Ἡ Ἀνάσταση ὡς βιωματικό γεγονός από Εὐστράτιο Ψάλτου

Στὴν ἀφήγηση ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς Ἡ πορεία πρὸς Ἐμμαούς, στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, διαβάζουμε ὅτι τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ οἱ Μυροφόρες βρῆκαν κενὸ τὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ, δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του πήγαιναν σὲ κάποιο χωριό, τὸ ὁποῖο ἀπεῖχε λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ λεγόταν Ἐμμαούς. Κι ἐνῷ συνομιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν συμβεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐμφανίστηκε σὲ αὐτοὺς ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾷ μαζί τους. Ὡστόσο, ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἀναγνώρισαν: «Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνώναι αὐτόν». Τὰ μάτια τοὺς ἦταν κλειστὰ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν.

Στὴ συζήτηση ποὺ ἄνοιξαν μὲ τὸν ἄγνωστο συνοδοιπόρο ἦταν σκυθρωποί. Ἐνῷ περίμεναν ὁ διδάσκαλός τους νὰ θριάμβευε καὶ νὰ διέλυε τοὺς ἐχθρούς του, τὸν εἶδαν νὰ καταδικάζεται καὶ νὰ σταυρώνεται. Καὶ τώρα εἶχαν περάσει τρεῖς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ ἔγιναν αὐτὰ καὶ δὲν ἔβλεπαν τίποτα ποὺ νὰ δικαιολογεῖ τὴν προσμονή τους. Αὐτὴ ἡ ἱστορία φαινόταν νὰ ἔχει τελειώσει. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔρχεται ἡ ἀντίδραση τοῦ ἄγνωστου συνοδοιπόρου: «Εἶστε ἀνόητοι καὶ μὲ καρδιὰ ἀνήμπορη νὰ πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες! Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ τὰ πάθει ὅλα αὐτὰ, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴ δόξα του;».

Ἡ ἀναφορὰ σ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ ἀναφορὰ στοὺς ὕμνους τοῦ Πάσχοντος Δούλου, οἱ ὁποίοι συναντῶνται στὸ κείμενο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα (42:1–4, 49:1–6, 50:4–11, 52:13–53:12). Οἱ ὕμνοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τμῆμα τῶν ἰουδαϊκῶν μεσσιανικῶν ἀφηγήσεων, οἱ ὁποῖες διαμορφώθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσιακῆς καὶ μεταιχμαλωσιακῆς περιόδου. Ἡ προαιχμαλωσιακὴ ἑβραϊκὴ σκέψη, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Δευτερονομιστῆ, εἶχε τὴν τάση νὰ ἑρμηνεύει καὶ νὰ βιώνει τὰ διάφορα δεινὰ ὡς δίκαιη τιμωρία τῆς ἀπιστίας τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ. Ὡστόσο, ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ὕστερα ἐμφανίστηκε μιὰ ἀλλαγή. Ἡ ἑβραϊκὴ σκέψη ἐνῷ συνέχισε νὰ βλέπει τὰ δεινὰ ὡς τιμωρία τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ἀπιστία του, ταυτόχρονα τὰ ἐνέταξε στὸ πλαίσιο μιᾶς εὐρύτερης ἀφήγησης, ἡ ὁποία εἶχε ὡς περιεχόμενο τὴν πάλη ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν Διάβολο.

Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς πάλης ἐμφανίζεται ὁ Δοῦλος Κυρίου (Eved Jahwe), ὁ ὁποῖος ἔρχεται νὰ φορτωθεῖ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀνομίες τοῦ λαοῦ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ἐκεῖνος γι’ αὐτές, προκειμένου νὰ ἐξιλεωθεῖ ὁ λαός. Βασανίζεται, κι ὅμως ταπεινὰ ὑπομένει. Ὁδηγεῖται σὰν πρόβατο στὴ σφαγή, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἔχει πράξει καμιὰ ἀνομία. Ἡ ζωὴ του γίνεται θυσία ἐξιλέωσης, προκειμένου νὰ ἔρθει ὁ Σωτῆρας (Moshia) ποὺ θὰ ἀπελευθερώσει τὸν Ἰσραήλ ἀπὸ τὴ δουλεία. Μὲ τὴν παντοδυναμία του θὰ συντρίψει τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ ἐγκαταστήσει τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ ὡς ἕνα βασίλειο δικαιοσύνης πάνω σε ὅλα τα ἔθνη μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία θὰ πάψει νὰ εἶναι ἐγκαταλελειμμένη καὶ θὰ γίνει πόλη ποθητή.

Τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ποιὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἐδώμ, μὲ ροῦχα κόκκινα ἀπὸ τὴ Βοσρά; Αὐτὸς μὲ τὴν λαμπρὴ στολὴ ποὺ περπατάει μὲ δύναμη μεγάλη; “Ἐγώ, ὁ Κύριος, εἶμαι! Ἐκεῖνος ποὺ ἀποδίδω δικαιοσύνη καὶ ποὺ νὰ σώζω ἔχω τὴ δύναμη”. Γιατί εἶναι κόκκινη ἡ στολή σου καὶ σὰν ἐκείνου ποὺ πατάει στὸ πατητήρι εἶναι τὰ ροῦχα σου; “Πάτησα μονάχος μου στὸ πατητήρι. Κανένας δὲν μὲ βοήθησε ἀπ’ τοὺς λαούς. Ἀπάνω στὸ θυμό μου τοὺς ποδοπάτησα καὶ τοὺς συνέτριψα πάνω στὴν ὀργή μου. Ἔτσι τὸ αἷμα τους κηλίδωσε τὰ ροῦχα μου καὶ λέρωσα ὅλη τὴ στολή μου. Στὸν νοῦ μου εἶχα νὰ ἐκδικηθῶ μιὰ ἡμέρα τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἦρθε ἡ χρονιὰ γιὰ νὰ λυτρώσω τὸν λαό μου”» (Ἠσαΐας, 63: 1-4).

Σὲ αὐτὴν τὴ μεσσιανικὴ ἀφήγηση ἀναφέρεται τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο, ὅταν ὁ ἄγνωστος συνοδοιπόρος τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαοὺς ἀπευθύνεται στοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς λέει: «ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» Ὡστόσο, στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς μεσσιανικῆς ἀφήγησης, ἀλλὰ καὶ σὲ παρόμοιες ἀφηγήσεις ποὺ συναντῶνται στὰ κείμενα τοῦ Ὠσηὲ καὶ τοῦ Ἀμῶς, δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.

Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ὡς στοιχεῖο ποὺ συνοδεύει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία συναντᾶται σὲ μία ἄλλη ὁμάδα ἀφηγήσεων, στὴν ὁποία ἀνήκουν τὰ βιβλία τοῦ Δανιήλ, τὰ δύο βιβλία τοῦ Ἐνὼχ καὶ ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Βαρούχ. Κι ἐνῷ στὶς ἀφηγήσεις αὐτὲς ἡ ἔλευση τοῦ Μεσσία συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴ σωτηρία τοῦ συνόλου τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ μόνο ἐκείνων ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ νόημα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ παύει νὰ ἔχει ἀποκλειστικῶς φυλετικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ προσλαμβάνει ἕνα πνευματικὸ περιεχόμενο.

Τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Δανιὴλ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐκείνη τὴν ἐποχή», συνέχισε ὁ ἄγγελος, «θὰ παρουσιαστεῖ ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ προστάτης τοῦ λαοῦ σου. Θὰ εἶναι στενάχωρα χρόνια, ποὺ ὅμοιά τους δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκαν τὰ ἔθνη. Θὰ σωθοῦν, ὅμως, ἀπὸ τὸν λαό σου ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ ποὺ ἔχουν πεθάνει θ’ ἀναστηθοῦν, ἄλλοι γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια κι ἄλλοι γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν αἰώνια ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. Οἱ συνετοὶ ὅμως θὰ λάμψουν σὰν τὸ λαμπρὸ στερέωμα, κι ἐκεῖνοι ποὺ βοήθησαν πολλοὺς νὰ μείνουν πιστοί, θὰ λάμψουν ἐπίσης σὰν ἀστέρια γιὰ πάντα. Τώρα ἐσύ, Δανιήλ, κλεῖσε τὸ βιβλίο μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ κράτησε μυστικό τὸ περιεχόμενό του μέχρι τὸν καιρὸ τοῦ τέλους» (Δανιήλ, 12: 1-4).

Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς μεσσιανικῆς ἀφήγησης μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ καὶ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ 27ο κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ἄνοιξαν τὰ μνήματα καὶ πολλοὶ μέσα στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶδαν νὰ ἐμφανίζονται ἀναστημένοι νεκροί: «ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».

Κι ἐνῷ πολλοὶ εἶδαν στὴν Ἱερουσαλὴμ νεκροὺς νὰ ἔχουν ἀναστηθεῖ, οἱ δύο μαθητὲς τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαοὺς δὲν μπόρεσαν ἀρχικῶς νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ σὲ αὐτούς. Ὅταν πιὰ τὸν ἀναγνώρισαν, οἱ μαθητὲς συζήτησαν μεταξύ τους καὶ ἀναρωτήθηκαν γιὰ τὴν τυφλότητά τους. Τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο κατέληξαν ἦταν ὅτι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Χριστό, γιατί ἡ καρδιά τους δὲν εἶχε τὴν ἀπαραίτητη φλόγα, «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν» (Λουκ. 24: 32).

Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς μετατόπισε βιωματικὰ ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄγνωστος συνοδοιπόρος, ὅταν κάθησε στὸ τραπέζι μαζί τους, πῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωκε, ἀφοῦ τὸ ἔκοψε. Ποιὸ ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ πράξη, ὥστε νὰ κάνει τὴν καρδιά τους ν’ ἀρχίσει νὰ φλέγεται καὶ ν’ ἀναγνωρίσουν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά τους; Μὰ αὐτὴ ἦταν ἡ πράξη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ τελευταίου δείπνου μὲ τοὺς μαθητές του, στὴν ὁποία τοὺς μύησε λέγοντας: «τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22: 19).

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θέαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ παύει νὰ εἶναι μιὰ ἀντικειμενικὴ παρατήρηση καὶ γίνεται ὑπόθεση μιᾶς βιωματικῆς μετατόπισης εἶναι κάτι καινούργιο. Δὲν συναντᾶται μέσα στὶς μεσσιανικὲς ἀφηγήσεις ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ σ’ ἕνα ἄλλο σύνολο ἀφηγήσεων, οἱ ὁποῖες γράφτηκαν τὴν περίοδο τοῦ Δευτέρου Ναοῦ (516 π.Χ. – 60 μ.Χ.). Οἱ ἀφηγήσεις αὐτὲς εἶναι οἱ ἀφηγήσεις τῆς λεγόμενης Ἀποκαλυπτικῆς καὶ Σοφιολογικῆς γραμματείας, στὶς ὁποῖες ἡ θέαση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας του ἀπὸ ἐξωτερικὸ συμβὰν γίνεται βιωματικὸ γεγονὸς μιᾶς ἐκστατικῆς ἐμπειρίας.

