιβραχεῖ τὸ σεντόνι αὐτὸ μ΄ αὐτὴν τὴν κολλώδη καὶ ἀδιαπέραστη οὐσία, ποὺ τόσο ἄφθονα ἔπεφτε ἐπάνω του, θὰ εἶχε πεθάνει ἀπὸ ἀσφυξία. Ὥστε καὶ ἂν ξεχάσουμε ὅλες τὶς ἄλλες πολυάριθμες αἰτίες, ποὺ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἀρκεῖ νὰ προκαλέσει τὸν θάνατο, ἔχουμε τώρα ἐδῶ, μέσα στὸν τάφο, μιὰ πρόσθετη αἰτία θανάτου, ποὺ εἶναι ἡ ἀσφυξία ἀπὸ τὴν σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη.
Τὸν 18ον αἰώνα, ὁ πρῶτος ποὺ παρουσίασε τὰ ἐπιχειρήματα τῆς νεκροφάνειας ἦταν ὁ Venturino. Ἐδέχθησαν οἱ ὀρθολογισταὶ ὅτι ἡ σμύρνα καὶ ἡ ἀλόη ἀναζωογόνησαν μὲ τὸ ἄρωμά τους ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρισκότανε ἀσφαλῶς κατατραυματισμένος, ἔξαιμος, ἀφυδατωμένος, ἀκίνητος, σὲ λιποθυμία, σὲ κωματώδη κατάσταση, ἂν δὲν ἦταν πεθαμένος, πράγμα ἀδιανόητον. Ἐὰν ἡ σμύρνα καὶ ἡ ἀλόη εἶχαν τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἐμεῖς οἱ γιατροὶ ἀντὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε χίλιες δύο μεθόδους, ἐνέργειες καὶ ἐξετάσεις γιὰ νὰ σώσουμε τοὺς βαριὰ τραυματισμένους δὲν εἴχαμε παρὰ νὰ τοὺς δώσουμε νὰ μυρίσουν σμύρνα καὶ ἀλόη καὶ ἀμέσως νὰ ἀναζωογονηθοῦν. Ἡ σμύρνα καὶ ἡ ἀλόη ἦταν ἕνας πρόσθετος λόγος θανάτου, μιὰ πρόσθετη αἰτία, ἕνα τελικὸ ἐπιχείρημα γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀμφιβάλλουν.
Ἀλλὰ ἂς προεκτείνουμε μὲ ἕνα πεισματικὸ καὶ ἑωσφορικὸ τρόπο τὴν ἀμφιβολία μας καὶ πέρα ἀπὸ δῶ καὶ ἂς ποῦμε ὅτι πραγματικὰ ἦταν νεκροφάνεια καὶ ἂς ποῦμε ὅτι πραγματικὰ δὲν εἶχε πεθάνει ὁ Χριστὸς καὶ ἂς ποῦμε πραγματικὰ ὅτι δὲν παρουσιάσθηκε ἀνάστασις, ἀλλὰ ὅτι σηκώθηκε τὴν Τρίτη ἡμέρα καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζει. Πῶς, σᾶς παρακαλῶ, μπόρεσε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ΄ αὐτὸν τὸν σφικτὸ κλοιὸ τῶν ἐνδυμάτων, τῶν ρούχων, τῶν ὑφασμάτων ποὺ τὸν περιέβαλλον; Πῶς μπόρεσε νὰ ἀποκυλήση τὸν βαρὺ λίθο μὲ τὸν ὁποῖο ἐσφράγισε ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαίας τὸν τάφο, τὸν βαρὺ λίθο, τὸν ὁποῖο τρεῖς γυναῖκες πηγαίνοντας τὴν πρωία τῆς Κυριακῆς, διερωτῶντο ποῖος θὰ τὶς βοηθήσει νὰ τὸν κυλήσουν; Καὶ τέλος πάντων, αὐτὸ τὸ κατατραυματισμένο, τὸ ἐξαντλημένο σῶμα, ἐὰν ὑποτεθεῖ πὼς θὰ σηκωνόταν, ἐὰν ὑποτεθεῖ πὼς θὰ κυλοῦσε τὸν λίθο, ἀσφαλῶς μετὰ ἀπὸ λίγα βήματα θὰ ξαναπέφτε πάνω σὲ μιὰ ἀθλία κατάσταση καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνέλθει καὶ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του, παρὰ μετὰ ἀπὸ μία πολύμηνη θεραπεία, ἀκόμη κι ἂν εἶχε τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα σήμερα ἔχουμε γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ἐντατικὴ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων ποὺ βρίσκονται πάρα πολὺ κοντὰ στὸν θάνατο.
Εἶναι πραγματικὰ ἔτσι οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς πληροφορία, τὸ ὅτι εἶδαν τὸν Χριστὸ ὑγιέστατο ὅλοι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἐνεφανίσθη, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί ἀπὸ τὴν ὑγεία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔσφυζε αὐτὸ τὸ σῶμα, ἐπείσθησαν αὐτοὶ οἱ δύσπιστοι, ὅπως θὰ δοῦμε, ὅτι πραγματικὰ ἀνεστήθη. Ἀντὶ νὰ σέρνεται, λοιπόν, καὶ νὰ λιποθυμάει αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ πραγματικὰ προκαλοῦσε οἶκτο καὶ ἀηδία ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ποὺ εἶχε περάσει, ἔχουμε μιὰ ἐμφάνιση ἀνθρώπου ποὺ ἤτανε γεμάτος ἀπὸ σφρίγος, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὴν ἐπιβολή, τὴν εἰρήνη, τὴν ἄνεση, ἕνα σῶμα ποὺ περπατάει τόσο γρήγορα ὥστε νὰ κατορθώνει νὰ φθάσει δύο ἀνθρώπους ποὺ βάδιζαν ἀρκετὰ χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ποὺ προπορεύονταν ἀπὸ αὐτὸ καὶ τοὺς ἔφθασε καὶ συνοδοιπόρησε μαζί τους γιὰ ἄλλη μιὰ μεγάλη ἀπόσταση μέσα στὸ σούρουπο. Ὥστε πρόκειται πραγματικὰ γιὰ ἐμφανίσεις ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ὑγεία καὶ δύναμη. Ὥστε τὸ ὅτι πέθανε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρό, τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατο παρὰ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι οἱ ἐμφανίσεις του εἶναι ἐμφανίσεις ἀνθρώπου ποὺ ἀναστήθηκε μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ, αὐτὸ ἔχει θετικότατα πλέον ἀποδειχθεῖ στὴν Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη.
Τώρα ἐρχόμαστε στὴ δεύτερη κατηγορία ἀμφισβητήσεων. Στὸ ἂν οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς ἦταν πραγματικές. Ἂν ἡ περιγραφὴ καὶ ἡ μαρτυρία μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, γιὰ τὶς ἑρμηνεῖες αὐτὲς εἶναι ἀξιόπιστες. Τώρα ἐδῶ, χρειαζόμαστε καὶ μπαίνουμε στὴν περιοχὴ μιᾶς ἄλλης ἐπιστήμης, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐπιστήμη ποὺ μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, μὲ μεγάλη λογικὴ προσοχή, μελετάει τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἐνδείξεων. Διότι, προκειμένου νὰ ἀποδώσει εὐθύνες, προκειμένου νὰ ἀπαγγείλει κατηγορίες καὶ νὰ ἐκφράσει καταδίκες, στηρίζεται ἀδιάκοπα σὲ ἐνδείξεις καὶ σὲ μαρτυρίες. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔχει μὲ πολὺ λεπτὸ ἠθμὸ καὶ μὲ μεγάλη λογικὴ αὐστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιὲς μαρτυρίες εἶναι ἀξιόπιστες καὶ ποιὲς δὲν εἶναι καὶ πότε μία μαρτυρία καὶ μία ἔνδειξις εἶναι δυνατὸν νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Τώρα θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἐὰν οἱ μαρτυρίες γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὰ Εὐαγγέλια καὶ στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, ἐὰν οἱ μαρτυρίες αὐτὲς δὲν ἀνταποκρίνονται πρὸς τὴν πραγματικότητα, θὰ εἶναι ἀποτέλεσμα δύο εἰδῶν παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἤ θὰ πρόκειται περὶ ψευδαπάτης ἢ ψευδαισθήσεως ἢ θὰ πρόκειται περὶ ἀπάτης.
Ἂς πάρουμε τώρα μία-μία τὶς δύο αὐτὲς ἀμφισβητήσεις. Ἂς πάρουμε πρῶτα τὸ ἐνδεχόμενο τῶν ψευδαισθήσεων. Οἱ ψευδαισθήσεις θὰ μᾶς ἀναγκάσουν τώρα νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἰατρική. Γιατί οἱ ψευδαισθήσεις εἶναι ἕνα φαινόμενο ποὺ ἡ Ἰατρικὴ τὸ ἔχει ἐπὶ χρόνια πολλὰ καὶ ἐπὶ χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει καὶ οἱ ψευδαισθήσεις ἐμφανίζονται στὸν ἄνθρωπο μὲ ὁρισμένους τρόπους. Ἂς ἀναφέρουμε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς τρόπους αὐτούς. Πρῶτα-πρῶτα τὰ ἄτομα τὰ ὁποῖα βλέπουν ὁράματα καὶ ἔχουν ψευδαισθήσεις ἀποτελοῦν μιὰ ὁρισμένη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν τὴν προδιάθεση γι’ αὐτές. Οἱ ψευδαισθήσεις ἀποτελοῦν μία προέκταση τῶν διαθέσεών τους καὶ ἀφοροῦν σὲ γεγονότα ποὺ ἡ πραγματοποίησή τους ἐπιθυμεῖται πολὺ ἔντονα ἀπὸ τὰ ἄτομα αὐτά. Στὸ πρῶτο πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχει μία προδιάθεση. Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι τὰ ἄτομα αὐτὰ ἀνήκουν σὲ ἕναν ὁρισμένο τύπο ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ἐπιρρεπεῖς στὶς ἐκδηλώσεις αὐτές. Ἐπίσης, ἐὰν πολλὰ ἄτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οἱ ψευδαισθήσεις αὐτὲς ἔχουν διαφορετικὸ περιεχόμενο καὶ χαρακτήρα ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ψυχικὸ κόσμο, τὸν χαρακτήρα, τὶς ἐμπειρίες ποὺ χαρακτηρίζει τὸν κάθε ἕνα. Ἔχουν λοιπὸν διαφορετικὴ μορφὴ καὶ διαφορετικὸ περιεχόμενο. Ἐπίσης αὐτὲς οἱ ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σὲ κατάλληλη ὥρα καὶ τόπο. Σὲ περιστάσεις δηλαδὴ ὅπου ὑποβάλλουν τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὶς ψευδαισθήσεις αὐτές.
Τέλος, ἐὰν οἱ ψευδαισθήσεις αὐτὲς ἔχουν τὴν τάσι νὰ ἐπαναλαμβάνονται, τότε ἡ ἐπάνοδός τους παρουσιάζεται ἐπὶ πολὺ χρονικὸ διάστημα. Ἂς δοῦμε τώρα, ἀκολουθοῦν οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς βασικοὺς αὐτοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουνε τὶς παθολογικὲς ψευδαισθήσεις τῶν ἀνθρώπων; Πρῶτα ἀπ΄ ὅλα, ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστὸς εἶχαν πράγματι τὴν προδιάθεση γιὰ νὰ δοῦν τὸν Χριστὸ ἀναστημένο; Κάθε ἄλλο. Ὄχι μονάχα ἦταν καταπατημένοι, ὄχι μονάχα ἦσαν βέβαιοι ὅτι ἡ ὑπόθεσης τελείωσε, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμα ἔφθασαν ἐπανειλημμένα μηνύματα ἀπὸ πρόσωπα ἀξιόπιστα, ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ζοῦσαν ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς βεβαίωναν ὅτι εἶδαν τὸν Χριστὸ ἀναστημένο, ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν ὅτι ἦσαν ἀληθινὲς οἱ ἐμφανίσεις αὐτές, ὅτι πραγματικὰ ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη. Ὥστε λοιπόν, ὄχι μόνον δὲν ἦσαν προδιατεθειμένα τὰ πρόσωπα αὐτὰ γιὰ ψευδαισθήσεις, ἀλλὰ ἦσαν καὶ ἀρνητικὰ προδιατεθειμένα γιὰ νὰ πιστεύουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦν τὸν Χριστό. Τώρα εἴπαμε, ὅτι τὰ πρόσωπα ποὺ παθαίνουν ψευδαισθήσεις ἀνήκουν σ΄ ἕναν ὁρισμένο τύπο.
