Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου – Gillet Lev Fr. (1893- 1980)

Ἐὰν ἔχουμε ζήσει τὴ χαρὰ τῆς Πασχαλινῆς περιόδου, εἶναι σπάνιο νὰ μὴν νιώσουμε ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιά, ὅταν ἔρχεται ἡ μέρα τῆς Ἀναλήψεως. Ξέρουμε πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Κι ὅμως, μᾶς φαίνεται σὰν ἀναχώρηση, σὰν χωρισμός, ὅτι ὁ Κύριός μας δὲν εἶναι πιὰ παρὼν μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο. Οἱ μαθητὲς δὲν ἀντέδρασαν ἔτσι. Θὰ μποροῦσε ἡ λύπη νὰ τοὺς ἔχει καταβάλει, αὐτοὶ ὅμως ἀντιθέτως» ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλnς» (Λουκ. 24:36-53). Γιατί n Ἀνάληψη χαροποιεῖ τοὺς χριστιανούς;

Καταρχάς, διότι n δόξα τοῦ Κυρίου μας εἶναι πολύτιμη γιά μᾶς. Ἡ Ἀνάληψη ἐπιστέφει τὴν ἐπίγεια ἀποστολή Του. Ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο ποὺ Τοῦ ἀνάθεσε ὁ Πατήρ, καὶ πρὸς Αὐτὸν τείνει τώρα μὲ ὅλο τὸ εἶναι Του. Σὲ λίγο ὁ Πατέρας θὰ Τὸν ὑποδεχθεῖ, ὅπως ἁρμόζει στὴ νίκη ποὺ κέρδισε κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, μία νίκη ποὺ κατακτήθηκε μὲ τόσο πόνο. Σὲ λίγο θὰ δοξαστεῖ στὸν οὐρανό. Ἡ δόξα καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου μας πρέπει νὰ εἶναι σημαντικότερες γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν «αἰσθητὴ παρηγοριὰ» ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν παρουσία Του. Ἂς μάθουμε νὰ ἀγαποῦμε τόσο τὸν Κύριό μας, ὥστε νὰ χαιρόμαστε μὲ τὴ δική Του χαρά.

Στὴ συνέχεια, ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τὸ γενονὸς ὅτι ὁ Πατὴρ ἀποδέχεται ὅλο τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ. Ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ πρῶτο ἐκτυφλωτικὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς. Ἡ Πεντηκοστὴ θὰ εἶναι τὸ τελικό. Ἡ νεφέλη ποὺ σήμερα περιβάλλει τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀνεβαίνει μαζί Του στὸν οὐρανὸ ἀντιπροσωπεύει τὸν καπνὸ τοῦ ὁλοκαυτώματος ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο πρὸς τὸν Θεό. Ἡ θυσία ἔγινε δεκτή. Ὁ Πατὴρ ὑποδέχεται τὸ Θύμα, ὅπου κοντά Του θὰ συνεχίσει νὰ προσφέρει αἰωνίως τὴ θυσία Του. Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὁλοκληρώθηκε.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπιστρέφει μόνος στὸν Πατέρα. Εἶναι ὁ ἀσώματος Λόγος ποὺ κατέβηκε καὶ ἔζησε μετὰ τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα εἶναι ὁ Λόγος ποὺ ἐγένετο Σάρξ, ἀληθινὸς Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ποὺ εἰσέρχεται στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Φέρνει μαζί Του τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποία εἶχε ἐνδυθεῖ. Ἀνοίγει τὶς πύλες τῆς Βασιλείας γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα . Κατακτοῦμε « μέσῳ πληρεξουσίου» τὰ ἐπουράνια ἀγαθά: «Ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι … συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖs ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἐὰν εἴμαστε πιστοί, προόρισε γιὰ μᾶς θέση στὴ Βασιλεία. Ἡ παρουσία μας ἐκεῖ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ περιμένει.

Ἡ Ἀνάληψη καθιστᾶ γιὰ μᾶς τὴ σκέψη τοῦ οὐρανοῦ περισσότερο παροῦσα καὶ ἐπίκαιρη. Σκεπτόμαστε ἄραγε ἀρκετὰ τὴ μόνιμη κατοικία μας; Γιὰ τοὺς περισσότερους χριστιανούς, ἡ οὐράνια ζωὴ εἶναι κάτι σὰν συμπλήρωμα τῆς ἐπίγειας. Κάτι σὰν ὑστερόγραφο, σὰν τὸ παράρτημα ἑνὸς βιβλίου, τοῦ ὁποίου τὸ κυρίως κείμενο ἔχει γραφτεῖ στὴ γῆ. Τὸ ἀντίθετο ὅμως εἶναι τὸ ἀληθινό. Ἡ ἐπίγεια ζωή μᾶς δὲν εἶναι παρὰ ὁ πρόλογος τοῦ βιβλίου. Ἡ ζωὴ στὸν οὐρανὸ θὰ εἶναι τὸ κείμενο, καὶ τὸ κείμενο δὲν θὰ ἔχει τέλος. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἄλλη εἰκόνα, ἡ γήινη ζωὴ μας εἶναι μία σήραγγα-στενή, σκοτεινὴ καὶ πολὺ σύντομη- ποὺ ὁδηγεῖ σ’ ἕνα ὑπέροχο καὶ ἡλιόλουστο τοπίο. Σκεπτόμαστε πάρα πολὺ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ μαs τώρα. Δὲν σκεπτόμαστε ἀρκετὰ αὐτὸ ποὺ θὰ εἶναι στὸ μέλλον: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε… ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».

Στὸν Ὄρθρο τῆs ἑορτῆς ψάλλουμε: «Ἀγγελικῶs οἱ ἐν κόσμῳ πανηγυρίσωμεν…». Πράγμα ποὺ σημαίνει, ἂς σκεπτόμαστε περισσότερο τοὺs ἀγγέλουs, ἂς προσπαθήσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὰ δικά τους αἰσθήματα, νὰ γευθοῦμε κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γεύθηκαν αὐτοί, ὅταν ὁ Υἱὸς ἐπέστρεψε ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός. Ἂς μεταφερθοῦμε πρῶτα-πρῶτα κοντὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τοὺs ἁγίους, ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ συμπολίτες μας: «Τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ ἀπεκδεχόμεθα σωτῆρα Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν». Ἡ ζωή μας θὰ μεταμορφωνόταν, ἐάν, ἤδη ἀπὸ τώρα, ρίχναμε τὴν καρδιά μας στὴν ἀντίπερα ὄχθη, πέρα ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, στὴ Βασιλεία, ὅπου βρίσκονται ὄχι μόνον τὰ ἀληθινὰ ἀγαθά μας, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦμε.

Οἱ μαθητές, ἀφοῦ ἀποχωρίστηκαν τὸν Ἰησοῦ, παρέμεναν πλήρειs ἐλπίδας, διότι ἤξεραν ὅτι θὰ τοὺs ἐδίδετο τὸ Πνεῦμα. Τοὺς παρήγγειλε «ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός…». Ἡ νεφέλη περιβάλλει τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔχει πάρει ἀκόμη τὸ χρῶμα τῆς φλόγας τῆς Πεντηκοστῆς Ὁ Ἰησοῦς φεύγοντας μᾶς σταθεροποιεῖ σὲ μία στάση, ὄχι λύπης ἀλλὰ χαρούμενης καὶ γεμάτης ἐμπιστοσύνη προσμονῆς .

«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερoυσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης.» Νὰ τί θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ γιορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Ἐὰν ὁ Ἰησοὺs ἀπομακρύνεται εὐλογώντας, κι ἂν ἐμεῖς Τὸν προσκυνοῦμε γονατιστοὶ ἐνῶ ἀνεβαίνει, θὰ σηκωθοῦμε γεμάτοι μὲ καινούργια δύναμη-καρπὸ τῆς εὐλογίας καὶ τῆς προσκύνησης- καὶ θὰ ἐπιστρέψουμε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, «μετὰ χαρᾶς μεγάλης».

 

Πηγή: https://agiazoni.gr/