Και «φυσιούμαι» τι θα πει; θα πει φουσκώνω από κενοδοξία.
Και δυστυχώς οι δύο αυτές κακίες η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, συνυπάρχουν, γιατί «τόση μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει εκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο. Η κενοδοξία δηλαδή είναι η αρχή και η υπερηφάνεια το τέλος».
Ώστε αυτός που έχει χριστιανική αγάπη, λέει ο απ. Παύλος, δεν είναι υπερήφανος και κενόδοξος.
Γιατί η υπερηφάνεια γεννά τα αντίθετα της αγάπης, εφόσον είναι: «δημιουργός της ασπλαχνίας, άγνοια της συμπαθείας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού». Δεν φουσκώνει από την έπαρση και τη φαντασία και δοκησισοφία. Γιατί δοκησίσοφος είναι εκείνος που νομίζει τον εαυτό του σοφό. Εκείνος λοιπόν που έχει τη χριστιανική αγάπη είναι με άλλα λόγια ταπεινόφρονας. Διότι γνώρισμα τής χριστιανικής αγάπης είναι η ταπεινοφροσύνη. Δηλαδή φρονώ ταπεινά για τον εαυτό μου.
Αλλά ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα το κακό αυτό, την υπερηφάνεια. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που διεγείρουν την υπερηφάνεια, την έπαρση;
Τα υλικά αγαθά, α) Το πολύ χρήμα και η μεγάλη οικονομική ευχέρεια. Επειδή αυτά προμηθεύουν άφθονα μέσα ανέσεως, χλιδής, απολαύσεως και γενικά καλοζωίας. Επειδή το χρήμα το σπαταλούν σε διασκεδάσεις και πολυτελή ενδύματα και για την εξωτερική ελκυστική εμφάνιση, πολλοί αποδίδουν μεγάλη αξία σε αυτά, διότι δεν γεύθηκαν άλλα, τα πνευματικά, ώστε να καταλάβουν ότι σε εκείνα έγκειται η αξία του ανθρώπου. Επειδή δεν έχουν καταλάβει που έγκειται, που υπάρχει η αξία, γι’ αυτό υψηλοφρονούν και επαίρονται οι έχοντες χρήματα, ενώ τα χρήματα δεν έχουν καμιά πραγματική αξία, διότι την ευτυχία που ζητούν δεν την βρίσκουν στο χρήμα. Αυτό έρχεται στιγμή που το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι. Αλλά επειδή οι άλλοι, οι γύρω τους, οι κόλακες τους δίνουν αξία, γι’ αυτό και αυτοί «περπερεύονται» και «φουσκώνουν», υπερηφανεύονται και «φυσιούνται».
Εκείνος που έχει την αγάπη, και αν υποτεθεί ότι ο Θεός ευλόγησε την εργασία του και έκανε χρήματα, δεν περπερεύεται, διότι αφενός μεν γνωρίζει ότι το χρήμα είναι δώρο του Θεού, είναι κεφάλαιο το οποίο του εμπιστεύθηκε ο Θεός, όχι για δική του αποκλειστικά χρήση, αλλά κυρίως για να το διαχειρίζεται προς ωφέλεια και εξυπηρέτηση των άλλων. Εκείνος που έχει αγάπη χριστιανική βοηθεί και υποστηρίζει όλους που έχουν ανάγκη. Και όπως θα είναι ανόητο, ένας διαχειριστής ξένης περιουσίας να κομπάζει για ξένα αγαθά, έτσι ανόητος θεωρείται και εκείνος που υπερηφανεύεται για όσα του δίδει ο Θεός και για τα οποία θα δώσει λόγο εν καιρώ. Εξάλλου εκείνος που έχει χριστιανική αγάπη, κατέχει με την αγάπη θησαυρούς ανεκτίμητους και άφθαρτους και αιώνιους.
Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος σχετικά με τα υλικά αγαθά: «Κτίζουμε σπίτια για να κατοικούμε σε αυτά και όχι για να επιδεικνυόμαστε. Ό,τι είναι μεγαλύτερο από την ικανοποίηση των αναγκών μας, είναι περιττό και άχρηστο. Φόρεσε υποδήματα μεγαλύτερα από τα πόδια σου, αλλά δεν θα τα ανεχθείς, διότι θα σε εμποδίζουν στο βάδισμα. Αυτό συμβαίνει και όταν έχεις οικία μεγαλύτερη από ό,τι χρειάζεται, σου εμποδίζει το βάδισμα προς τον ουρανό.
Επιθυμείς μεγάλες και λαμπρές οικίες να κτίζεις; Δεν σε εμποδίζω να το πράξεις, αλλά όχι στη γη. Κτίσε οικίες στους ουρανούς, για να δυνηθείς να υποδεχθείς και άλλους σε αυτές τις οικίες που ποτέ δεν καταστρέφονται. Γιατί έχεις μανία να επιδιώκεις όσα φεύγουν και μένουν εδώ; Τίποτε δεν είναι περισσότερο άστατο από τον πλούτο. Σήμερα είναι μαζί σου, αύριο γίνεται εχθρός σου και συντελεί, ώστε τα φθονερά μάτια να είναι παντού εναντίον σου. Είναι εχθρός που κατοικεί πάντοτε μαζί σου και σε συντροφεύει παντού. Μάρτυρες αυτού είσθε σεις που τον έχετε, και με κάθε τρόπο τον κρύπτετε και τον χώνετε στη γη, διότι και τώρα τον κίνδυνο που έχομε, τον κάνει ανυπόφορο».
«Οικίας οικοδομούμεθα, ίνα οικώμεν ουχ ίνα φιλοτιμώμεθα. Το μείζον της χρείας, περιττόν της χρείας εστι και άχρηστον. Υπόδησαι υπόδημα του ποδός μείζον αλλ’ ουκ ανέξη, εμποδίζει προς την εις ουρανούς αποδημίαν. Βούλει λαμπρός και μεγάλος οικοδομείν οικίας- ου κωλύω, αλλά μη επί γης, οικοδόμησον σκηνάς εν ουρανοίς, ίνα ετέρους υποδέξασθαι δυνηθής σκηνάς ουδέποτε καταλυομένας. Τί μέμηνας περί τα φεύγοντα, και τα ενθάδε μένοντα; Ουδέν σφαλερώτερον πλούτου, σήμερον μετά σου, και αύριον κατά σου, των βασκάνων γάρ οφθαλμούς οπλίζει πάντοθεν πολέμιος γάρ εστι ομόσκηνος, εχθρός σύνοικος, καί μάρτυρες υμείς οι κεκτημένοι, οι παντί τρόπω κατορύττοντες αυτόν και αποκρύπτοντες, επεί και νυν τον κίνδυνον αφορητότερον ημίν ο πλούτος ποιεί» (Ε.Π.Ε. 31,654-656).
Αρχιμ. ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΛΥΡΑΚΗΣ