Ἡ ἀξία τῆς ἐπίμονης προσευχῆς – Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος

Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος καταλάβει ὅτι τοῦ λείπει ἡ θεία βοήθεια, κάνει πολλὲς προσευχὲς καὶ ὅσο τὶς αὐξάνει, τόσο ταπεινώνεται ἡ καρδιά του. Διότι ὅποιος ἱκετεύει καὶ ζητάει, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταπεινωθεῖ, καὶ ὁ Θεὸς μιὰ τέτοια καρδιά, «συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη, δὲ θὰ τὴν περιφρονήσει» (Ψάλμ. 50:19). Ὅσο ἡ καρδιὰ δὲν ταπεινώνεται, δὲν μπορεῖ νὰ πάψει νὰ τριγυρνάει σκόρπια ἐδῶ καὶ κεῖ. Ἡ ταπείνωση συμμαζεύει τὴν καρδιά. Καὶ ὅταν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀμέσως τὸν κυκλώνει τὸ θεῖο ἔλεος, καὶ τότε ἡ καρδιὰ αἰσθάνεται τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί νιώθει μέσα της νὰ κινεῖται μιὰ δύναμη ποὺ τὴ στηρίζει, καὶ τότε εἶναι ποὺ ἡ καρδιὰ γεμίζει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ· καὶ ἀπ’ αὐτὸ καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα φυσικὸ καταφύγιο βοήθειας, καὶ πηγὴ σωτηρίας, καὶ θησαυρὸς ἀκλόνητης πίστης, καὶ λιμάνι ποὺ σώζει ἀπὸ τὴν τρικυμία, καὶ φῶς στοὺς σκοτισμένους, καὶ στήριγμα γιὰ τοὺς ἀρρώστους, καὶ σκέπη τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν, καὶ βοήθεια στὴν ἔνταση τῆς ἀρρώστιας, καὶ ἀσπίδα ποὺ σώζει ἀπὸ τοὺς ἀκοντισμοὺς στὸν ἀόρατο πόλεμο, καὶ βέλος αἰχμηρὸ κατὰ τῶν δαιμόνων.

Μὲ δυὸ λόγια, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προσευχὴ ἀποκτᾶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀνέφερα. Καὶ καθὼς ἐντρυφᾷ στὴν προσευχή, ἡ καρδιά του χαίρει καὶ ἀγάλλεται ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη της στὸ Θεό, καὶ δὲ μένει πιά, ὅπως πρῶτα, χλιαρή, νὰ λέει λόγια χωρὶς νόημα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλάβει πολὺ καλὰ αὐτὰ ποὺ εἶπα, τότε θὰ ἀποκτήσει ἀληθινὴ προσευχὴ στὴν ψυχή, ποὺ θὰ τὴν ἔχει σὰν θησαυρό. Καὶ τότε εἶναι πού, ἀπὸ τὴν πολλή του εὐφροσύνη, ἡ συμβατική του προσευχὴ θὰ ἀλλάξει καὶ θὰ γίνει ἔντονη εὐχαριστήρια δοξολογία. Ἔτσι, καταλαβαίνουμε τί σημαίνει ὅτι «ἡ προσευχὴ εἶναι χαρά, ποὺ στέλνει τὴν εὐχαριστία της στὸ Θεό».

Ὅταν φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ ἄνθρωπος, δὲν προσεύχεται πιὰ μὲ κόπο καὶ μόχθο, ὅπως πρωτύτερα, ποὺ δὲν εἶχε αὐτή τη χάρη· ἀλλὰ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἀναβρύει συνεχῶς εὐχαριστίες ἄρρητες καὶ βάζει μετάνοιες· καὶ ἀπὸ τὴ μεγάλη του συγκίνηση φτάνει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, καὶ θαυμάζει, καὶ ἐκπλήσσεται γιὰ τὴ χάρη ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός, καὶ τότε, ξαφνικά, ὑψώνει τὴ φωνή του ὑμνολογῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό. Καὶ ἡ γλῶσσα του τότε κινεῖται γεμάτη ἔκπληξη.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀνέφερα, ἔρχονται στὸν ἄνθρωπο, ἂν συναισθανθεῖ τὴν πνευματική του φτώχεια καὶ ἀδυναμία. Γιατί τότε, ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐπιθυμία ποὺ ἔχει νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεός, ἔρχεται κοντὰ Του μὲ ἐπίμονη προσευχή. Καὶ ὅσο πλησιάζει τὸ Θεὸ μὲ πόθο, τόσο καὶ ὁ Θεὸς ἔρχεται κοντά του δίνοντάς του χαρίσματα· καὶ δὲ θὰ πάρει τη χάρη Του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο αὐτὸς μένει στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Ὅπως ἡ χήρα τοῦ εὐαγγελίου, ἡ ὁποία τρέχει πίσω ἀπὸ τὸ δικαστῆ κράζοντας συνέχεια νὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο καὶ νὰ τὴ γλιτώσει ἀπὸ τὸν ἀντίδικο. Κάπως ἔτσι καὶ ὁ εὔσπλαχνος Θεός: κάνει πὼς δὲν ἀκούει, καὶ ἀναβάλλει νὰ δώσει τὰ χαρίσματά Του στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ αἰτία νὰ ἔρθει πιὸ κοντά Του καί, ἐξ αἰτίας ποὺ τὸν ἔχει ἀνάγκη, νὰ παραμείνει κοντά Του καὶ νὰ ὠφελεῖται πνευματικά.

Κάποια αἰτήματα, βέβαια, ὁ Θεὸς τὰ ἱκανοποιεῖ ἀμέσως, ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλα αἰτήματα ὅμως δὲν τὰ ἱκανοποιεῖ. Καὶ ὅταν ὁ δαίμονας μᾶς καίει καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ἔρχεται ἡ θεία χάρη καὶ ἀποδιώχνει τὸ καυτερό, ἐνῷ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἐπιτρέπει τὶς θλίψεις καὶ τὸν πόνο, γιὰ νὰ γίνουν αὐτὰ αἰτία νὰ προσεγγίσουμε, ὅπως εἶπα, τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ διαπαιδαγωγηθοῦμε καὶ νὰ ἀποκτήσουμε πεῖρα γιὰ τοὺς ἀγῶνες μας στοὺς πειρασμούς (83-5).

 

ΠΗΓΗ: https://agiazoni.gr