Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄλλον… (Γεροντικό)

◘ Είπε ο αββάς Αντώνιος:

«Εγώ δεν φοβάμαι πιά τον Θεό, αλλά τον αγαπώ, γιατί η αγάπη διώχνει πέρα τον φόβο».

◘ Είπε πάλι:

«Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε».

◘ Ο αββάς Αγάθων είπε:

«Ποτέ δεν πλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας δυσαρεστηθεί με κάποιον, αλλά ούτε και άφησα -όσο μπορούσα- άλλον να κοιμηθεί, έχοντας κάτι με μένα».

◘ Έλεγε ο αββάς Αγάθων:

«Αν γινόταν να βρω ένα λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να πάρω το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα.

Γιατί αυτή είναι η τέλεια αγάπη».


◘ Έλεγε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός:

«Δεν γίνεται να χτίσει κανείς το σπίτι, αρχίζοντας από πάνω και προχωρώντας προς τα κάτω.

Από τα θεμέλια θα αρχίσει και θα προχωρήσει προς τα πάνω».

Τον ρωτούν:

«Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;»

«Το θεμέλιο, απαντά, είναι ο πλησίον, προκειμένου να τον σώσεις, και πρώτος εσύ ωφελείσαι, γιατί απ΄αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χριστού».

◘ Ο αββάς Ιωάννης είπε:

«Ο πατέρας μας, ο αββάς Αντώνιος, είπε: Ποτέ δεν έβαλα το δικό μου συμφέρον πιο πάνω από την ωφέλεια του αδελφού μου».

◘ Είπε ο αββάς Υπερέχιος:

«Προσπάθησε να γλυτώσεις -όσο μπορείς- τον πλησίον από τις αμαρτίες χωρίς να τον προσβάλεις, διότι και ο Θεός δεν αποστρέφεται όσους μετανοούν. Επίσης, λόγος κακίας ή πονηρίας εναντίον του αδελφού σου ας μην παραμένει στην καρδιά σου, για να μπορείς να λές: Συγχώρεσέ μας τα παραπτώματά μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έφταιξαν».

◘ Ένας Γέροντας είπε:

«Αν κάποιος σου ζητήσει ένα πράγμα και σύ βιάζοντας τον εαυτό σου το προσφέρεις, φρόντισε και ο λογισμός σου να ευαρεστηθεί με αυτό πού δίνεις, καθώς είναι γραμμένο: Αν κάποιος σε αγγαρεύσει να πάς μαζί του ένα μίλι, πήγαινε δυό. Δηλαδή αν κάποιος σου ζητήσει κάτι, να του το δώσεις με όλο σου το είναι».

Δυό Γέροντες ζούσαν ως μοναχοί πολλά χρόνια μαζί και ποτέ δεν μάλωσαν. Είπε ο ένας στον άλλον:

«Ας φιλονικήσουμε κι εμείς μια φορά όπως όλοι οι άνθρωποι».

Ο άλλος αποκρίθηκε:

«Δεν ξέρω πώς γίνεται η φιλονικία».

Και του λέει ο αδελφός:

«Να, θα βάλω στη μέση ένα τούβλο. Εγώ θα λέω ότι είναι δικό μου κι εσύ να λές, όχι, δικό μου είναι, και από δω γίνεται η αρχή».

Έβαλαν πράγματι στη μέση ένα τούβλο. Λέει ο ένας:

«Αυτό είναι δικό μου».

Ο άλλος είπε: «Όχι, είναι δικό».

Είπε ο πρώτος:

«Έ, αν είναι δικό σου, πάρ΄το και πήγαινε».

Και έφυγαν, χωρίς να βρουν αιτία για φιλονικία.

◘ Ένας Γέροντας είπε:

«Ποτέ δεν επεθύμησα ένα έργο πού να ωφελεί εμένα και να βλάπτει τον διπλανό, γιατί πίστευα ότι το κέρδος του αδελφού μου είναι καρποφορία για μένα».

Κάποιος από τους Πατέρες πήγε στην πόλη να πουλήσει το εργόχειρό του. Εκεί είδε έναν φτωχό που ήταν γυμνός, και επειδή τον σπλαχνίστηκε, του χάρισε το επανωφόρι του. Ο φτωχός όμως πήγε και το πούλησε. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, λυπήθηκε και μετάνιωσε που του έδωσε το ένδυμα.

Εκείνη τη νύχτα παρουσιάστηκε στον Γέροντα -σε όνειρο- ο Χριστός, φορώντας το επανωφόρι. Του λέει:

«Μη λυπάσαι, να, φορώ αυτό που μου έχεις δώσει».
◘ Οι Γέροντες έλεγαν:

«Ο καθένας οφείλει τα προβλήματα του πλησίον να τα κάνει δικά του και σε όλα να συμπάσχει με αυτόν. Και να χαίρεται και να κλαίει μαζί μ΄αυτόν, και με τέτοια διάθεση να στέκεται απέναντί του, σαν να φοράει το σώμα του πλησίον και σαν να πρόκειται για τον εαυτό του, αν ποτέ συμβεί κάτι κακό σ΄εκείνον.

Αυτά είναι σύμφωνα με τη Γραφή πού λέει: Χάρη στον Χριστό όλοι είμαστε ένα σώμα.

Και: Όλοι όσοι πίστευσαν στον Χριστό είχαν μια καρδιά και μια ψυχή».

◘ Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:

«Γιατί, όταν κάνω τις μικρές μου προσευχές (τον κανόνα μου), προσέχω ότι άλλοτε δεν υπάρχει ευφορία στην καρδιά μου και άλλοτε προθυμία;»

Απαντά ο Γέροντας:

«Πώς λοιπόν θα φανεί ότι ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό;»

Και συμπλήρωσε:

«Εμένα το σώμα μου μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην προαίρεσή μου».

◘ Ένας Γέροντας είπε:

«Μην απαιτείς αγάπη από τον πλησίον, γιατί εκείνος που αγαπά κάποιον και δεν βρίσκει ανταπόκριση ταράζεται.

Καλύτερα, εσύ δείξε την αγάπη στον πλησίον, έτσι κι εσύ νιώθεις ανάπαυση, αλλά με τον τρόπο αυτό οδηγείς σε αγάπη και τον πλησίον».

◘ Είπε πάλι:

«Το να υστερείς στο θέμα της αγάπης απέναντι των αδελφών προέρχεται από το ότι δέχεσαι τους λογισμούς που ξεκινούν από υποψία και εμπιστεύεσαι στα αισθήματά σου. Επιπλέον και από το ότι δεν θέλεις να παθαίνεις αντίθετα από ό,τι επιθυμείς. 


Εκείνο λοιπόν που σου χρειάζεται είναι με τη βοήθεια του Θεού, πρώτα πρώτα να μη δίνεις εμπιστοσύνη στις υπόνοιές σου και ύστερα με όλη σου την προθυμία και τη δύναμη να ταπεινώνεσαι ενώπιον των αδελφών, και να κόβεις για χάρη τους το θέλημά σου».

◘Έλεγε επίσης ότι η αγάπη που έχει αφετηρία τον Θεό είναι πιο δυνατή και από την αγάπη που την έχει κανείς εκ φύσεως.


ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ Β΄


Για την Αγάπη

Μια συλλογή κειμένων από το Γεροντικό για την αγάπη, για να εμπνευστούμε από το φωτεινό παράδειγμα των Θεόπνευστων Πατέρων που αγωνίστηκαν για την κατάκτηση των αρετών.


«Ουδέποτε επλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας λύπη στην καρδιά μου για τον πλησίον μου. Και όσο πάλι εξαρτάτο από μένα, δεν άφησα άνθρωπο να κοιμηθεί στενοχωρημένος μαζί μου», έλεγε ο Αββάς Αγάθων.

Τρεις αδελφοί συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη μέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε ν’ αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη σκήτη.

Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους:
-Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον Αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε.

Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του.
-Ποιο μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω
-Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.

Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μη φιλονικούν πήγαν σ’ ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει τη διαφορά.
-Αββά, άρχισε πρώτος ο Αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι Αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό;

-Αββά, επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως με την ευχή του Αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει το μισθό του;

Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των Αδελφών εκείνων. Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι Μοναχοί της σκήτης σε σύναξη.
-Ελάτε, Πατέρες και Αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση.

Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς, πως την ημέρα εκείνη οι Αδελφοί τον είχαν αδικήσει.

Ο Υποτακτικός κάποιου Γέροντος έμενε σε μια καλύβα δέκα μίλια μακριά από τη σκήτη. Μια μέρα θέλησε να τον ειδοποιήσει ο Γέροντας να έρθει να πάρει το ψωμί του. Ύστερα όμως σκέφτηκε: Για λίγα ψωμιά να κάνω τον Αδελφό να περπατήσει δέκα μίλια; Ας του τα πάω μόνος. Έβαλε το ταγάρι στον ώμο και ξεκίνησε.
Πηγαίνοντας, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έκανε τέτοια πληγή στο πόδι, που ήταν αδύνατον να σταματήσει το αίμα. Από τον υπερβολικό πόνο που ένοιωσε άρχισε να κλαίει.

-Γιατί κλαις, Αββά; Άκουσε πίσω του μια γλυκιά φωνή να τον ρωτά. Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίο Άγγελο. Δεν φοβήθηκε όμως, αλλά του έδειξε με το δάκτυλο την πληγή.

-Παύσε να κλαις γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον πρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του Αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.

Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους Αδελφούς.

Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στο δρόμο.

-Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα ένα μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.

-Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο Αδελφός.

Ενώ έλεγαν αυτά, ήρθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε: -Αυτή τη φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό.

Ο Αββάς Ιωάννης με μερικούς ακόμη αδελφούς πήγαιναν να επισκεφτούν κάποια πολύ μακρινή σκήτη. Περπατώντας νυχτωθήκανε κι ο Μοναχός που τούς είχαν δώσει για οδηγό έχασε το δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν και ρώτησαν τον Γέροντα ιδιαιτέρως:

-Τι πρέπει να κάνουμε τώρα, Αββά; Αν εξακολουθήσουμε να προχωράμε, κινδυνεύουμε να χαθούμε σ’ αυτήν εδώ την απέραντη έρημο.

-Αν δείξουμε πως καταλάβαμε ότι έχασε το δρόμο θα ντραπεί και θα στενοχωρηθεί ο αδελφός, είπε ο αγαθός Γέροντας. Θα προφασιστώ καλύτερα πως είμαι κουρασμένος και δεν μπορώ να περπατήσω άλλο και ας μείνουμε εδώ να ξημερώσει.

Έτσι κι έκανε για να μη λυπήσει τον αφηρημένο οδηγό τους.