Καὶ μάλιστα τύπο ἐπιρρεπῆ πρὸς τέτοιες ἐκδηλώσεις. Ἂς δοῦμε τώρα ἀνήκουν σ΄ ἕναν ὁρισμένο τύπο τὰ πρόσωπα αὐτά; τὰ πρόσωπα αὐτὰ τὰ γνωρίζουμε ἀπ΄ τὰ ἴδια τὰ γραπτά τους καὶ τὶς ἀφηγήσεις τους. Κατ΄ ἀρχὴν εἶναι πρόσωπα ποὺ δὲν ἔχουν φαντασιώσεις. Ἂς πάρουμε τὸν Τελώνη Ματθαῖο. Ἄνθρωπο ποὺ πέρασε ὅλη τὴ ζωὴ του πάνω στοὺς λογαριασμούς· τὸν Ματθαῖο ποὺ τὸ Εὐαγγέλιό του εἶναι γεμάτο ἀπὸ ρεαλισμό, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε τὸ ποιητικό, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε τὸ λυρικό, ποὺ εἶναι μιὰ πολλὴ προσεκτικὴ παράθεσης γεγονότων, μὲ λεπτομέρειες ἐξαιρετικὰ πραγματικές, ἐξαιρετικὰ ρεαλιστικές. Ἂς πάρουμε τὸν Θωμᾶ. Ὁ Θωμᾶς καθόλου ἀσφαλῶς δὲν ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ βλέπουν ψευδαισθήσεις. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὅταν οἱ 10 μαθηταί, ποὺ εἶχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια ἀδιάκοπης ζωῆς, τὸν βεβαιώνουν ὁμόφωνα ὅτι εἶδαν τὸν Χριστό, ἀρνεῖται καὶ λέει: «δὲν θὰ πιστέψω ὄχι, ὄχι ἂν τὸν δῶ, ἀλλὰ ἐὰν δὲν ἀγγίσω τὸν Χριστὸ καὶ μάλιστα ἀκριβῶς στὸ σημεῖο τοῦ σώματός του ποὺ μαρτυρεῖ ὅτι πέθανε». Εἶναι αὐτὸς ἕνας τύπος ἀνθρώπου προδιατεθειμένος γιὰ ψευδαισθήσεις; Καὶ ὁ Παῦλος. Ὁ διώκτης Παῦλος. Ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος κυριολεκτικὰ θέριζε τὴν ἐκκλησία καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἦταν ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ νὰ δεῖ καὶ γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν ἀναστημένο Χριστό, στὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ βρισκόταν στὸ ἀποκόρυφο τῆς μανίας του ἐναντίον τῆς ἰδέας ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους συνέβησαν οἱ ἐμφανίσεις αὐτές, ἦσαν ἄνθρωποι μὲ διαφορετικὸ χαρακτήρα, μὲ διαφορετικὸ τύπο, μάλιστα μὲ τύπο ξένο πρὸς τὴν ἐμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Καὶ ἀκόμη ξέρουμε πὼς ἐμφανίσθηκε σὲ 500 ἀνθρώπους ταυτοχρόνως. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πίστεψαν πὼς τὸν εἶδαν στὴν μεγάλη τους πλειονότητα. Εἶναι δυνατὸν 500 πρόσωπα νὰ ἀνήκουν ὅλα ἢ σχεδὸν ὅλα στὸν τύπο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βλέπει ψευδαισθήσεις; Τώρα εἴπαμε ἐπίσης ὅτι ἂν πολλὰ πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οἱ ψευδαισθήσεις αὐτὲς ἔχουν χαρακτήρα ἀνάλογο πρὸς τὴν προσωπικότητα τοῦ καθενός. Καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλά, ὅπως θὰ ἦταν καὶ ἑπόμενο νὰ τὸ περιμένουμε ὅτι τὰ πρόσωπα τοῦ περιβάλλοντος τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν πολὺ διαφορετικοὺς χαρακτῆρες. Ἕνας μὲ στοιχειώδη ἔτσι ψυχολογικὴ προσοχή, ἀντιλαμβάνεται τὶς μεγάλες διαφορὲς ποὺ ὑφίσταντο, τὶς βασικὲς θεμελιώδεις διαφορὲς χαρακτῆρος ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, στὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ στὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Οἱ διάφοροι χαρακτῆρες τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν ἕνα φάσμα ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε ἀντιπροσωπεύει περίπου ὅλους τοὺς ἀνθρώπινους τύπους. Ἐν τούτοις ὅλοι τους δέχονται καὶ παραδέχονται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε τὴν ἴδια ἐμφάνιση καὶ τὸ μίλημά του ὅταν τοὺς μίλησε, εἶχε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο περιεχόμενο. Ὅλοι συμφωνοῦν ἀπολύτως γιὰ τὸ ὅ,τι εἶδαν καὶ γιὰ τὸ ὅ,τι ἄκουσαν. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν ἰδέα ὅτι οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ψευδαισθήσεις. Εἴπαμε ἀκόμη ὅτι οἱ ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σὲ κατάλληλους ὑποβλητικοὺς τόπους καὶ χρόνους καὶ ὧρες τῆς ἡμέρας.