Γιὰ παράδειγμα, στὴν ἀφήγηση τοῦ Ἰώβ, ἀρχικῶς ἐκεῖνος καὶ οἱ φίλοι του συζητοῦν γιὰ τὰ παθήματά του, ἔχοντας στὸ μυαλὸ μιὰ δικαιϊκὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰὼβ ἀρνεῖται ὅτι δικαίως ὑποφέρει καὶ ζητάει νὰ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, προκειμένου νὰ βρεῖ δικαίωση. Ὡστόσο, στὸ τέλος τῆς ἀφήγησης ἐμφανίζεται ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ὁ Ἐλιού, ὁ ὁποῖος βοηθάει τὸν Ἰὼβ νὰ μετατοπιστεῖ βιωματικά, νὰ ντραπεῖ γιὰ ὅσα ἔχει πεῖ καὶ νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἐνῷ πρὶν ἤξερε γιὰ τὸν Θεὸ ἀπ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει, τώρα μπορεῖ νὰ τὸν δεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια ὡς φῶς ἀκόμη καὶ μέσα στὰ δεινά του.

Στὴν ἀφήγηση αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ στὸ φῶς διαφέρει ἀπὸ ἐκείνη τῶν ἀφηγήσεων τοῦ ζωροαστρικοῦ ἤ τοῦ ἰουδαϊκοῦ μεσσιανισμοῦ. Σὲ αὐτὲς εἶχε τὸ νόημα τοῦ ἐξωτερικοῦ, κοσμικοῦ στοιχείου, τοῦ ὁποίου ἡ διαμάχη μὲ τὸ σκότος ὁδηγεῖ στὸν τελικό, κοσμικὸ θρίαμβο τοῦ φωτός. Στὴν ἀφήγηση τοῦ Ἰὼβ τὸ φῶς δὲν ἔχει αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά. Τὸ φῶς ἐδῶ γίνεται τὸ σημαῖνον μιᾶς βιωματικῆς κατάστασης, στὴν ὁποία τὸ ἐγὼ κλονίζεται ἀπὸ ἕνα εἶδος νηφάλιας μέθης κι ἔτσι ἀναγνωρίζει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καὶ μέσα στὰ δεινά του.

Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα συναντᾶται τὸ φῶς καὶ μέσα στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, κυρίως στὸ Κατὰ Ἰώαννην Εὐαγγέλιο καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καθὼς σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα τὸ φῶς παύει νὰ ἔχει τὸ νόημα τοῦ ἐξωτερικοῦ, κοσμικοῦ στοιχείου καὶ προσλαμβάνει τὸ νόημα μιᾶς βιωματικῆς κατάστασης, μιᾶς καρδιακῆς ἔκστασης. Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρὸς Ἐφεσίους, ζητάει νὰ φωτιστοῦν τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς τους, ὥστε νὰ γνωρίσουν ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ καλέσματος καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς δύναμης ἐκείνων ποὺ θὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ αὐτὸ τὸ κάλεσμα («πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τὶς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ… καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας» (1: 16-20).

Ἡ δύναμη γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἔχει τὸ νόημα τῆς κοσμικῆς δύναμης, ἡ ὁποία ψάχνει τὴν ἐξωτερικὴ πραγμάτωση κι ἐπιβεβαίωσή της. Καὶ μπορεῖ μὲ αὐτὸ τὸ νόημα ἡ ἐπιδίωξη τῆς δύναμης νὰ ἔχει βοηθήσει τὸν ἀνθρώπινο πολιτισμὸ νὰ πετύχει πολλά, ὡστόσο, ὅσο τὸν ἔχει βοηθήσει, ἄλλο τόσο τὸν ἔχει βλάψει, καθὼς σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸν κρατᾶ τυφλὸ καὶ αἰχμάλωτο μέσα σὲ ἀπατηλὲς καὶ συχνὰ καταστροφικὲς φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀρχίσει νὰ φλέγεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο εἶδος δύναμης, τὴ δύναμη ποὺ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», τότε τὰ μάτια της ἀνοίγουν καὶ ἡ κάθε στιγμὴ μπορεῖ καὶ βιώνεται σὰν νὰ εἶναι ἡ στιγμὴ φωτισμοῦ τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαούς.

*ο Στρατής Ψάλτου είναι Δρ Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας

 

Πηγή: https://antifono.gr