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης. Ἄλλοτε καὶ συνήθως ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται στὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἐμφανίζεται ἐπὶ πολλὴ ὥρα, μέρα μεσημέρι, ἀπόγευμα καὶ περπατάει στοὺς ἀγροὺς ἐπὶ ὧρες, ἐμφανίζεται στὸν κῆπο τοῦ νεκροταφείου τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐμφανίζεται στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐμφανίζεται σ΄ ἕνα μικρὸ λόφο, σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἐμφανίζεται σ΄ ἕνα δωμάτιο ὅπου ἦσαν κλεισμένοι οἱ μαθηταί. Ἐμφανίζεται δίπλα στὴν λίμνη τῆς Τιβεριάδος ὅπου, ὅπως ξέρετε, ἔγινε ἡ δεύτερη θαυμαστὴ ἁλιεία. Καθόλου ὅμοιοι λοιπὸν οἱ τόποι αὐτοὶ καὶ καθόλου ὑποβλητικοὶ γιὰ νὰ δημιουργοῦν τὸ κλίμα καὶ τὸ περιβάλλον γιὰ ψευδαισθήσεις. Καὶ ἀκόμη εἴπαμε πὼς, ὅταν οἱ ψευδαισθήσεις ἐπαναλαμβάνονται, τότε ἐπαναλαμβάνονται ἐπὶ πολὺ διάστημα καὶ ἢ τείνουν νὰ ἀραιώσουν ἢ νὰ ἀτονίσουν, ὁπότε λίγο-λίγο, σιγὰ-σιγὰ ἐξαφανίζονται ἢ τείνουν νὰ ἐντείνονται καὶ νὰ γίνονται συχνότερες, ὁπότε καταλήγουν σὲ μία κρίση. Αὐτὸ τὸ λέει ἡ Ψυχιατρική. Ἐδῶ δὲν βλέπουμε τίποτε.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζονται μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ καὶ μετὰ ἀπὸ 40 ἡμέρες διακόπτονται χωρὶς νὰ ἔχουν φθάσει οὔτε σὲ μία ἀραίωση οὔτε σὲ ἕνα ἀποκόρυφο, καὶ διακόπτονται μετὰ τὴν Ἀνάληψη. Ἂς σημειώσουμε ἀκόμη, ὅτι ὅταν μιλοῦμε γιὰ ψευδαισθήσεις, ὅλοι ἐννοοῦμε κυρίως ὁράματα, δηλαδὴ ἐμφανίσεις οἱ ὁποῖες γίνονται ἀντιληπτὲς μὲ τὴν ὅραση. Ἐδῶ ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο· ὄχι μονάχα οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐμφανίσεις συνδυάζονται καὶ μὲ ἀκουστικὲς ἐντυπώσεις καὶ μὲ διάλογο ὁ ὁποῖος διαμείβεται ἀνάμεσα στὸν ἐμφανιζόμενο καὶ σὲ κείνους ποὺ τὸν βλέπουν ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνονται καὶ μὲ τὴν ἁφή. Βλέπουμε τὴν διαβεβαιώσει τὴν ὁποία παίρνει ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς μὲ τὴν ἁφὴ καὶ ἀκόμη ὅτι γιὰ νὰ μὴν μείνει ἀμφιβολία στοὺς μαθητὲς ὅτι πραγματικὴ ἦταν καὶ ὄχι ψευδὴς ἐντύπωσις ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τοὺς εἶδε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ταραχή τους καὶ τὸν φόβο τους καὶ τὴν δυσπιστία ποὺ εἴδαμε, νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ ὅ,τι ἀκριβῶς βλέπουν, ὁ Χριστὸς ἔφαγε μπροστά τους ψάρι καὶ κηρύθρα ἀπὸ μέλισσα. Ὁπότε μετὰ τὴν ἀποχώρησή του νὰ ἔχουν τὴν διαβεβαιώσει ὅτι πραγματικὰ παρουσιάσθηκε μὲ σῶμα ἀληθινό, πρῶτον ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ψάρι καὶ τὸ μέλι ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι ἤξεραν ὅτι προηγουμένως ἔτρωγαν ὅτι ὑπῆρχε ἐπάνω στὸ τραπέζι, ἀλλὰ εἶναι καὶ τροφὲς οἱ ὁποῖες ἀφήνουν ὑπόλειμμα· τὸ κερί, ἀπ΄ τὴν κηρύθρα καὶ τὸ κόκαλο ἀπ΄ τὸ ψάρι. Ἀκόμη ὁ Χριστὸς μαγειρεύει, ψήνει ὁ ἴδιος τὸ ψάρι στὴν λίμνη, τὸ ψάρι ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος ὅσο καὶ τὸ ψάρι ποὺ εἶχαν ψαρέψει ἐκεῖνοι καὶ τρῶνε ὅλοι μαζί. Ἔχουμε λοιπὸν καὶ ὑλικὰ ὑπολείμματα ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις αὐτές, τὰ ὁποῖα διαψεύδουν καὶ συντρίβουν τελείως τὰ ἐπιχειρήματα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ψευδαισθήσεις. Πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν ἀπὸ ψευδαισθήσεις νὰ εἶχαν καὶ νὰ μαρτυροῦν καὶ σὲ μᾶς οἱ μαθηταὶ ὅτι ὑπῆρξαν ὑλικὰ δείγματα ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις αὐτὲς τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ;
Ἐὰν τώρα οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς ποὺ περιγράφηκαν δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα αὐταπάτης μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπάτης; Διότι αὐτὴ ἡ διέξοδος μένει στὴν ἀμφισβήτηση. Αὐτὴ ἡ διέξοδος μένει στὴν ἀμφιβολία. Ὅτι ἦταν δηλαδὴ ἀποτέλεσμα ἀπάτης. Ὁ πρῶτος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπάτης ὀφείλεται στὸ γεγονός, ὅτι τὰ πρόσωπα ἀπ΄ τὰ ὁποῖα μαρτυρεῖται ὅτι εἶδαν τὸν Χριστὸ καὶ μαρτυρεῖται ἐπὶ πολλὰ χρόνια, ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ὅτι εἶδαν τὸν Χριστό, (στὴν Α΄ πρὸς Κορ. ἐπιστ. ἀπαριθμοῦνται τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ ἀναφέρει ἐκεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος συγκεκριμένα, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου, ὅτι πάνω ἀπὸ 500 ἄνθρωποι εἶδαν τὸν Χριστό), τὰ πρόσωπα λοιπὸν αὐτὰ ἦσαν πάρα πολλά. Εἶναι λοιπὸν πραγματικὰ ἀδύνατο, τόσο πολλὰ πρόσωπα, ἐπὶ τόσο πολλὰ ἔτη, νὰ ἔκαναν μιὰ τόσο χονδροειδῆ καὶ βλάσφημο ἀπάτη καὶ νὰ μὴ βρέθηκε οὔτε ἕνα πρόσωπο, τὸ ὁποῖο νὰ ἐπανέλθει καὶ νὰ μαρτυρήσει καὶ νὰ διαμαρτυρηθεῖ ὅτι τὸ ἴδιο συμμετέσχε σὲ μιὰ ἀπάτη καὶ ἔπεσε θύμα αὐτῆς. Ὁπότε αὐτὸ γιὰ κάθε δικαστήριο, γιὰ κάθε κριτὴ ποὺ χρησιμοποιεῖ τοὺς κανόνες περὶ ἐνδείξεων τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, τὸ ὅτι ἔχει τόσους πολλοὺς μάρτυρας ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ καὶ μόνο ἀποκλείει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀπάτης.
Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀπάτης πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ εἶναι ὅτι ἡ πληροφορία καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, συνοδεύεται καὶ συνοδευόταν πάντα, μὲ τὴν διακήρυξη τοῦ πιὸ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἀρετῆς ποὺ δέχθηκε ποτὲ ἡ ἀνθρωπότης· μιᾶς ἀρετῆς ποὺ δὲν περιορίζεται μονάχα στὴν πραγματοποίηση ὁρισμένων πράξεων ἐναρέτων ἀλλὰ καὶ φθάνει μὲ ἀπόλυτο αὐστηρότητα ἀκόμη καὶ στὶς σκέψεις, στὰ συναισθήματα καὶ στὶς διαθέσεις τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Πῶς ἦταν λοιπὸν δυνατόν, ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μονάχα κήρυξαν αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ, κατὰ τὴν μαρτυρία τῶν πιὸ ἀσπόνδων ἐχθρῶν τους, στάθηκαν συνεπεῖς σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ στὸ κήρυγμα αὐτὸ τὸ τόσο αὐστηρό, νὰ ποῦν καὶ νὰ στηρίξουν ὅλο τους τὸ κήρυγμα πάνω σ΄ ἕνα τόσο χονδροειδὲς ψέμα. Ἀκόμη ἡ ὑποψία ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπάτη ἀποδεικνύεται ἐσφαλμένη ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀποστόλων ποὺ ἀναφέραμε μέχρι τῆς 3ης ἡμέρας μετὰ τὴν σταύρωση τοῦ διδασκάλου. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν περίτρομοι, ἦσαν καταπτοημένοι. Ἦσαν πεπεισμένοι, ὅπως τόσο ὡραία περιγράφεται ἐκεῖ στὰ λόγια τους μὲ τὰ ὁποῖα περιγράφουν τὴν σταύρωση καὶ τὶς φῆμες, ὅπως νόμιζαν, περὶ ἀναστάσεως, στὸν Χριστό, στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, οἱ δύο μαθηταὶ πρὸς Ἐμμαούς. Ἦσαν πεπεισμένοι ὅτι ἡ ὑπόθεσης αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔληξε ἄδοξα μὲ τὴν σταύρωσή Του. Ἦσαν ὀχυρωμένοι, ὅπως εἴπαμε, ἐπάνω στὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν εἶδαν ἄνθρωποι ζωντανὸ καὶ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ τὸ φανερώσουν οἱ ἴδιοι καὶ αὐτὴν τὴν στροφὴ τῶν 180ο τὴν ἐμφανίζουν οἱ ἴδιοι μόνον μετὰ ἀπ΄ τὴν τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι πράγματι δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία ἀληθινὴ παρουσία ἡ συνάντησή τους μαζί Του.
Ἐὰν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ ποῦν μιὰ ἀπάτη, δὲν θὰ ἀπέφευγαν νὰ φανερώσουν ὅλους τοὺς ἐνδοιασμοὺς τοὺς ὁποίους εἶχαν; δὲν θὰ ἀπέφευγαν νὰ διακηρύξουν σ΄ ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ νὰ τὸ γράψουν σ΄ ὅλα τὰ Εὐαγγέλια ὅτι ἦσαν οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβητοῦσαν, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν, ἐκεῖνοι ποὺ παρουσίαζαν ἐπιχειρήματα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔλεγαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ λῆρο, γιὰ μιὰ συναρπαγή, γιὰ ἕνα ψέμα, αὐτὲς οἱ διηγήσεις γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ πῶς αὐτὰ τὰ πρόσωπα τώρα, τὰ τρομαγμένα, τὰ περίτρομα ἔρχονται ὄχι μονάχα νὰ τὸ διακηρύξουνε μπροστὰ στοὺς δυνατούς τῆς γῆς, μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς καὶ μπροστὰ στοὺς ἐνόπλους, ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοὺς συντρίψουν, ἀλλὰ καὶ δίνουν μετὰ ἀπὸ διωγμοὺς καὶ μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, ἄκαμπτοι ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, τὴν ζωή τους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπάτη; Ὅπως λέει, πολὺ σωστά, ἕνας Γάλλος, ὁ Goguel, «εἶναι ἀδύνατον γιὰ ἕνα ψέμα νὰ ὑποβληθεῖ κανεὶς σὲ διωγμοὺς καὶ νὰ δώσει τὴν ζωή του μὲ βάσανα καὶ μὲ τυρρανισμούς»· τὸ ψεῦδος τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος διὰ νὰ ἀποφύγει τὸν διωγμὸ, ὄχι διὰ νὰ τὸν ὑποστεῖ. Ὥστε λοιπόν, τὸ ὅλο κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζεται ἐπάνω στὴ διαβεβαίωση γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ πρέπει νὰ ποῦμε ἀκόμα, καὶ θάπρεπε νὰ τὸ ποῦμε ἴσως πρῶτο ἀπ΄ ὅλα, ὅτι αὐτὴν τὴν διαβεβαιώση γιὰ τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· τὸ εἶπε σαφέστατα καὶ τὸ διακήρυξε καὶ τὸ ὑπεστήριξε· καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸν ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἐκήρυξε, αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀπὸ τὸ κήρυγμα, αὐτὸν ὁ ὁποῖος χωρὶς καμία ἀμφισβήτηση ἀνέβηκε πάνω στὸν Σταυρὸ γι’ αὐτὸ τὸ κήρυγμα, πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν θεωρήσουμε σὰν ἕνα ἀπατεώνα, ὁ ὁποῖος σκηνοθετεῖ τὴν ταφή Του, ὁ ὁποῖος σκηνοθετεῖ τὴν Ἀνάστασή Του;
Τώρα ἀφοῦ μιλήσαμε γιὰ τὴν ἀπόλυτο ἀξιοπιστία τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ ποὺεἶναι ἡ δεύτερη κατηγορία τῶν ἀμφισβητήσεων, θὰ ἔλθουμε στὴν 3η κατηγορία ποὺεὔκολα ἀνατρέπεται, δη. σχετικὰ μὲ τὸν κενὸ τάφο.
Ἡ πρώτη ἀμφισβήτηση γιὰ τὸν κενὸ τάφο εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία παρουσιάζεται μέσα στὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ἔρχεται ἡ κουστωδία καὶ ἀναγγέλλει στοὺς ἀρχιερεῖς πάντα τὰ γενόμενα: τὸν σεισμὸ ποὺἔγινε καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὶ λένε οἱ ἀρχιερεῖς; Τοὺς ἔδωσαν λέει ἀργύρια ἱκανὰ καὶ τοὺς εἶπαν νὰ διαδώσουν ὅτι «αὐτῶν κοιμωμένων ἔκλεψαν οἱ μαθηταὶ τὸ σῶμα». Αὐτὴ βέβαια ἡ ἁπλὴ ἀνατροπὴ αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς εἶναι ἐκείνη ἡ φράσις ὅτι «ἂν ἐκοιμῶντο,πῶς εἶδαν τ ἔγινε;» ὅτι δηλ. ἔφυγε τὸ σῶμα ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ «ἂν δὲν ἐκοιμῶντο, πῶς ἄφησαν αὐτοὶ οἱ στρατιῶτες τοὺς μαθητὲς νὰ πάρουν τὸν Κύριο;». Τώρα ἡ ἄλλη σκέψις εἶναι ὅτι τὸ σῶμα δὲν τὸ ἀπεμάκρυναν οἱ μαθηταί, ἀλλὰ τὸ ἀπεμάκρυναν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ γίνει ὁ τάφος σημεῖο προσκυνήματος τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ δῶ πάλι αὐτὸ εἶναι τελείως ἀδιανόητο καὶ ξένο πρὸς τὴν λογική. Ξέρουμε ὅτι λίγες ἡμέρες μετὰ ἐδέχθησαν κατὰ πρόσωπο, μπροστὰ σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους ἐκείνη τὴν αὐστηρότατη κατηγορία τοῦ Πέτρου ὅτι «ἀπέκτειναν τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς, ὅν ὁ Θεὸς ἤγειρε ἐκ νεκρῶν». Καὶ ἔτσι ὁ Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστῶν ἀπ’ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ ὅλοι οἱ ἀπόστολοι ἐν συνέχειᾳ.
Πόσο ἁπλὸ θὰ ἦταν νὰ ἀποστομώσουν στὴ γέννεσί του τὸ Χριστιανικὸ κήρυγμα οἱ ἀρχιερεῖς, παρουσιάζοντας τὸ πτῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο εἶχαν κρύψει. Ἀμέσως αὐτὸ θὰ ἔπαυε γιὰ πάντα στὸ ξεκίνημά της αὐτὴν τὴν κίνηση, ἡ ὁποία ἀδιάκοπα ἀφαιροῦσε ὀπαδοὺς ἀπὸ τὸ Συνέδριο τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων· θὰ σταματοῦσαν αὐτὴν τὴν βλάσφημη αἵρεση παρουσιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀπεδείκνυαν εὔκολα, καὶ ἦταν στὸ χέρι τους νὰ τὸ κάνουν, ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ πλάνη. Ὁ Ἀρχιδικαστὴς τῆς Ἀγγλίας, ὅπως θὰ λέγαμε σὲ μᾶς ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, λόρδος Darling, συνοψίζει αὐτὸν τὸν ἔλεγχό του νομικῶς πάνω στὶς ἐνδείξεις γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσο αὐθεντικὰ ὥστε δὲν χρειάζεται νὰ προσθέσω τίποτε ἄλλο: «Ἐμεῖς λέει σὰν Χριστιανοὶ καλούμαστε νὰ παραδεχθοῦμε πολλὰ μόνον μὲ τὴν πίστη· τὸ βασικὸ θέμα, ἐὰν δηλ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστη ἀπ΄ τοὺς νεκροὺς ἢ ὄχι, πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν πράγματι ἐκεῖνο ποὺ διακήρυξε, δὲν καλούμεθα νὰ τὸ παραδεχθοῦμε μόνον μὲ τὴν πίστη. Ὑπάρχουν γιὰ τὴν πεποίθηση αὐτή, ὅτι εἶναι πραγματικὰ μιὰ ζωντανὴ ἀλήθεια, ὑπάρχουν τόσο πολυάριθμες ἐνδείξεις θετικὲς καὶ ἀρνητικὲς ἀπ΄ τὰ γεγονότα καὶ τὶς περιστάσεις, ὥστε κανένα σῶμα ἀπὸ νοήμονες ἐνόρκους στὸν κόσμο δὲν θὰ ἐξέφερε ἄλλη ἀπόφαση παρὰ ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι πράγματι ἀληθινή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως πολλοὶ παρουσιάζουν ἐκεῖνο τὸ ἐπιχείρημα, τὸ θετικὸ ἐκεῖνο ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖο πιστεύω ὅτι εἶναι πιὸ πιστικὸ ἐπιχείρημα γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ κατ΄ ἐξοχὴν ἐποχὴ ἀρνήσεως, ἀποστασίας καὶ συγχύσεως. Εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἀπροσδόκητες καὶ ψυχολογικὰ καὶ λογικὰ ἀνεξήγητες ἐπιστροφὲς ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν πεισματικὴ ἀπιστία στὴν πίστη χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν πάρα πολλές, ὑπάρχουν ἑκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις καὶ θὰ ἀναφέρουμε μονάχα τὶς περιπτώσεις διασήμων ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, οἱ ὁποῖοι διετέλεσαν ἄπιστοι καὶ ἔγιναν πιστοί.
Ὑπῆρχε στὴν Ἀγγλία ὁ Καθηγητὴς Joad, Καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστούς, ὁ ὁποῖος ἦταν τόσο πολὺ φανατικὸς στὴν ἄρνηση, ὥστε δὲν ἄφηνε εὐκαιρία, μὲ τὸν γραπτὸ λόγο ἀλλὰ καὶ μὲ μία σειρὰ ἀπὸ ἑβδομαδιαῖες ὁμιλίες στὸ ἀγγλικὸ ραδιόφωνο μὲ τίτλο «ὁ Joad καὶ ὁ Θεός», νὰ ὑποστηρίζη τὴν ἀνακρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Joad μελετώντας ἀκριβῶς τὴν Ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ παρουσιάσει ἐπιχειρήματα. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀπὸ μόνος του χωρὶς καμία ἐπίδραση πείσθηκε ὅτι τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅσα κήρυσσε ἦτο ἀλήθεια καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία παρουσιάσθηκε αἰφνιδίως καὶ εἶπε ὅτι ὅσα πίστευα ἦταν ψέμα καὶ ἀγωνίσθηκε σὰν τὸν Θωμᾶ καὶ ἐκήρυξε σ΄ ὅλο τὸν κόσμο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Κύριος καὶ Θεός. Στὸν 18ον αἰώνα, ὅπως ἀνέφερα, εἶχε φθάσει ἡ ἄρνηση στὸ κορύφωμά της καὶ στὴν Ἀγγλία, λέει ὁ Montesquieu ὅτι, ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος πεῖ σὲ ὁποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ἀνθρώπων ὅτι πιστεύει, δὲν γίνεται ὑποδεκτὸς μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ γέλια καὶ καγχασμούς.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δύο μορφωμένοι νέοι ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης ἔβαλαν γιὰ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους νὰ συγγράψουν δύο συγγράμματα, γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὁ πρῶτος ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Παύλου δὲν ὀφείλεται σὲ πίστη, σὲ ἀληθινὴ πίστη, καὶ ὁ δεύτερος ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦτο ψέμα.
Ὁ πρῶτος, ὁ Λόρδος Lytletton μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἐπέστρεψε μὲ ἕνα κείμενο ποὺ ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ συνάντησης τοῦ Παύλου μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ εἶχε πραγματικὰ συμβεῖ στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ Gilbert West ἔγραψε ὁλόκληρο σύγγραμμα τὸ ὁποῖο ὀνομάζει «Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς Ἱστορίας καὶ τῶν Ἐνδείξεων τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ» καὶ περιέχει μία σωρεία ἀπὸ ἐπιχειρήματα, πολλὰ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἐγὼ σᾶς παρουσίασα τώρα, λογικότατα ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως. Θὰ ἔχετε ἀκούσει, ἴσως, ὅτι τὸ πλέον διάσημο σατυρικὸ περιοδικὸ παγκοσμίως εἶναι τὸ «PUNCH». Ἐπὶ ἔτη ἐκδότης τοῦ Punch ὑπῆρξε ὁ Muggeridge, πνεῦμα ὀξὺ καὶ σκωπτικό, ὁ ὁποῖος δὲν δίσταζε νὰ διακηρύττει τὴν ἀπιστία του. Μιὰ ἐπίσκεψις ἐν τούτοις εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους κατέληξε εἰς ἀποτέλεσμα ἀντίθετο ἐκείνου τὸ ὁποῖον ἀνέμενε καὶ ἐπεδίωκε ὁ Muggeridge. Ἀντὶ νὰ κομίσει ἀποδείξεις ὅτι ἡ πεποίθησης στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνας μύθος, ἐπέστρεψε μὲ τὴν ἀκλόνητο πεποίθησιν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ μὲ μιὰ τέτοια ψυχικὴ μεταστροφή, ὥστε ἔγινε σήμερα ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ἡγέτες τοῦ Χριστιανικοῦ κινήματος στὴ Μ. Βρετανία. Στὸ περίφημο «Φεστιβὰλ τοῦ Φωτός», στὴν πολυάριθμη αὐτὴ συγκέντρωση στὴν Πλατεία TRAFALGAR τοῦ Λονδίνου, ὁ Muggeridge ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καυτηρίασε καὶ κάλεσε σὲ ἀφύπνιση καὶ ἀγώνα ἐναντίον τῆς χυδαιότητας καὶ τῆς παρακμῆς εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγεῖ ἡ ἀπιστία.
Ἴσως ὅμως πραγματικὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ κουράσει τὴν σκέψη του, αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ἀνάγκη γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, ἴσως τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ λογικὸ μνημεῖο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ νομικοῦ Morison. Αὐτὸς ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε διαβάσει ἀπὸ τοὺς Κριτικούς της Γερμανικῆς Σχολῆς, τὴν Κριτικὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Καὶ εἶχε πλούσια ὁπλιστεῖ μὲ ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καὶ ξεκίνησε μὲ τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ νὰ γράψει ἕνα βιβλίο ποὺ πραγματικά, λογικὰ θὰ ἔπειθε τὸν καθένα, ὅτι ἡ Ἀνάστασις δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ. Καὶ καθὼς ἄρχισε νὰ γράφει αὐτὸ τὸ βιβλίο, βρῆκε ὅτι ἦταν ἀδύνατο τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ γραφῆ. Καὶ ὄχι μονάχα ἦταν ἀδύνατο νὰ γραφῆ ἀλλὰ οἱ σκέψεις καὶ τὰ λόγια τὰ ὁποῖα ἔγραφε ὁδηγοῦσαν τελείως στὸν ἀντίθετο στόχο. Λέει ὁ ἴδιος: «Ἡ δύναμις τῶν περιστάσεων μὲ ἀνάγκαζε νὰ γράφω κάτι τὸ τελείως ἀλλιώτικο, ὄχι γιατί τὰ ἴδια τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα μελέτησα ἄλλαξαν, γιατί εἶναι ὁριστικὰ ἀποτυπωμένα στὶς σελίδες τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀλλὰ γιατί ἡ ἑρμηνεία τῶν γεγονότων αὐτῶν εἶχε μέσα μου ὑποστεῖ μία μεταβολὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιμονῆς αὐτῶν τῶν ἰδίων τῶν γεγονότων». Ὁ συγγραφέας ἀνακάλυψε μία ἡμέρα ὅτι ὄχι μονάχα δὲν μποροῦσε νὰ γράψει τὸ βιβλίο ποὺ εἶχε σχεδιάσει ἀλλὰ καὶ ὅτι ἂν ἤθελε, δὲν μποροῦσε. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσπάθεια προέκυψε τὸ πασίγνωστο βιβλίο τοῦ Morison «Ποιὸς ἐκύλισε τὸν λίθο;» ποὺ ἔχει κυκλοφορήσει σὲ ἑκατομμύρια ἀντιτύπων καὶ ἀποτελεῖ πραγματικὰ ἕνα μνημεῖο λογικῆς ἐργασίας, ὅπου παίρνει ὅλες τὶς διεξόδους τῆς ἀμφιβολίας καὶ τοὺς κόβει τὸν δρόμο μὲ τὶς ἴδιες τὶς μαρτυρίες τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ μὲ τὴν λογικὴ ἐπάνω σ΄ αὐτὲς δέχεται νὰ ἀσκήσει τὸ ἔργο τῆς ἀμφισβητήσεως καὶ ποὺ ἀποτυγχάνει.
Δίπλα σ΄ αὐτοὺς τοὺς διανοουμένους θὰ ἤτανε πραγματικὰ παρὰ πολὺ τολμηρὸ νὰ πῶ δύο λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Τὸ λέω μὲ ἀπόλυτη συναίσθηση γιὰ τὴν διαφορὰ σὲ ἀνάστημα καὶ τὴν διαφορὰ σὲ κύρος ποὺ μὲ χωρίζει ἀπ΄ αὐτούς. Ὅμως τὸ χρωστῶ σὲ σᾶς, καὶ τὸ κάνω γιὰ πρώτη φορά, τὸ χρωστῶ σὲ σᾶς ποὺ εἴσαστε τὰ ἀδέλφια μου, μὲ τὰ ὁποῖα ζῶ τόσο ἔντονα τὴν ζωὴ τοῦ Πανεπιστημίου, νὰ σᾶς μαρτυρήσω ὅτι ἔζησα τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς γυμνασιακῆς μου ζωῆς καὶ σχεδὸν ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου σὰν φοιτητὴς μέσα στὴν ἄρνηση καὶ στὴν ἀμφιβολία. Καὶ νὰ σᾶς πῶ ὅτι δέχθηκα, μετὰ ἀπὸ πάρα πολλὴ μελέτη, τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως σὰν ἀληθινὸ καὶ ὅλη μου ἡ ζωή, δὲν εἶναι ἀπὸ μία σκοπιά, τίποτε ἄλλο, παρὰ ἕνα πύρωμα ἐπάνω στὴν ἀκρίβεια τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ ἔχω νὰ σᾶς πῶ ὅτι οὔτε μιὰ στιγμή, οὔτε μιὰ παρατήρηση μέσα στὴ ζωή μου, δὲν παρέλειψε παρὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατον λογικά, εἶναι ἀδύνατον ψυχολογικὰ νὰ ζήσω οὔτε μία στιγμὴ μὴ πιστεύοντας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θέλω νὰ καλέσω, σὰν ἀδελφὸς πρὸς ἀδελφούς, τὸν καθένα ἀπό σᾶς, ἂν αὐτὸ δὲν ἔχει ὁλοκληρωτικὰ συμβεῖ στὴν ζωή σας, νὰ πάρει τὴν θέση αὐτὴ καὶ νὰ δεχθεῖ ἀπροκάλυπτα, τίμια, χωρὶς φόβο, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν ἕνα γεγονός. Καὶ νὰ μὲ βρεῖ, ἂν θέλει, νὰ συζητήσουμε, ἂν θέλει καὶ νὰ χαροῦμε μαζὶ τὰ ὅσα θὰ ἐπακολουθήσουν ἀπ΄ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π. Τρεμπέλα: Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρέτ, Ἀθῆναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Ἡ αἰωνία ἀλήθεια, Ἀθῆναι, 1960.
3. Ἰ. Ἀγαπίδη: Ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῆς Ἰουδαϊκῆς καὶ Ρωμαϊκῆς δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ὁ Κύριος, Ἑλλ. Μετάφρασις, Ἀθῆναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: Α PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τοῦ ἰδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τοῦ ἰδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.